Κόλαφος για την κυβέρνηση Μητσοτάκη: Στην τελευταία θέση της ΕΕ η Ελλάδα σε επενδύσεις

Κόλαφος για την κυβέρνηση Μητσοτάκη η ανάλυση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που αποδομεί πλήρως ανακοίνωση του υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών που έκανε λόγο για «7 πρωτιές και 7 αλήθειες για την ελληνική οικονομία».

Το ΕΝΑ δημοσίευσε το δεύτερο μέρος της ανάλυσης που σχολιάζει την εν λόγω ανακοίνωση, καταρρίπτοντας τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς. Το υπουργείο είχε σπεύσει να αναφέρει ότι η Ελλάδα καταγράφει «τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του όγκου επενδύσεων» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Αυτό είναι αληθές, όμως εξίσου αληθές είναι και το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ» επισημαίνει χαρακτηριστικά το ΕΝΑ, στην ανάλυσή του.

«Επομένως, μάλλον οι επενδύσεις δεν είναι το δυνατό σημείο της ελληνικής οικονομίας και η ικανοποίηση του υπουργείου Οικονομικών δεν είναι δικαιολογημένη» υπογραμμίζει παράλληλα το Ινστιτούτο, παραθέτοντας σχετικά στοιχεία της Eurostat.

Την ίδια ώρα, βάσει της ανάλυσης, την τελευταία πενταετία oι εισαγωγές της Ελλάδας αυξήθηκαν 4,5 δισεκατομμύρια, ενώ οι εξαγωγές μόλις 0,5 δισ. ευρώ. Την ίδια ώρα το ελληνικό δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει με διαφορά το υψηλότερο στην ΕΕ, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ οφείλεται στον πληθωρισμό.

Αναλυτικά η ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ

Το παρόν κείμενο ολοκληρώνει την κριτική παρουσίαση της ανακοίνωσης του Υπουργείου Οικονομικών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας με τίτλο «7 πρωτιές και 7 αλήθειες για την ελληνική οικονομία» επικεντρώνοντας στις επενδύσεις, τις εξαγωγές και εισαγωγές και το δημόσιο χρέος.

Επενδύσεις

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Υπουργείου, η Ελλάδα καταγράφει «τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του όγκου επενδύσεων» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι αληθές, όμως εξίσου αληθές είναι και το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα από τα στοιχεία της Eurostat, οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) αποτελούν κάτι λιγότερο από το 14% του συνολικού ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη είναι 21,8% και 21,6% αντίστοιχα.

Δεν πρέπει φυσικά να αγνοήσουμε την πρόοδο που έχει σημειωθεί καθώς το 2019 οι επενδύσεις βρίσκονταν ακόμα χαμηλότερα, στο 10,7% του ΑΕΠ. Για λόγους σύγκρισης αξίζει να αναφερθεί ότι το 2008 οι επενδύσεις αποτελούσαν το 22,9% του ΑΕΠ. Παρά λοιπόν την αύξηση των επενδύσεων κατά την τελευταία περίοδο, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να φύγει από την τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, μάλλον οι επενδύσεις δεν είναι το δυνατό σημείο της ελληνικής οικονομίας και η ικανοποίηση του Υπουργείου Οικονομικών δεν είναι δικαιολογημένη.

Εισαγωγές και εξαγωγές

Η ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών σημειώνει ακόμα ότι η Ελλάδα παρουσιάζει «τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση μεριδίου στις παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών». Το εν λόγω μέγεθος είναι κάπως ιδιόμορφο αφού το μερίδιο είναι ποσοστό και συνεπώς υπολογίζει την ποσοστιαία μεταβολή ενός ποσοστού. Πιο χρήσιμο θα ήταν να εξετάσει κανείς την πορεία των εξαγωγών γενικά και των εξαγωγών αγαθών ειδικότερα. Και βέβαια δεν έχει νόημα να κοιτάζει κανείς τις εξαγωγές χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις εισαγωγές.

Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει την τριμηνιαία εξέλιξη των εισαγωγών και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές 2015 από το 2019 έως το 2024. Τα στοιχεία προέρχονται από τη Eurostat με εποχική και ημερολογιακή διόρθωση.

Όπως βλέπουμε, στο δεύτερο τρίμηνο του 2019, όταν ανέλαβε την κυβέρνηση η ΝΔ, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ήταν 18,5 δισ. ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ήταν 17,7 δισ. διαμορφώνοντας ένα οριακά πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο. Έκτοτε οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές και σήμερα, στο δεύτερο τρίμηνο του 2024, οι εισαγωγές έχουν φτάσει τα 23 δισ. ενώ οι εξαγωγές τα 19 δισ. Με άλλα λόγια, κατά την τελευταία πενταετία οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά σχεδόν 4,5 δισ. ενώ οι εξαγωγές κατά μόλις 0,5 δισ.

Αν περιοριστούμε στις εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών, η εικόνα είναι κάπως καλύτερη, αν και δύσκολα δικαιολογεί τον ενθουσιασμό του Υπουργείου Οικονομικών. Όπως βλέπουμε στο παρακάτω διάγραμμα, οι εξαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί κατά 2 δισ. ευρώ, από 7,9 δισ. το δεύτερο τρίμηνο του 2019 σε 9,9 δισ. το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Η αύξηση είναι πράγματι σημαντική, ωστόσο, οι εισαγωγές αγαθών έχουν αυξηθεί περισσότερο στο ίδιο διάστημα, κατά 4,5 περίπου δισ., από 13 δισ. στο δεύτερο τρίμηνο του 2019 σε 17,5 δισ. στο δεύτερο τρίμηνο του 2024. Επομένως, το ισοζύγιο αγαθών, ακόμα και χωρίς τις υπηρεσίες, καταγράφει σημαντική επιδείνωση 2,5 περίπου δισ. κατά την τελευταία πενταετία.

Αξίζει, τέλος, να συγκρίνουμε τις εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε όρους ποσοστού του ΑΕΠ. Όπως δείχνουν τα παρακάτω διαγράμματα, σύμφωνα πάντα με τη Eurostat, το 2023 η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χαμηλότερη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών και στην έβδομη χαμηλότερη θέση όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.

Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών αποτελούν το 22,6% του ελληνικού ΑΕΠ, έναντι 35% στην Ευρωζώνη και 36,3% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν συμπεριληφθούν και οι υπηρεσίες, οι ελληνικές εξαγωγές φτάνουν το 44,9% του ΑΕΠ, έναντι 51% στην Ευρωζώνη και 52,3% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αυτά τα δεδομένα, είναι μάλλον παράδοξο να πανηγυρίζει κανείς για τις εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.

Δημόσιο χρέος

Η μείωση του δημόσιου χρέους κατά τα τελευταία χρόνια είναι ίσως η σημαντικότερη θετική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Υπάρχουν, όμως, τρία σημεία που χρειάζονται διευκρινίσεις. Το πρώτο είναι ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τη μείωσή του, παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με διαφορά. Το δεύτερο είναι ότι παρότι το χρέος έχει μειωθεί σαν ποσοστό του ΑΕΠ, έχει αυξηθεί σαν ονομαστικό μέγεθος. Το τρίτο είναι ότι η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στον πληθωρισμό και τη συνακόλουθη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Ας τα δούμε με τη σειρά σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Το ελληνικό δημόσιο χρέος το 2023 ήταν 161,9% του ΑΕΠ, σχεδόν 19 μονάδες χαμηλότερο από το 180,6% του 2019. Ωστόσο, παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αισθητή διαφορά από το 137,3% της Ιταλίας που βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 88,6% και της Ευρωπαϊκής Ένωσης 81,7% (σχεδόν το μισό από το ελληνικό).

Το δεύτερο σημείο είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους, παρά τη μείωσή του σε όρους ΑΕΠ. Οι μεγάλες αυξήσεις σημειώθηκαν στη διετία της πανδημίας 2020-21 και μόνο του 2023 καταγράφηκε μια ανεπαίσθητη μείωση της τάξης των 100 εκατ. ευρώ. Συγκριτικά με το 2019, το δημόσιο χρέος του 2023 είναι αυξημένο κατά περίπου 25,5 δισ. ευρώ.

Το τρίτο σημείο αφορά το ερώτημα πως γίνεται να αυξάνεται το χρέος σε ονομαστικούς όρους αλλά να μειώνεται σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Η απάντηση είναι μάλλον απλή καθώς το δεύτερο είναι ένα κλάσμα με αριθμητή το ονομαστικό χρέος και παρονομαστή το ονομαστικό ΑΕΠ. Αν λοιπόν το ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνεται περισσότερο από το ονομαστικό χρέος, ο παρονομαστής αυξάνεται περισσότερο από τον αριθμητή και το κλάσμα μειώνεται.

Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει την εξέλιξη του ονομαστικού ΑΕΠ, του πραγματικού ΑΕΠ και του ονομαστικού χρέους, θέτοντας την αρχική τους τιμή το 2019 ως 100. Αυτό μας επιτρέπει να δούμε τις ποσοστιαίες μεταβολές.

Βλέπουμε ότι στην περίοδο 2019-23 το δημόσιο χρέος, σαν ονομαστικό μέγεθος, έχει αυξηθεί κατά 7,7% αλλά το ονομαστικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 20,2% οδηγώντας τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε ότι το πραγματικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 5,8%, επομένως το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, συγκεκριμένα οι 14,4 από τις 20,2 ποσοστιαίες μονάδες, οφείλονται στον πληθωρισμό. Αυτή η τελευταία παρατήρηση πρέπει να ιδωθεί σε σχέση με τον συνήθη ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι η μείωση του χρέους οφείλεται στην ανάπτυξη της οικονομίας. Όπως είναι φανερό από τα στοιχεία, η πραγματική μεγέθυνση (5,8%) δεν θα αρκούσε για να καλύψει την αύξηση του δημόσιου χρέους (7,7%). Με άλλα λόγια, χωρίς τον πληθωρισμό των τελευταίων ετών, η αύξηση του παρονομαστή θα ήταν μικρότερη από την αύξηση του αριθμητή και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα είχε αυξηθεί.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί