Στο ζήτημα με το αξίωμα της 7ης ΥΠΕ Κρήτης να υπογράψουν “συμφωνητικά εχεμύθειας” υπάλληλοι των Κέντρων Υγείας επανέρχεται με επιστολή του ο Σύλλογος Εργαζομένων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Κρήτης, ζητώντας εκ νέου από τον Διοικητή, κ. Νεκτάριο Παπαβασιλείου, να κοινοποιήσει ποια είναι η διοικητική απόφαση έγκρισης της διαδικασίας αποστολής.
Στην επιστολή του ο σύλλογος αναφέρει:
Ο Σύλλογος Εργαζομένων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Κρήτης επανέρχεται στο ζήτημα με τα ‘συμφωνητικά εχεμύθειας’ το οποίο έθεσε με την καταγγελία του με ΑΡΙΘΜ. ΠΡΩΤ. : 81/29-08-2024. Την επισυνάπτουμε στο παρόν δελτίο τύπου, καθώς ουδεμία γραπτή απάντηση δεν έλαβε εκ μέρους της Διοίκησης της 7ης ΥΠΕ.
Ζητούμε εκ νέου από τον Διοικητή της 7ης ΥΠΕ κ. Νεκτάριο Παπαβασιλείου να μας κοινοποιήσει ποιά είναι η διοικητική απόφαση έγκρισης της διαδικασίας αποστολής των συγκεκριμένων ‘συμφωνητικών εχεμύθειας’ στους συμβασιούχους συναδέλφους των Κέντρων Υγείας.
Υπενθυμίζουμε πως ο Υπεύθυνος Προσωπικών Δεδομένων (DPO) σύμφωνα με τις διατάξεις του νομικού πλαισίου (άρθρα 6-8 του ν.4624/2019) διατηρεί αποκλειστικά γνωμοδοτικό και όχι αποφασιστικό ρόλο. Σε καμία περίπτωση δηλαδή δεν μπορεί να εφαρμόσει διοικητικές αποφάσεις που ρυθμίζουν τις εργασιακές συνθήκες.
Στην περίπτωση των συμβασιούχων συναδέλφων στους οποίους επιδόθηκε το ‘συμφωνητικό εχεμύθειας’, αρμόδιο για την διαδικασία πρόσληψης είναι το Υπουργείο Υγείας – με την Κοινή Υπουργική Απόφαση Γ4β/Γ.Π.οικ.7980/7-2-2020 (Β΄460)- η οποία δεν προβλέπει σύναψη τέτοιων συμφωνητικών. Μπορεί συμπερασματικά η 7η ΥΠΕ να υπερβαίνει τις αρμόδιες διατάξεις για την πρόσληψη προσωπικού και να ορίζει ως υποχρεωτική την υπογραφή ενός τέτοιου εγγράφου;
Στην προηγούμενη επιστολή μας κοινοποιήσαμε την τεκμηρίωση του Νομικού Συμβούλου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στην οποία ενδελεχώς αναλύεται η καταχρηστικότητα του συγκεκριμένου συμφωνητικού. Έλαβε γνώση το αρμόδιο νομικό τμήμα της ΥΠΕ και, αν ναι , ποιο είναι το πόρισμά του;
Ο Σύλλογος Εργαζομένων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Κρήτης, όπως έχουμε δηλώσει κατ’ επανάληψη, θεωρεί το συγκεκριμένο ‘συμφωνητικό εχεμύθειας’ μια προσπάθεια λογοκρισίας και φίμωσης των υγειονομικών, με την πρόφαση τήρησης διατάξεων περί ευαίσθητων δεδομένων.
Καθημερινά βιώνουμε ή ενημερωνόμαστε για γεγονότα που υπονομεύουν το δημόσιο σύστημα υγείας, είτε είναι υποχρηματοδοτήσεις (οριζόντιες μειώσεις δεδουλευμένων), είτε υποχρεωτικές μετακινήσεις συναδέλφων, είτε ολοένα αυξανόμενες ελλείψεις σε προσωπικό, υλικά και εξοπλισμό, είτε μελλοντικές συγχωνεύσεις και καταργήσεις δομών.
Είναι πολύ βολικό αυτή η συνθήκη να μην αποκαλύπτεται, να μην αναδεικνύεται και όλοι να μένουμε στις ψεύτικες αφηγήσεις ομαλότητας που μάταια προσπαθεί να επιβάλει ο υπουργός Υγείας.
Οι εργαζόμενοι/ες στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας απαντούν σε τέτοιες μεθοδεύσεις με καθαρό λόγο και με αταλάντευτες αντιστάσεις. Για ένα εργασιακό μέλλον αξιοπρέπειας για εμάς, και για Δημόσιες Δομές Υγείας που θα παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες υγείας σε όλη την κοινότητα.
Η καταγγελία
Ο Σύλλογος Εργαζομένων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Κρήτης έλαβε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες καταγγελία από συναδέλφους για την αξίωση εκ μέρους της Διοίκησης της 7ης ΥΠΕ να υπογράψουν ‘συμφωνητικά εχεμύθειας΄. Την πρώτη φορά (Οκτώβρης 2023) τις επιστολές αυτές είχαν λάβει οι επικουρικοί συνάδελφοι της Κεντρικής Υπηρεσίας, ενώ η παρούσα επιστολή περιλαμβάνει το σύνολο των επικουρικών υπαλλήλων των Κέντρων Υγείας της Κρήτης.
Όπως την πρώτη φορά έτσι και τώρα καταγγέλλουμε αυτές τις πρακτικές εκ μέρους της διοίκησης και προτρέπουμε τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες να μην προβούν στην υπογραφή τέτοιων καταχρηστικών εγγράφων. Η τήρηση των νόμιμων υπαλληλικών υποχρεώσεων – που απορρέουν από το Σύνταγμα, τον Αστικό Κώδικα και τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα – είναι κοινή και αυτονόητη για το σύνολο των υπαλλήλων ανεξάρτητα από την σχέση εργασίας τους. Η αξίωση για υπογραφή ενός τέτοιου εγγράφου καθιστά τους συναδέλφους ΙΔΟΧ σε καθεστώς εξαίρεσης και διάκρισης και δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.
Ο Σύλλογος Εργαζομένων ΠΦΥ Κρήτης έχει προσφύγει στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, της οποίας είναι μέλος, για παροχή νομικής αρωγής. Η νομική γνωμοδότηση της Ομοσπονδίας τίθεται στην διάθεσή σας ως συνημμένο έγγραφο και καταδεικνύει το άτοπο και καταχρηστικό της πράξης αυτής.
Το μόνο έγγραφο το οποίο δικαιούνται να υπογράψουν οι συνάδελφοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, είναι το έγγραφο μετατροπής της σύμβασης τους σε αορίστου χρόνου. Όλοι αυτοί και όλες αυτές που στηρίζουν το Δημόσιο Σύστημα Υγείας με αυταπάρνηση εδώ και χρόνια, απαιτούμε να ενταχθούν σε αυτό με αξιοπρέπεια και μονιμότητα.
Νομική Γνωμοδότηση
Από την δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων – Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας», («Π.Ο.Ε. – Π.Φ.Υ.») ετέθη υπόψη μου το υπ’ αριθμ. πρωτ. 11/15.01.2024 έγγραφο του Συλλόγου – μέλους της ΠΟΕ – ΠΦΥ, με την επωνυμία «Σύλλογος Εργαζομένων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Κρήτης», με θέμα «Αίτημα για νομική συνδρομή της ΠΟΕ – ΠΦΥ για το ζήτημα του συμφώνου εχεμύθειας». Ειδικότερα, με το ως άνω έγγραφο του Συλλόγου εκτίθεται ότι μέλη του Συλλόγου Εργαζομένων, που ανήκουν στο επικουρικό προσωπικό της Κεντρικής Υπηρεσίας της 7ης ΥΠΕ, υπέβαλλαν καταγγελία, αναφορικά με την πρακτική που ακολουθεί η Διοίκηση της 7ης ΥΠΕ, η οποία εντέλει μόνο το επικουρικό προσωπικό να υπογράψει «συμφωνητικό εχεμύθειας» και θέτουν ερώτημα αναφορικά με την νομιμότητα της υποχρέωσης ή μη της σύναψης σύμβασης εχεμύθειας και προστασίας προσωπικών δεδομένων.
ΙΙ. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:
Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 652 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση πίστης, η οποία αποτελεί εξειδίκευση του γενικού κανόνα της καλής πίστης (άρθρο 288 του Α.Κ.) και καλύπτει και τις παρεπόμενες υποχρεώσεις, που απορρέουν από την όλη δομή της εργασιακής σχέσης. Η υποχρέωση πίστης αποτελεί υποχρέωση του εργαζόμενου να αποφεύγει κάθε βλαπτική ενέργεια σε βάρος του εργοδότη, επιβάλλει επιμελή και καλόπιστη εκπλήρωση της σύμβασης εργασίας και περιλαμβάνει δέσμη επί μέρους υποχρεώσεων, που ποικίλλουν αναλόγως του αντικειμένου της σύμβασης εργασίας. Τέτοιες ειδικότερες υποχρεώσεις είναι κυρίως η υποχρέωση εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας, καθώς επίσης και προκειμένου για πλήρη απασχόληση εργαζόμενου, η υποχρέωση μη παράλληλης απασχόλησης του σε άλλον εργοδότη, όπως επίσης και η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνιστικών πράξεων σε βάρος του εργοδότη.
Β. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 22 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Kράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας», ενώ με το άρ. 4 παρ.1 και 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Oι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Oι Έλληνες και οι Eλληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με βάσει τα ανωτέρω, κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητας, που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (3396/2014 ΣΤΕ).
Γ. Επιπλέον, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο το θεσμικό πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της καταπολέμησης των διακρίσεων στην εργασία αναδεικνύεται τόσο στο Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε., τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, όσο και σε κείμενα του ΟΗΕ και Συμβάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας. Ειδικότερα, στο άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται ότι: «κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας που σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του, καθώς και σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών». Στην αρχή 5 του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, του οποίου η διακήρυξη έγινε στο Γκέτεμποργκ στις 17 Νοεμβρίου 2017, προβλέπεται ότι: «ανεξάρτητα από το είδος και τη διάρκεια της σχέσης απασχόλησης, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε δίκαιη και ίση μεταχείριση όσον αφορά τους όρους εργασίας, την πρόσβαση στην κοινωνική προστασία και την κατάρτιση..». Επίσης, στην 1999/70/ΕΚ Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο αρ.4 προβλέπεται η αρχή της μη διάκρισης (ρήτρα 4) σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι: «1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους». Τέλος, με το ν. 3305/2005 ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η οδηγία 78/2000/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προβλέπει την αρχή της ισότητας στην απασχόληση. Ο ανωτέρω νόμος αντικαταστάθηκε από το ν. 4443/2016, ο οποίος βελτίωσε και ενίσχυσε το νομοθετικό πλαίσιο για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης και την απαγόρευση των διακρίσεων στην εργασία και την απασχόληση εν γένει και ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής: στο αρ.2 παρ.1: «Απαγορεύεται κάθε μορφή διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1» και αρ. 3 «παρ. 1. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, καθώς και του άρθρου 4, η αρχή της ίσης μεταχείρισης….. εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όσον αφορά: α) τους όρους πρόσβασης στην εργασία και την απασχόληση εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, καθώς και τους όρους υπηρεσιακής και επαγγελματικής εξέλιξης, ….. γ) τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και απασχόλησης, ιδίως όσον αφορά τις αποδοχές, την απόλυση, την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία και σε περίπτωση ανεργίας την επανένταξη και την εκ νέου απασχόληση».
Δ. Περαιτέρω, το άρθρο 9A του Συντάγματος υπό τον τίτλο «Προστασία προσωπικών δεδομένων», προβλέπει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει».
ΙΙΙ. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΤΕΘΕΝ ΕΡΩΤΗΜΑ.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα κάτωθι:
Στην προκειμένη περίπτωση, η μεμονωμένη εφαρμογή της υποχρέωσης σύναψης συμβάσεων εχεμύθειας και προστασίας προσωπικών δεδομένων, μονάχα από το επικουρικό προσωπικό της κεντρικής υπηρεσίας της 7ης ΥΠΕ, εισάγει δυσμενή διάκριση όσον αφορά στους όρους πρόσβασης στην εργασία και στην απασχόληση των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως είναι και το επικουρικό προσωπικό. Ειδικότερα, η απασχόληση του επικουρικού προσωπικού, αν και χαρακτηρίζεται ως σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, φέρει εξ αρχής τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όμοια με αυτήν των εργαζομένων που απασχολούνται με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Αυθαιρέτως με την παραπάνω ενέργειά της, η Διοίκηση της 7ης ΥΠΕ φέρεται να αντιμετωπίζει το επικουρικό προσωπικό, ως απασχολούμενοσυς με συμβάσεις έργου, εφαρμόζοντας τις προϋποθέσεις και τις υποχρεώσεις που αρμόζουν σε ανάδοχο δημοσίων έργων. Άλλωστε η σύναψη σύμβασης εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας είναι μια πρακτική που εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στις
δημόσιες συμβάσεις έργων (του νόμου 4412/2016 περί δημοσίων συμβάσεων) ή γενικότερα στην περίπτωση αναδοχής; έργων, ως όριο στην επικρατούσα αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ) και όχι σε εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που υπόκεινται στην εποπτεία και τον έλεγχο του εκάστοτε εργοδότη, όπως είναι και το επικουρικό προσωπικό. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρξει οποιαδήποτε παραβίαση προσωπικών δεδομένων ή μετάδοσης εμπιστευτικών πληροφοριών, εφαρμόζεται η ισχύουσα αστική – εργατική νομοθεσία και για το επικουρικό προσωπικό, όπου τυγχάνουν εφαρμογής οι οικείες διατάξεις περί τήρησης εχεμύθειας και προστασίας προσωπικών δεδομένων (αρ. 652 ΑΚ, 288 ΑΚ, 9ΑΣ).
Η ανωτέρω θέση επιρρωνύεται έτι περαιτέρω από το αντικειμενικό γεγονός της παντελούς έλλειψης σχετικής πρόβλεψης προς υποχρεωτική σύναψη «συμφωνητικών εμπιστευτικότητας» από το αρμόδιο για την πρόσληψη του επικουρικού προσωπικού, ήτοι το Υπουργείο Υγείας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 της Γ4β/Γ.Π.οικ.7980/7-2-2020 (Β΄460) Κοινής Απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών και Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας και Οικονομικών υπό τον τίτλο «Καθορισμός της διαδικασίας πρόσληψης του λοιπού, πλην ιατρών, επικουρικού προσωπικού, της κατάρτισης και τήρησης ηλεκτρονικών καταλόγων, της υποβολής αιτήσεων και ελέγχου δικαιολογητικών, των κριτηρίων, της μοριοδότησης και των προσόντων κατά κλάδο και ειδικότητα», όπως τροποποιήθηκε με την Γ4β/Γ.Π.οικ. 39470/26-06-2020 Κοινή Απόφαση (Β΄2596) και Γ4β/Γ.Π.οικ.75357/25.11.2020 (Β΄5227) ορίζεται ότι: «περ. 1. Οι δημόσιοι Φορείς Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Φ.Π.Υ.Υ.) που εποπτεύονται από τις Δ.Υ.ΠΕ. (νοσοκομεία και φορείς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας) οι Δ.Υ.ΠΕ, …….. μπορούν να προσλαμβάνουν……, επικουρικό προσωπικό των κατηγοριών και κλάδων που περιλαμβάνονται στον πίνακα του παραρτήματος της παρούσας, από τους ηλεκτρονικούς καταλόγους που τηρούνται στις Δ.Υ.ΠΕ, ……… περ. 2: Για την πρόσληψη επικουρικού προσωπικού απαιτείται έγκριση του Υπουργού Υγείας. Τα αιτήματα των ανωτέρω φορέων για προσλήψεις επικουρικού προσωπικού υποβάλλονται στο Υπουργείο Υγείας..». Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι η πρόσληψη και οι όροι απασχόλησης του επικουρικού προσωπικού καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και οι εκάστοτε ΥΠΕ δεν μπορούν να ενεργούν καθ΄ υπέρβαση των οριζόμενων στην ως άνω ΚΥΑ.
Ως εκ τούτου, η πρακτική σύναψης «συμφωνητικού εχεμύθειας» και προστασίας προσωπικών δεδομένων, μονάχα από το επικουρικό προσωπικό της 7ης ΥΠΕ, ασκείται εκ μέρους του εργοδότη όλως καταχρηστικά και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των αρχών α) της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά τους όρους εργασίας μεταξύ εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε υγειονομικούς φορείς (αρ. 22παρ.1 Σ, άρθρο 5 του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων) και β) της μη διάκρισης, καθώς το επικουρικό προσωπικό αντιμετωπίζεται δυσμενώς αναφορικά με τους όρους πρόσβασης στην εργασία και στην απασχόληση εν γένει, σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου (ρήτρα 4 της 1999/70/ΕΚ Οδηγίας της Ε.Ε.).
Συνοψίζοντας, από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι δεν υφίσταται υποχρέωση σύναψης «συμφωνητικού εχεμύθειας» και προστασίας προσωπικών δεδομένων από το επικουρικό προσωπικό που απασχολείται σε υγειονομικούς φορείς και η οποιαδήποτε αντίθεση τους προς την πρακτική αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψη ή την παραμονή τους στην εργασία.