Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ο Δημήτρης ήταν ένας καλός άνθρωπος. Ήταν όμορφος, με γαλάζια μάτια ωραίο παράστημα. Κανένα από τα έξι παιδιά του δεν του έμοιασαν, εκτός από ένα που πέθανε όσο ήταν ακόμα παιδί. Σκεφτόταν συνέχεια, για τα στραβά και τα άδικα του κόσμου, για τα πολιτικά και τα κοινωνικά θέματα, αλλά μιλούσε λίγο ή καθόλου. Ήταν πολύ ήσυχος. Είχε τις δικές τη δική του κοσμοθεωρία. Ότι όσο μπορείς πρέπει να βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη, ακόμα και από το υστέρημά του. Η γυναίκα του θύμωνε μαζί του, ζήλευε που νοιαζόταν για όλους, συγγενείς, φίλους, ακόμα και ξένους. Ήταν έξυπνος, στενοχωριόταν εύκολα όταν έβλεπε την αχαριστία των ανθρώπων μα έδειχνε πάντα δυνατός, κρατούσε μέσα του κάθε πίκρα και απογοήτευση. Είχε λίγους φίλους, με τους οποίους συζητούσε για πολιτικά και πνευματικά θέματα και δεν του άρεσε που ο πεθερός του ήταν τόσο φανατικός. Σε άλλη περίπτωση θα τον είχε διώξει πριν ακόμα γίνει ο γάμος, αλλά ο Δημήτρης τις απόψεις του δεν τις έλεγε σε όλους, μόνο στους λίγους στενούς του φίλους. Η μητέρα του τον κανόνισε αυτό το γάμο, ο ίδιος δεν ήθελε, αλλά και ποιος μπορούσε να της φέρει αντίρρηση. Ήταν μία στρατηγός πέντε αστέρων, αυτή έκανε το κουμάντο στην οικογένεια.
Τη μέρα που οι Γερμανοί επιτέθηκαν στο Ηράκλειο, ήταν και αυτός εκεί. Είχε ξεκινήσει, να πάρει μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Στο μέτωπο της Αλβανίας δεν τον είχαν καλέσει, γιατί είχε ήδη τέσσερα παιδιά. Αυτά που έβλεπε δεν του άρεσαν. Στα καταστήματα που είχαν μείνει ανοιχτά λόγω της μεγάλης αναταραχής, κάποιοι έμπαιναν και άρπαζαν ότι μπορούσαν, πράγματα ευτελή ή και μεγάλης αξίας. Έτσι όπως έβλεπε όλους να αρπάζουν, περνώντας από ένα μαγαζί με μαχαίρια, πήρε και αυτός ένα πτυσσόμενο μαχαιράκι και το έβαλε στην τσέπη του. Οι Κρητικοί, ακόμα και ο άμαχος πληθυσμός, πολέμησαν τον εχθρό που ερχόταν από τον ουρανό όπως μπορούσαν, όμως αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν είναι ότι φοβόταν. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Δεν είναι ότι δεν αγαπούσε την πατρίδα του, μα να σκοτώσει έναν από αυτούς, δεν το μπορούσε. Να ήταν δειλία αυτό; Τους λυπόταν. Έβλεπε νέους ανθρώπους, πώς να τους σκοτώσει αυτού που δεν είχε σκοτώσει ποτέ ούτε κοτόπουλο και πάντα έβαζε άλλους για τις δουλειές αυτές και τους έδινε πάντα και μερίδιο από το κρέας. Η λογική έλεγε ότι αυτά τα τέρατα θέλουν να μας αφανίσουν και να πάρουν ό,τι έχουμε, όμως ο Δημήτρης έβλεπε ότι και αυτοί είχαν μορφή ανθρώπινη, σαν και μας και επιπλέον σκεφτόταν ότι έχουν γονείς και οικογένειες που τους περιμένουν. Δεν κατάφερε να κάνει τίποτα και γύρισε στο χωριό αμίλητος και σκεφτικός. Μπορεί να ένιωθε ενοχές που δεν κατάφερε να κάνει κάτι για την πατρίδα του, μπορεί να ένιωθε δειλός, αλλά μπορεί να ένιωθε ευχαριστημένος που η μάχη έγινε χωρίς αυτόν.
Τα χρόνια ήταν δύσκολα και στη διάρκεια της Κατοχής ο εχθρός έδειξε το φρικτό του πρόσωπο στην Κρήτη. Ο Δημήτρης είχε δείξει έλεος, οι κατακτητές όμως όχι. Δεν είχαν κανένα έλεος. Για τη φρίκη του πολέμου και της κατοχής δεν μιλούσε πολύ. Οι ιστορίες που διηγιόταν αυτός και η γυναίκα του ήταν σχεδόν ανάλαφρες, αθώες. Έτσι και αλλιώς στο συγκεκριμένο χωριό δεν τους αρέσει να λένε άσχημα πράγματα και για όλα χρησιμοποιούν ευφημισμούς. Για παράδειγμα, δεν λένε τη λέξη νεκροταφείο, λένε «εκεί πέρα». Περνούσε λέει μια μέρα ένας γερμανός έξω από το σπίτι τους και τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω του και τον περιεργάζονταν με ενδιαφέρον. Τότε αυτός ζήτησε από τη γυναίκα του Δημήτρη, να του φέρει να φάει αβγά. Δεν έχω ιδέα σε τι γλώσσα το είπε ή μάλλον με νοήματα. Επέστρεψε αυτή σε λίγο από την κουζίνα με τηγανιτά αβγά, όμως ο γερμανός δεν τα ήθελε και τα έδωσε στα παιδιά να τα φάνε. Εξήγησε ότι τα ήθελε βραστά, και αμέσως πήγε και τα έβρασε και του τα έφερε. Ίσως νόμισε ότι θα του έβαζαν δηλητήριο στα τηγανητά αβγά; Ποιος ξέρει. Και μια άλλη μέρα ο Δημήτρης είχε κρυφτεί σε ένα ξεροπόταμο, γιατί οι γερμανοί μάζευαν κόσμο για καταναγκαστικά έργα. Τα κατάφερε να μην τον βρουν. Καταναγκαστικά έργα, κατασχέσεις των τροφίμων, αστυνόμευση τα βράδια για να μην κυκλοφορεί κανείς, για πιο φρικτά πράγματα, όπως βασανισμούς και εκτελέσεις δεν έκαναν λόγο, ό,τι και αν είχαν δει, ό,τι και αν είχαν ζήσει. Υπήρχε και ο άλλος κίνδυνος, οι «γκεσταπίτες», που συνεργάζονταν με τους γερμανούς για δικό τους όφελος. Όμως ο Δημήτρης και αυτούς τους λυπόταν, όταν ήρθε η ώρα να τιμωρηθούν. Δεν ήταν σίγουρος ότι αυτοί που θα αποφάσιζαν για την τιμωρία των προδοτών είχαν κρίνει δίκαια. Επίσης δεν ήταν σίγουρος ότι πίσω από την κάθε πράξη δεν κρύβονταν λόγοι προσωπικοί. Δεν ήθελε τόσο εύκολα να εκτελείται κάποιος ως προδότης, δεν μπορεί να υπήρχαν τόσοι πολλοί προδότες. Υπήρχαν αντίθετα οπλαρχηγοί που με την ευκαιρία του πολέμου, της κατοχής και της αντίστασης, συμπεριφέρονταν αυταρχικά και με μεγάλη ιδιοτέλεια. Τα έβλεπε όλα αυτά και σκεφτόταν πόσο μάταια είναι όλα, πόσο άδικα πέθαιναν οι συμπατριώτες του και περίμενε με τρόμο να δει τι άλλο θα έφερνε το μέλλον. Ήταν ολοφάνερο πως θα έφερνε κάτι πολύ χειρότερο, για το οποίο οι υπεύθυνοι δεν λογοδότησαν ποτέ.
Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Υποτίθεται ότι τώρα ο λαός μπορούσε να αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας και ας μην ήταν ατόφιος. Οι γερμανοί έφευγαν, όμως νέες συμφορές περίμεναν την Ελλάδα. Η κακία και το μίσος στα χρόνια εκείνα έκαναν την παρουσία τους πιο έντονη, η απανθρωπιά γιγαντώθηκε. Μια μέρα ο Δημήτρης άκουσε έναν συγχωριανό να μιλάει άσχημα για εκείνον πίσω από την πλάτη του, να τον αποκαλεί κορόιδο, επειδή τον βοηθούσε… Τέτοιος ήταν, καλός και δοτικός και πάντα πληγωνόταν που κάποιοι την καλοσύνη και την εντιμότητα τη θεωρούσαν ως αδυναμία και ως κουσούρι. Είχε αρχίσει να φοβάται να κάνει το καλό. Είχε αρχίσει να πέφτε σε μελαγχολία. Ευτυχώς οι λίγοι καλοί του φίλοι του ήταν πιστοί, δεν πειράζει που τον είχαν απογοητεύσει άνθρωποι που δεν τους ήξερε καλά και δεν ήξερε τον πραγματικό χαρακτήρα τους.
Μια από εκείνες τις μέρες, στο τέλος του πολέμου, ενώ ήταν στο χωράφι και δούλευε, είδε μπροστά του έναν άνθρωπο. Στην αρχή φοβήθηκε. Πολλά γίνονταν και σε εκείνη την ταραγμένη εποχή κάποιοι δεν δίσταζαν να σκοτώσουν τον προσωπικό τους εχθρό ή εκείνον που θεωρούσαν εχθρό για κάποιο λόγο ξέροντας ότι θα συνέχιζαν τη ζωή τους ανενόχλητη και ας είχαν κάνει κανονικό φόνο σε καιρό ειρήνης, αφού ο πόλεμος είχε τελειώσει. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Τι να είναι αυτός εδώ και τι να θέλει. Φαινόταν σε κακή κατάσταση, η ηλικία του ήταν γύρω στα τριάντα και προσπαθούσε να του μιλήσει. Δεν έχω ιδέα σε τη γλώσσα μίλησαν, όμως ο Δημήτρης κατάλαβε ότι ήταν Ιταλός και κρυβόταν για μέρες χωρίς νερό και φαγητό και αναζητούσε ένα τρόπο να φύγει και να σωθεί. Για άλλη μια φορά ο Δημήτρης δείλιασε. Αυτή τη φορά δεν είχε δικαιολογία. Ήξερε ότι αν ήθελε να σώσει τον εχθρό που είχε πια παραδοθεί θα έπρεπε να το αναλάβει ο ίδιος. Δεν είναι δυνατόν να πίστεψε ότι θα μπορούσε να εμπιστευτεί οποιονδήποτε, για να οδηγήσει τον ικέτη σε ένα μέρος από όπου μπορούσε να εγκαταλείψει την Κρήτη με ασφάλεια. Θα μπορούσε να οργανώσει και να φέρει σε πέρας την αποστολής σωτηρίας, αφού πίστευε πως άξιζε τον κόπο. Πραγματικά το πίστευε, όμως δεν είχε το θάρρος να το πραγματοποιήσει.
Αποφάσισε να τον παραδόσει σε ένα γνωστό του, πολύ πιο δραστήριο στα χρόνια της αντίστασης, ζητώντας του να τον βοηθήσει να φύγει. Ξεκίνησαν μαζί και στο δρόμο μιλούσαν. Ο ξένος είχε μάθει λίγα ελληνικά, ποιος ξέρει πώς. Vasily. Τον έλεγαν Vasily. Πώς γίνεται να είσαι Ιταλός και να σε λένε Vasily; Το κανονικό μου όνομα ήταν Andrea. Πριν έρθω στην Κρήτη πολέμησα και σε άλλα μέρη και μίσησα τόσο πολύ τον εαυτό μου που ήθελα να πεθάνω. Τελικά αποφάσισα ότι πρέπει να ζήσω, για να εξιλεωθώ για όσα έγιναν. Θέλω όταν γυρίσω να γυρίσω στο σχολείο μου, ήμουν δάσκαλος. Μια μέρα, εδώ κοντά σε ένα χωριό, ρώτησα τα παιδιά να μου βρουν ένα όνομα και δεν ξέρω γιατί, όλα μαζί εν χορώ μου είπαν «Βασίλη». Βασίλη να σε λένε που γιορτάζει την Πρωτοχρονιά. Φαίνεται πως οι χαρακτήρες είναι τριών ειδών. Ο καλός, ο κακός και ο αμέτοχος. Αν στην ιστορία αυτή ο Δημήτρης ήταν αμέτοχος, ο γνωστός του που παρέλαβε τον ιταλό για να τον φυγαδεύσει, ήταν κακός. Έμειναν οι δυό τους, ο ξένος και ο Κακός. Έκανε ένα σύντομο διάλογο με τον εαυτό του, με την συνείδησή του αν είχε κάτι τέτοιο, ως εξής.
Αν τον φυγαδεύσω τι θα κερδίσω. Τίποτα. Θα χάσω μόνο χρόνο. Και στο κάτω κάτω της γραφής, ΗΤΑΝ εχθρός και όχι απλά εχθρός, αλλά και εχθρός νικημένος. Υπάρχει κάποιος γραπτός ή άγραφος νόμος που λέει να τον σεβαστώ;
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε το όπλο του και τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. Ένα έγκλημα εν καιρό ειρήνης για το οποίο δεν λογοδότησε ποτέ σε κανένα δικαστή και συνέχισε τη ζωή του κανονικά και χωρίς καμία τύψη. Ο Δημήτρης, λίγο αργότερα, έμαθε ότι ο Κακός καυχιόταν για την πράξη του και ποιος ξέρει, μπορεί να είχε εμπλέξει και τον ίδιο, να είχε πει ότι αυτός τον παρέδωσε για εκτέλεση… Περισσότερο στενοχωριόταν να μην πει ο κόσμος ότι συμμετείχε στη δολοφονία ενός ανθρώπου, παρά για τον ίδιο το θάνατο. Στα χρόνια που ακολούθησαν κουβαλούσε πάντα αυτό το βάρος και το εξομολογήθηκε στο αγαπημένο του παιδί λίγο πριν πεθάνει. Ήξερε πως είχε κάνει λάθος. Ήξερε πως εξαιτίας του πέθανε ένας άνθρωπος, ενώ ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ένας άνθρωπος που είχε μετανιώσει, που δεν ήθελε να είναι φασίστας. Η ζωή τους τιμώρησε σκληρά και τους δύο, και τον Κακό και το Δημήτρη. Ο Κακός έχασε το γιό του πάνω στο άνθος της ηλικίας του, ένα γιο που τον απέκτησε μετά το φόνο. Ο Δημήτρης είδε τα μισά από τα παιδιά του να βυθίζονται στη δυστυχία και στις αρρώστιες, πριν πεθάνει από «το κακό». Έτσι λένε κατ’ ευφημισμό τον καρκίνο, στο χωριό που δεν θέλουν να λένε άσχημα πράγματα και που όλα τα άσχημα τα κρύβουν κάτω από χαλιά και μέσα σε ντουλάπες, σαν να είναι το καύχημά τους.