Ψήφισαν κατά παραγγελία Κουρτάκη την άρση ασυλίας του Πολάκη – Άρση ασυλίας και για την Αγγελική Αδαμοπούλου του ΜεΡΑ25 για τοποθέτησή της εντός της Βουλής.
Μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια κατάλυσης του ελεύθερου λόγου των βουλευτών της Αριστεράς βρίσκεται πίσω από την επιλογή της ΝΔ να φέρει και τελικά να ψηφίσει στην Ολομέλεια της Βουλής την άρση ασυλίας του Παύλου Πολάκη (υπέρ ψήφισαν 184 και κατά 109) και της Αγγελικής Αδαμοπούλου από το ΜεΡΑ25 (υπέρ ψήφισαν 162 και κατά 116).
Η ασυλία του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική ήρθη έπειτα από μήνυση και ουσιαστικά κατά παραγγελία του εκδότη των «Παραπολιτικών» Γιάννη Κουρτάκη, ενώ η Αγγελική Αδαμοπούλου μηνύθηκε από την Ένωση Αξιωματικών ΕΛ.ΑΣ. Κεντρικής Μακεδονίας γιατί στη Βουλή επισήμανε ότι αστυνομικά όργανα, υποδυόμενοι τους «μπαχαλάκηδες», λειτουργούν ως προβοκάτορες για να διαλύσουν τις διαδηλώσεις.
Έντονη ήταν η αντίδραση από τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία ο οποίος κατήγγειλε τις πρακτικές φίμωσης.
Γ. Κατρούγκαλος: Η ΝΔ υιοθετεί την προσωπική εκδικητικότητα μιντιαρχών
«Οι δυο αιτήσεις για άρση της ασυλίας των βουλευτών εισάγονται αντίθετα με τον κανονισμό και το Σύνταγμα. Δεν αποτελούν μεμονωμένα γεγονότα, εντάσσονται σε μια προσπάθεια ποινικοποίησης της ζωής της χώρας» τόνισε ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. Γιώργος Κατρούγκαλος.
Όπως σημείωσε, «για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση είδαμε να κινείται διαδικασία προκαταρκτικής έρευνας κατά αρχηγών κομμάτων: του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, του ΓΓ του ΚΚΕ και του προέδρου του Μερα25 για συμμετοχή τους στις τιμητικές εκδηλώσεις της 17ης Νοεμβρίου.
Η περίπτωση της κ. Αδαμοπούλου είναι η πιο προκλητική, διότι φαίνεται ότι η πλειοψηφία της Επιτροπής Δεοντολογίας θέλει να φιμώσει τον πολιτικό λόγο. Θυμίζω ότι δεν αποτελούν προνομίες των βουλευτών οι θεσμικές εγγυήσεις του ανεύθυνου και του ακαταδίωκτου. Έχουν τεθεί για να προστατεύσουν την ελευθερία λόγου του βουλευτή, δηλαδή, εντέλει, την ίδια την ποιότητα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δεν πρέπει καν να μπει στην ουσία της συζήτησης η Βουλή γι’ αυτήν την περίπτωση».
Ο Γ. Κατρούγκαλος επισήμανε ότι η περίπτωση του Π. Πολάκη είναι διαφορετική. «Δείχνει την προσωπική εκδικητικότητα μιντιαρχών, την οποία την υιοθετεί ως δική της η ΝΔ. Ζητείται να εξετάσει ξανά η Βουλή αίτημα για άρση της ασυλίας που έχει απορρίψει. Τα πραγματικά περιστατικά είναι ίδια».
Ο Γ. Κατρούγκαλος επίμεινε ιδιαίτερα στην περίπτωση της Α. Αδαμοπούλου, «ακριβώς γιατί είναι πρωτοφανής. Θυμίζω τι αφορά το ανεύθυνο. Το ανεύθυνο προβλέπει πλήρη απαλλαγή από οποιαδήποτε ευθύνη του βουλευτή για λόγο ή ψήφο που δίνει εντός της Βουλής. Υπάρχει μια και μοναδική εξαίρεση, αυτή της συκοφαντικής δυσφήμισης. Πάλι για προφανείς λόγους, να μην αισθάνεται ελεύθερος ο βουλευτής να προσβάλει την τιμή φυσικών προσώπων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, ακόμα κι αν αποδειχτούν βάσιμα, δηλαδή αληθή, τα πραγματικά χαρακτηριστικά που επικαλούνται οι μηνυτές, δε μπορεί να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης¬.
«Τι έκανε η κα Αδαμοπούλου; Έκανε μια πολιτική κρίση. Είπε ότι σε διαδηλώσεις που εκτρέπονται του σκοπού τους βλέπουμε αστυνομικούς με πολιτικά να συμμετέχουν στα επεισόδια. Αυτό, αληθές ή μη αληθές, είναι προφανές ότι αποτελεί πολιτική κρίση και δε στρέφεται κατά της τιμής κανενός συγκεκριμένου προσώπου» υπογράμμισε ο Γιώργος Κατρούγκαλος.
«Θα καταθέσω στα πρακτικά πάγια νομολογία που λέει ότι δε στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης συλλογικά κατά ομάδας προσώπων. Αν πει κάποιος πως «όλοι οι δικηγόροι είναι ψεύτες» δε δικαιούται κάθε δικηγόρος να στραφεί εναντίον του για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Επιπλέον η ταυτότητα αυτού που υποτίθεται πως είναι το θύμα της δυσφήμισης πρέπει να εξειδικεύεται προσωπικά. Τίποτα από αυτά δεν υπήρχαν στην συγκεκριμένη μήνυση. Αυτή θα έπρεπε γι’ αυτούς τους λόγους να έχει τεθεί στο αρχείο από τον εισαγγελέα. Στη συνέχεια η Επιτροπή Δεοντολογίας έπρεπε να εξετάσει στο πλαίσιο του ελέγχου της να δει το προφανές απαράδεκτο -χωρίς να προβεί σε έλεγχο των πραγματικών γεγονότων – μιας και νομικά δε στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος με αυτά τα χαρακτηριστικά».
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. συνέχισε λέγοντας ότι «η εμμονή της ΝΔ δείχνει προφανή πολιτική σκοπιμότητα, αν συνδεθούν τα σημερινά με τα προηγούμενα που ανέφερα, για την προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής σχετικά με την προκαταρκτική έρευνα για τους αρχηγούς των κομμάτων της αριστεράς.
Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να ανεχτούμε ως Βουλή την περιστολή θεμελιωδών δικαιωμάτων των βουλευτών που κατοχυρώνονται ήδη από τη Γαλλική Επανάσταση. Δεν πρέπει καν να μπούμε σε αυτή τη συζήτηση μιας και θα συγκατανεύσουμε έτσι στον ακρωτηριασμό των λειτουργιών του βουλευτή και άρα να πληγώνουμε την ίδια την καρδιά του κοινοβουλευτισμο»ύ.
«Η περίπτωση του κ. Πολάκη εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο: προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το ποινικό δίκαιο σε βάρος της ελευθερίας του λόγου. Έχει επίσης την ιδιομορφία ότι έχει ήδη τοποθετηθεί η Βουλή. Γίνεται προσπάθεια με νομικά τεχνάσματα να φανεί ότι είναι διαφορετική η βάση της νέας μήνυσης σε σχέση με την παλαιότερη, όσοι όμως τη διαβάσουν – και αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει και από την επιτροπή δεοντολογίας- βλέπουν ότι τα πραγματικά περιστατικά είναι εντελώς παρόμοια. Εδώ υπάρχει μια προσπάθεια που καταλήγει στην ίδια τη διακωμώδηση των θεσμών. Δε μπορούμε να ψηφίζουμε συνέχεια, μέχρις ότου περάσει αυτό που θέλουν οι μιντιάρχες. Δεν είναι αυτό το νόημα της δημοκρατίας. Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος όχι τα συμφέροντα των ΜΜΕ.
Θεωρούμε ότι πρέπει να κριθεί απαράδεκτη η συζήτηση και των δυο αιτήσεων και να γίνει δεκτό το παρεμπίπτον ζήτημα που θέσαμε» κατέληξε ο Γ. Κατρούγκαλος.
Δ. Τζανακόπουλος: Στήνουν βιομηχανία διώξεων
«Θέλετε να δημιουργήσετε βιομηχανία διώξεως έτσι ώστε να περιορίσετε τη γνώμη των βουλευτών χτυπώντας στην καρδία του τον κοινοβουλευτισμό» υπογράμμισε από την πλευρά του ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Τζανακόπουλος.
«Σε σχέση με το τι είναι και τι δεν είναι παρεμπίπτον ζήτημα: παρεμπίπτον είναι κάθε ζήτημα που εμφανίζεται κατά την πορεία της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού εμποδίζει ή επηρεάζει τη συζήτηση ή τη λήψη απόφασης για το κύριο ζήτημα.
Όπως εξήγησε ο κ. Κατρούγκαλος χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα νομικά επιχειρήματα, κατά τη γνώμη των δυο βουλευτών που κατέθεσαν το συγκεκριμένο αίτημα, δηλαδή του κ. Κατρούγκαλου και του κ. Δρίτσα, οι δυο αυτές υποθέσεις δεν θα έπρεπε καν να έχουν εισαχθεί στην ολομέλεια, αυτό είναι το παρεμπίπτον ζήτημα, και δε θα έπρεπε καν η Επιτροπή να έχει φέρει το Σώμα στη θέση του να ψηφίσει υπέρ ή κατά της άρσης ασυλίας» ανέφερε ο Δ. Τζανακόπουλος.
Όπως είπε, «βρισκόμαστε σε μια συνθήκη ιδιότυπης δημοκρατικής εκτροπής αλλά και εν όψη μιας επιχείρησης από τη μεριά της κυβέρνησης και της συμπολίτευσης να οικοδομηθεί αστικοδικαστικό κράτος. Στιγμή αυτής της επιχείρησης είναι και αυτό που σήμερα συντελείται στη Βουλή. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με συγκρουόμενες νομικές ερμηνείες. Έχουμε να κάνουμε με νομικοφανή επιχειρήματα εμπνευστής των οποίων είναι και ο κ. Πρόεδρος, ο κ. Αθανασίου, τα οποία υποκρύπτουν πολιτική σκοπιμότητα. Θέλετε δηλαδή να δημιουργηθεί κλίμα εκφοβισμού και τρομοκράτησης βουλευτών ώστε να περιορίσουν την κριτική τους, να σιωπήσουν, να κάνουν πίσω σε σχέση με θέσεις, απόψεις, αξιολογικές κρίσεις, γνώμες, πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα.
Η επιχείρηση αυτή της οικοδόμησης του αστυνομικοδικαστικού κράτους έχει εκφραστεί πολλαπλώς όλο το τελευταίο διάστημα. Το επεισόδιο της εκκίνησης διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης κατά 3 αρχηγών κομμάτων, του κ. Τσίπρα, του κ. Κουτσούμπα και του κ. Βαρουφάκη εντάσσεται ακριβώς σε αυτή την επιχείρηση.
Δεν ισχυρίστηκε ποτέ κανένας ότι οι βουλευτές είναι υπεράνω του νόμου. Τι λέει όμως το σύνταγμα; Στο άρθρο 61 αναφέρεται ρητώς ότι ο βουλευτής όσο διαρκεί η κοινοβουλευτική περίοδος ούτε διώκεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Πώς λοιπόν ένας εισαγγελέας – χωρίς την άδεια του σώματος- εκκινεί προκαταρκτική εξέταση ώστε να εξετάσει αν ο περιορισμός που επέβαλε ο αρχηγός της αστυνομίας την ημέρα τιμής και μνήμης για το Πολυτεχνείο, μπορεί να συνιστά ποινικό αδίκημα. Αυτό είναι το αστυνομικοδικαστικό κράτος».
«Επιμένετε να συζητάτε σε σχέση με την υπόθεση της κ. Αδαμόπουλου με βάση το άρθρο 62 του Συντάγματος που λέει ότι αίρεται η βουλευτική ασυλία υποχρεωτικά σε περίπτωση που το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο βουλευτής δε σχετίζεται με τα κοινοβουλευτικά του καθήκοντα. Εδώ όμως εφαρμόζεται το άρθρο 61 και όχι το 62 που λέει πως ο βουλευτής δε διώκεται για γνώμη ή για ψήφο που έδωσε στο κοινοβούλιο παρεκτός για συκοφαντική δυσφήμηση.
Είναι επομένως δεδομένο πως η μη εξέταση της βασιμότητας της κατηγορίας, για την οποία είναι υποχρεωμένη η επιτροπή και η Ολομέλεια της βουλής, σε σχέση με τη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου άρθρου 62 δεν ισχύει για το άρθρο 61. Αντίθετα στο άρθρο 61 έχουμε τη δυνατότητα να εξετάσουμε τη νομική βασιμότητα της κατηγορίας και αν είναι προδήλως αβάσιμη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, να μην εισαχθεί ούτε καν στην Ολομέλεια.
Γιατί είναι προδήλως αβάσιμη; Γιατί υπάρχει σχετική νομολογία, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και έχει τη δυνατότητα η Επιτροπή και η Ολομέλεια μετά τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να κάνει και εκείνη έλεγχο βασικής νομιμότητας. Και αυτό πήγατε να παρακάμψετε και παρακάμπτετε και σήμερα.
Ο στόχος είναι προφανής: θέλετε να δημιουργήσετε βιομηχανία διώξεως έτσι ώστε να περιορίσετε τη γνώμη των βουλευτών χτυπώντας στην καρδία του τον κοινοβουλευτισμό.
Κλείνω με την υπόθεση Πολάκη. Καταχρηστικά εισάγεται μιας και πρόκειται για τα ίδια περιστατικά, για τις ίδιες γνώμες, που αφορούν τον ίδιο άνθρωπο, τον κ. Κουρτάκη και η Βουλή αποφάσισε να μην άρει την ασυλία του κ. Πολάκη. Σήμερα καταχρηστικά επανεισάγεται και με προφανή πολιτική σκοπιμότητα επειδή οι βουλευτές της ΝΔ αμέλησαν ενδεχομένως να έρθουν στη Βουλή ή διαφωνούσαν με τη γραμμή της ΝΔ. Επομένως η Βουλή θα πρέπει να συνεχίζει να ψηφίζει μέχρι του σημείου που θα ικανοποιηθεί ο κ. Μητσοτάκης, δηλαδή να αρθεί η ασυλία του κ. Πολάκη στην υπόθεση με τον κ. Κουρτάκη. Έχετε μετατρέψει το Κοινοβούλιο σε παρακολούθημα εκδοτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.
Εδώ τίθεται θέμα αξιοπιστίας του Σώματος και αξιοπρέπειας των βουλευτών έτσι ώστε να μην επιτρέψουμε αυτή την κατρακύλα του κοινοβουλευτισμού» κατέληξε ο Δ. Τζανακόπουλος.
Ν. Βούτσης: Συνεδρίαση ιστορικού χαρακτήρα με αρνητικό πρόσημο
«Δε θα αναφερθώ στα πραγματικά περιστατικά γιατί για λόγους πολιτικής αξιοπρέπειας είναι προφανές ότι δε δέχομαι το ότι καθ’ υπαγόρευση του εκδότη κ. Κουρτάκη ήρθε ξανά το ζήτημα του κ. Πολακη και μάλιστα με έναν ενδιάμεσο αυτοεξευτελισμό από ορισμένους βουλευτές της ΝΔ που δημόσια είχαν πει ότι είχαν κάνει λάθος» ανέφερε από την πλευρά του ο Νίκος Βούτσης.
«Δε θα αναφερθώ επίσης στο ότι υπάρχουν συγκεκριμένες δηλώσεις αρχηγών κομμάτων πάνω την ομιλία της κ. Αδαμοπούλου για θύλακες που παρουσιάζονται και έχουν παρουσιαστεί διαχρονικά σε εκδηλώσεις, διαδηλώσεις μέσα ενδεχομένως από ακραία στοιχεία στα σώματα ασφαλείας.
Την προηγούμενη περίοδο είχαν έρθει εγκλίσεις για κορυφαία ζητήματα που είχαν συζητηθεί εντός της Βουλής και αφορούσαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, τις γερμανικές αποζημιώσεις, είτε και τη Χρυσή Αυγή σε σχέση με ορισμένα πρόσωπα, που εγώ μάλιστα είχα κατονομάσει, ότι συμμετείχαν στην εκδήλωση που είχε γίνει για να κάνουν ντου στη Βουλή και με τα επεισόδια που έγιναν. Μας είχαν έρθει λοιπόν πλήθος εξωδίκων εναντίον ονομαστικά βουλευτών του κοινοβουλίου. Δεν είχαμε διανοηθεί κανείς επ’ αυτών να κάνει έγκληση σε αυτά τα ζητήματα.
Η σημερνή συνεδρίαση μπορεί να αποκτήσει ιστορικό χαρακτήρα με αρνητικό πρόσημο. Πριν 60 χρόνια στο κοινοβούλιο, Αρχηγός της Αριστεράς είχε αναφέρει από βήματος ονομαστικά το Γεώργιο Παπαδόπουλο, που τότε ήταν ταγματάρχης, ότι είχε κάνει προβοκάτσια στα τανκς του Έβρου. Είχε πει μάλιστα «προσέξτε γιατί κάτι μου λέει πως αυτός θα μας δέσει μετά από λίγο καιρό». Γιατί το αναφέρω; Διότι δε διανοήθηκε κανείς από καμία πλευρά τότε να εγκαλέσει τον βουλευτή για συκοφαντική δυσφήμηση διότι δεν υπήρχαν στοιχεία για την προβοκάτσια Παπαδόπουλου. Τώρα 57 χρόνια μετά κάνουμε αυτή τη συζήτηση που θα έπρεπε να είναι εκτός συζήτησης.
Συναινώ απολύτως με τους συναδέλφους της αντιπολίτευσης που έθεσαν το παρεμπίπτον ζήτημα με την ιστορική τους διάσταση. Πέραν της κακουργηματικής δράσης στο δημόσιο χώρο ή της συκοφαντικής δυσφήμησης προσώπου δεν πρέπει να έρχεται για συζήτηση στο Κοινοβούλιο. Δε θα έπρεπε να ερίζουμε μεταξύ μας αν είναι δυνατόν ποτέ οι αναφορές από το βήμα της βουλής να γίνονται αντικείμενο δικαστικών διώξεων» κατέληξε ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.