Του Δημήτρη Βρύσαλη
Αρκετά πριν την κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2025, υπήρξε ένα μπαράζ προπαγανδιστικών διλημμάτων από την κυβέρνηση της ΝΔ με πρωταγωνιστή τον υπουργό Υγείας. Κατά την προσφιλή του τακτική, παρουσίαζε ορισμένα επιλεγμένα στοιχεία σχετικά με τη χρηματοδότηση στην Υγεία, τις προσλήψεις στις δημόσιες μονάδες και τη φαρμακευτική περίθαλψη. Μετά την παράθεση αριθμών που …αποδείκνυαν μια «θετική πορεία» σε σχέση με πριν, έθετε το ερώτημα «πείτε μας τώρα, πότε ήταν καλύτερα, πριν ή τώρα;».
Πολλαπλές, ομολογουμένως, οι στοχεύσεις. Ενώ οι όροι ζωής της λαϊκής οικογένειας πάνε από το κακό στο χειρότερο, ειδικά στον τομέα της Υγείας πάνε προς το καλύτερο! Ισως κάποιος ή κάποια που βλέπει να του αδειάζει η τσέπη για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη, ακούγοντας τον υπουργό Υγείας να λέει για αυξημένη κρατική χρηματοδότηση, σκέφτεται ότι ακόμα δεν πρόλαβαν να φτάσουν και σ’ αυτόν οι θετικές επιπτώσεις των μέτρων. Ισως, αν κατοικεί σε μια περιοχή με αποψιλωμένες σε υγειονομικούς δημόσιες μονάδες Υγείας, να σκέφτεται ότι οι αυξημένες προσλήψεις της κυβέρνησης οσονούπω θα φτάσουν και εκεί. Επομένως …«υπομονή» και κυρίως αποδοχή ότι με αυτήν την πολιτική υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων θα φτάσει κάποια στιγμή και στον λαό η «θετική» επίπτωση των μέτρων. Μόνο κάποιοι που αποτελούν τη «συμμορία της μιζέριας» δεν το καταλαβαίνουν και δεν αναγνωρίζουν τίποτα θετικό.
Μελετώντας όμως τον κρατικό προϋπολογισμό και τις καταγραφές επίσημων φορέων, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν. ‘Η και οι επίσημοι φορείς προσχώρησαν στη «συμμορία της μιζέριας», ή ο υπουργός Υγείας, συνολικά η κυβέρνηση της ΝΔ για άλλη μια φορά κάνει διατριβή στην εξαπάτηση του λαού. Η δεύτερη εκδοχή είναι βέβαιη, αφού τα στοιχεία των απολογισμών (ΕΛΣΤΑΤ) είναι αδιαμφισβήτητα, όπως επίσης τα στοιχεία του προϋπολογισμού και κυρίως το τι κρύβεται πίσω από τους αριθμούς.
Διαβάζοντας παρακάτω τα στοιχεία των δαπανών στην Υγεία, στο Φάρμακο και στις προσλήψεις, να έχουμε υπόψη ότι αυτά προέκυψαν από την αντίστοιχη πολιτική που αποτυπώθηκε στους προηγούμενους προϋπολογισμούς, στους οποίους και πάλι προβλέπονταν «βελτίωση για τον λαό, αποδοτικότερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες Υγείας», που αποδείχθηκαν «φούμαρα».
Το βασικό στοιχείο του κρατικού προϋπολογισμού του 2025 για την Υγεία
Η χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού συνολικά στο υπουργείο Υγείας για το 2025 είναι 6,6 δισ. ευρώ, ενώ το 2024 εκτιμάται ότι θα «κλείσει» στα 6,05 δισ. ευρώ, δηλαδή +557 εκατ. ευρώ (+9%).
Ολη αυτή η αύξηση (557 εκατ. ευρώ) και επιπλέον 381 εκατ. ευρώ, σύνολο 938 εκατ. ευρώ, αποτελούν χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού στο υπουργείο Υγείας, για τον ΕΟΠΥΥ, λόγω των απωλειών που θα έχει από τη μείωση κατά 1% στις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου Υγείας, που κατανέμονται -0,5% στις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και -0,5% στις εργοδοτικές εισφορές. Ουσιαστικά δηλαδή οι εργαζόμενοι μέσω της φορολογίας τους – από όπου κατά κύριο λόγο συγκεντρώνονται τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού – θα πληρώσουν και τη δική τους εισφορά και αυτή των εργοδοτών. Ετσι, το 0,5% που θα δουν ως «αύξηση» οι εργαζόμενοι στις αποδοχές θα μετατραπεί, μέσω της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, σε -1%. Είναι η πρακτική εφαρμογή της πολιτικής «σου παίρνω 2 για να σου δώσω 1».
Στην ουσία, λοιπόν, υπάρχει αύξηση της χρηματοδότησης των επιχειρηματικών ομίλων κατά 469 εκατ. ευρώ και αύξηση των πληρωμών των εργαζομένων κατά 938 εκατ. ευρώ.
Επομένως, αν αφαιρέσουμε αυτό το ποσό (938 εκατ. ευρώ) στην ουσία το 2025 θα υπάρξει μείωση της χρηματοδότησης σε σχέση με το 2024, κατά -6,5% (6,6 δισ. το 2025 – 938 εκατ. ευρώ = 5.662 εκατ. ευρώ)!
Παίρνουμε υπόψη επιπλέον ότι από τη χρηματοδότηση για το 2025, ένα μέρος αφορά προηγούμενες απλήρωτες υποχρεώσεις των δημόσιων μονάδων Υγείας και όχι κάλυψη νέων αναγκών, όπως επίσης κάλυψη των αυξημένων τιμών για τα λειτουργικά έξοδα των δημόσιων μονάδων Υγείας.
Για τα νοσοκομεία και την ΠΦΥ, από τον κρατικό προϋπολογισμό το 2025 μεταβιβάζονται 2,36 δισ. ευρώ, ενώ το 2024 ήταν 2,25 δισ. ευρώ, δηλαδή +110 εκατ. ευρώ (+4,8%), που αφορούν τη μισθοδοσία του προσωπικού των νοσοκομείων, της ΠΦΥ και του ΕΚΑΒ για τακτικές – πρόσθετες αμοιβές και ασφαλιστικές εισφορές.
Αυτή η πρόσθετη χρηματοδότηση δεν αφορά καθαρή πρόσθετη δαπάνη για νέες προσλήψεις. Ενα μεγάλο μέρος της αφορά τα γνωστά «κίνητρα» που σχετίζονται με την υλοποίηση της «κινητικότητας» των υγειονομικών μεταξύ των δημόσιων μονάδων Υγείας, δηλαδή της πολιτικής «μισοκλείνω μια τρύπα ανοίγοντας πολλές άλλες», της «προσέλκυσης» υγειονομικών ιδιαίτερα στις πολύ προβληματικές περιοχές, που δεν διαμορφώθηκαν έτσι από μόνες τους αλλά ως αποτέλεσμα της διαχρονικής αντιλαϊκής πολιτικής.
Από τα παραπάνω στοιχεία πιστοποιείται ότι γίνεται το πολύ μια διαχείριση της γνωστής απαράδεκτης κατάστασης. Παίρνοντας όμως υπόψη την υποχρηματοδότηση των προηγούμενων χρόνων, τις τεράστιες ελλείψεις σε υποδομές, προσωπικό, εξοπλισμό, τις διευρυμένες λαϊκές ανάγκες αλλά και τις προηγούμενες ανικανοποίητες, είναι σίγουρο ότι με αυτήν την κρατική χρηματοδότηση η κατάσταση των δημόσιων μονάδων Υγείας θα επιδεινωθεί περαιτέρω.
Δαπάνες Υγείας (ΕΛΣΤΑΤ)
Μεταξύ 2021 και 2022 οι συνολικές δαπάνες Υγείας αυξήθηκαν κατά 5,3%. Το κράτος έδωσε +4,9%, τα ασφαλιστικά ταμεία (λεφτά των εργαζομένων είναι) έδωσαν +5,1% και ο λαός έδωσε από την τσέπη του +5,6%, δηλαδή από 6,2 δισ. ευρώ στα 6,6 δισ. ευρώ. Αρα +400 εκατομμύρια από τις μισοάδειες τσέπες των εργαζομένων, με το επίπεδο των μισθών στο 2011! Λιγότερο απ’ ό,τι κοστίζει κάθε μέρα η φρεγάτα του Πολεμικού Ναυτικού στην Ερυθρά Θάλασσα!
Από το σύνολο της δαπάνης στην Υγεία (2022) φαίνεται ότι το κράτος συμμετέχει με 30,2%, ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες – Αμεσες και Εμμεσες (Ασφαλιστικά Ταμεία) – είναι 69,8%. Αυτή η κατανομή των δαπανών στην Υγεία αντανακλά την πολιτική περιορισμού της κρατικής δαπάνης και την ανάληψη μεγαλύτερου βάρους από τον λαό. Είναι πολιτική που υπηρετεί τις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας, η οποία προϋποθέτει τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης, που ένα μέρος αφορά και τις εργασίες για την πρόληψη, θεραπεία και αποκατάσταση.
Ενα μέρος της αυξημένης δαπάνης του λαού οφείλεται στις περιορισμένες και πίσω από τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων θεσμοθετημένες παροχές του κανονισμού του ΕΟΠΥΥ. Π.χ. σχεδόν μηδενική χρηματοδότηση για τη στοματική υγεία (98,5% ιδιωτικές πληρωμές) κ.λπ. Ενα άλλο – μεγάλο – μέρος οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμα και οι θεσμοθετημένες παροχές του ΕΟΠΥΥ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τις δημόσιες μονάδες Υγείας.
Είναι χαρακτηριστικά παλαιότερα στοιχεία – που σήμερα έχουν επιδεινωθεί – όσον αφορά ορισμένες διαγνωστικές εξετάσεις. Συγκεκριμένα:
Μόνο για αξονικές τομογραφίες, μαγνητικές τομογραφίες και μαστογραφίες, που γίνονται κατά 70% – 85% στον ιδιωτικό τομέα, οι ασθενείς πλήρωσαν επιπλέον 17,71 εκατ. ευρώ, ενώ με την επιβολή των 3 ευρώ για κάθε τέτοια εξέταση και για τον συγκεκριμένο αριθμό εξετάσεων που αναφέρουμε, οι ασθενείς θα πληρώσουν επιπλέον 6,7 εκατ. ευρώ, τα οποία αφαιρούνται από τις υποχρεωτικές επιστροφές (clawback) των επιχειρηματιών των διαγνωστικών κέντρων.
Στην αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης θα συμβάλουν κατά πολύ οι πληρωμές των ιδιωτικών απογευματινών χειρουργείων και η επιβολή του 1 ευρώ ανά συνταγή εξετάσεων (αιματολογικών, βιοχημικών, ορμονολογικών κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα (πρόκειται για εκατομμύρια συνταγών), καθώς και των 3 ευρώ ανά απεικονιστική εξέταση, μέτρα που επιβλήθηκαν πρόσφατα.
Για τις προσλήψεις προσωπικού
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του προϋπολογισμού του 2025, προβλέπονται συνολικά 5.840 αποχωρήσεις στα έτη 2023 και 2024 και αντίστοιχα 4.070 προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, παίρνοντας υπόψη ότι όλοι αυτοί δεν είναι στο σύνολό τους υγειονομικοί. Ουσιαστικά, ενώ όλες οι δημόσιες μονάδες Υγείας έχουν αποψιλωθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, η κυβέρνηση μας λέει επισήμως ότι συνεχίζεται η αιμορραγία στο τέλος του 2014, με -1.770 άτομα!
Το 2025 προβλέπεται να αποχωρήσουν 2.701 άτομα και στην καλύτερη περίπτωση να διοριστούν περίπου 3.440. Τελικό ισοζύγιο 2024 – 2025= -71 εργαζόμενοι, κάτι που εγγυάται χειροτέρευση της κατάστασης. Οι δε επικουρικοί, αν και εφόσον προσληφθούν, δεν θα προσθέσουν κάτι ουσιαστικό, αφού ταυτόχρονα ίσος περίπου αριθμός από τους σημερινούς επικουρικούς θα αλλάξουν εργασιακή σχέση ως μόνιμοι.
Η κατάσταση θα επιδεινωθεί και θα συνεχιστεί η πολιτική της «κινητικότητας» των υγειονομικών, της αξιοποίησης των ιδιωτών γιατρών, της παράτασης του εργάσιμου βίου και της αξιοποίησης συνταξιούχων, των διπλοβαρδιών των νοσηλευτών, της υπερεφημέρευσης των γιατρών κ.λπ., με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα για την ποιότητα και την ασφάλεια των υπηρεσιών προς τους ασθενείς, αλλά και για τους όρους δουλειάς των υγειονομικών. Ολα αυτά δηλαδή που δημιουργούν τους όρους αποτροπής και όχι προσέλκυσης των υγειονομικών.
Για τη φαρμακευτική περίθαλψη
Η δημόσια δαπάνη μεταξύ 2009 και 2022 μειώθηκε κατά 50% και η ιδιωτική – «ζεστό» χρήμα των ασθενών δηλαδή – αυξήθηκε κατά 77% (από 1,3 δισ. ευρώ σε 2,3 δισ. ευρώ). Στο παραπάνω ξεζούμισμα του λαού θα πρέπει να προστεθούν και κάποια επιπλέον εκατομμύρια από τις αυξήσεις έως και 357% για τουλάχιστον 400 φάρμακα, και η επιβολή έως 3 ευρώ επιπλέον για κάθε γενόσημο φάρμακο.
Ο ταξικός αντιλαϊκός προσανατολισμός της κυβέρνησης φαίνεται και από το στοιχείο του κρατικού προϋπολογισμού που ενώ για τους ασθενείς προοιωνίζεται περαιτέρω επιβάρυνση, για τους φαρμακοβιομήχανους προβλέπει «τζάμπα χρήμα» για επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, μέσω της απαλλαγής τους από το clawback και το rebate. Μάλιστα η «τρύπα» που θα προκύψει στα έσοδα του ΕΟΠΥΥ προβλέπεται να καλυφθεί σε ένα μέρος από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από τη βαριά φορολογία του λαού.
Εν κατακλείδι
Αυτό που ενώνει τα κόμματα της ΝΔ, του «όλου» ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και τα διάφορα συμπληρώματά τους είναι η στρατηγική αντίληψη περί «κόστους» της λαϊκής Υγείας, που πρέπει να περιοριστεί, γιατί είναι εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα και στην κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Γι’ αυτό, το πεδίο της «φαγωμάρας» τους είναι η αποτελεσματική διαχείριση αυτής της πολιτικής. Ο ένας «κόβει» και οι άλλοι «ράβουν».
Τον τελικό λόγο τον έχει το οργανωμένο εργατικό – λαϊκό κίνημα, με κριτήριο ότι «τα θέλουμε όλα», «καμία θυσία για τους επιχειρηματικούς ομίλους», «για να κερδίσουμε εμείς πρέπει να χάσει το κεφάλαιο».