Η Κρητικιά δασκάλα της Αντίστασης με τα φωτεινά μάτια και η φρικτή δολοφονία της από το παρακράτος…

Του Δημοσθένη Καραγιάννη

Διαβάζοντας με μεγάλη συγκίνηση το δημοσίευμα για την «φωτεινή μορφή» και μεγάλη «δασκάλα» της Ιεράπετρας Μαρία Λιουδάκη, τη μεγαλύτερη αδελφή της Χαράς – αρραβωνιαστικιάς του Ναπολέοντα Σουκατζίδη (που ειρήσθω εν παρόδω είχα την τιμή να γνωρίσω τη Χαρά και να συνομιλήσω μαζί της και να μου απαντηθούν πολλά από ερωτήματα που μου γεννά εκείνη η εποχή ακόμα και σήμερα και ιδιαίτερα για τις «Μαρίες» και τον Ναπολέοντα, αλλά και κινούμενος και από προσωπικό ενδιαφέρον μιας και τόσο ο Ναπολέων όσο και ο πατέρας του Φώτιος ήτανε γνωστοί και φίλοι με τον πατέρα μου και πολλά κι απ’ αυτόν είχα ακούσει για την οικογένεια Σουκατζίδη), θεώρησα χρέος μου να συμπληρώσω κάπως πιο αναλυτικά το ωραίο και τιμητικό σημείωμα της κ. Ελένης Μαρκάκη ιδιαίτερα στο μέρος που αναφέρεται στο τραγικό τέλος της Μαρίας Λιουδάκη. Του λαμπρού πνευματικού και πεπαιδευμένου κοινωνικά ανθρώπου που τίμησε όσο λίγοι το όνομα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ με τη ζωή, τη δράση και το έργο που άφησε ως την βάρβαρη δολοφονία της στην ηλικία των 53 της χρόνων.

Δείτε επίσης: Η φωτισμένη Κρητικιά δασκάλα που δολοφονήθηκε σαν σήμερα μέσα στη Χωροφυλακή του Ηρακλείου

Εγώ δεν είμαι ευγενής! Ούτε και λέω τη σκάφη σύκα και τα σύκα σκάφη! Οι γονείς και η Παιδεία μου δεν μου το επιτρέπουν. Γι αυτό και όσα ακολουθούν γράφονται με τη γλώσσα της αλήθειας και με τα «γυαλιά» που εγώ βλέπω τα πράγματα και την ωμότητα που έγιναν. Σέβομαι (εκτός τους φασίστες, τους ναζί και τους ξεπουλημένους) όλους τους άλλους ανθρώπους, όχι όμως περισσότερο από την αλήθεια. Και δη την ιστορική αλήθεια. Γι αυτό και δεν κάνω «σκεπασταρές». Ο λόγος μου ελπίζω και προσπαθώ να είναι καθαρός και ασυμβίβαστος.

Εμπεριέχει και οργή, μεγάλη οργή όπου τα έργα προσβάλλουν την ανθρωπιά και τον πολιτισμό. Και η οργή αλήθεια είναι. Γιατί πιστεύω απολύτως πως ανθρωπιά και πολιτισμός συμβαδίζουν αρμονικά στο δρόμο της προόδου με οδηγό τη λογική. Και γιατί πιστεύω στο λόγο του Σανταγιάνα: «λαός που ξεχνάει ή δε γνωρίζει την πραγματική ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την επαναλάβει».

Και για όποιους «συμφέρον είναι» να αγνοεί την ιστορία του ο λαός και φροντίζει γι αυτό περισπούδαστα, τους συμφέρει επίσης και να επαναλαμβάνεται. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να τον εξαπατά!

Ο κάπως μεγάλος αυτός πρόλογος οφείλεται στο γεγονός της δύσκολης εποχής που εκτελέστηκε η δολοφονία της (και όχι μόνο της Μαρίας) μέσα στο εμφυλιακό κλίμα που και στην Κρήτη είχαν καλλιεργήσει οι Εγγλέζοι, οι Εγγλεζόδουλοι και γερμανόδουλοι πράκτορες και παράγοντες, οι δοσίλογοι της κρατικής μηχανής και των μηχανισμών της και οι εξαγορασμένοι από τις εγγλέζικες λίρες καπετάνιοι, που με την απόσυρση των Γερμανών στα Χανιά όλοι μαζί έπεσαν πάνω στο λαό για να εξαφανίσουν τη δική του αντίσταση και τους δικούς του στόχους. Σ’ αυτά τα πλαίσια και μέσα σ’ αυτό το κλίμα συντελέστηκαν εκατοντάδες δολοφονίες πατριωτών, αγωνιστών, στελεχών και παραγόντων του λαϊκού δίκιου.

Στη δολοφονία αυτών των δυο ηρωίδων θα περιορίσω τις αναφορές μου μιας και για την υπόλοιπη δράση τους η κ. Ελένη Μακράκη αναφέρεται με αρκετή ακρίβεια και στοιχεία. Το κίνητρό μου δόθηκε από τη εναρκτήρια φράση: «Στις 4 Δεκέμβρη του 1947, η Μαρία Λιουδάκη από τη Λατσίδα Λασιθίου, θανατώθηκε έπειτα από φρικτά βασανιστήρια στη Χωροφυλακή Ηρακλείου», η οποία σύμφωνα με τα δικά μου στοιχεία είναι λάθος και μάλλον (δεν υπονοώ πως έγινε από πρόθεση) από κάποιον καχύποπτο θα εκλαμβάνονταν ως προσπάθεια αποενοχοποίησης ή απόκρυψης των δολοφόνων της. Κι εγώ προσωπικά είμαι πολύ καχύποπτος, όταν προσεγγίζω κείμενα, βιβλία, αφηγήσεις, απομνημονεύματα και γενικά υποκειμενικές αναφορές για γεγονότα της ιστορίας.

Όπως καταλαβαίνετε δεν πιστεύω στην «αντικειμενικότητα» της ιστορικής έκθεσης ή γραφής γιατί δεν πιστεύω πως υπάρχει Ιστορικός χωρίς μυαλό, χωρίς απόψεις, χωρίς δεδομένο τρόπο καλλιέργειας, χωρίς κεκτημένες (από κάποιο σύστημα) γνώσεις, χωρίς εκπαίδευση με συγκεκριμένο προσανατολισμό και περιεχόμενο, χωρίς να εμφορείται από κάποια πολιτική ιδεολογία και κομματικό προσανατολισμό και μένει ανεπηρέαστος απ’ όλα αυτά όταν γράφει. Πιστεύω ότι επιστρατεύει όλο το πνευματικό και μορφωτικό του υπόβαθρο για να γράψει την ιστορία του. Γιατί Ιστορία δεν είναι η παράθεση χρονολογιών ή γεγονότων. Αυτό είναι το ελάχιστο ιστορικό αντικείμενο. Ιστορία είναι αίτιο, συνδυασμός, συσχέτιση, σύγκριση μελέτη φανερών και υποδόριων αιτίων, επαλήθευση, τεκμηρίωση, το ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό περιβάλλον και οι ιδιαιτερότητές του κάθε γεγονότος.

Η απορία του γιατί τα γράφω όλα αυτά έχει την απάντησή της: «για να σας προετοιμάσω για τα παρακάτω»

Ας έρθω όμως στο θέμα.

Η Μαρία Λιουδάκη (η δασκάλα με τα φωτεινά μάτια) που ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της αρραβωνιαστικιάς του γνωστού ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη (εκτελέστηκε την πρωτομαγιά του 1944 με τους 200 στην Καισαριανή) όπως και η αγαπημένη φίλη και συνεργάτιδά της Μαρία Δρανδάκη (μοδίστρα) δεν δολοφονήθηκαν, ούτε στην, ούτε από την Χωροφυλακή.

Πιάστηκαν από τις ορδές του Μπαντουβά κατά την εξόρμησή τους στην Ιεράπετρα για τρομοκράτηση του λαού λίγες μέρες μετά την αποχώρησε της ομάδας του Δημοκρατικού στρατού με τον καπετάν Γιάννη Ποδιά από την Ιεράπετρα που την είχε «καταλάβει» (9 του Μάη 1947) μετά την ενίσχυση της ομάδας από τους «σκαπανείς» που δραπέτευσαν (17 του Απρίλη 1947 την παραμονή της επιβίβασής τους σε πολεμικό πλοίο που θα τους μετέφερε στη Μακρόνησο) από το στρατοπέδου του Αγ. Νικολάου και εντάχτηκαν στην ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού.

Στην πόλη είχαν υποδεχτεί θερμά τον καπετάν Γιάννη Ποδιά και την ομάδα του Δ.Σ. οι Γεραπετρίτες και ανάμεσά τους και οι «Μαρίες», αψηφώντας την άγρια τρομοκρατία και τις δολοφονίες που είχε διαπράξει ο Μπαντουβάς και οι μπράβοι του στην επαρχία, εκτός βέβαια από την διαρκή τρομοκρατία που ασκούσαν τα κατοχικά κρατικά όργανα που είχαν διατηρηθεί στις θέσεις τους. Αυτό ήτανε και το προσχηματικό έγκλημα που είχαν διαπράξει οι «Μαρίες»!

Με τα «κρατικά όργανα» και τους Έλληνες παρακρατικούς και ΜΑΥδες συντάχτηκαν και μερικοί αλβανοί που είχαν εκδιωχτεί απ’ την πατρίδα τους και είχαν καταφύγει στην Ιεράπετρα, όπου κατά τη διάρκεια της κατοχής εντάχτηκαν σε παρακρατικές γερμανόφιλες ομάδες. Αυτοί ήτανε οπαδοί του αλβανού βασιλιά Αχμέτ Ζώγου που διώχτηκε από την Αλβανία με την εισβολή των Ιταλών (1938) και ήτανε οι μόνοι μαζί με τους απρόθυμους χωροφύλακες που αντιστάθηκαν για μερικές ώρες και δημιούργησαν κάποια μικροεπεισόδια – προβοκάτσιες κατά την είσοδο του Δημοκρατικού Στρατού στην Ιεράπετρα που όμως αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά. Τροφοδότησαν όμως με υλικό για βρώμικη προπαγάνδα τους κρητικούς εγγλεζόδουλους, παρακρατικούς και γκεμπελίσκους.

Οδηγήθηκαν βάναυσα και παρακρατικά στο κολαστήριο των «στάβλων του Μπαντουβά» όπου βασανίστηκαν άγρια, βιάστηκαν αισχρά κι απάνθρωπα και κρατήθηκαν στους Στάβλους – στο «ανάκτορο του μπαντουβικού πασρακράτους». Κατά διαστήματα και πάντα κατά τη διάρκεια της νύχτας (όπως λέει ένας από τους φύλακες των δεσμωτηρίων της ασφάλειας) μεταφέρονταν στην Ασφάλεια Ηρακλείου (Δραμυτινός) για …ανακρίσεις!

Μετά την ολοκλήρωση ενός κύκλου των «ανακριτικών μεθόδων» στα δεσμωτήρια της Ασφάλειας, τις ξαναγύριζαν (νύχτα πάντα) στους στάβλους για να συνεχίσουν πάνω στα βασανισμένα σώματα το «εθνικοσοφρωνιστικό» τους έργο οι Μπαντουβαίοι και τα καθάρματα που είχαν συγκεντρώσει γύρω τους κατά την περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας» με την οποία είχαν τυλίξει ολόκληρη την ύπαιθρο, επιφυλάσσοντας όμως ιδιαίτερη μεταχείριση στο Μονοφάτσι – Βιάννο – Δυτική Ιεράπετρα! Στις περιοχές που προστάτευσαν, τάιζαν, φρόντιζαν, διαφύλατταν και ενίσχυαν τόσο τον ίδιο τον Μπαντουβά όσο και την οικογένειά του! Επαληθεύτηκε απόλυτα η ρήση «ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετημένου»!  

Στο διάστημα αυτό από τα τέλη του Οκτώβρη του 1944 μέχρι και το 1949 κόσμος και κοσμάκης δολοφονήθηκε (έχω καταγράψει περισσότερες από 50 τέτοιες δολοφονίες – τις περισσότερες αγνώστων και ίσως αθώων – μόνο στην ύπαιθρο του νομού (Ανατολικό Μονοφάτσι) στα διάφορα χωριά που έκανα καταγραφές), βασανίστηκε, κακοποιήθηκε, βιάστηκε, λεηλατήθηκε, ληστεύτηκε, ξυλοκοπήθηκε και υπέστη κάθε είδους τρομοκράτηση από τις Μπαντουβικές ορδές.

Οι δυο φίλες Μαρίες τελικά δολοφονήθηκαν από τους παρακρατικούς του Μπαντουβά (αυτού του πρωτόγονου, μοναχοφαγά, λιρολάτρη, όπως τον αποκαλούσαν πίσω απ’ την πλάτη του οι οπαδοί του) μέσα στους βρωμερούς στάβλους του (εκεί που σήμερα “προς ύβριν” στεγάζεται ένα “ιδιωτικό” κτίριο της Αντίστασης σε μια προσπάθεια να εξαγνισμού του “κτιρίου” (!!!) γιατί τα όσα βρωμερά έγιναν εκεί μέσα θα παραμείνουν πάντα ως βόθρος και σιχαμερές κηλίδες στην ιστορία, όπως και των Σουμπεριτών) και να “κουκουλώματος” των αισχών, των βαρβαροτήτων και των δολοφονιών που διαπράχτηκαν στο κολαστήριο αυτό (= η Μακρόνησος της Κρήτης).

Δυο μήνες μετά τη σύλληψη των δυο γυναικών και λίγο πριν τη στυγνή δολοφονία του καπετάν Γιάννη Ποδιά και των συναγωνιστών του στη Λοχριά) πιάστηκε και ο καπετάν Γιάννης Ρουκουνάκης (Ρούκουνας) στα τέλη Ιουνίου και ακολούθησε την ίδια με τις δυο γυναίκες πορεία στους στάβλους. Δολοφονήθηκε μετά από επίσης (ασύλληπτα για ανθρώπινο νου) βασανιστήρια αυτός ο υπέροχος αγωνιστής και πατριώτης.

Παρά τις αγωνιώδεις αναζητήσεις των οικείων τους, αν και έμαθαν για τους φρικτούς θανάτους των τριών ηρώων. Οι δολοφόνοι δεν τους αποκάλυψαν ούτε πού είχαν θάψει τα πτώματά τους. Τελικά όμως μετά από έξι μήνες περίπου σε αγροτικές εργασίες που έκανε ένα μηχάνημα στην απέναντι από τους στάβλους πλαγιά του ρέματος αποκάλυψε τρία πτώματα ημιαποσυνθεμένα που τα είχαν πετάξει εκεί και τα είχαν σκεπάσει μέσα σ’ έναν τράφο από πέτρες. Από τα ράκη των ρούχων τους αναγνώρισαν σε ποιους ανήκαν τα τρία αυτά πτώματα. Ήταν:

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΛΙΟΥΔΑΚΗ

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΔΡΑΝΔΑΚΗ

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΟΥΚΟΥΝΑΚΗ.

Κλείνοντας αυτό το μικρό σχόλιο θέλω να τονίσω πως η δολοφονία των δυο γυναικών έγινε για καθαρά λόγους  μισαλλοδοξίας, αντικομουνιστικού μίσους, βαρβαρότητας, φανατισμού και εγκληματικής φύσης των δολοφόνων και των ξεπουλημένων στους άγγλους «αφεντικών» τους που αργότερα εξαργύρωσαν τις πατριδοκάπηλες προς αυτούς υπηρεσίες τους. Έγινε από υπανθρώπους άξεστους και απολίτιστους, που αποτελούσαν «ρύπους της γης», «ύβρεις της ζωής» και προσβολή της κοινωνίας και του ανθρώπινου πολιτισμού!

Γιατί με την εξόντωση της ομάδας και του ίδιου του καπετάν Γιάννη Ποδιά (έγινε την 1η Ιουλίου 1947 στη θέση «Αγκαβανόλακκος» βορειοδυτικά της Λοχριάς στους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη) για το νομό Ηρακλείου είχε ήδη τελειώσει ο εμφύλιος. Εξάλλου είχαν ήδη περάσει και πάνω από πέντε μήνες μετά την λήξη του στο νομό Ηρακλείου και μόνο στα Χανιά (με ορμητήριο τον ορεινό όγκο των Λευκών Ορέων) είχαν συμπτυχθεί οι αγωνιστές απ’ όλη την Κρήτη κι εκεί συνεχιζόταν ένας αγώνας πιθανής επιβίωσης και σωτηρίας από ολιγομελείς αντάρτικες ομάδες (ο μεγαλύτερος αριθμός που πήρε μέρος σε μάχη του εμφυλίου στην Κρήτη ήτανε 110 περίπου αντάρτες στην τριήμερη (5, 6, 7, Ιουνίου 1948) Μάχη της Σαμαριάς).

Εν κατακλείδι η δολοφονία των δυο ηρωίδων γιατί έγινε; Μα ακριβώς για τους ίδιους λόγους που έγιναν και οι δολοφονίες του Νίκου Σαμαρείτη, των δυο Βαγελιών (Της Βαγγελιώς Φωτιάδη και της Βαγγελιώς Αρμενάκη), του Βαγγέλη Κτιστάκη, της Βαγγέλας Κλάδου, του Στρατή Περγιαλίδη, του Γιώργη Τσιτήλου, του Μιχάλη Λαμπράκη, του ιερέα Νίκου Αποστολάκη και πλήθους άλλων αγωνιστών φεγγοβόλων και λαμπερών δημιουργών και οραματιστών που κοσμούν με το όραμα, το έργο και το όνομά τους το όνομα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Γιατί αυτοί ήτανε άξιοι να λέγονται ΑΝΘΡΩΠΟΙ και στην εποχή που έζησαν δεν τους άντεχε το κράτος των καθαρμάτων και ανθρωποπιθήκων!

Στην πραγματικότητα αιτία ήτανε το γεγονός ότι οι δυο γυναίκες αποτελούσαν Πνευματικό Φάρο και πηγή δημιουργίας, υποδείγματα πίστης και συνέπειας σε αξίες και ιδανικά, «ρούκουνες» Παιδείας και αγάπης στην πατρίδα. Ψυχές που δεν ξεπουλήθηκαν μπροστά σε καμία δύναμη, που δεν εξαγοράστηκαν ούτε έβαλαν στη γύρα την πραμάτεια της φήμης τους για να την εξαργυρώσουν προδίδοντας το λαό που αγάπησαν κι ορκίστηκαν πίστη σ’ αυτόν. Αυτά φθόνησαν οι δολοφόνοι τους! Γι αυτά τους δολοφόνησαν. Οι ανάξιοι να φέρουν το όνομα του ανθρώπου! Γιατί οι δολοφόνοι τους είναι προσβολή να φέρουν ακόμα και το όνομα του ΚΤΗΝΟΥΣ.

Δήμος Σθένης

Υ.Γ. Ευγνωμονώ την κ. Ελένη Μαρκάκη που μου έδωσε το ερέθισμα (αλλού είναι στραμμένο το ενδιαφέρον μου αυτόν τον καιρό και θα μου διέφευγε η αναφορά στη δολοφονία, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις) να αναφέρω κάποιες περί ιστορίας απόψεις μου – γράφοντας δυο λόγια – και να αποδώσω ελάχιστο από τον οφειλόμενο φόρο τιμής των Ανθρώπων στη Μαρία Λιουδάκη και τους συντρόφους της που με την αναφορά και την «τιμή» που αποδίδουμε σ’ αυτούς κάνουν τα κόκκαλα των δολοφόνων τους να τρέμουν και να μη βρίσκουν ούτε στους τάφους τους ηρεμία! 

«ὄλβιος ὅστις τῆς ἱστορίας

ἔσχε μάθησιν,

μήτε πολιτῶν ἐπὶ πημοσύνην

μήτ’ εἰς ἀδίκους πράξεις ὁρμῶν,…» (Ευριπίδης)

Σχετικά Άρθρα

One Thought to “Η Κρητικιά δασκάλα της Αντίστασης με τα φωτεινά μάτια και η φρικτή δολοφονία της από το παρακράτος…”

  1. Eleni

    Έχω και εγώ μια σχετική ιστορία. Ο παππούς μου δεν ήταν ούτε κομμουνιστής, ούτε δεξιός, όμως ενδιαφερόταν για τα κοινά και πολέμησε στην Αντίσταση. Το μειονέκτημά του ήταν ότι μιλούσε πολύ και έλεγε τη γνώμη του. Η γνώμη του για τον Μπαντουβά ήταν ότι ήταν “βρώμος”, αν και εγώ προσπαθώ να είμαι ευγενική και να μην μεταφέρω κακές λέξεις. Ο Μπαντουβάς είχε αποφασίσει να σκοτώσει τον παππού μου και τον είχε συλλάβει και φυλακίσει, όμως κατάφερε να αποδράσει. Φανταστείτε, για να θέλει να σκοτώσει έναν απλό αγρότη κτηνοτρόφο που πήγαινε τυριά και άλλα τρόφιμα σε σπηλιές των βουνών στον Φιλεντέμ και στους Άγγλους, φανταστείτε τι φασιστόμουτρο ήταν… Φοβόταν μην του φάνε οι κομμουνιστές τα λεφτά, αλλά και κάθε ελεύθερη συνείδηση.

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί