Πέντε ποιήματα που συνθέτουν την ιστορία του Πολυτεχνείου, αλλά δε στέκουν μόνο σ’ αυτήν!
Του Δημοσθένη Καραγιάννη
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΝ ΑΚΟΜΗ…
Νοέμβρης 1973
Είμαστε μια παρέα παιδιά
Νυχτοκουβαλητές στα είκοσι δυό μας χρόνια
Σ’ εφτά βαγόνια – τρεμοβάγονα μιας αλυσίδας
που σέρνει η φρίκη. Φορτωμένοι μες στο ίδιο
το τραίνο που ταξίδευε η φρίκη. Μες τη φρίκη
οι δρόμοι μας παράτησαν σαν φύλλα
στο κενό. Λίγες φωνές, λίγες καρδιές στους δρόμους
άνοιξαν της ελπίδας τα παράθυρα.
Μέσα από γκρεμισμένα σπίτια – τα κορμιά μας –
ξεπήδησε η ζωή δρεπανηφόρα.
Ακούγαμε στα έγκατα, στης σιωπής μας
τους τάφους, την υποταγή ν’ απολιθώνεται.
Δειλά κυκλάμινα πετάγαν τις κλωστές τους
να δέσουν τα λουλούδια τους
στα ίχνη των αρμάτων που κατέβαιναν τη Σόλωνος, την Αμαλίας
σ’ αναμονές θανάτων προγραμμένων.
Τη νύχτα που κουράστηκαν οι ώρες
στην προσμονή του αναπολούμενου θανάτου
το στερνοπούλι του στηθόκοσμου αφουγκράζεται
κομματιασμένα πόδια πίσω απ’ την πεσμένη καγκελόπορτα .
Είμαστε μια παρέα παιδιά
που όλο μεγάλωνε, γιγάντωνε στους δρόμους.
Στην παραστιά ο παππούς με τα εγγόνια του
τρέχει στο μέλλον. Τρέχει στις αιτίες.
Μέσα στις λάμψεις
στήνονται οι φωνές μας σαν αηδόνια
που διαλαλούν του αύριο την πραμάτεια
στον κόσμο. Και τρέχουν στα στενά, στους χρόνους τρέχουν
πάνω σε ράγες – δρόμους των λαμπαδηδρόμων.
Δώσ’ μου το χέρι σύντροφε βοηθό στο χρόνο
Πάρ’ την καρδιά μου σύντροφε λυχνάρι.
Δες ο παππούς στην παραστιά προσμένει, σύντροφε,
να φύγουν τα εγγονάκια
για να σκουπίσουν με τα χέρια τους το αίμα
που πλάκωσε τη ξαστεριά.
Εγώ δε λυγάω σύντροφε. Μην περιμένεις
χαμό δικό μου άδικα. Ετούτο το χαμόγελο που αρδεύει
τη γύρη στο μυαλό της παπαρούνας
χαμόγελο του κόσμου που μας έρχεται
είναι δικό σου και δικό μου γέλιο, σύντροφε,
ζωγραφισμένο στου αύριο το σώμα.
Είμαστε μια παρέα παιδιά
σαν την παρέα που έγραφε στης Κατοχής τα χρόνια
την Ιστορία στους δρόμους της πατρίδας
ανακατεύοντας την κόκκινη μπογιά με αίμα
Κάτω απ’ το βάρβαρο, μιας εξουσίας τηγμένης
στο αίμα των παιδιών της, ένοχο τροκάνι
ένα κλαδάκι θαλερό τσακίστηκε. Και ήταν
κλαράκι λευτεριάς – σαν πρώτο δεκανίκι.
Το πόδι μου ή το πόδι σου ήταν – δε θυμάμαι –
σύντροφε – μα σημασία δεν έχει.
Θυμάμαι όμως κείνη τη νυχτιά, ρε σύντροφε,
που σπρώχναμε το φως των προβολέων
να φεύγει απ’ τις παιδιές της καγκελόπορτας
μη και γλυτώσει το τριαντάφυλλο των πόθων.
Θέλαμε – λέει – ν’ ανοίγεται πιο φωτεινός ο κόσμος
στο μέλλον και καθάριος να ’ναι
κι ολόλευκος σαν τη βουνοπλαγιά που
στέκει φορτωμένη ολάσπρες μαργαρίτες
καταντικρύ στον ήλιο σαν σημαία
παρέλασης
ή σαν το λάβαρο του κάθε πρόσφατου αγώνα
ματωμένος.
Παρέες –παρέες τα παιδιά μας θέλαμε να παίζουν
Με την κεφάτη λευτεριά – ξόμπλια του ονείρου.
Κι απόμεινε το όνειρο απότιστο από τότε.
Κι εμείς διψάμε από τότε σύντροφε.
Κι η μέρα αύριο έρχεται συννεφιασμένη.
Κι πόθοι μας κιτρίνισαν ρε σύντροφε.
Και των παιδιών μας το χαμόγελο κλαδεύτηκε
Και ο παππούς κρατάει τα εγγόνια του στο παραγώνι ακόμα
Κι ο μάστορας των χρόνων πόμεινε
Με σηκωμένο το σφυρί, ρε σύντροφε
Χαμένος μες στα σύννεφα της πλάνης
Και το κρινάκι επέστρεψε το μύρο του στους στάβλους του Αυγεία
Και το παράθυρο έκλεισε στο μαντολίνο, σύντροφε
Κι ο ρόζος στην παλάμη του εργάτη όλο και θεριεύει
Και ο καπνός της παραστιάς όλο αχαμναίνει
Και το ψωμί δε φτάνει στο τραπέζι μας από τις τράπεζες
Και τα σκολειά κλειδώνουν τα μυαλά πίσω από κάγκελα
Κι η λευτεριά αξιοθέατο στα έρημα πάρκα των χωριών μας.
Που φτάσαμε, ρε σύντροφε;
Πού πάμε;
Πώς ρίχνουνε ακόμα σήμερα, ρε σύντροφε
«οι τέως σύντροφοι»
πάνω στα σώματά μας βόλια απ’ τη βολή τους;
17 Νοέμβρη 1975
Δήμος Σθένης
2, Νοέμβρης 1973
Ποιος έφυγε; Πως έφυγε;
Ποιοι τόλμησαν να πουν πως πάει;
το αιώνιο γέλιο και το φως
που βρίσκουν οι μελλοντικοί αιώνες;
Συντρόφισσα ελπίδα μου, για πρώτη
Φορά την άρνηση αποδέχεσαι σαν κόρα
Ψωμιού που ολπίζει χορτασιά
Να δώσει στους ανέστιους της ώρας.
Μα που να πεις τώρα τον πόνο σου Αντιγόνη
Κι εσύ παρθένα ανέραστη πάνω στη γέννα
Κοίμισες με απάθεια τους πόνους
Και με πικρό χαμόγελο στις κούνιες των ποιμένων
Τράβηξες δρόμο αμίμητο
Πέταξες πάνω από τριγμούς και πίκρες
Ρώτησες τους ακάλεστους κομμούς των μεθυσμένων
Μη και στολίσεις τους βυθούς των μυστηρίων.
Ακόλαστε ουρανέ που ξεφυτρώνεις το κάθε σπέρμα της αυγής
Κόπιασε πάνω στους λεμονανθούς του Μάη
Τον τρύγο απ’ το μελίσσι να παινέψεις
Με τα ταμπούρλα των αιώνων σιγασμένα
Σαν την καμπάνα ερημοκκλησιάς και
Σαν ξεκούρδιστο αηδονιού λαρύγγι
Με τα μαλλιά σου ξέπλεκα στους πέντε ανέμους
Να παιχνιδίζουνε χωρίς κορδέλας στεναγμούς
Στους ώμους σαν χρυσόσκονη απλωμένη
Στα πέρατα της γης ως μεθυσμένο απόνερο ιστιοφόρου
Στο γόνατο του γλεντιστή καιρού μου
Σφαγμένο τ’ αηδονάκι
Που ξύπναγε – ώρα δώδεκα μεσάνυχτα –
Τους άγιους γδικιωμούς με τον Αποσπερίτη
Αυτό το λένε λευτεριά και σέβας
Στο αίμα των πικρών κρουνών που αργοσαλεύουν
Εκεί στο διάσελο του Γράμμου και της προσμονής
Μιας άλλης κίτρινης κανακεμένης λέξης
17 Νοέμβρη 1985
Δήμος Σθένης
Νοέμβρης 1973
Ωραία μέρα σήμερα.
Λιόλουστη με μια θαλπωρή – χαρά Θεού – που λένε.
Πουλιά και άλλα είδη καλοκαιρινά δεν έχει
Μόνο τα κοντομάνικα πουκάμισα άλλη εποχή θυμίζουν
Γιατί είναι φτινόπωρο – Νοέμβρης μήνας
Κάπου κοντά στις δεκαεφτά μα σημασία δεν έχει
Μια μνήμη αραχνοΰφαντη με πήρε απ’ το χέρι
Τόσο έχει ξεφτίσει εδώ και χρόνια αυτή η μνήμη
Μα έλαμψε για μια στιγμή – χιλιάδες χρόνων λάμψη
Που κουβαλιέται αγόγγυστα σα πηλοφόρι
Στων εργατών της ιστορίας τις πλάτες
Χωρίς ποτέ κάποιας βολής να βρίσκει απάγκιο
Σηκώναμε ψηλά στα χέρια τις φωνές μας
Για λευτεριά για το ψωμί του εργάτη
Για μόρφωση, δουλειά κι αξιοπρέπεια
Στημένοι απέναντι στη μαύρη κάνη που απειλούσε
Μα εμείς μέσα της βλέπαμε τα γαρύφαλλα
Που φέρνουν πάνω στα κουφάρια μας οι μέλλοντες αιώνες
Στο πρώτο πυρ ουρλιάξαμε – κραυγή τρομάρας
Στο δεύτερο κουμπώσαμε τα στήθια μας
Στο τρίτο σκίσαμε τα ρούχα μας λευτερωμένοι
Ύστερα πια δεν τρέχαμε
Περνάγαμε ανάμεσα απ’ το φόνο
Φτιάχνοντας κομπολόγια απ’ τις ριπές των πολυβόλων
Μαζεύαμε τα κόκκινα γαρύφαλλα απ’ τα στήθια
Τζόγιες να τα κρεμάσουμε στα ίδια τραγούδια
Που τις Πρωτομαγιές τρομάζουν και τα τριαντάφυλλα του Μάη
Δεν ξεκολλούσαν εύκολα στ’ αλήθεια
Γιατί θέλανε πίστη, υπομονή και μνήμη
Κι εμείς την ώρα εκείνη μόνο οργή και μίσος διαθέταμε.
Μα σήμερα είναι ωραία μέρα – χαρά Θεού όπως είπαμε
Στο σπίτι περιμένει η κατσαρόλα
Και το κρασί δεν είναι κόκκινο μη και θυμίζει το αίμα
Δίπλα προσμένει βολικός κι ο καναπές
Κι οι ενοχές κρυμμένες στο κελάρι
Ωχ, αδερφέ!
17 Νοέμβρη 1995
Δήμος Σθένης
Νοέμβρης 1973
Βραδιά ήσυχη απόψε
Μόνο στα κυπαρίσσια μια παγωνιά ευαίσθητη θροΐζει
Κάθομαι εδώ
Μπροστά στο χθές αποσταμένος.
Μοχτώ στη σκέψη μου να φέρω τους συντρόφους,
Το Γιάννη, το Νικόλα και εκείνον τον Ευγένιο,
Πάντα στοχαστικό και προβληματισμένο,
Κι όλους τους άλλους.
Η μνήμη μου κουτσάθηκε όμως πιά
Και πως
Να κουβαλήσει εικόνες απ’ τα περασμένα;
Η σκέψη μου κουφή κι αυτή
Παρατημένη εκεί από τους χρόνους
Στο κάγκελο – στο αδιάφορο της μέρας
Το σπάραγμα των χρόνων πώς να ξεχωρίσει
Έπειτα κι οι φωνές πια γίναν πλαστικές
Τα βήματα νωθρά και νυσταγμένα στις πορείες
Τα πνίγει η ρεντιγκότα κι η συνήθεια
Που έτσι κι αλλιώς συγχωρεμό δεν έχουν
Μοχτώ να θυμηθώ τα πρόσωπα των φίλων
Το χρώμα των ματιών, το μύρο της ανάσας,
Το χρώμα των μαλλιών, το ρίγος του θανάτου,
Το μόσκο του ιδρώτα που ξεχύνεται αλαφιασμένος
Αδυνατεί η περιγραφή να ζωγραφίσει
Στου νου μου τον καμβά που ξεθωριάζει
Το γέλιο του Αργύρη, τη φωνή του Παμεινώντα,
Της Μάχης τον ξεθαρρεμό, της Ελενιώς την κοκκινάδα,
Την αγωνία της αγαπημένης,
Της μάνας το σπαρτάρισμα μπροστά στο γιο, στην κόρη
Που τους κουβάλησαν μέσα σε αίματα μη αναγνωρισμένα
Με τα καμιόνια
Και τους αδειάζανε, κουφάρια αγνώριστα μπροστά στις πόρτες
Με το «σκασμός» στη λόγχη.
Μοχτώ να θυμηθώ
Πόσο το αίμα που έβρεχαν απ’ τα μπαλκόνια τους οι πολυκατοικίες
Το χρώμα του φορέματος που φόραγε η Μιράντα
Πως ήτανε το τζιν της Ευρυδίκης
Κι η μπλούζα του Αποστόλη από τη Χίο
Πως βρέθηκε να κρέμεται άδεια από Αποστόλη
Στη νεαρή νεραντζολεμονιά του δρόμου
Πως ξέφυγε ένα κορμί μονάχο στην Πατησίων κάπου
Κι άφησ’ εκεί το χέρι του στο βελουδένιο γάντι
Πιο δίπλα ένα παπούτσι αγνώστου χρώματος μόνο και ξεκομμένο
Και το πλακάκι το ξεκολλημένο απ’ την ερπύστρια
Αποκαλύπτει την ακόρεστη δίψα της γης σε αίμα
Πολύ ειρήνεψε η ζωή, σκέφτεται αίφνης
Πολύ – χρόνια εφτά – κράτησ’ η ξεραΐλα
Χρόνους πολλούς έψαχνε για ρωγμές η τσιμεντούπολη
Να σπείρει
Χρόνους πολλούς είχανε οι ζωές να δουν ζωή στις πλάτρες
Μέρες πολλές περάσανε από τότε
Εξάλλου οι πόθοι δε μετριούνται με τις μέρες για να τις θυμάμαι
Κι οι λέξεις σκούριασαν στα χείλη των επιτηδείων
Τα δάχτυλα της νίκης μπήγονται καρφιά στα μάτια των συντρόφων
Και οι οιμωγές, τα βογκητά κι οι θρήνοι
Γίνονται διαταγές στις πλάτες του λαού που δεν ξεχνάει ποτέ του
Και οι γροθιές απ’ τα υψωμένα χέρια
Κατέβηκαν πιο χαμηλά στο πρόσωπο, στο σώμα
Και ματωμένα πάλι ξεφλουδίζουν τα κορμιά μας
Το σύνθημα Ψωμί – Παιδεία – οπού ταΐζαμε ως τώρα τα παιδιά μας
Έγινε πάλι βία ωμή μπροστά στους δρόμους των ανέργων
Και βούρδουλας μπροστά στους δρόμους των γερόντων και των νέων
Που δεν κρατούν πια λάβαρα
Ούτε σημαίες κρατούν με όνειρα κεντημένα
Ούτε φωνή στεντόρεια διαθέτουνε μονάχοι – ολομόναχοι σαν φθόγγοι
Που έχουν ρημάξει
Δεν τραγουδούν μαγευτικά πια οι Σειρήνες – μάταιος κόπος –
Γιατί έχουν συνηθίσει στο τραγούδι τους οι κωπηλάτες
Κι έχουν παραδοθεί στης μοίρας τους τη Μοίρα
Γνωρίζοντας πως τρέφουνε το πέρασμα με τα κορμιά τους
Γνωρίζοντας πως μόνον έτσι θα τραφούν οι ελπίδες
Γι’ αυτό και σήμερα πάνω στην πίκρα της, η θάλλουσα ελίτσα
– γωνία Μπουμπουλίνας και Στουρνάρη –
Τσάκισε αλύπητα αυτοκτονώντας το κορμί της
Κι αστέφανη αρνείται πια, μου είπανε, το χάδι του διαβάτη
Μεριάζει από ντροπή στο θράσος των σωτήρων
Μη σκιάζεστε όμως
Δε θα τη βρείτε στον κατάλογο των σκοτωμένων.
17 Νοέμβρη 2005
Δήμος Σθένης
Νοέμβρης 1973
«Σήμερα είναι μέρα ιστορική» είπε…
«Μέρα γιορτής για τα δικαιώματα και τη δημοκρατία» είπε…
Ο παπαγάλος μιας Βουλής, ανοίγοντας τις εργασίες της
«μέρα που ξεσηκώθηκε ο λαός…» αυτό δεν το ’πε
«μερα που χύθηκε το αίμα των παιδιών μας…»
ούτε κι αυτό τόλμησε να το πει ο αλητήριος
Δεν το τόλμησε!
Γιατί πιστός στο παραμύθι γνωρίζει πως μόνο
«ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας»
Και γιατί
«το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνεται»
Πώς να τολμήσει εξάλλου να το πει
Ο εκπρόσωπος των πάντοτε απόντων
Που όλους τους ψοφοδεείς συνάζει γύρωθέ του
Κι ως πληρωμένες ύαινες σπαράζουν τις αλήθειες
Πάνω στα οστά των πρωτοπόρων θρονιασμένοι
Ο πάντοτε απών με τους ομοίους του
Από την πάλη, τους αγώνες και τις μάχες για τα δικαιώματα;
Πώς να τολμήσει να το πει ο προύχων κι ο σκυλεύων
– έτσι τον έχουν μάθει κι έτσι κάνει –
Το αίμα των νεκρών, το κούρσος των πτωμάτων;
Σήμερα η επέτειος γιορτάζεται μ’ «απαγορεύεται»
Με διμοιρίες ΜΑΤ και με χιλιάδες βιαστές της λευτεριάς μας
– όπως εξάλλου γίνονταν κάθε χρονιά …δημοκρατίας! –
Με σκλαβωμένες πάλι τις φωνές μας για το δίκιο
Για το ψωμί, τη λευτεριά την ανεξαρτησία
Με λόγους και παιάνες Στρεψιάδη
Απ’ τους επίσημους της πολιτείας αφέντες
Απ’ όσους φτύνουν τα στεφάνια τους πάνω στα κάγκελα
Μα οι νεκροί δεν ξεγελιώνται απ τις φενάκες τους.
Κι αρνούνται να τους δώσουνε το χέρι
Που τρέμοντας απλώνουν ζητιανιάρικα
στα φανερά. Πίσω από τις γραμμές των δοσιλόγων
και πίσω απ’ τις ορδές των στρατευμένων τους
Αρνούνται ακόμα και την παρουσία τους
συντρίβουν με τη σιωπή τους τις απάτες
Και φτύνουν επιστρέφοντάς τους την κοροϊδία!
Κι οι ζωντανοί – όσοι απόμειναν – τους φτύνουν από τότε
Και κάθε χρόνο παίρνουνε το δρόμο το γνωστό
Βήμα το βήμα, ανάσα την ανάσα.
Εξάλλου από τότε αδερφωμένοι προχωράμε
Χέρι το χέρι, βήμα το βήμα όπως τότε…
Σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει
Σαν τίποτα απ’ τα δίκια εκείνα να μην έχει λάμψει.
Μόνο οι φωνές μας κάθε χρόνο τα σπιθίζει
Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία όλα επίκαιρα
Πάντοτε είν’ επίκαιρα όσα γράφονται με αίμα
Πάντα καρφιτσωμένα και στη σκέψη και στα θέλω
Του αγωνιζόμενου λαού και των αιμάτων του…
Και τα παιδιά μας που έρχονται πιο πίσω
Και τα εγγόνια μας που αδημονούν στο βάθος
Ραίνονται με το αίμα των αγώνων
Αυτών που δεν προλάβανε να ολοκληρώσουν
Παππούδες και γονείς…
Ώσπου να κοκκινίσουνε οι άσπροι κρίνοι
Κι ορκίζονται σ’ εκείνο το σκοινί του σήμαντρου
Που αναμένει να αναστηθεί η φωνή του
Τινάζοντας τις σκόνες των Κοριολανών και των αρίστων…
Κι ούτε που νοιάζονται για τα παράσιτα της ιστορίας
Και για τους δολοφόνους που καραδοκούνε στις πλατείες
Ντυμένοι με τηβέννους και τα σιρίτια
Σ’ αυτούς πετούν απλόχερα και τις καρδιές τους
Σαν στα σκυλιά το κόκαλο που περιμένουν…
Στο βάθος των ματιών τους το έλατο ψηλώνει
Νους κόσμου που η εικόνα του είναι σμιλεμένη
Στα μάρμαρα των τάφων που τον έχουν κρύψει
Στο χέρι τους κρατάνε το κοντύλι
Κι ο γεις στ’ αλλού στο σώμα ζωγραφίζει
Την ιστορία του μέλλοντος που αιθερολάμνει
Την Ιστορία που δε γράφτηκεν ακόμη…
17 Νοέμβρη 2020
Δήμος Σθένης.