Σαν σήμερα, στις 16 Δεκεμβρίου του 1974, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Κώστας Βάρναλης. Γεννήθηκε το 1884 (κατ’ άλλους το 1883) στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας. Τελείωσε το σχολείο στη Φιλιππούπολη και έπειτα πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία.
Γεννήθηκε στον Πύργο Ανατολικής Ρωμυλίας, σημερινό (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη.
Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής.
«Που πάμε; Ακούω πασ’ άνοιξη τα’ αηδόνιόλβια ζήη στο πάθος του να βρίσκει.
Δεν έχει χτές και σήμερα.
Η Δωδώνη και ο Άγιος Τάφος βαθιά μας όρθιος μνήσκει.
Κι αν καταρρέουν οι πίστες, μεις αιώνιοι περνάμε απ’ την ζωή στο θάνατο ίσκιοι και στη ζωή απ’ τον θάνατο !
Όχι όντα, είμαι Ιδέες, που ζούνε πολεμώντας»
Πολυσχολίαστος και από την εγχώρια διανόηση, χαρακτηριστικά ακούμε από τους:
Μενέλαος Λουντέμης: « Η ποίηση του Βάρναλη δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι, κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ’άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που έπεσε μες στα στεκούμενα νερά του λυρισμού»
Γιάννης Ρίτσος: «Η πείρα της κοινωνικής θεωρίας αλλά και η αρχαία ελληνική αγωγή, μαζί με μια εκτάκτως λεπτή έλξη προς το αισθητικό και το ωραίο, το καλλιτεχνικό ωραίο, που ρέει στο αίμα του, διαμόρφωσαν ένα προσωπικό και φιλοσοφημένο λογοτεχνικό χαρακτήρα, -που συγκέντρωσε τις ελπίδες για την καλλιέργεια και στον τόπο μας της αριστερής τέχνης»
Τα άπαντά του εκδόθηκαν το 1957 σε έξι τόμου, που τους επιμελήθηκε ο ίδιος. Ο Κώστας Βάρναλης, το 1959 βραβεύτηκε με τα βραβείο Λένιν για την προσφορά του στον αγώνα για την ειρήνη.
Ο τιμημένος με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη, σε μια εκδήλωση στην Μόσχα το 1969, απαντώντας στην κατηγορία ότι ανήκει στη «στρατευμένη τέχνη», θα απαντήσει το εξής:
«…το δόγμα που λέει ότι η τέχνη δεν κάνει πολιτική διαψεύδεται από τα πράγματα. Ο Αριστοφάνης, ο Ντάντες, ο Θερβάντες, ο Ζολά, ο Τολστοι κάνουν πολιτική. Πολιτική κατά των ‘’κακώς κειμένων’’. Πολιτική έξω από τα δόντια. Ποιος μυθολόγος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι σημιουργοί του λόγου; Να λοιπόν μια απόδειξη πως η Τέχνη μπορεί να κάνει πολιτική, χωρίς να πάψει να είναι Τέχνη και μάλιστα τρισμέγαλη. Ζήτημα λοιπόν υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην τέχνη και την απλώνει στον χώρο και στο χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει, τη σκοτώνει και την μεταβάλλει σε καπνό χωρίς φλόγα…»
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ :
• Ποιητικές συνθέσεις
• Ο Προσκυνητής (1919)
• Το Φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922 με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
• Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
• Ποιητικές συλλογές
• Κηρήθρες (1905)
• Ποιητικά (1956)
• Ελεύθερος κόσμος (1965)
• Οργή λαού (1975)
• Πεζά και κριτικά έργα
• Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
• Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
• Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
• Αληθινοί άνθρωποι (1938)
• Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
• Πεζός λόγος (1957)
• Σολωμικά (1957)
• Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
• Ανθρωποι. Ζωντανοί – Αληθινοί (1958)
• Οι δικτάτορες (1965)
• Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
• Θέατρο
• Άτταλος ο Τρίτος (1972)
Ο Ταξικός Βάρναλης:
Από το φώς που καίει
«-Τι θέλετε πάλι; Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστή; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»
Ο Ερωτικός Βάρναλης:
Η Μαγδαληνή
“…Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.
Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.
Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.
Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα – καὶ γιὰ μένα!
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!”
Ο Θάνατος του ποιητή της εργατιάς
Το βράδυ της Τετάρτης 4 του Δεκέμβρη του 1974 εισήχθη επειγόντως στη Γενική Κλινική Αθηνών αλλά πήρε γρήγορα εξιτήριο για μια εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ κι επέστρεψε σπίτι του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να υποστεί την ταλαιπωρία που θα επέβαλλε η παρουσία του στην, τόσο τιμητική γι’ αυτόν, βραδιά της Ενωσης Συντακτών. Ολα πάντως έδειχναν ότι είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Ηταν ευδιάθετος, ακμαίος κι όταν έφευγε από την κλινική ευχαρίστησε τις νοσοκόμες ζητώντας παράλληλα συγνώμη «που τις είχε κουράσει».
5 Αυγούστου 1912 στο Κράσι. Από αριστερά: Η Γαλάτεια και η Έλλη Αλεξίου, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Χαρίλαος Στεφανίδης
Μετά το τέλος της εκδήλωσης αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ τον επισκέφτηκε στο σπίτι του και του επέδωσε τιμητικό μετάλλιο ενώ λίγες στιγμές αργότερα ο ποιητής συζητούσε με οικείους του, που πήγαν στην εκδήλωση, για τις εντυπώσεις τους απ’ αυτήν. Ο ίδιος εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ποίημα του Ρίτσου αλλά και την εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του Βρεττάκου. «Το ποίημα του Ρίτσου ήταν πολύ καλό», φέρεται να είπε. Κι όταν του ανέφεραν πως ο Βρεττάκος μίλησε πολύ καλά, απάντησε: «Το περίμενα».
Λίγο αργότερα ένιωσε αδιαθεσία και παρακάλεσε τη νοσοκόμα του κ. Γαρίτη και τον σύζυγο της θετής του κόρης Ελένης, να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. «Είμαι πολύ κουρασμένος», τους είπε.
Μια ώρα αργότερα η νοσοκόμα τον βρήκε πεσμένο στο μπάνιο, χωρίς σφυγμό. Αμέσως κλήθηκε ο γιατρός Β. Σπανός που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα και από την εξέταση διαπίστωσε εμφραγματική δύσπνοια με όλα τα σχετικά συμπτώματα. Στις 9.45 μ.μ. ο Βάρναλης εισήχθη και πάλι στη Γενική Κλινική Αθηνών, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών η καρδιά του έπαψε να χτυπά στις 9.50 μ.μ. Ηταν πάνω από 90 ετών.