Συγκλονίζει η ιστορία της Καλλίτσας από το Αποδούλου, την οποία φέρνει στο φως η σελίδα Δια-SOS-τε τη Μεσαρά, διά του στόματος του μακρινού συγγενή της, κ. Αριστείδη Ψαρουδάκη.
Το 1823 ένα 11χρονο κοριτσάκι, που το έλεγαν Καλλίτσα, αρπάχτηκε από τους Τούρκους στο χωριό Αποδούλου του Αμαρίου Ρεθύμνου και στάλθηκε για πούλημα στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Εκεί την αγόρασε ένας Άγγλος αρχαιολόγος και την πήρε μαζί του στην Αγγλία για να τη χρησιμοποιήσει ως οικιακή βοηθό.
Στο Λονδίνο την αγάπησε και την παντρεύτηκε ένας νεαρός αξιωματικός του ναυτικού, που έγινε ο μετέπειτα ναύαρχος του αγγλικού στόλου. Μετά από χρόνια, η πρώην σκλάβα επέστρεψε ως λαίδη στο χωριό της και συναντήθηκε με την οικογένειά της. Η ιστορία της Καλλίτσας κόβει την ανάσα και φανερώνει την ικανότητα επιβίωσης της ελληνικής φυλής.
Δείτε και ακούστε τι αναφέρει στο βίντεο ο μακρινός συγγενής της και κληρονόμος του αρχοντικού της στο Αποδούλου Αμαρίου Ρεθύμνης κ. Αριστείδης Ψαρουδάκης:
Η ιστορία της Καλλίτσας
Το 1823 ένα 11χρονο κοριτσάκι, που το έλεγαν Καλλίτσα, αρπάχτηκε από τους Τούρκους στο χωριό Αποδούλου του Αμαρίου Ρεθύμνου και στάλθηκε για πούλημα στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Εκεί την αγόρασε ένας Άγγλος αρχαιολόγος και την πήρε μαζί του στην Αγγλία για να τη χρησιμοποιήσει ως οικιακή βοηθό. Η ιστορία της Καλλίτσας κόβει την ανάσα και φανερώνει την ικανότητα επιβίωσης της ελληνικής φυλής.
Στο Λονδίνο την αγάπησε και την παντρεύτηκε ένας νεαρός αξιωματικός του ναυτικού, που έγινε ο μετέπειτα ναύαρχος του αγγλικού στόλου.
Μετά από χρόνια, η πρώην σκλάβα επέστρεψε ως λαίδη στο χωριό της και συναντήθηκε με την οικογένειά της.
Κρύφτηκαν για να γλιτώσουν
Το 1823 πέρασε από την επαρχία Αμαρίου Ρεθύμνου ο τουρκικός στρατός, οι λεγόμενοι Νηζάμηδες.
Για να γλιτώσουν οι κάτοικοι του χωριού Αποδούλου, φύγανε άρον άρον από τα σπίτια τους και έψαξαν μέρος να κρυφτούν.
Αφού οι άντρες βόλεψαν σε κρυψώνες τα γυναικόπαιδα, οι ίδιοι αρματώθηκαν και ανέβηκαν στην πλαγιά του βουνού πάνω από το χωριό, για να κρατούν οπτική επαφή με τον εχθρό και να επιχειρήσουν απελπισμένη επέμβαση αν χρειαστεί.
Μεταξύ των χωρικών ήταν και ο Αλέξανδρος Ψαράκης, που πήρε τη γυναίκα με τα τέσσερα παιδιά του, μαζί και τρία ακόμα ορφανά του χωριού που τα προστάτευε, και τους έκρυψε σε μια καλύβα από δεματές στου «Βλαστού τον κάμπο», αρκετά μακριά από τον δρόμο που θα περνούσε ο κύριος όγκος των Τούρκων.
Ξόρκισε, μάλιστα, τη γυναίκα του Αγγελικώ να επιβάλλει νεκρική σιγή στην καλύβα και να μην αφήσει κανένα παιδί να ξεμυτίσει απ’ αυτή.
Ζήτησε επίσης από τα μεγαλύτερα παιδιά του, τον 13χρονο Γιωργή, την 11χρονη Καλλίτσα και τον 8χρονο Γιάννη, να κρατούν πάντα αγκαλιά τον 3χρονο Σταυρουλιώ, για να μην μπήξει για οποιονδήποτε λόγο τα κλάματα και προδοθούν.
Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας οι Τούρκοι πέρασαν μέσα από το Αποδούλου, όπου βρήκαν μόνο τρεις γέροντες που αρνήθηκαν να κρυφτούν και μια ανάπηρη γυναίκα, τους οποίους αποκεφάλισαν επιτόπου.
Αφού λεηλάτησαν και έκαψαν το χωριό, κατευθύνθηκαν προς το Τυμπάκι, όπου ήταν στρατοπεδευμένη η κύρια τουρκική δύναμη.
Δύο νηζάμηδες, όμως, είχαν ξεμακρύνει από τον κύριο όγκο των υπολοίπων στρατιωτών ψάχνοντας απίδια και φωλιές πουλιών με αυγά.
Τους έπιασαν οι Τούρκοι στρατιώτες
Όταν οι δύο νηζάμηδες πέρασαν κατά σύμπτωση από του «Βλαστού τον κάμπο», είδαν το καμουφλαρισμένο καλύβι και κοίταξαν μήπως κρύβεται κανείς μέσα.
Ανοίγοντας την πόρτα είδαν το έκπληκτο και κατατρομαγμένο τσούρμο των παιδιών με την Αγγελικώ και τους συνέλαβαν όλους, με σκοπό να τους πουλήσουν σε εμπόρους σκλάβων.
Μόνο το μεγαλύτερο αγόρι από τα ορφανά γλίτωσε, όταν με μια ξαφνική κίνηση το έβαλε στα πόδια και ροβόλησε μακριά.
Οι Τούρκοι στρατιώτες έβαλαν στη σειρά τα ανθρώπινα λάφυρά τους με σκοπό να τα οδηγήσουν στο μεγάλο στρατόπεδο του Τυμπακίου.
Στον δρόμο άφησαν ελεύθερη την Αγγελικώ με το νήπιο, μάλλον επειδή έκριναν ότι δεν έχουν εμπορική αξία.
Η Αγγελικώ δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να σέρνεται ουρλιάζοντας πίσω από το κομβόι και να ικετεύει να της δώσουν τα παιδιά, αλλά δεν την άκουγαν.
Κάτω από την απίστευτη επιμονή της, όταν έφτασαν στο Τυμπάκι, της έδωσαν ακόμα ένα καχεκτικό 6χρονο κορίτσι από τα δύο ορφανά και μετά από αυτό τους έχασε, επειδή αναμίχτηκαν με το υπόλοιπο στράτευμα.
Πουλήθηκε στην Αλεξάνδρεια
Οι Τούρκοι στο Τυμπάκι χώρισαν σε διαφορετικές ομάδες τα αγόρια και τα κορίτσια που είχαν αρπάξει από τα διάφορα χωριά.
Τα ίχνη των αγοριών του Αλεξανδρή και του ενός ορφανού χάθηκαν από εκείνο το σημείο, με την υπόνοια ότι ο 13χρονος Γιωργής αγοράστηκε από έναν Μπέη από το Ηράκλειο.
Η Καλλίτσα αρχικά μεταφέρθηκε στα Χανιά και μετά την έβαλαν σε πλοίο που τη μετέφερε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Εκεί την αγόρασε, μαζί με άλλες Κρητικοπούλες, ένας Άγγλος καθηγητής που συμμετείχε σε αρχαιολογική αποστολή στην Αίγυπτο και τη μετέφερε στο Λονδίνο για να τη χρησιμοποιήσει ως οικιακή βοηθό.
Την έβαλε μάλιστα σε σχολείο να μάθει γράμματα και να μιλάει αγγλικά.
Η Καλλίτσα ξεχώρισε αμέσως από την εξυπνάδα και την ωραία εμφάνισή της και κέρδισε τις καρδιές των Άγγλων αφεντικών της.
Εκεί, στο καινούργιο περιβάλλον, γνώρισε μετά από λίγα χρόνια τον αξιωματικό του αγγλικού πολεμικού ναυτικού Ρόμπερτ Χέι, που ήταν γιος του ναυάρχου του αγγλικού στόλου Τζων Χέι.
Μεταξύ των δύο νέων αναπτύχθηκε έλξη, η οποία δεν άργησε να εξελιχθεί σε σχέση που οδήγησε σε γάμο.
Κάπως έτσι, η Καλλίτσα από το Αποδούλου του Αμαρίου βρέθηκε να ζει στο Λονδίνο, στο πλευρό του συζύγου της, ο οποίος κάποια στιγμή διαδέχτηκε τον πατέρα του στην ηγεσία του αγγλικού στόλου.
Επέστρεψε με τον αγγλικό στόλο
Το 1843, σε ένα ταξίδι του αγγλικού στόλου σε λιμάνια της Μεσογείου, ο ναύαρχος σύζυγος της Καλλίτσας την πήρε μαζί του στη ναυαρχίδα.
Μεταξύ των λιμανιών που επισκέφτηκε ο στόλος ήταν και το λιμάνι της Σούδας στην Κρήτη, όπου ο ναύαρχος συνάντησε τον Τούρκο πασά.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης τού ανέφερε πως η γυναίκα του είναι Κρητικιά και έχει από μικρή χάσει τον πατέρα της, τον οποίο θέλει να συναντήσει.
Ο πασάς προθυμοποιήθηκε αμέσως να φέρει τον πατέρα της Καλλίτσας στα Χανιά και έστειλε ανθρώπους του να τον αναζητήσουν.
Μόλις οι απεσταλμένοι του πασά εντόπισαν στο Αποδούλου τον πατέρα της Καλλίτσας, αυτός τρομοκρατήθηκε, επειδή είχε σκοτώσει δύο Τούρκους και νόμισε ότι το έμαθαν και πήγαν να τον συλλάβουν.
Η συμπεριφορά, όμως, των ανθρώπων του πασά δεν είχε τραχύτητα και μη μπορώντας να αρνηθεί, τους ακολούθησε.
Μόλις τον παρουσίασαν μπροστά στον πασά, και παρούσης της Καλλίτσας, εκείνος τον ρώτησε: «Τούτη δω την ξέρεις; Έχεις καμιά κόρη χαμένη;». «Όχι, εγώ δεν έχω κοπελιά», απάντησε ο ακόμα τρομαγμένος Αλεξανδρής.
Μετά από λίγο, όμως, βρήκε το κουράγιο να στραφεί στην Καλλίτσα και να την ρωτήσει: «Αν όπως λες είσαι κόρη μου, πες μου πώς είναι το σπίτι μας στο χωριό».
Τότε η Καλλίτσα, που δεν είχε ξεχάσει καθόλου τον τόπο και τη γλώσσα της, του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το σπίτι και αναφέρθηκε ακόμα και σε μια χαρουπιά που είχαν στην αυλή.
Οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν συγκινητικές, καθώς ο πατέρας και η κόρη αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν πολύ από χαρά.
Μετά τη συνάντηση η Καλλίτσα δεν προλάβαινε να πάει στο χωριό της, επειδή ο στόλος έπρεπε να αναχωρήσει, αλλά υποσχέθηκε στον πατέρα της: «Θα γυρίσω πάλι πατέρα στην Κρήτη και θα έρθω στο χωριό να δω τη μάνα και τον αδελφό μου, που τόσο πολύ μου λείπουν και τους αγαπώ».
Έχτισε σπίτι στο χωριό της
Ο Άγγλος ναύαρχος γαμπρός του Αλεξανδρή ξαναβρέθηκε με τον αγγλικό στόλο στην Κρήτη το 1844, μόνος αυτή τη φορά χωρίς την Καλλίτσα, και βρήκε χρόνο να πάει στο Αποδούλου.
Του άρεσε, μάλιστα, τόσο πολύ η περιοχή και το κλίμα, που έδωσε εντολή να χτιστεί ένας αριστοκρατικός πύργος στο χωριό, για να έρχεται με την οικογένειά του και να κάνει διακοπές.
Στην κατασκευή και φύλαξη του σπιτιού βοήθησε αποφασιστικά ο αδελφός της Καλλίτσας Σταυρουλιός, που είχε φτάσει πλέον στην ηλικία των 25 χρονών.
Οι αρχιμάστορας που ανέλαβε το έργο ήταν ο πιο φημισμένος από την Κάρπαθο, το ίδιο και οι τεχνίτες βοηθοί του.
Το χώμα που χρησιμοποίησαν στο χτίσιμο το έφεραν από τη Σαντορίνη και τις πλάκες που έστρωσαν το σπίτι από τη Μάλτα.
Την άνοιξη του 1847 έφτασε η μεγάλη στιγμή της επιστροφής της Καλλίτσας στον τόπο που γεννήθηκε. Έφτασε με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά και το υπηρετικό προσωπικό της.
Ήταν πολύ συγκινητική η σκηνή που μάνα και κόρη να αγκαλιάστηκαν και έκαναν πολύ ώρα να ξεκολλήσουν.
Τα επόμενα χρόνια ήρθε κι άλλες φορές η Καλλίτσα στο Αποδούλου με τα τέσσερα παιδιά της, μέχρι που το 1863 πέθανε από αρρώστια ο άντρας της. Στο μεταξύ είχαν πεθάνει και οι γονείς της.
Γλίτωσε από την πυρπόληση
Το 1866 ξεκίνησε η μεγάλη επανάσταση στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Σταυρουλιός σήκωσε αγγλική σημαία στον πύργο της αδελφής του μήπως και τον γλιτώσει από την οργή των Τούρκων.
Σε μια έκβαση, όμως, των μαχών, οι Τούρκοι στρατιώτες περικυκλώθηκαν από τους επαναστάτες και αναγκάστηκαν να μπουν μέσα στο αρχοντόσπιτο και να οχυρωθούν.
Ο Σταυρουλιός, τώρα, ήταν απέξω και έτοιμος να δώσει το σύνθημα να καεί το σπίτι, με τους Τούρκους μέσα.
Ευτυχώς, όμως, την τελευταία στιγμή το εγκατέλειψαν οι εχθροί και το σπίτι γλίτωσε.
Στα επόμενα χρόνια και μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, μερικοί Άγγλοι συγγενείς της Καλλίτσας επισκέφτηκαν το Αποδούλου και διατήρησαν αλληλογραφία με τους Κρητικούς συγγενείς τους.
Σήμερα το σπίτι της Καλλίτσας ανήκει στον Αριστείδη Ψαρουδάκη και τη σύζυγό του.
Αντιμετώπιζαν τα παιδιά ως λάφυρα
Η ιστορία της Καλλίτσας αποτελεί κόλαφο για την αρρωστημένη και θεσμοθετημένη έξη των Οθωμανών να αρπάζουν μικρά παιδιά ακόμα και κατά τον 19ο αιώνα και να τα πωλούν σε σκλαβοπάζαρα.
Την εποχή που στον υπόλοιπο κόσμο ανθούσαν σπουδαία ανθρωπιστικά κινήματα, εκείνοι αντιμετώπιζαν τους ανθρώπους, και ειδικά τα παιδιά, ως υλικά λάφυρα.
Αυτοί που μας εισήγαγαν στη μαγεία της ιστορίας της Καλλίτσας ήταν ο Αμαριώτης καθηγητής Νίκος Τυροκομάκης και ο αείμνηστος Γιώργης Ψαρουδάκης, πρώην πρόεδρος της κοινότητας Αποδούλου.
Σπουδαία πηγή πληροφοριών ήταν και το συναρπαστικό βιβλίο με τον τίτλο: «Καλλίτσα, η σκλάβα που έγινε Λαίδη», του Κριτόλαου Ψαρουδάκη, το οποίο εκδόθηκε το 1988 στο Ηράκλειο.
Από το παραπάνω βιβλίο πήραμε και τη φωτογραφία που απεικονίζει την Καλλίτσα με τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της.
Πρόκειται για έναν πίνακα πιστής απεικόνισης, ζωγραφισμένο το 1848 από τον Σερ Τζων Γουότσον Γκόρντον, ιπποτικό μέλος της Αγγλικής Βασιλικής Ακαδημίας.
Ο πίνακας αυτός βρίσκεται σήμερα στη Φλωρεντία, στην κατοχή της απογόνου της Καλλίτσας Λίλιαν Ρεγκάνο Χέι
Κείμενο – Φωτογραφίες: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: www.greecewithin.com
Βίντεο: Δια-SOS-τε τη Μεσαρά