Σαν σήμερα ο θάνατος του Γεωργίου Σουρή- Η σχέση του με τους αγώνες της Κρήτης και τα στιχουργήματά του
Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.
Έλληνας σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα Ο Ρωμηός, την οποία εξέδιδε από το 1883 έως το 1918.
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής:Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.
Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους.
Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918. Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού ως εξής:
Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,
πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,
πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..
Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε, σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας. Οι δυο ήρωές του εκπροσωπούσαν την κοινή γνώμη και το αναγνωστικό κοινό του Ρωμηού χαιρόταν το κέφι, την εξυπνάδα και τον πατριωτισμό τους. Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά.
Εκτός από το Ρωμηό, ο Σουρής έγραψε κι άλλα ποιήματα, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900. Έγραψε τόσους στίχους, που απορούσε και ο ίδιος για την ποιητική του γονιμότητα:
Τους στίχους που τους έγραψα, φτου να μην τους βασκάνω
και τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη,
αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνω
θάχα κι αμπέλια στην Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.
Είχε εξαιρετική ευκολία στη στιχουργία, ιδιοφυΐα στην εύρεση του κωμικού, αδιάπτωτο κέφι και καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση. Χτυπώντας τη φαυλότητα όπου την έβρισκε και στο λαό και στους άρχοντες νουθετούσε και δίδασκε, χωρίς να υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς.
Να πώς σατιρίζει το ρωμηό σ’ ένα ποίημά του:
Στον καφενέ απέξω σα μπέης, ξαπλωμένος
Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
Κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
Το άλλο σε μιάν άλλη, κι ολίγο παρεκεί,
Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνο
Τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική!Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι Ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές
Κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
Και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Η καλόκαρδη σάτιρα του Σουρή στρέφεται συχνά και στον ίδιο τον εαυτό του. Να μερικά τετράστιχα από το ποίημα Η ζωγραφιά μου:
Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.Kούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.Mακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Xριστό.Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ’ αυτά.Mούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.Kανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τώρ’ ακόμα
βαφές αλλάζει.Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.
Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του.
Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.
Ο Σουρής και η Κρήτη
Πολλά από τα στιχουργήματα του Σουρή αναφέρονταν και στην Κρήτη.
Στην είδηση της απελευθέρωσης του νησιού από τους Τούρκους, μετά τις σφαγές του Ηρακλείου και την τοποθέτηση του πρίγκιπα Γεωργίου ως πρώτου αρμοστή της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, στις 9 Δεκεμβρίου 1898, εξέδωσε πανηγυρικό φύλλο. Ο Σουρής, πιστός υποστηρικτής των αγώνων του νησιού για ελευθερία, πάντοτε με θέρμη τραγουδούσε με τη σατιρική του γραφίδα τα αιτήματα της Κρήτης. Κι αυτή τη φορά αφιέρωσε ολόκληρο το φύλλο του «Ρωμηού» της 12ης Δεκεμβρίου 1898 στην εγκατάσταση του δευτερότοκου γιού του μονάρχη της Ελλάδας ως ύπατου αρμοστή. Ποιητικός λόγος… λίαν πριγκιπικός, αλλά όχι ως ύμνο στο πρόσωπο του Γεωργίου, αλλά στην εξέλιξη που συμβόλιζε για το νησί ο αρμοστής. Άλλωστε ο Σουρής είχε διωχθεί για τον αντιμοναρχικό του ποιητικό λόγο με άλλες ευκαιρίες.
Πέστε το με τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά
πως Διοικητής πηγαίνει το παιδί του Βασιληά.
—
Άη Γιώργη καββαλάρη,
φώτισε το παλληλάρι.
Δος του θάρρος να φουκτώση
την αυτόνομη παντιέρα,
κι η ψυχή του να φτερώση
με της Κρήτης τον αέρα.
—
Άη Γιώργη καββαλάρη δος του δόξα περισσή
ν’ ατσαλώση το κορμί του στης ανδρείας το νησί.
Όνειρα να του γελάτε,
φυλακτά να το φυλάτε,
φέρτε το μ’ εληάς κλαδί
στου νησιού την ερημιά
λεβεντόκορμο παιδί
σε λεβέντικα κορμιά.
—
Νάναι ζηλευτός αφέντης,
στους λεβέντηδες λεβέντης
σε στεριά και σε γιαλό…
σύρε Πρίγκηψ, στο καλό.
—
Πέστε το νε τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά
πως Διοικητής πηγαίνει το παιδί του Βασιληά.
Πάνε πίκραις μας πολλαίς
και φαρμάκια και χολαίς.
Περασμένα ξεχασμένα, τώρα γελαστοί περνούμε,
πάντα μια χαρά μας κάνει χίλιαις λύπαις να ξεχνούμε.
—
Ναύαρχοι του κάνουν θέσι
και το βάζουν μές’ στη μέση,
το παντρεύουν με τη Νύφη της σεμνής παλληκαριάς,
που χρυσούς απλόνει (sic) κλώνους
ύστερα από μαύρους χρόνους
το δεντρί της λευθεριάς.
—
Κανονοβολούν αρμάδες με κανόνια βροντερά,
οπού τότε μιαν ημέρα
μας φωνάξαν με φοβέρα:
«πίσω πίσω μην πνιγήτε μες’ στης Κρήτης τα νερά».
—————–
Στροφή δευτέρα
φλογερωτέρα
Με σαρδίνια και βρακιά
παίζω λύρα Κρητικιά.
—
Τίρι, λίρι, τίρι, λίρι,
μέσ’ σ’ αυτό το πανηγύρι
της ολόλαμπρης ημέρας
κάθε στόμα κελαϊδεί,
κι ο Αντιναύαρχ’ ο πατέρας
προβιβάζει το παιδί.
—
Τίρι, λίρι, τίρι, λίρι,
να γιορτή να πανηγύρι.
Καρτερούν στο περιγιάλι
ασπροφόραις κορασιαίς,
θεμελιόνονται και πάλι
γκρεμισμένες Εκκλησιαίς.
—
Ο σταυρός ολόρθος λάμπει,
ελουλούδισαν οι κάμποι,
τρέχει κόσμος από πέρα
μπρος στον Ύπατο να πέση,
πάει πάει στον αέρα
και των Μπέηδων το φέσι.
—
Να! στον γέρο Ψηλορείτη
φεγγοβόλησαν πυρσοί,
καλώς ήλθες μες στην Κρήτη
το πανύμνητο νησί.
—
Καλώς ήλθες παλληκάρι,
και Βασιλικό βλαστάρι,
μές’ στα Τάρταρα να σβύσουν των βουνών οι στεναγμοί,
στάσου να σε δούμε στάσου,
να διαβούν από μπροστά σου
τα κορμιά τα σιδερένια, που δεν λύγισαν στιγμή.
—
Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες, Ύπατέ μας ζηλευτέ,
με Δεκέμβρη ξαστεριά,
μάτια, που μες’ στη σκλαβιά των δεν εκλάψανε ποτέ,
κλαίνε για την λευθεριά.
—
Τώρα πλημμυρεί το δάκρυ, που το στείρεψαν οι πόνοι
και της συμφοράς οι χρόνοι,
τώρα πλημμυρεί το δάκρυ, που σαν άνοιξης βροχή
δροσολούζει την ψυχή.
—
Ψάλλουν ουρανοί σαπφείρων
καλώς ήλθες κι ωσαννά,
τρίζουν κόκκαλα μαρτύρων
μες σ’ απάτητα βουνά.
—
Ίσκιοι γύρω του πετούνε, γιγαντεύουν και ψηλόνουν (sic),
και το παλληκάρ’ ισκιόνουν (sic).
Καλώς ήλθες στο νησί μας, σε τιμά να το τιμάς,
βάλε βράκαις και σαρδίνια κι έλα χόρεψε μ’ εμάς.
—
Άνδρας κύττα λαξευτούς,
κύττα καπετάνιους γέρους,
είναι νέος σαν κι αυτούς
στους παληούς ελευθέρους;
————-
Στροφή τρίτη,
Χαίρε, Κρήτη.
—
Πέστε το με τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά
πως Διοικητής μάς ήλθε το παιδί του Βασιληά.
—
Νάτο να, το συντροφεύουν πολιτεύματα και νόμοι,
πέρνα μέσ’ από τουφέκια, που καπνοβολούν ακόμη,
πέρνα μέσ’ από τουφέκια,
πούρριξαν αστροπελέκια.
Ο καπνός των σε κυκλόνει (sic) με λαχτάρα μας κρυφή
και κορώνα κάνει γύρω στην τρανή σου την κορφή.
—
Κύττα κύττα πυραμίδες,
που ποτέ σου δεν της είδες,
τώρα μπρος σου τιμημένα και πασίχαρα βροντούν
και στους βρόντους των τουφέκια της Ευρώπης απαντούν.
—
Να τουφέκια μια φορά,
που μας έδιναν φτερά,
που ξυπνούσαν πέρα πέρα
όλη νύκτα κι όλη μέρα
τον αντίλαλο φαράγγων, πεδιάδων και βουνών,
οπού βρόντησε μεγάλος ο Θεός των κεραυνών.
—
Να τουφέκια για καμάρι,
δοξασμένα στον αιώνα,
οπού κάνουν Ηγεμόνα
γης Ελληνικής βλαστάρι.
—
Γύρω στα τουφέκια σκίρτα
και στεφάνωστα με μύρτα,
φούκτωσέ τα μες στη φούκτα του μεγάλου σου χεριού,
πάρε σπίθες απ’ τα μάτια καθενός παλληκαριού.
—
Άφησες την γην των χαύνων
και των λόγων των αρρήτων,
και πατείς βουνά Κουρήτων
και Θεών τερπικεραύνων.
—
Εμπροστά σου δάφναις στρώνει κάθε Κρητικός οπλίτης,
πάρε μίτον Αριάδνης στον Λαβύρινθον της Κρήτης,
νέκρωσε με πόθους λαύρους
νέων χρόνων φωτεινών
μαύρου μίσους Μινωταύρους
σαν Θησεύς των Αθηνών.
—-
Όλοι νάναι συμβουλοί σου και πιστοί σου δορυφόροι,
κάτω κι όπλα και μαχαίρια,
της αρχαίας Πασιφάης σε προσμέν’ η θεία κόρη
με τον μίτον εις τα χέρια.
—
Πέστε το με τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά
πως Διοικητής μάς ήλθε το παιδί του Βασιληά.
—-
Τραγουδάκι χαρωπό
με τον ίδιο τον σκοπό
—
Θυμηθήτε, πατριώται,
τι κακό μεγάλο τότε,
θυμηθήτε τι μανία, θυμηθήτε τι καμίνι,
πολεμάρχων μυθικών,
σαν μας είπαν πως ο Πρίγκηψ δίχως πόλεμο θα γίνη
Αρμοστής των Κρητικών.
—
Ύψιστε Θεέ, τι θρήνος
και λυσσώδης κοπετός!…
όχι φώναζε κι εκείνος,
όχι φώναζε κι αυτός.
—
Με πολέμων αμανέδες
βούϋζαν οι καφφενέδες,
όχι, θέλομε την Κρήτη να γενή δικό μας κτήμα
μονονού και παραχρήμα.
—
Βρε τι λέτε; ’λέγαν άλλοι, δεν μας φθάν’ η Κρήτη μόνον,
πρέπει τώρα να μας δώσουν και την γην των Μακεδόνων.
Κι άλλοι λέγαν με μανία
και πολεμικό μεράκι:
«μόνο την Μακεδονία;
να μας δώσουν και την Θράκη».
—-
Κι άλλοι σκούζανε παρέκει
με Σταυραετού φακιόλι:
«καν μας δίνουν και την Πόλι,
καν ανοίγουμε τουφέκι».
—
Θυμηθήτε, πατριώται,
τι κακό μεγάλο τότε,
όχι φώναζα κι εγώ
κι έκανα τον Στρατηγό.
—
Κι ήλθε Βαγιανή Δευτέρα,
Θοδωρής με την μαχαίρα,
κι ήλθε των Βαγιών η Τρίτη,
συφορέλια σου, Χαμίτη,
κι ήλθε των Βαγιών Τετάρτη,
τι προσμένεις, Μποναπάρτη;
—
Μα κι η Πέμπτη ξημερόνει (sic)
κι ο Παππούς παρακορόνει (sic),
φθάνει κι η Παρασκευή,
μαρς του λεν οι παλαβοί,
έφθασε και το Σαββάτο,
χάος όλα κι άνω κάτω,
νάσου κι η Κυριακή,
φύγ’ εδώ και φυγ’ εκεί.
—-
Κι ύστερα ζουρλομανδύας
και στο στόμα μουζαλιέρα,
κι άνω σχώμεν τας καρδίας
στον ουράνιον πατέρα.
—
ΚΙ ύστερα βαρύ σαμάρι
και σπαλέταις με το φτυάρι,
κι ύστερα μυαλό και γνώσις,
σύμμαχοι με την Τουρκιά,
και μουγγαίς διοργανώσεις
και με ρήγανη κουκιά.
—-
Ωδή μεστή χαράς
μετά παραφοράς.
—
Αχ! πώς ήθελα στης Ίδης να πετάξω το βουνό,
πούβγαλε τον κεραυνό,
και μονάχος μες’ στους πάγους και στους όμβρους τους ραγδαίους
πρωί βράδυ αντικρύζω τους Δακτύλους τους Ιδαίους
που μεγάλωσαν μια μέρα
τον Ολύμπιον πατέρα.
—
Να ξεχάσω του πολέμου
την θεότρελλη γωνιά,
και να πιώ τον ναργιλέ μου
μες στης Κρήτης τα Χανιά.
—
Αχ! πώς ήθελα ν’ αφήσω τους συγχρόνους Αθηναίους,
τους χαζούς, τους κεχηναίους,
σε πολιτευμάτων χάβραις
να παρλάρουνε παλάβραις.
—
Γειά σου, Κρήτη τιμημένη, που γιορτάζεις Πασχαλιά,
όχι μ’ άρματα σαν πρώτα, σήμερα με τα φιλιά,
σήμερα χωρίς τουφέκι, σήμερα με την εληά,
και ξαπλόνει (sic) τα κλαδιά της η χρυσή πορτοκαλιά
και ξαρμάτωτη διαβαίνεις με τον γυιό του Βασιληά.
—
Της ορφάνιας οι καϋμοί
λησμονιούνται στο χορό,
φάτε λευθεριάς ψωμί,
πιήτε λευθεριάς νερό.
—
Παίζε, Κρητική παντιέρα,
στον καθάριο τον αέρα.
Τους κυματισμούς της όλοι
δακρυσμένοι τους κυττούν,
Ναύαρχοι, Στρατοί και Στόλοι
την Λαμπρή της χαιρετούν.
—
Αχ! πώς ήθελα να αφήσω
λιμαδόρους μελιρρύτους,
και πυρρίχιον να στήσω
με της Κρήτης τους Προκρίτους,
κι εδεπά να καταθέσω τα’ όπλο μου το φλογερό,
που τ’ αγόρασα για χάζι στου πολέμου τον καιρό.
—
Όποιον βρίσκω ν’ αγκαλιάζω,
ζήτω ζήτω να φωνάζω,
και σαν άλογο Μαζέπα
να πηδήσω στη Χαλέπα,
μες’ στου Γειώργου (sic) το Παλάτι,
χίλια να του πω σπολλάτη.
—
Με τον Πρίγκηπα να μείνω,
Δροζ Νουμάς κι εγώ να γίνω,
να του στρώνω να κοιμάται, να του στρώνω να δειπνά,
λεοντόκαρδος να πέφτη κι Εκατόγχειρ να ξυπνά.
—
Ύπατε της Κρήτης, γειά μας,
κι η τρισέβαστη γιαγιά μας,
της Αγγλίας η Βιτώρια,
μια γραφή σου γράφει χώρια.
——–
Στέλλε μας χαράς μαντάτα με χιονάτο περιστέρι,
‘Αη Γιώργη στέκα πάντα στο δεξί του το πλευρό,
και το κόκκινο σημάδι της σημαίας με τ’ αστέρι
ολογάλανο κι εκείνο να το κάνη με Σταυρό.