Ήταν Χριστούγεννα, πριν από λίγα χρόνια. Περνούσαμε τις γιορτές οικογενειακά, στο σπίτι ή με επισκέψεις σε άλλους συγγενείς. Κάποιοι λένε ότι οι φίλοι πάνε και έρχονται, η οικογένεια όμως θα είναι πάντα εκεί. Κάποιοι άλλοι θεωρούν τους φίλους τους ως οικογένεια. Στο σπίτι της θείας μου, καθόμουν στον καναπέ και η θεία έφερνε, όπως πάντα, όλα τα κεράσματα που είχε. Η αδερφή μου ψιθύριζε συνωμοτικά, τι άλλο έχει να φάμε; Είναι καλή μαγείρισσα η θεία. Όμως εγώ αισθανόμουν κακόκεφη, λυπημένη, θλιμμένη. Δεν ήξερα τι έφταιγε. Εντάξει, προβλήματα έχουμε όλοι. Τελικά αποφάσισα ότι μάλλον με είχε πιάσει αυτό που λένε «η κατάθλιψη των εορτών». Λένε ότι χτυπάει περισσότερο τους μοναχικούς ανθρώπους και εγώ εκείνο το διάστημα ήμουν αρκετά μοναχική, με ελάχιστες παρέες και προσκόλληση περισσότερο στην οικογένεια. Ένιωθα πολύ άσχημα, όμως δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι μπορεί να έχω κάτι άλλο εκτός από μελαγχολία. Από άποψη σωματική ήμουν ένας πολύ δυνατός οργανισμός, που δεν αρρώσταινα ποτέ και που αντιμετώπιζα την κάθε πρόκληση. Ήμουν γύρω στα 30 και όπως έλεγε και δυνατή σαν πέτρα. Μόνο μια φορά είχα υποτίθεται αρρωστήσει, στο δημοτικό, αλλά το έκανα ψέματα, επειδή είχα βαρεθεί και ήθελα να τραβήξω την προσοχή. Η οικογένειά μου ήρθε να με επισκεφθεί και μου έκανε δώρο το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Μενέλαου Λουντέμη. Η αλήθεια είναι ότι με μεγάλωσαν με περισσή φροντίδα για να έχω ένα υγιέστατο οργανισμό, ικανό να επιβιώσει σε όλες τις δύσκολες περιστάσεις.
Στο δημοτικό, αρρώστησαν και κάτι συνομήλικα ξαδερφάκια μου, έπαθαν πνευμονία και τα πήγαν στο Βενιζέλειο. Πήγαμε να τα επισκεφθούμε και τότε δεν ήξερε ότι η πνευμονία μπορεί να είναι θανατηφόρος αρρώστια και έχουν πεθάνει πολλοί από αυτή, όπως ο ρώσος συγγραφέας Ντοστογιέφσκι και ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλος. Όταν έφυγα από το σπίτι της θείας, πήγα για ύπνο και το επόμενο πρωί θυμήθηκα ότι στο ψυγείο του γραφείο είχα αφήσει ένα μπολ παγωτό κρέμα και φράουλα από το αγαπημένο μου ζαχαροπλαστείο. Είχα πολύ μεγάλη ανάγκη για κάτι δροσιστικό. Ούτε πήγε το μυαλό μου ότι μπορεί να είχα πυρετό. Ακόμα νόμιζα ότι έχω τη μελαγχολία των γιορτών. Καθώς περνούσαν οι ώρες και συνέχιζα να νιώθω άσχημα, έβαλα θερμόμετρο και έδειξε υψηλό πυρετό. Τότε αποφάσισα ότι πρέπει να πάω στο εφημερεύον νοσοκομείο, στο Βενιζέλειο.
Μετά από πολλές ώρες αναμονής, οι γιατροί διάβαζαν τις εξετάσεις και τις ακτινογραφίες μου. Τους είδα να ψιθυρίζουν πολύ ανήσυχοι και νόμιζα ότι μου διέγνωσαν κάτι ακραία σοβαρό, αλίμονο, καρκίνο, φυματίωση, νόσο του κρον, πνευμονική εμβολή, λοιμώδη μονοπυρήνωση, ευλογιά, σύνδρομο της Στοκχόλμης, ανεύρυσμα αορτής, οξεία παγκρεατίτιδα, έμφραγμα, αλκοολική ηπατίτιδα, πέρασαν από το μυαλό μου όλες οι αρρώστιες που είχα ακούσει. Οι γιατροί απλά δεν ήταν σίγουροι. Η διάγνωση όμως βγήκε. Πνευμονία αρκετά σοβαρή ώστε να πρέπει να νοσηλευτείς. Η μητέρα μου που με συνόδευε μόλις είδε το θάλαμο, είπε πάμε να φύγουμε. Όχι μαμά. Δεν θα φύγουμε επειδή βρωμάει. Έχω ανάγκη τους γιατρούς και τους νοσηλευτές για να σωθώ. Ένιωθα ότα αν πήγαινα σπίτι δεν θα ήμουν ασφαλής και η εξέλιξη θα ήταν αβέβαιη. Κατσαριδάκια παντού. Στο διάδρομο, στο μικρό χωλ πριν από το θάλαμο που ήταν ένας νιπτήρας και ένας σκουπιδοτενεκές, στο πάτωμα, στους τοίχους. Ο πυρετός με έκανε να νιώθω σαν να βρίσκομαι σε ένα ζωντανό εφιάλτη, σαν να ήμουν στο λυκόφως ανάμεσα σε δύο κόσμους. Στα άλλα κρεβάτια ήταν κυρίως ηλικιωμένοι, με δυο τρεις συνοδούς ο καθένας και δεκάδες επισκέπτες. Ήταν μια ηλικιωμένη που πρέπει να ήταν πολύτεκνη γιατί ήταν εκεί μέρα νύχτα τα πάρα πολλά παιδιά της, τα οποία ήταν και αγενέστατα και ιδιαίτερα ενοχλητικά. Σε ένα άλλο κρεβάτι ήταν μια ηλικιωμένη με ουρολοίμωξη, που από τον πυρετό είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον. Ξέχασα. Επειδή η πνευμονολογική δεν είχε χώρο, με έβαλαν στην παθολογική. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έφεραν μια σχετικά νέα γυναίκα, αλλοδαπή, και ήρθε όλο της το σόι, κυριολεκτικά. Μιλούσαν μια παράξενη γλώσσα, δεν μπορεί, εγώ αλβανικά έχω ξανακούσει, δεν έμοιαζαν με αλβανικά. Περισσότερο έμοιαζαν με ιταλικά, περίεργο, ίσως ήταν κάποια διάλεκτος. Για να παίρνω λίγο κουράγιο, σκεφτόμουν συνέχεια τους αγαπημένους μου που έχουν φύγει από τη ζωή, ήταν η μόνη συντροφιά μου. Οι δικοί μου απέφευγαν τις πολλές επισκέψεις, αν και τους είπαν οι γιατροί ότι δεν είχα κάτι μεταδοτικό, φοβούνταν. Και επίσης, υπήρχαν και άλλοι μέσα στην οικογένεια που χρειάζονταν φροντίδα.
Κάποια στιγμή ένας από τους πολλούς γιους της γριάς, μου επιτέθηκε επειδή μιλούσα στο κινητό. Κάποιοι φίλοι έπαιρναν τηλέφωνο να ευχηθούν χρόνια πολλά και να ρωτήσουν πώς πάω. Μου επιτέθηκε και δεν είχα καθόλου τη δύναμη να τον αντιμετωπίσω. Πήρα τους ορούς και βγήκα στο μπαλκόνι, αλλά έκανε πολύ κρύο. Στο διάδρομο το κινητό μου δεν είχε σήμα. Ένα βράδυ ψηνόμουν στον πυρετό και μου είχε τελειώσει το νερό. Έπινα απίστευτες ποσότητες νερού. Οι νοσοκόμες μου έδωσαν όσο είχαν, το ίδιο και οι άλλοι στο θάλαμο. Κοίταξα από το παράθυρο, το μαγαζάκι κάτω ήταν κλειστό. Και τότε πήρα τηλέφωνο μια από τις νοσοκόμες μου, που ήταν σπίτι και έφτιαχνε μελομακάρονα με τα παιδιά της. Τα άφησε και ήρθε και μου έφερε νερό.
Έφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς και εγώ δεν άντεχα άλλο χωρίς ύπνο και ζήτησα να μου δώσουν κάτι να κοιμηθώ. Όντως κοιμήθηκα και με ξύπνησε η τηλεόραση, με την ένταση στη διαπασών… μετρώντας αντίστροφα, καλή χρονιά, ευτυχισμένο το 2015! Τι εφιάλτης. Έκανα τόση προσπάθεια να κοιμηθώ λίγο και με ξύπνησαν αυτά τα τέρατα, που δεν σέβονται ούτε τους δικούς τους ασθενείς, ούτε τους άλλους. Ποιοι άλλοι, τα πολλά παιδιά της γριάς. Εντωμεταξύ κάποιος έφερε δώρο μια βασιλόπιτα στην γριά με την ουρολοίμωξη, και οι άλλοι την πήραν, την έκοψαν και μου έδωσαν και εμένα ένα κομμάτι. Ήμουν ήδη λίγο καλύτερα ώστε να μπορώ να φάω. Όμως αντί για το φλουρί βρήκα μέσα μία… τρίχα. Τίποτα καλό δεν προμήνυε αυτό και έχω αρχίσει πια να πιστεύω στην τύχη και στα σημάδια της. Μια φορά αγόρασα εισιτήριο για ένα μακρινό ταξίδι που θα έκανα ημέρα Τρίτη και 13 και όχι μόνο έχασα το ταξίδι, συνέβησαν τα χειρότερα γεγονότα της ζωής μου.
Την επομένη ήμουν ήδη αρκετά καλύτερα και ανυπομονούσα να πάρω εξιτήριο. Με το μεσημεριανό γεύμα μας έφεραν και βασιλόπιτα και κουραμπιέ. Το απόγευμα με επισκέφθηκε η μητέρα μου και είχε φέρει διάφορα γλυκά, πίτες, είχε φτιάξει από όλα. Όμως εγώ ήθελα πιο πολύ ένα καφέ και πήγε και μου πήρε από το κυλικείο. Στο σπίτι ήταν όλοι καλά, μου έλειπε ακόμα και η γάτα μας. Μετρούσα τον πυρετό συνέχεια. Όταν ήταν σταθερά χαμηλός για αρκετές ώρες, θα έπαιρνα το πολυπόθητο εξιτήριο. Τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από την υγεία. Η περιπέτεια με την υγεία μου δεν τέλειωσε εκεί. Κράτησε καιρό και έκοψε τη ζωή μου στα δύο. Τώρα που βλέπω τα γεγονότα από απόσταση, δεν μπορώ να ευχαριστήσω αρκετά τους γιατρούς και τους νοσηλευτές στο Βενιζέλειο, στο Παγνή, στο Σωτηρία και στα ιδιωτικά ιατρεία. Εκεί, στο Σωτηρία, είδαν πολλά τα μάτια μου και από τότε λέω σε όλους, κόψτε το τσιγάρο. Είχε καρκίνο του πνεύμονα, ένας αγαπημένος μου. Και κάποιος άλλος αγαπημένος μου νόμιζε ότι θα φύγει γρήγορα και τελικά έφυγε πρώτος ο ίδιος, ενώ ήταν όρθιος και δυνατός.
Φοβάμαι λιγότερο τον κορωνοϊό, γιατί έχω ζήσει πώς είναι να μην μπορείς να αναπνεύσεις, να έχεις ένα γουργούρισμα στο θώρακα που σε πνίγει. Ήταν στιγμές που ήθελα να τέλειωνε το μαρτύριο, να έφευγα, μα δεν είχα τη δύναμη, γιατί δεν ήμουν ούτε ξύπνια, ούτε κοιμόμουν. Δεν θέλω με τίποτα να το ξαναπεράσω. Τώρα θέλω μόνο να μείνω σπίτι, μέχρι να βρεθεί κάποια λύση.
Μ. Ε.