Νογά ο θεός τον Αμιρά και για τη Βιάννο κλαίει

Της Ζωής Δικταίου

Πίνακας,  «Τα περιβραχιόνια», (Ρουσσέτος Παναγιωτάκης)

Με το στερνό το σάλπισμα ξύπνησε o άλλος κόσμος

είδa συντρίμμια και φωτιές, αυτά πού είχε αφήσει

κείνη η φουρτούνα τού θυμού σ’ Ανατολή και Δύση.

Στο βλέμμα το τρικύμισμα, δάκρυα δροσοσταλίδες

κυλήσανε απ’ τα μάτια μου και σίμωσε ο αιώνας.

Σύραν χορό οι ασώματοι στ’ αθάνατα τ’ αλώνια

αγέννητο θησαύρισμα τ’ ανείπωτα τα λόγια,

μακαρισμένα ονόματα με το χρυσό γραμμένα

στο κρύο άσπρο μάρμαρο και στης καρδιάς τα φύλλα.

Νογά ο θεός τον Αμιρά και για τη Βιάννο κλαίει,

απλώνω φλέγες του νερού κι αυτές γεμίζουν αίμα.

«Να μεταλάβεις τη φωτιά», είχε γραμμένο η Μοίρα

στην κούπα το νερό θολό, πόση θαλασσαλμύρα, 

ήπιες και πάλι δίψασες και πάλι δάκρυα ήπιες

 για να ξορκίσεις στ’ άγιο φως το πιο βαθύ σκοτάδι.

Αφίλιωτη μένει η καρδιά στην πλατωσιά τού κόσμου

γιατί στενεύει ο ουρανός, οι μέρες μου τελειώνουν

όσα θυμάμαι με πονούν κι όσα πονούν εδώ είναι,

ερείπια, φαντάσματα και σπίτια ρημαγμένα.

Η μέρα εκείνη μούδιασε και κρύφτηκε ο ήλιος

γέμισε η πλάση τέρατα, μοιρόγραφτο ο Άδης 

μαύρη σκιά που σύρθηκε κι ύστερα εγιγαντώθη

από την άκρα του γιαλού ως την ψηλή Μαδάρα.

Καιρό δεν πρόλαβαν να βρουν, καιρός τους προλαβαίνει. 

να κλάψουν, να λυγίσουνε, να ξαναμετρηθούνε

κι όσο να μαυροφορεθούν θημώνιασαν τον πόνο

μες στην ψυχή, μες στην καρδιά, κάτω απ’ το προσκεφάλι

ο Χάρος φίλος κι αδερφός, γειτόνισσα η ορφάνια.

Προσκύνησα το πρόσφορο απάνω στο τραπέζι 

τη μαύρη αθάλη σκόρπισα μ’ αυτές τις δυο μου χούφτες,

«μη μού μιλάς για όνειρα , δώσ’ μου ξανά ό,τι πήρες»

μαλώνουν τα χαλάσματα μήτε κι αυτά ξεχνούνε.

Ακέρια ακούγεται η φωνή σαν σήμαντρο εντός μου,

«απόγνωση με γέμισες  φτώχεια και καταφρόνια, 

μα πάλι εγώ δεν λύγησα περίσσεψε η τιμή μου,

τον όλεθρο που έσπειρες, εσύ θα τον θερίσεις».

Απ’ την παλιά ραγισματιά πηχτό το αίμα τρέχει

ανακλαδίζουν τα βουνά και το στοιχειό βρυχάται

τη μπότα του κατακτητή, τού Γερμανού θυμάται.

Η λάβα τού αναστεναγμού στο κύμα πάνω τρέχει

η Δίκτη ακόμη άγρυπνες κρατεί τις πάνω βίγλες,

«εδώ οι νεκροί νικούν θεούς», το σάβανο ανεμίζει

και φοβερίζει αδάμαστη κι ασύχαστη, όπως πρώτα,

«αλήστευτη έμεινε η ψυχή και πάλι αναντρανίζει

συνείδηση και θέληση, λαμπάδα μια, αναμμένη».

Βιάννος , Μουρνιές και Αμιράς , Πεύκος, Κεφαλοβρύσι,

Ρίζα, Βαχός, Παρσάς, Χριστός, Μάλλες και Συκολόγος

Άγιος Βασίλης, Κρεββατάς, Σύμη, Γδόχια και Μύρτος,

αχνίζει ακόμη ο καπνός. Μα αρχοντοθυγατέρα, 

η Κρήτη, το καινούργιο φως κλώθει τής οικουμένης

και ξελογιάζει τη ζωή με λύρες και τραγούδια.

26057752_10215058905009827_1080866008_n.jpg

Πίνακας, «Το ολοκαύτωμα της Βιάννου», (Ρουσσέτος Παναγιωτάκης)

Ξοδεύτηκε το μίσος σου, έσπασες τα φτερά σου

τ’ άστρο σου ξενοχάραγο σαν κάρβουνο σβησμένο

θα σού θυμίζει όσα ’καμες εγκλήματα πολέμου

κι έχεις πολλά για να ντραπείς, να σκύψεις το κεφάλι,

όλοι θυμούνται, η σβάστικα ποια συμφορά σκορπίζει.

Όταν θα πάψει η θάλασσα την Κρήτη ν’ αγκαλιάζει

τότε θα σβήσει στην καρδιά ετούτο το μαράζι.

Σε κάθε λάμψη κι αστραπή μετρώ ζωές χαμένες

η νύχτα φέρνει καταχνιά και η αυγή την πάχνη.

Δεν θέλομε άλλο κουρνιαχτό απάνω από τη γη μας,

στερέωσα τη σκέψη μου και την απαίτησή μου,

ξαναγυρίζω το κλειδί και ξεκλειδώνει η μνήμη,

να βρούμε κι άλλες σαν κι εμάς γυναίκες ψυχωμένες

να βγούμε ν’ ανταρτέψομε το δίκιο μας να βρούμε.

Το φως του λύχνου πάλιωσε μα πάλι ίδια φέγγει

ακόμη κλαίνε οι ζωντανοί, λείψανα ματωμένα

και την πραμάτεια της ζωής που χάθηκε στη Βιάννο.

Παντοτινός ο θάνατος ανάσταση δεν έχει,

χωρίς αιτία κόλαση, τον λύχνο πάλι ανάψτε,

εδώ η ζωή πετούσε ανθούς κι ύστερα μαύρα ξέφτια  

καθώς σωπάσαν τα πουλιά και φύγανε τ’ αγρίμια

έγινε η ώρα ατσάλινη κι αψύ το αεράκι

και όρνια μαζωχτήκανε στα ριζιμιά χαράκια.

Η σκέψη ξαναγύρισε στο αίμα βουτηγμένη 

οι λάκκοι  φέγγουνε ψυχές απάνω από το χώμα,

στα ισκιόφωτα,  δες τριγυρνούν κάτω απ’ τα κυπαρίσσια,

οι δολοφόνοι ξύπνησαν απ’ τον παλιό βραχνά τους

κι επέστρεψαν στις ρούγες μας να πάρουν τ’ άρματα μας,

ξολοθρευτές και λυτρωτές, δυο πρόσωπα μια μάσκα,

κείνη τη μάσκα του καλού φορούνε για ν’ αρέσουν,

μα αδόξαστοι θα μείνουμε στους κύκλους τών αιώνων.

Τί χρώμα είχαν τα μάτια τους την τελευταία ώρα

αλλότροπα κοιτάζανε, το βήμα ελαττωμένο,

στα χείλη έκαιγε ο λυγμός  μα η τιμή περίσσια.

Άνεμος εξαπτέρυγος σηκώθηκε απ’ αλάργα 

κι η θάλασσα φοβέριζε «οι μέρες σας θα λήξουν,

με τών αθώων τα αίματα πλούτος δεν αβγαταίνει

να σε κοιτάζω μα ποτέ, δεν θα με καταλάβεις

εσύ δεν έχεις ανθρωπιά, εσύ δεν έχεις μπέσα

εσύ έχεις κρεματόρια κι αψήφιστα λογιάζεις ».

Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, μισάνοιχτη την είχα

μα πια, τη διπλοκλείδωσα κι είναι μανταλωμένη.

Κι όταν θα με ρωτάς γιατί, εκδίκηση θα παίρνω

και δεν θα το καταδεχτώ απόκριση να δώσω

σ’ ένα φονιά που θέρισε παιδιά σαν να ήταν στάχυα

και τις γυναίκες έσφαξε κι αφάνισε τους άντρες.

Αδούλωτη, αταπείνωτη κι ανέλπιδη η ψυχή μου

«σ’ άνανθο τόπο να βρεθείς να κρύψεις τη ντροπή σου,

στην Κρήτη ορθή περπατησιά κατάντικρυ στον ήλιο

έχουν γυναίκες τής τιμής και άντρες τής ευθύνης.

Δεν έχω τόπο να σταθείς κι αέρα για να ζήσεις,

μια χούφτα στάχτες κι αίματα σού στέλνω στο μαντήλι

και ακριβή παραγγελιά, συγνώμη να ζητήσεις».

Στα πέντε δάχτυλα μετρώ τα σπίτια που απομείναν

στο κάλεσμα τής αγκαλιάς δεν βρίσκω ν’ αγκαλιάσω

μα ξεδιπλώνω σάβανα να θάψω πεπρωμένα.

Φυσά η οργή άγρια θύελλα κι αμάχη τρανεμένη

να μην σκεπάσεις τη φωνή, ν’ ακούς το μοιρολόι, 

πικρό, και ύστερα άναρθρη να βγαίνει η κραυγή σου.

Ο πόνος ασυλλάβιστος, με το κερί στα χείλη 

«εργολαβία το θάνατο στα κάτεργα του τρόμου»,

παιδί μου, συλλογίζεται η μάννα μου και κλαίει

τρέμουν τα φυλλοκάρδια της, «ας είναι άγνωρη ώρα».

«Εμείς ξαναγινήκαμε λαός και η Κρήτη φέγγει

τρανό, λαμπρό παράδειγμα σ’ όλη την οικουμένη»,

λέει ο πατέρας και βουβό ένα του δάκρυ αφήνει

κάθε Σεπτέμβρη που έρχεται το δίκιο και τον πνίγει.

Πλάτυνε κι άλλο η ψυχή στον Αμιρά, στη Βιάννο,

η σκέψη στρατολάτισσα γυρίζει άλλη σελίδα,

ξέμεινε ένα φθινόπωρο, απ’ τού σταυρού τη μέρα

με βουρκωμένα σύννεφα, θρήνο και μοιρολόι

θαρρείς ξυπνούνε οι νεκροί και δείχνουν τις πληγές τους

κι απ’ τα βαθιά τής κόλασης, ανίκητη η φωνή τους.

«Εχθρούς δεν σμίγει ο θάνατος σε τάβλες αργυρένιες,

τών σκοτωμένων οι ψυχές στον ουρανό δεν πάνε,

μόνο φυλάνε τις γενιές και τον καινούργιο σπόρο».

 Ασάλευτο το δίκιο μας, στού νου το ώριο κανίσκι 

ζυγές φτερούγες στις κορφές απλώνονται στον ήλιο,

τής λησμοσύνης το νερό στη βρύση μας δεν τρέχει

κι απ’ το μαβί το πέλαγος έρχονται μόνο φίλοι.

Εδώ το πνεύμα καταλεί τα σχέδια του θανάτου.

Αύριο, εν ονόματι της Αγάπης

Κέρκυρα 19  Δεκέμβρη 2017

Ζωή Δικταίου

Από την ποιητική συλλογή «Αύριο στάχυα οι λέξεις» , εκδόσεις Φίλντισι

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί