Πώς φυγάδευσε ο δημοφιλής ηθοποιός δεκάδες τραυματίες φοιτητές τα ξημερώματα της 18ης Νοεμβρίου 1973 με το κιτρινόμαυρο Ντάτσουν του, περνώντας μέσα από τα μπλόκα
Μια συγκλονιστική ιστορία, άγνωστη στο ευρύ κοινό, που διαδραματίστηκε την νύχτα της 17ης Νοεμβρίου 1973, και τα ξημερώματα της 18ης Νοεμβρίου, δημοσιεύει σήμερα η «Ζούγκλα». Πρωταγωνιστές της ο «καλός μας άνθρωπος» Θανάσης Βέγγος και ο γιατρός Πέτρος Πέτρου, που έσωσαν δεκάδες τραυματίες φοιτητές του Πολυτεχνείου εκείνη τη μαύρη βραδιά. Ένας από τους διασωθέντες τραυματίες, ο καθηγητής πλέον Φραγκίσκος Κουνάνης, που κατά σύμπτωση έχει γεννηθεί στις 18 Νοεμβρίου, μνημονεύει ακόμη και σήμερα, 51 χρόνια μετά, τους δύο αυτούς ανθρώπους, αναφέροντας ότι τους οφείλει τη ζωή του.
Δείτε τις σχετικές δημοσιεύσεις στην προσωπική του ιστοσελίδα στο Facebook
«Ποτέ δεν θα ξεχαστείτε αδέρφια, ούτε εκείνη, η νύχτα που όλοι, οι λύκοι σώπασαν, γιατί ούρλιαζαν, οι απάνθρωποι δολοφόνοι. Μαζί από το ξεκίνημα,14/15/16 ως την αποφράδα μέρα «17/11/73»,πού οι δολοφόνοι φασίστες σπείραν, τον θάνατο κ μέχρι την επόμενη ξημέρωμα, 18ης (μέρα γενεθλίων μου) μες στ ’αποκαΐδια, βρέθηκαν ο Πέτρος Πέτρου, που άνοιξε το ιατρείο του κι μπήκαμε μέσα, ως το πρωί, για να μας σώσει τη ζωή μαζί με τον γιατρό, ο ηθοποιός, ο καλός μας ο ‘ΑΝΘΡΩΠΟΣ Βέγγος Θανάσης πού μ’ ένα σαραβαλάκι κιτρινόμαυρο, μας σκέπαζε και μας μετέφερε στα σπίτια μας, στους δικούς μας ανθρώπους. Αιωνία η μνήμη όλων! Θα ξαναβρεθούμε, στο φως, φίλοι κι αδέρφια μας!!! Καλή άντάμωση! Σάς ευχαριστώ», αναφέρει στην ανωτέρω ανάρτηση ο Φραγκίσκος Κουνάνης, κι ακολούθως μνημονεύει τον λατρευτό μας άνθρωπο και ηθοποιό, τον σωτήρα του Θανάση Βέγγο.
Το συγκλονιστικό κείμενο του Φραγκίσκου Κουνάνη για τα γεγονότα εκείνων των δραματικών ωρών
«Θα σταθώ όμως και πάλι για μια ακόμη φορά σε 2 μοναδικούς συνάνθρωπους μας, που μου έσωσαν την ζωή όπως και άλλων συναγωνιστών εκείνη τη νύχτα.
Βρισκόμασταν υπεύθυνοι στην εξωτερική περιφρούρηση, όταν ακούστηκε από τα μεγάφωνα, αφού είχαμε πει στο συντονιστικό ότι έρχονται τα τανκς, όποιος θέλει να αποχωρήσει και όποιος μ’ ευθύνη του θέλει να μπει μέσα στο Πολυτεχνείο, γιατί θα κλείσει η πόρτα. διάλεξα να μείνω δίπλα στα κάγκελα και μπροστά. με πολλούς σήμερα επώνυμους (Τζουμάκας, Λαλιώτης, Μπίστης, Ανδρούλακης, Μαύρος) και χιλιάδες ανώνυμους.
Ο πρύτανης κ. Κονοφάος έβαλε την Μερσεντές του, πίσω από την πόρτα και μείς χιλιάδες πράγματα και καλά να εμποδίσουμε το τανκ.
Οι διαπραγματεύσεις με τον Ντερτιλή αξιωματικό του στρατού από την περιοχή Ζωγράφου (εκεί έμενε) και άλλους δεν έφεραν καρπούς και έτσι με μίσος ψυχής και με σκέψη που ακούστηκε σε όλο τον πλανήτη βροντοφώναξε. «Πατήστε τους όλους, ρίξτε και ριπές σε όποιον αντισταθεί»
Όλα έγιναν σε 5 λεπτά και μας ανάγκασαν να βγούμε από την πεσμένη πλέον πόρτα, πατώντας μέσα σε σίδερα και περνώντας από φάλαγγα διαδρόμου στρατιωτών (δεν μας πείραξε κανείς) μόνο οι μπάτσοι βάραγαν με τα σιδερένια γκλοπ και κλώτσαγαν όπου μας έβρισκαν.
Συρθήκαμε κάτω απ’ τα Τζέιμς που ήταν παρατεταγμένα στην Αβέρωφ και βγήκαμε στη Μάρνη. κτυπήσαμε ένα κουδούνι που βρήκαμε μπροστά μας, σε δευτερόλεπτα όλα αυτά (γιατί χιλιάδες μπάτσοι όρμησαν να μας γδάρουν ζωντανούς ρίχνοντας στο ψαχνό).
Και ω του θαύματος η πόρτα άνοιξε και ο ήρωας μαζί με τους άλλους εκείνης της νύχτας εκείνου του ξημερώματος κύριος Πέτρου Πέτρος μας περίμενε με ανοιχτή την πόρτα στο 3ο όροφο. Οι άλλοι δεν μας άνοιγαν. Γέμισε το διαμέρισμα του, 80 τετραγωνικά με 100 συνανθρώπους.
Δαρμένους, ματωμένους, κατασπαραγμένους απ’ τα θηρία…
Γιατρός ο ίδιος (σωτήρια σύμπτωση) μας περιποιήθηκε όλους. Για μας όλους εκείνη τη στιγμή ήταν ο Θεός μας. Ξημέρωσε και ρίξαμε κλήρο για να βγει ο πρώτος να φύγει αλλά και να μας πάρει τηλέφωνο ότι όλα οκ! Για να βγούμε και οι άλλοι.
Ήμουν δεύτερος στη σειρά και με προφύλαξη -τι προφύλαξη για τα μάτια- όλα σχισμένα και ματωμένα. Σιγά να μην και δεν μας καταλάβαιναν οι μπάτσοι, που καιροφυλακτούσαν σε κάθε γωνιά, όλων των δρόμων.
Και ξανά το θαύμα!!! Μπροστά μου ο υπέροχος, ο μοναδικός, ο πραγματικός άνθρωπος και ηθοποιός Θανάσης Βέγγος είχε ρίξει τις πίσω θέσεις στο παλιό Ντάτσουν το κιτρινόμαυρο και μας έβαζε μπρούμυτα, μας σκέπαζε με κουβέρτες και από πάνω μας, έβαζε πλάκες φελιζόλ μακριές. Πέρναγε μέσα από τα μπλόκα των στρατιωτών και των μπάτσων και μας πήγαινε σπίτι μας.
Στους γονείς μου χρωστώ τον ερχομό μου στη ζωή.
Σ’ αυτούς τους ακατάληπτους ανθρώπους Πέτρο Πέτρου και Θανάση Βέγγο χρωστώ ότι ζω σήμερα. Και εγώ όλα αυτά τα χρόνια τους αναφέρω ως παράδειγμα προς μίμηση.
Αγαπημένοι και λατρευτοί μου Πέτρο Πέτρου και Θανάση Βέγγο σας ευχαριστώ και πάλι ολόψυχα για τη θυσία σας παίζοντας κορώνα- γράμματα την ζωή σας για μας, για μένα.
Αιωνία η μνήμη σε όλους εκείνους που δεν μπόρεσαν να σωθούν το μαύρο εκείνο ξημέρωμα 17 προς 18 Νοέμβρη.
Με θαυμασμό, σεβασμό και αγάπη, σας ευχαριστώ για μια ζωή, μια ζωή που εσείς μου χαρίσατε εκείνη την νύχτα ώστε να ζω εγώ μέχρι και σήμερα».