«Δευτερεύον θέμα» θεωρεί ο Άδωνις Γεωργιάδης το βασικό αίτημα των υγειονομικών για μονιμοποίηση στο ΕΣΥ, ισχυριζόμενος ότι το δημόσιο σύστημα υγείας διαθέτει 10.000 περισσότερους γιατρούς και νοσηλευτές από το 2019, αριθμός που προκύπτει λόγω των συμβασιούχων.
«Ποια είναι η βασική ένσταση της αντιπολιτεύσεως; Ότι έχουμε έλλειμμα προσωπικού. Αν μετρήσεις το προσωπικό με βάση το μόνιμο προσωπικό, ναι έχουμε λιγότερο προσωπικό από το 2019.
Εάν μετρήσεις το προσωπικό με το σύνολο του υπηρετούντος προσωπικού, όχι δηλαδή μόνο τους μόνιμους, αλλά και τις άλλες μορφές εργασίας, έχουμε περισσότερο προσωπικό.
Εμένα με νοιάζει τα νοσοκομεία να έχουν γιατρούς, νοσηλευτές και προσωπικό. Ποια είναι η σχέση εργασίας τους, είναι τελείως δευτερεύον θέμα» είπε ο υπουργός Υγείας.
Αναγνωρίζοντας ότι το μόνιμο προσωπικό είναι μειωμένο σε σχέση με το 2019, ο υπουργός επιχειρεί να καλύψει την έλλειψη σταθερότητας με προσωρινές λύσεις, αποδίδοντας ίση αξία στους συμβασιούχους και τους μόνιμους. Ωστόσο, αυτή η λογική προσκρούει στην πραγματικότητα ενός συστήματος που καταρρέει από ελλείψεις, εξουθενωμένους εργαζόμενους και τη συνεχή ανασφάλεια όσων εργάζονται με ελαστικές μορφές εργασίας.
Το αίτημα για μονιμοποίηση στο ΕΣΥ δεν είναι απλώς συντεχνιακό· αφορά τη σταθερότητα και τη μακροπρόθεσμη λειτουργία ενός συστήματος που βασίζεται σε ανθρώπινους πόρους. Όταν η «σχέση εργασίας» αντιμετωπίζεται ως «δευτερεύον θέμα», υπονομεύεται η ίδια η έννοια της δημόσιας υγείας ως βασικού κοινωνικού αγαθού.
Η αντιπολίτευση και οι υγειονομικοί ζητούν όχι μόνο μόνιμο προσωπικό, αλλά και ένα σοβαρό σχέδιο ενίσχυσης του ΕΣΥ.
Η προσέγγιση του «όλοι μετράνε αρκεί να υπάρχουν» δεν πείθει, όταν οι αριθμοί χρησιμοποιούνται για να καλύψουν την απουσία ουσιαστικών λύσεων.
Το «δευτερεύον θέμα» της σταθερότητας στην εργασία είναι, στην πραγματικότητα, ζήτημα πρωτεύουσας σημασίας.
Γιατί χωρίς σταθερότητα, το ΕΣΥ μένει ακάλυπτο — και μαζί του, η κοινωνία που εξαρτάται από αυτό.