Αφού η ιστορία σάς ανήκει…

Σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία, που όλοι, και ειδικά οι ευπαθείς, φοβούνται ότι μπορεί να αρρωστήσουν και να μην έχουν την κατάλληλη ιατρική φροντίδα, ο υπουργός υγείας εκμεταλλεύεται την αναγνωρισιμότητα της συζύγου του για να κοροϊδεύει το λαό με κάθε τρόπο. Δεν είναι αθώα η κ. υπουργού, η καλοστημένη προσωπική τους ιστορία τους έκανε δημοφιλείς, σε λίγο θα πάρουν και τη θέση του Μητσοτάκη…

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Πήγαινα στην πρώτη δημοτικού όταν πήγαμε με τον μπαμπά μου μια βόλτα στο χωριό και πήραμε από το μαγαζάκι του Μύρου το πρώτο μου τεύχος του περιοδικού Κάντυ Κάντυ…Ήδη στο δρόμο άρχιζα να το συλλαβίζω, μόλις που είχα μάθει να διαβάζω, η Κυρία Πο – νύ, ενώ το σωστό ήταν η Κυρία Πόνυ. Δεν είχα καταλάβει ακόμα πώς διαβάζονται οι τόνοι. Για άτομα σαν εμένα, που το διάβασμα είναι η ζωή μας, είναι τόσο μα τόσο προσβλητικό να εμφανίζονται κάτι κυρίες πρώην μοντέλα που τόσα χρόνια “ξεβλάχευαν την Ελλάδα” και είναι σύμβολα του πιο χυδαίου lifestyle, να εμφανίζονται τελευταία ως σπουδαίες κυρίες με βαριά κουλτούρα. Μόνο η εικόνα μετράει για αυτούς, μόνο να φτιασιδώσουν τη μούρη τους και την εικόνα τους. Για να μας ξεγελάσουν ξανά και ξανά. Γιατί ο καθένας από μας θέλει να δει μια όμορφη εικόνα, ένα ωραίο ζευγάρι, μια ωραία οικογένεια. Τους συνδέουμε στο μυαλό μας με κάτι θετικό.

Αλλά δεν πιστεύουμε πια τα τεχνάσματά τους. Πού τα πουλάς αυτά κυρία μου; Τα βιβλία το πολύ πολύ να τα πάρεις να στολίσεις τα ράφια σου και να τα ξεσκονίζεις. Δεν σε θέλουν. Τα κορίτσια που πραγματικά αγαπούν το διάβασμα έχουν πάντα ένα ρομαντισμό. Και είναι ικανά να ερωτευτούν μέχρι και ήρωα μυθιστορήματος. Δεν αγαπάνε μόνο το χρήμα και την εξουσία. Κρατώντας στο αεροδρόμιο “τα ζευγάρια που έγραψαν ιστορία της καθηγήτριας Λένας Διβάνη”, ξεχνάει ότι τη δική της ιστορία την έχει ήδη γράψει και δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή. Τι άλλο θα κάνουν στο εξής για να μας κοροιδέψουν; Σε λίγο θα αρχίσουν να ανασταίνουν και νεκρούς.

Και με την ίδια αφορμή, ένα παλιότερο κείμενό μου

Χάνα



Το μυθιστόρημα του Μπέρνχαρτ Σλινκ “Der Vorleser” αποτελεί ένα από τα λίγα έργα της σημερινής γερμανικής λογοτεχνίας που σημείωσαν επιτυχία και εκτός της Γερμανίας. Στη Γερμανία και μόνο πουλήθηκαν χιλιάδες αντίτυπα.. Ο συγγραφέας, καθηγητής Νομικής στο Βερολίνο, είχε πριν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα επιτυχία στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων. Το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Ιάκωβο Κοπερτί ως «Διαβάζοντας στη Χάννα». Η μετάφραση αυτή έχει τιμηθεί με το Ελληνογερμανικό Βραβείο Μετάφρασης το 2000. Τη μετάφραση την είχα βρει τυχαία στην έκθεση βιβλίου στην πλατεία Ελευθερίας όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει και την είχα διαβάσει, αλλά στο ελληνικό κοινό το έργο έγινε γνωστό με την κινηματογραφική μεταφορά «Σφραγισμένα Χείλη».

Το αφηγούμενο εγώ ονομάζεται Μίχαελ Μπεργκ και στην αρχή του έργου αφηγείται για τη σχέση του ως δεκαπεντάχρονου με μια γυναίκα είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του, τη Χάνα Σμιτς, στη δεκαετία του ’50. Σε αυτήν την αλλόκοτη σχέση ανήκε ως τελετουργικό η ανάγνωση αποσπασμάτων από τον Μίχαελ στην αγαπημένη του από τα σχολικά του βιβλία. Όμως μια μέρα η Χάνα εξαφανίζεται. Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο Μίχαελ, φοιτητής Νομικής πια, βλέπει ξανά τη Χάνα, αυτή τη φορά ως κατηγορούμενη σε μια αίθουσα δικαστηρίου. Εκεί ανακαλύπτει ότι η παλιά του αγαπημένη ήταν δεσμοφύλακας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και τη βάραινε η κατηγορία για το θάνατο αρκετών ανθρώπων. Ο ίδιος ως φοιτητής Νομικής, παρακολουθεί τη δίκη, η οποία τελειώνει με καταδίκη της Χάννας σε ισόβια φυλάκιση. Στο τρίτο μέρος ο Μίχαελ επιχειρεί να συμβάλει στην κοινωνική επανένταξη και εξιλέωση της Χάνα. Της στέλνει στη φυλακή ηχογραφημένες κασέτες στις οποίες διαβάζει ο ίδιος λογοτεχνικά αποσπάσματα, όπως παλιά. Με τη βοήθεια αυτού του υλικού, η αναλφάβητη Χάνα μαθαίνει γραφή και ανάγνωση. Όμως λίγο πριν την αποφυλάκιση της η Χάνα αυτοκτονεί στο κελί της. Μήπως είχε προδώσει τη Χάνα, μήπως ήταν υπεύθυνος για το θάνατό της, μήπως ήταν και ο ίδιος ένοχος για τις πράξεις της επειδή την είχε αγαπήσει; Τα ερωτήματα τον βασάνιζαν. Μερικές φορές ένιωθε θυμό για ό,τι του είχε κάνει. «Ώσπου ο θυμός γινόταν ανίσχυρος και τα ερωτήματα ασήμαντα».

Σε ολόκληρο σχεδόν το έργο ο Μίχαελ και η Χάνα δεν ανταλλάσσουν σχεδόν καμία συνομιλία. Στο πρώτο μέρος ο Μίχαελ έχει το ρόλο του αναγνώστη. Στο δεύτερο μέρος δεν υπάρχει καμία επαφή μεταξύ τους και στο τρίτο μέρος ο Μίχαελ στέλνει απλώς τις κασέτες χωρίς κανένα σχόλιο και ποτέ δεν απαντά στα γράμματα της. Την εποχή του «φοιτητικού κινήματος» ο Μίχαελ δεν ήθελε να δείξει κανένα ένοχο γιατί «αν έδειχνε τη Χάνα, ο δείκτης του χεριού του θα γύριζε προς τον ίδιο». Οι συμφοιτητές του, έχοντας τη δυνατότητα να εκφράσουν την αντίθεση τους προς τη γενιά των δραστών και εκείνων που ανέχτηκαν τις πράξεις, «παύουν να υποφέρουν οι ίδιοι από το συναίσθημα της ντροπής». Τελικά όμως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο απλά για θόρυβο και ρητορείες, όχι για ουσιαστικό διάλογο ανάμεσα στις δυο γενιές. Γίνεται ωστόσο σαφές ότι δεν είναι εύκολο να προσπεράσει κάποιος το παρελθόν του, να ξεφύγει από την ιστορία του. Η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ και αυτή τη διαπίστωση την επισημαίνει ο Σλινκ αναφέροντας στο μυθιστόρημα του την Οδύσσεια, από την οποία ο Μίχαελ διαβάζει αποσπάσματα. Ο Οδυσσέας επιστρέφει στην πατρίδα όχι για να μείνει απλώς εκεί, αλλά για να κάνει μια νέα αρχή.


Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί