Τις σφαγές του Ηρακλείου κατέγραψε μ’ ένα έμμετρο στιχούργημά του ο λαϊκός ποιητής Νικόλαος Ζερβουδάκης (κατ’ άλλους Κωνσταντίνος Ζέρβας), με τον τίτλο «Αι εν Ηρακλείω σφαγαί της 25ης Αυγούστου 1898». Το ποίημα, που αποτελείται από 200 στίχους, μας παρέδωσε πριν μερικά χρόνια ο αείμνηστος Μανόλης Καρέλλης, πρώην δήμαρχος Ηρακλείου που ασχολήθηκε επί μακρόν με την έρευνα για τα δραματικά γεγονότα. Το στιχούργημα είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Αλλαγή», που εξέδιδε στο Ηράκλειο ο Μ. Καρέλλης, ο Μηνάς Νικηφοράκης, προσθέτοντας τις πληροφορίες ότι ο λαϊκός ποιητής ήταν υδραυλικός στο δήμο Ηρακλείου και είχε το παρατσούκλι «Μπαρπαρόσσας», χωρίς να είναι γνωστό πώς το απέκτησε. Διάβαζε συνεχώς ποίηση και ήταν από τους τακτικούς επισκέπτες της Βικελαίας Βιβλιοθήκης. Πολλές φορές, μας πληροφορεί ο Μ. Καρέλλης, έβλεπαν τον «Μπαρμπαρόσσα» την ώρα που εργαζόταν, να αφήνει τη σιδερένια κλειδαριά της βάνας του υδραγωγείου και να κάθεται στα πεζοδρόμια του Ηρακλείου διαβάζοντας κάποια ποιητική συλλογή που είχε πάντα μαζί του.
Δείτε:
«Το Ηράκλειον ως χριστιανική πόλις έσβυσε και χάθηκε το άνθος της ηρακλειώτικης κοινωνίας»
Ο Ζερβουδάκης μάς παρέχει πληροφορίες για τα ονόματα των θυμάτων (αλλά και διασωθέντων), τον τόπο και τον τρόπο που βρήκαν το θάνατο. Η ριμάδα του αποτελεί ένα καλό ρεπορτάζ για τα γεγονότα της εποχής. Ο ριμαδόρος πιθανώς είχε αυτές τις πληροφορίες, εκτός από τις εφημερίδες, και από αυτόπτες μάρτυρες. Δεν είναι γνωστό αν ο ίδιος βρισκόταν στην πόλη εκείνη την ημέρα. Στο στιχούργημά του υπάρχουν και δύο χωριστά τμήματα που αφορούν στο φόνο του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού, αλλά και στο θρήνο των Τούρκων αγάδων για τις συνέπειες των σφαγών.
Πέθανε το 1951, και εκτός από τη ριμάδα για τις σφαγές του Ηρακλείου άφησε και άλλα, αναλόγου ύφους, στιχουργήματα, όπως, «Ύμνος στον ηγεμόνα Γεώργιο της Κρήτης», «Διάλογος Έλληνος και Γότθου», «το τραγούδι του Μιχαήλ Κόρακα», «Αι εν Χανίοις σφαγαί», «Αι εν Ανωπόλει σφαγαί».
Για το όνομα του ποιητή, πάντως, ο μακαρίτης Νικόλαος Σταυρινίδης αναφέρει στις σημειώσεις του ότι ήταν Κωνσταντίνος Ζέρβας κι όχι Νικόλαος Ζερβουδάκης. Ως Κωνσταντίνο Ζέρβα τον αναφέρει και ο Στέργιος Σπανάκης στη μελέτη του για την οικογένεια των Καλοκαιρινών, στα «Κρητικά Χρονικά».
Ιδού πώς ο Ζερβουδάκης ή Ζέρβας περιέγραψε τις δραματικές ώρες του Ηρακλείου, με στίχους συχνά απλοϊκούς ή κακότεχνους αλλά και ανορθόγραφους (διατηρείται η γραφή):
Τ’ Αυγούστου πέντε κ’ είκοσι ήτονε μέρα Τρίτη,
σφαγή μεγάλη ’κάμανε στο Κάστρο εις τη Κρήτη.
Ακούσατέ μου να σας πω, καλά να φρουκιαστήτε,
να μάθετε πώς έγινε, όμως θα λυπηθήτε.
Οι Τούρκοι το ’χαν σχέδιον το ’χανε προμελέτη,
εις το Τζαμί ωρκίστηκε το φθονερό μιλέτι.
Να ρίξουν τα προνόμια που πρότεινε η Ευρώπη,
γιατί δεν τους αρέσανε εκείνοι να οι τρόποι.
Οι μπέηδες τους είπανε «Αμέτι Μουχαμέτι»,
σαν δεν προλάβει η Τουρκιά χάνετε το μιλέτι.
Αμέσως εγυρεύανε να βρούνε την αιτία,
κ’ ευρήκανε ως σκάνδαλον του φόρου τα γραφεία.
Οι πρόξενοι είπαν του πασσά για να τα παραδώση
και ο πασσάς απήντησε, τούτο θα μεγαλώση.
Οι Τούρκοι δεν θα θέλουνε να δώσουν τα γραφεία
και θα χυθούνε στση Ρωμηούς σαν άγρια θηρία.
Πάλι ’μεινήσαν του πασσά να δώση τα γραφεία
κ’ οι Τούρκοι ελυσσάξανε κ’ ευρήκαν την αιτία.
Και ο πασσάς εμήνυσε μετά το μεσημέρι,
να τους εδώση τα χαρτιά με το δικό του χέρι.
Εκείνος ο παμπόνηρος το είχε προμελέτη,
κ’ ενήργησε κ’ ωδήγησε αμέσως το μιλέτι.
Κ’ επιάσανε τα ρόπαλα και άλλοι τα μαρτήνια
και τότε άναψ’ η Τουρκιά ως άρτου τα καμίνια.
Οι πρόξενοι επήγανε μέσα στο Τελωνείο,
να δώσουνε στση χριστιανούς του φόρου το γραφείο.
Στο Τελωνείο ήσανε χριστιανοί για χάζη,
μέσα στην χώρα η Τουρκιά αρχήνιξε και σφάζει.
Κ’ ακούσανε το θόρυβο και τη σφαγή που κάνου’,
ετρόμαξαν οι χριστιανοί και στο βαπόρι φθάνου.
Δυό Άγγλοι εφυλλάσανε στου λιμανιού τη πόρτα,
κ’ οι Τούρκοι ελυσσάσανε να τους εκάμου χόρτα.
Οι Άγγλοι βάνου τα σουγγιά για να τους φοβερήσου,
μα οι Τούρκοι ελυσσάξανε για να τους καταλύσου.
Οι Τούρκοι επετέθησαν στους Άγγλους ως θηρία,
γιατί δεν τους αφήσανε να πάνε στα γραφεία.
Την πόρτα είχανε κλειστή πιασθήκανε οι Άγγλοι,
εκεί εφονευθήκανε οι δύο πλειό μεγάλοι.
Τρεις Τούρκοι σκοτωθήκανε στου λιμανιού τη πόρτα,
και η Τουρκιά εθύμωσε κανένα δεν ερώτα.
Ετότες άρχηξε το πυρ και η σφαγή η μεγάλη,
οι Τούρκοι δεν αφήνανε αν ήσανε και Άγγλοι.
Άρχηξαν και φονεύανε στου λιμανιού τη πόρτα,
τον Βέκιο πρώτο σφάξανε, ως σφάζουνε τη κόττα.
Κυττάζουνε με μάνιτα ως νάσανε θηρία,
οι λυσσασμένοι ήσσανε όλοι απ’ τα χωρία.
Ευθύς εβάλανε φωθιά εκείνη να την ώρα,
του πετρελαίου ο καπνός εμαύρισε την χώρα.
Ήσανε ’κει χριστιανοί στα σπίτια αποκλεισμένοι,
εκεί μέσα καήκανε αδίκως οι καϋμένοι.
Χριστιανούς εφόνευσαν εκεί σαράντα δύο,
κι απέκτησαν οι μάρτυρες δόξα και μεγαλείο.
Μα φύγανε δέκα επτά από αυτό το μέρος
και σώθηκαν με βάσανα, ’που τση Τουρκιάς το θέρος.
Ετρέξανε και πέσανε μέσα εις το λιμάνι,
και ο θεός τους γλύτωσε, ’πο κείνο το ντουμάνι.
Μέσα ’ς τση βάρκες μπήκανε και πήγανε στα πλοία,
ξυπόλητοι ολόγυμνοι χωρίς καμμιάν ελπίδα.
Σωκράτη κρεοκάψανε και Γιάννη Δασκαλάκη,
τον Αρχοντάκη και Μηνά, κλητήρα Αριστειδάκη.
Ο Στεφανής επρόφταξε κι εσκότωσε ένα Τούρκο,
μα μια γυναίκα εσφάξανε του Γιώργη το Ταλούκο.
Έτρεξεν όλη η Τουρκιά εις του Τουπογιαννάκη,
και μια ταβέρνα κάψανε στο φράγγικο σοκάκι.
Τση πόρταις είχανε κλεισταίς και η φωθιά δουλεύει,
κι ότι τση τύχει αλύπητα αμέσως το ’ξωδεύει.
Ετρόμαξαν οι χριστιανοί κ’ εβγήκανε στο δώμα,
γιατί τση πλάντα η φωθιά και του θεριού το στόμα.
Επήγαν στην φραγγοκλησιά φωνάζουν του πατέρα,
σώσε μας πάτερ Αντωνή ετούτη την ημέρα.
Τους έδωκε ένα σχοινί και δέσαντο στο δώμα,
κρεμούντανε και πέφτανε εις την αυλή στο στρώμα.
Εκεί εμετρηθήκανε, κ’ ήσαν πενήντα δύο,
ο πάτερ Αντώνης τσ’ έσωσε από το μακελείο.
Νιζάμηδες τση πήρανε και πήγαντση στα πλοία,
μα όλους τση γυμνώσανε και τση καμαν τσιτσίδια.
Και άλλοι τρέξαν κι’ έπεσαν πάνω από το μπετένι,
και κατασκοτωθήκανε οι κακομοιργιασμένοι.
Και το Μηνά το βαρελτζή το κάμανε κομμάτια,
και τον υιόν του σφάξανε και του ’βγαλαν τα μάθια.
Η νύμφη του εσώθηκε μα σφάξαν τα παιδιά της,
κι αυτή αν ετελείωνε ήτονε πιο καλλιά της.
Του Στεργιάδη δυό παιδιά, πούσανε σπουδασμένα,
στα σπίθια του τα βρίκανε και τάχανε σφαμμένα.
Κι ο Τσάγκας εφονεύθηκε κι όλη η φαμελιά του,
ο γυιός του μόνο εσώθηκε κι η υπηρέτριά του.
Η νύμφη ντου ’τονε εκεί του Λυσιμάχου η κόρη,
τη σχίσανε αζωντανή οι Τούρκοι οι αιμοβόροι.
Εσφάξανε τ’ αγόρι της δέκα μηνώ παιδάκι,
οπούτονε σαν Άγγελος εκείνο τ’ αγοράκι.
Τότες εφονευθήκανε κι οι δύο ’κείνοι νέοι,
το τέρι των δεν είχανε ούτε οι Ευρωπαίοι.
Τον Αριστείδη ’σφάξανε του Καστρινονικόλη,
που όσοι τον εγνώριζαν τον λυπηθήκαν όλοι.
Τον άριστο Νικόλαο του γέρω Χαιρετάκη,
αλύπητα τον έπνιξε το φοβερό γεράκι.
Και στο μακαρουνάδικο του Καστριναριστείδη,
έτρεξε όλη η Τουρκιά σαν λυσσαμένο φείδι.
Μέσα εκεί χριστιανοί ήσαν επτά κλεισμένοι,
οι Τούρκοι ’δώκανε φωθιά κι ευρέθησαν ψημένοι.
Το Κονσαλάτο τω Ρωμηώ αμέσως εχαλούσαν,
και το πυροβολούσανε και το περιγελούσαν.
Εκεί μέσα ευρέθηκε του Μίνωα Ανδρέας,
κ’ έπαιζε των Οθωμανών πραγματικώς στο κρέας.
Μα κάϋκε ο ατυχής στο προξενείο μέσα,
το σπίτι όλο κάϋκε κ’ επέσαν τα καφέσα.
Το Σταματάκη σφάξανε μαζύ με τα παιδιά του,
εκεί τση τελειώσανε στα σπίθια τα δικά του.
Κ’ έπειτα τση πετάξανε σ’ ένα βαθύ πηγάδι,
τα πράγματά τους πήρανε επήραν και το λάδι.
Ο γέρω Πατερόπουλος μαζύ κ’ η σύζυγός του,
όλοι τους εσφαγήκανε και ο Νικόλαος του.
Κ’ έπειτα τση πετάξανε μέσα εις το πηγάδι,
πέτρες πολλαίς το γέμισαν το κάμανε ριμάδι.
Εσφάξανε και το Φεστσή το γέρω Δημητράκη,
το Κωνσταντή Κουγιουμουτζή κι’ Αλέκο Καρτσωνάκη.
Κι’ ο Στειακάκης Παντελής, Κωστής ο Δασκαλάκης,
Ζαχαριάδης Κωνσταντής, Δημήτρης Καραλάκης.
Λαρέντζος ο Νικόλαος, Κωστής Μαραβελάκης,
Τάχριτες ο Γεώργιος και ο Καλαΐτζάκης.
Κώστας ο Κόρδας σφάγηκε ’πάνω στο Καμαράκη,
και Μαθιουδάκης Νικολής, Σπυρίδων Σακαλάκης.
Τον Αναγνώστη κόψανε που ήτον ταβερνιάρης,
εσφάγη κι ένας χωρικός ο Γιάννης ο Βενάρης.
Λαζάρενας τση Μαριγώς τση βγάλανε τα μάθια,
κι έπειτα την εκάμανε την άτυχη κομμάθια.
Και το Περίδη σκότωσαν με δύο αγοράκια,
ένας αξιωματικός έσωσε τα δυό του κοριτσάκια.
Καστρινογιάννη το Βασίλειο, Πλατή το Μανωλάκη,
τη σύζυγό του σφάξανε εις το Πλατύ σοκάκι.
Φονεύθηκε κι ο πλούσιος Ζαχάρης Θειακάκης,
Μανόλης ο Κερασανός, Μιχάλης Κοσμαδάκης.
Στου Καραΐσκο το ψωμάδικο εσφάξανε τρεις νέους,
ως σαν τα αρνιά τση σφάξανε οι Τούρκοι με τσ’ Εβραίους.
Κωστή Βλαχάκη σφάξανε το Δήμαρχο το Γιάννη,
οι Τούρκοι ό,τι κάνουνε ο νόμος δεν τους πιάνει.
Ετούτα τα ονόματα όλα ’νε φονευμένα,
αλλά θα είναι και πολλά στα σπίθια πλακωμένα.
Όλοι σωθέντες είδανε τους φόβους και τους τρόμους,
γιατί εγρίεψε η Τουρκιά και πάτησε τους νόμους.
Ο φόνος του Λυσιμάχου
Έτρεξεν όλη η Τουρκιά στου Λυσιμάχου φθάνει,
η λυσσασμένη η Τουρκιά όλα τα πόστα πιάνει.
Φωνάζανε αδυνατά αφεντικό τί κάνεις,
αν δεν μας δώσης τον χρυσόν την κεφαλήν σου χάνης.
Λυσίμαχος τους έδωκε τση λίρες με σακέτα,
μα η Τουρκιά τον έπιασε και δεν τον επαρέτα.
Ο Λυσίμαχος τους έκαμε την κάσσα τότε φόρα,
εκεί συνάχθηκ’ η Τουρκιά όλη από τη χώρα.
Εράξανε στα λάφυρα, τους υπαλλήλους σφάζουν,
τα παλληκάργια τση Τουρκιάς τα χρήματα μοιράζουν.
Λυσίμαχος εφώναξε πως ήτονε Εγγλέζος,
η κεφαλή σου θα κοπή αν είσαι και Κινέζος.
Τη φόρμα του πετάξανε, κόβγουν την κεφαλή του,
οι Τούρκοι τον εσφάξανε πούχε στην προσταγή του.
Ο Λυσίμαχος στηρίζετο πως είχε δυό πατέντες,
μα η Τουρκιά τση πάτησε και τση ’καμε αρέντες.
Σφάξαν την παραμάνα του, μαζύ με τα παιδιά της,
αζωντανής τση κόβγανε της άμοιρης τα αυθιά της.
Κρυμμένοι ’σανε κάμποσοι χριστιανοί στη στέρνα,
οι Τούρκοι τως ερίχνανε τα ξύλα αναμένα.
Ο Καραγιάννης Νικολής, με βάσανα εσώθη,
και ο Μιχάλης ο Μπαλτζής κι αυτός ελευθερώθη.
Ο Μιχαήλος Καπνιστός ήτονε κει κρυμμένος,
’σ τση Τούρκους παρεδόθηκε κι ευρέθηκε σφαμμένος.
Τα σπίθια του Λυσίμαχου τα είχαν αποθήκες,
γι αυτό εμαζωκτήκανε οι Τούρκοι σαν τση σφήγκες.
Τα πράγματα των χρισθιανών πούσαν στην αποθήκη,
οι Τούρκοι τως τ΄αρπάξανε σαν πεινασμένοι λύκοι.
Εκεί ‘χεν ο Λυσίμαχος Εγγλέζικη παντιέρα,
κανένας δεν το ήλπιζε πως θα χαθούν μια μέρα.
Ήτονε χρήμα μπόλικο σε ετούτη την οικία,
και σκεύη των χριστιανών από πολλά χωρία.
Μ’ ακόμα και των πλούσιων όλα τα πράγματά των,
και των μονών τ’ ασημικά κι όλα τα ιερά των.
Ήσαν εκεί και χρήματα τση Δημογεροντίας,
των χωρικών το στήριγμα κι όλης της Πολιτείας.
Και των Μονών τα χρήματα πούσαν για τα σχολεία,
κι όλα τα εμπορεύματα πούχεν η Πολιτεία.
Ήτονε φρίκη το ποσόν πούτο ’ς του Λυσιμάχου,
ως και τα’ αρχιερατικά της Κρήτης του Ιεράρχου.
Λάδι οκάδες είχανε εξήκοντα χιλιάδες,
όλα αυτά τ’ αρπάξανε οι άτιμοι αγάδες.
Έπειτα δώκανε φωθιά σ’ όλη τη συνοικία,
πολλοί Ρωμηοί καΰκανε εις την πολιορκία.
Παμπόνηρος ο διοικητής έκανε πως θυμώνει,
και την Τουρκιά εζύγωνε κι έκανε πως μαλώνει.
Ξεπέρδεσε χριστιανούς συνάζη τσι στη σάλα,
πραγματικώς ξεπέδρεσε ανθρώπους που ’τη πάλα.
Μα όσοι επροφθάσανε αυτοί μόνο σωθήκα,
απ’ το μαχαίρι τση Τουρκιάς τούτοι ’λευθερωθήκα.
Στη σάλα εξωμήνανε όλοι οι διασωθέντες,
σαράντα κ’ εκατό ‘σανε όλοι οι ευρεθέντες.
Εις όλο το Βεζίρ Τσαρσί είσαμε το λιμάνι
ένας Καντής εφώναζε κ’ εβάστα το κοράνι.
«Όσοι πιστοί με μια φωνή να καίνε να ληστεύου,
και τους απίστους τση Ρωμηούς όλους να τους φονεύου».
Οι Μουσουλμάνοι τρέξανε σαν τση δαιμονισμένους,
κ’ εκαίγαν το Βεζίρ Τσαρσί ωσάν τση λυσσασμένους.
Εκατόν πενήντα μαγαζιά εις την γραμμήν καήκαν,
εκείνοι οπού τάχανε όλοι καταστραφήκαν.
Εις τση μπαλτάδες ήσανε Εγγλέζοι ’ς παράγγες,
εκεί τως εβαρούσανε ο Μετουλής κι οι μάγγες.
Δύο Εγγλέζους ’φόνευσεν εκείνη η ομάδα,
μα Τούρκοι σκοτωθήκανε επτά εις την αράδα.
Βομβαρδισμόν αρχίνηξε τούτο το βαποράκι,
δυό χανουμάκια σκότωσε κ’ ένα κακό Τουρκάκι.
Στο μέρος εις το δυτικό ήσαν πολλοί Εγγλέζοι,
μα η Τουρκιά τως εκτυπά άγρια, τως επέζει.
Άγγλοι εφονευθήκανε οκτώ εις τση παράγγες
κ’ είκοσι επληγώθησαν σε εκείναις τση φαλάγγες.
Και Τούρκοι εσκοτωθήκανε όλοι πενήντα δύο,
ετότες όπου έγινε το φοβερό σφαγείο.
Ετούτο τώχανε σκοπό τώχανε προμελέτη,
σήμερον είναι πούκραξε το φθονερό μιλέτι.
Στη μία αρχίζ’ η σφαγή και καίγουνταν η χώρα
και αρχίζ’ ο τηλέγραφος ευθύς αυτή τη ώρα.
Τηλέγραφος εκτύπησε και πήγε στα Χανία,
τα τρέχοντα τηλεγραφεί η κάτοχος Αγγλία.
Τρομάξανε οι Ναύαρχοι και στείλανε έξε πλοία
κι αράξαν στο Παληόκαστρο κι ανάμεσα στη Δία.
Χριστιανοί ’σαν στη φωθιά στα φοβερά σφαγεία,
μέγας σεισμός εγείνηκε μέσα στη Πολιτεία.
Μα ο κλαυθμός και ο οδυρμός ήτο εις τα χωρία,
είχαν δεν είχαν συγγενείς είχαν στενοχωρία.
Τσ’ ένδεκα γείνηκ’ η σφαγή, κούστη και στα χωρία
κ’ εκλαίγαν εις όλα τα χωριά γυναίκες και παιδία.
Μα εξημέρωσε ο θεός την φοβερήν ημέραν
και τα βαπόρια ήσανε στο Κάστρο από πέρα.
Πρώτα ως αρχή εμπόδισαν του λιμανιού το δρόμο,
γιατί η Τουρκιά παρέβηκε τση κατοχής το νόμο.
Έπειτα εζητήσανε τους χριστιανούς σωθέντας,
και ο πασσάς φοβήθηκε δείχνει τους ευρεθέντας.
Εκατό σαράντα χριστιανούς έχω εις το παλάτι,
και με το λόγο του ο πασσάς τη κατοχή ταράττει.
Τση θέλομε αγά πασσά αμέσως ‘ς το λιμάνι,
όσοι εξεπερδέσανε ’πο τούτο το ντουμάνι.
Και στα βαπόρια πήγανε κι ήσανε πληγωμένοι,
άνδρες γυναίκες και παιδιά κι ήσανε λυπημένοι.
Τριακοσίους εξήκοντα ευρήκανε σωθέντας,
νιζάμηδες τους πήγανε τούτους τους ευρεθέντας.
Και πάλι λένε του πασσά ευθύς να ενεργήση,
τα πτώματα των χριστιανών να μην αλησμονήση.
Ευθύς ενήργησ’ ο πασσάς και βρίσκει τση σφαμμένους,
ενήργησε και σύναξε όλους τους φονευμένους.
Τα πτώματα κουβάλησε στον Άγιον Ματθαίον,
και έστειλεν επιστολή ευθύς των Ευρωπαίων.
Τα πτώματα συνάξανε μα ήσανε κομμάθια,
και —σ’ άλλα——- τους είχανε βγαρμένα και τα μάθια.
Είχαν κομμένα χέρια, ποδάρια γυρισμένα,
και στη φωθιά τα πτώματα ήσαν καρβουνιασμένα.
Εγώ ερώτηξα πολλούς «πόσοι ‘νε φονευμένοι»;
Κανείς δεν είξευρε να πη γιατί ‘σανε και ξένοι.
Ανθρώπους εσκοτώνανε τους κάνανε ριμάδια,
και έπειτα τους πετούσανε εις τα βαθειά πηγάδια.
Την ιστορία έγραψα στον κόσμο να γροικάτε,
εσείς να τη διαβάζετε να τως εσυγχωράτε.
Εκείνους που εσφάξανε κ’ εγείνηκαν θυσία,
προς χάριν της πατρίδος μας για την ελευθερία.
Να συγχωρέση ο θεός των Άγγλων φονευμένων.
Ομοίως και των Κρητικών χριστιανών σφαγέντων.
Ο θρήνος των αγάδων
Τ’ Αυγούστου πέντε κ’ είκοσι, οκτώ και ενενήντα,
χριστιανούς εσφάξανε οκτώ φορές πενήντα.
Και Άγγλοι εφονεύθησαν για την ελευθερία,
από τους Τούρκους πού ’ρθαν ’δω έξω εις τα χωρία.
Τώρα το μετανοιώνει η Κρητική Τουρκία,
που τους δικάζ’ Εγγλέζος με τη πολλή κακία.
Σα χοίρους τους κρεμούνε στα ξύλα και σαν τ΄ ασκιά,
και κλαίει και στενάζει όλη μας η Τουρκιά,
που βλέπει και κρεμούνε μας κόψαν τη μιλιά.
Δικάζουν τσ’ αρχηγούς κρεμούντους στη σειρά,
επτά εξεκρεμάσαν κάνοντας μνια σωρά.
Μα απεκεί τση πήραμε με δάκρυα πολλά,
και λέγουν οι χοτζάδες αλλάχ αλλάχ αλλά.
Μας άφησ’ ο Σουλτάνος δεν μας εθέλει πλειά,
Εγγλέζοι μας κρεμούνε για μνια μικρή δουλιά.
Κρεμάσαν άλλους πέντε γιαννίτσαρων παιδιά,
που στα χωρία ήσαν εκείνα τα σκυλιά.
Απάνω στο μπεντένι τους εκρεμάσανε,
η Τούρκισσσαις τση βλέπουν και εφωνάζανε.
Κρεμούνε τα παιδιά μας, τα παληκάργια μας
απάνω στο μπεντένι, μπροστά στα μάτια μας.
Νιζάμηδες μισεύουν και μας αφήνουνε
εις τω ρωμιώ τα χέρια να μασε κρίνουνε.
Μας έφυγε η χαρά μας από τα μάτια μας
κι εσκλαβωθήκαν όλα τα παληκάρια μας.
Εις τα χωργιά δεν πάμε καλλιά θα φύγουμε
να βρούμε άλλο τόπο να πα να ζήσουμε.
Στη Κόκκινη Μηλιά είναι ο τόπος μας
εχάθηκε η ζωή μας κι ο κόπος μας.