«Γιατί τον σκότωσαν, γιατί, τον γελαστό τον ποιητή…» – Σαν σήμερα εκτελέστηκε ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Μα τι να σου πω για την ποίηση; Τι να σου πω γι’ αυτά τα σύννεφα, γι’ αυτόν τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, και τίποτα άλλο.

Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δει μπορεί να πει τίποτα για την ποίηση. Ας τ’ αφήσουμε αυτά για τους κριτικούς και τους δασκάλους.

Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανείς ποιητής δεν ξέρει τι είναι ποίηση. Είναι εκεί!! Κοίταξε!! Έχω τη φωτιά στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία. Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτές αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά.

Δεν ξέρω… Ίσως μια μέρα αγαπήσω την κακή ποίηση όπως αγαπάω την κακή μουσική παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα, για να αρχίζω να τον χτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ».

Σαν σήμερα, στις 19 Αυγούστου του 1936, εκτελέστηκε από τους φασίστες του Φράνκο ο Ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Στις 17 Αυγούστου 1936 συνελήφθη από τους φαλαγγίτες στη Γρανάδα και το πρωί της 19ης τουφεκίστηκε στο Βιθνάρ. Έτσι έκλεισε ο σύντομος κύκλος της ζωής ενός εκ των μεγαλύτερων ποιητών του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε το 1898 στην Ανδαλουσία. Γιoς αγρότη και δασκάλας πιάνου, ποιητής, συγγραφέας και μουσικός. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στη νομική για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική.

Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί συνάντησε τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο Βιβλίο Ποιημάτων. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο Εντυπώσεις & Τοπία περιδιαβαίνοντας την Καστίλη.

Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευε πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημα του, εκείνη την εποχή, ήταν το Ποίημα Του Κάντε Χόντο, λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το Ρομανθέρο Χιτάνο, έργο που ολοκλήρωσε τελικά το 1927, σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και την Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί ενώ παράλληλα έγραψε το θεατρικό έργο Μαριάνα Πινέδα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας επιτυχία.

Τα έτη 1929-1930, αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης και ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Κούβα. Οι εμπειρίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιήθηκαν στο ποίημα Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1931 και συνέθεσε το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο. Εκεί έδειξε ξεκάθαρα πως επέλεγε ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του δημιουργίες: Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα, Ματωμένος Γάμος, Γέρμα, Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο.

Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργάνωσε μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία La Barroca, η οποία με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχθηκε τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ξεκίνησε να γράφει μια σειρά θεατρικών σκηνών με μορφή επιθεώρησης, ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.

Τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου του 1936, ήρθε το τέλος για τον κορυφαίο ποιητή, ζωγράφο, δραματουργό και θεατρικό σκηνοθέτη, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκτελέστηκε στο Βίθναρ της Ισπανίας από παραστρατιωτικούς οπαδούς του Φράνκο που έθαψαν τη σορό του, μαζί με άλλα τρία άτομα που εκτέλεσαν εκείνη την αυγή σε ομαδικό τάφο.

Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Λόρκα εκτελέστηκε στο Αλφακάρ και πολλοί πίστευαν ότι είχε ταφεί στην περιοχή αυτή, μαζί με άλλους εκτελεσθέντες. Πέρυσι, οι αρχές της Ανδαλουσίας διέταξαν το άνοιγμα του συγκεκριμένου τάφου, κατόπιν αιτήματος των οικογενειών των άλλων πέντε ανθρώπων που πιθανολογείτο ότι είχαν ταφεί εκεί. Από την ανασκαφή και την έρευνα που έγινε στο χώρο όμως δεν βρέθηκε τίποτα.

Το τέλος του πολέμου έφερε μαζί του και την «Συμφωνία για Λήθη», μια συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και το στρατό, η οποία άνοιξε την πόρτα για τη Δημοκρατία με αντάλλαγμα γενική αμνηστία για το καθεστώς του Φράνκο. Πρόσφατα όμως εμφανίστηκαν ρωγμές στη συμφωνία.

Η κυβέρνηση των σοσιαλιστών, το 2007, ψήφισε το Νόμο της Ιστορικής Μνήμης, η οποία για πρώτη φορά αναγνώριζε επίσημα τα θύματα της δικτατορίας του Φράνκο. Ο νόμος επιτρέπει σε όποιον έχει αποδείξεις για ομαδικό τάφο να ζητήσει την βοήθεια του κράτους για την εκταφή και την ταυτοποίηση των λειψάνων.

Τον Οκτώβριο του 2008, μετά από μια δεκαετία προσπαθειών από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ισπανίας, ο δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν διέταξε την εκταφή και αναγνώριση των θυμάτων από 19 ομαδικούς τάφους, μεταξύ των οποίων και αυτός όπου θεωρείται του Λόρκα. Ωστόσο, 73 χρόνια μετά το θάνατο του Λόρκα, η αντίσταση στην εκταφή της καταπιεσμένης μνήμης της χώρας παρέμενε ισχυρή. Μια εβδομάδα μετά την έκδοση της απόφασης του Γκαρθόν, ο ανώτατος εισαγγελέας της χώρας, Χαβιέρ Θαραγόθα, την αμφισβήτησε με το σκεπτικό ότι δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Γκαρθόν η υπόθεση.

Ο δικαστής Γκαρθόν, πιθανόν φοβούμενος την περίπτωση σύμπνοιας του Ανώτατου Δικαστηρίου με τον Θαραγόθα, έστειλε την υπόθεση στα κατά τόπους δικαστήρια, επιχειρώντας έτσι να κρατήσει την υπόθεση ανοιχτή. Τελικά δόθηκε το «πράσινο φως» και η οικογένεια του Λόρκα που είχε αρχικά αντιρρήσεις, στο τέλος έδωσε τη συγκατάθεσή της και οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2009. Αλλά δεν βρέθηκε τίποτε που να αποδεικνύει ότι εκεί είχε ταφεί ο συγγραφέας του «Ματωμένου γάμου».

Πηγές: tvxswikipedia, candia

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Έξι ποιήματα εικονογραφημένα

(katiousa.gr)

Χορός

Όλο και χορεύει η Κάρμεν
μες στους δρόμους της Σεβίλλης.
Είναι τα μαλλιά της άσπρα
και τα μάτια της αστράφτουν.

Κοριτσάκια,
κλείστε τις κουρτίνες!

Κουλουριασμένη, κίτρινη
έχει οχιά στην κεφαλή της
σ’ όνειρο χορεύει τάχα
με παλιών καιρών λεβέντες.

Κοριτσάκια,
κλείστε τις κουρτίνες!

Έρημοι είναι όλοι οι δρόμοι,
μόνο εκεί του βάθου νιώθεις
τις καρδιές των Ανδαλούζων
που παλιά ζητάνε αγκάθια.

Κοριτσάκια,
κλείστε τις κουρτίνες!

Ρομάντσα της σελήνης
Στην Κοντσίτα Γκαρθία Λόρκα

Ήρθε η σελήνη στο αργαστήρι
με μισοφόρι από νάρδους.
Το παιδί την κοιτάει, την κοιτάει.
Το παιδί τη βλέπει ολοένα.
Στ’ αγέρι το ταραγμένο
απλώνει η σελήνη τα μπράτσα,
κι αγνή και φιλήδονη, δείχνει
τα σκληρά της τα στήθη από τσίγκο.
Φύγε, σελήνη, σελήνη.
Αν ερχόταν οι Τσιγγάνοι
θάφταχναν με την καρδιά σου
χαλκάδες κι άσπρα γιορντάνια.
Παιδί μου, άφησέ με να χορέψω.
Όταν έρθουν οι Τσιγγάνοι
τα σ’ εύρουν πάνω στ’ αμόνι
με τα ματάκια κλεισμένα.
Φύγε, σελήνη, σελήνη,
γιατί ακούω τ’ άλογά τους.
Άφησέ με, παιδί, μην πατάς
την κολλαριστή ασπράδα μου.

Ζύγωνε πια ο καβαλάρης
χτυπώντας το ταμπούρλο του κόσμου.
Μες στο αργαστήρι τ’ αγόρι
έχει τα μάτια κλεισμένα.

Έρχονταν απ’ το λιοστάσι,
μπρούντζος κι όνειρο, οι Τσιγγάνοι.
Με τα κεφάλια υψωμένα
και μισοκλεισμένα μάτια.

Πώς τραγουδά η κουκουβάγια,
αχ, πάνω στο δέντρο πώς σκούζει!
Στα ουράνια πάει η σελήνη
μ’ ένα αγόρι από το χέρι.

Μες στο αργαστήρι θρηνούνε
μ’ άγριες κραυγές οι Τσιγγάνοι.
Ο αγέρας φυλάει βάρδια,
ο αγέρας φυλάει ολοένα.

(Μετάφραση: Κ. Πολίτης)

Ο γέρος σαύρος
26 Ιουλίου 1920 (Βέγκα ντε Θουχάτρα)

Σαν πυρακτωμένο μονοπάτι
είδα τον καλό μας σαύρο
(κροκόδειλου γενιά).
Με την πράσινη ρεντιγκότα του
υπουργού του διαβόλου,
τον κολλαριστό γιακά του
και το πολύ αξιόπρεπο ήθος,
έχει το θλιμμένο ύφος
γέρου καθηγητή.
Αχ, αυτά τα κουρασμένα μάτια
ξοφλημένου καλλιτέχνη,
πώς κοιτάζουν τ’ απλωμένο
βραδάκι!

Είναι ο περίπατός σας
φίλε, με το σούρουπο;
Πάρετε μπαστούνι, είστε
πια γέρος. Δον Σαύρε,
τα παιδιά του χωριού
μπορεί να σας τρομάξουν.
Τι γυρεύετε εδώ,
φιλόσοφε και μύωπα,
αν το αόριστο φως
αυτής της ωραίας καλοκαιρινής βραδιάς
απλώθηκε στον ορίζοντα;
Μήπως τη γαλάζια ελεημοσύνη
αυτού του ουρανού που ξεψυχάει;
Έναν αστρικό οβολό;

Ή μήπως μελετάτε
ίσως τα ποιήματα
του Λαμαρτίνου, με συνοδεία
τις ροκοκό τρίλιες
των πουλιών;

(Κοιτάς το ηλιοβασίλεμα
και τα μάτια σου γυαλίζουν,
ω, δράκοντα των βατράχων,
με μια λάμψη καθαυτό ανθρώπινη.
Οι δίχως κουπί γόνδολες
των ιδεών διασχίζουν
τα σκοτεινά νερά
της καμένης σου ίριδας).

Ψάχνετε ίσως
την όμορφη σαύρα,
πράσινη σαν τα στάχυα
του Μάη,
σαν τα μαλλιά
των κοιμισμένων πηγών,
που σας περιφρόνησε
παρατώντας το χωράφι σας;
Τρυφερό ειδύλλιο που χάλασε
στον ίσκιο του κυπαρισσιού!
Μα ωστόσο ζήσετε, τι διάβολο!
μου είστε συμπαθητικός.
«Αντιτάσσομαι τω όφει»,
στο διπλό πηγούνι σας
χριστιανού αρχιεπίσκοπου
είναι γραμμένο αυτό το ρητό.

Ο ήλιος διαλύθηκε
μες στου βουνού την κούπα
κι οι δρόμοι είναι θολοί
στο γυρισμό των κοπαδιών.
Είναι ώρα πια να φύγετε,
παρατήστε το στενό μονοπάτι
μην κάθεστε αιώνια
να στοχάζεστε!
Θα ’χετε όλο τον καιρό
να θαυμάσετε τ’ αστέρια
όταν τα σκουλήκια, δίχως να βιάζονται
θα σας καταβροχθίζουν.

Γυρίστε στο σπίτι,
κάτω από το χωριό των γρύλων!
Καληνύχτα, φίλε μου,
Δον Σαύρε!

Τα χωράφια ερήμωσαν
τα βουνά έχουν σβήσει
κι ο δρόμος ερημώθηκε.
Κάθε τόσο ολομόναχος
κρώζει ένας κούκος στο βαθύ ίσκιο
που ρίχνουνε οι λεύκες.

Ρομάντσα του υπνοβάτη
Στην Γκλόρια Τζίνερ και στον Φερνάνδο ντε λος Ρίος

Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια.
Η βάρκα πάνω στη θάλασσα,
το άλογο πέρα στις ράχες.
Έχοντας ίσκιο στη ζώνη της
εκείνη ονειρεύεται στα κάγκελα
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη,
με μάτια από κρύο ασήμι.
Πράσινο, πράσινο πώς σ’ αγαπάω!
Στο φως της τσιγγάνας σελήνης
τα πράματα, να, την κοιτάζουν
που αυτή δεν μπορεί να κοιτάξει.
Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω.
Διάπλατα αστέρια από πάχνη
έρχονται με του ίσκιου το ψάρι,
που ανοίγει το δρόμο στη μέρα.
Τρίβει η συκιά τον αγέρα
με των κλαδιών της τα λέπια,
και στο βουνό, γάτος κλέφτης,
τραχιές τις αγαύες του ορθώνει.
Μα ποιος θε νάρθει; Και πούθε;
Στη βίγλα κάθεται κι ονειρεύεται,
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη,
το πικρό κύμα όνειρό της.

Κουμπάρε, θέλω ν’ αλλάξω
το σπίτι σου με τ’ άλογό μου,
τη σέλα μου με τον καθρέφτη σου,
την κάπα σου με το σουγιά μου.

Κουμπάρε, έρχομαι λαβωμένος
από τα στενά της Κάμπρα.
Αν μπορούσα, παλικάρι,
θάκλεινα τη συμφωνία.
Αλλά εγώ δεν είμ’ εγώ
και μήτε το σπίτι μου ορίζω.

Κουμπάρε, λέω να πεθάνω
ήσυχα μες στο κρεβάτι μου.
Αν γίνεται, νάναι ατσαλένιο
και με σεντόνια απ’ την Ολλανδία.
Δε βλέπεις την πληγή που έχω
από το λαιμό ως τα στήθια;
Τρακόσια βαθύχρωμα ρόδα
έχει η άσπρη ποδιά σου.
Το αίμα σου αναβράει και μυρίζει
απ’ το ζωνάρι σου γύρω.
Αλλά εγώ δεν είμ’ εγώ
μήτε και το σπίτι μου ορίζω.
Αφήστε με ωστόσο ν’ ανέβω
ψηλά, ως εκεί πάνω στις βίγλες
αφήστε με ν’ ανέβω, αφήστε με,
απάνω στις πράσινες βίγλες!
Στα φεγγαρίσια μπαλκόνια
που ολούθε νερό αντιβουίζει.

Να, οι δυο κουμπάροι ανεβαίνουν
ψηλάμ ως εκεί πάνω στις βίγλες.
Αφήνουν ένα χνάρι από αίμα.
Αφήνουν ένα χνάρι από δάκρυα.
Τρεμόσβηναν πάνω στις στέγες
φανάρια τενεκεδένια.
Χίλια κρυστάλλινα ντέφια,
πλήγωναν την αυγή ολοένα.

Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω,
πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια.
Οι δυο κουμπάροι ανέβηκαν.
Το διάπλατο άφηνε αγέρι
μια παράξενη γεύση στο στόμα
βασιλικού, χολής, μέντας.
Κουμπάρε! Πού είναι, πες μου,
πού είν’ η πικρή σου κόρη;
Πόσες φορές καρτερούσε,
πόσες σε πρόσμενε, πόσες,
δροσάτη όψη, μαύρη κόμη,
στην πράσινη ετούτη βίγλα!

Στο πρόσωπο πάνω της στέρνας
λικνίζονταν η γυφτοπούλα.
Πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη,
με μάτια από κρύο ασήμι.
Ένα κρύσταλλο εκεί φεγγαρίσιοι
στο νερό την κρατάει.
Κι έγινε η νύχτα στενή
σαν μικρούλα πλατεία.
Μεθυσμένοι χωροφυλάκοι
χτυπούσαν την πόρτα ολοένα.
Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια.
Η βάρκα πάνω στη θάλασσα.
Το άλογο πάνω στις ράχες.

(Μετάφραση: Κ. Πολίτης)

Η αυγή

Η αυγή της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις κίονες από λάσπη
κι έναν ανεμοστρόβιλο από μαύρα περιστέρια
που βουτούν μέσα στ’ ακάθαρτα νερά.
Η αυγή ης Νέας Υόρκης όλο θρηνεί
μες στις απέραντες σκάλεςανα
ζητώντας ανάμεσα στ’ αγκωνάρια
νάρδους σχεδιασμένης αγωνίας.

Φθάνει η αυγή κι όμως κανένας δεν τη δέχεται στο στόμα του
γιατί εκεί κάτω δεν υπάρχει πρωί κι ελπίδα πιθανή.
Κάποτε τα νομίσματα σε μανιασμένα σμήνη
τρυπούνε και καταβροχθίζουv τα εγκαταλειμμένα παιδιά.

Κείνοι που πρώτοι βγαίνουν έξω νιώθουνε μέσα στα κόκαλά τους
πως δε θα υπάρξει ούτε παράδεισος ούτε έρωτες που φυλλοροούν
ξέρουν πως πάνε προς το βόρβορο των νόμων και των αριθμών
προς τα’ άτεχνα παιχνίδια; προς τους άκαρπους ιδρώτες.

Σαβανωμένο είναι το φως ανάμεσ’ από αλυσίδες και θορύβους
στην καταφρόνια την αδιάντροπη μιας επιστήμης δίχως ρίζες.
Άνθρωποι ανύπνωτοι τρικλίζουν στα προάστια
σα να γλίτωσαν από κάποιο ναυάγιο αίματος.

(Μετάφραση: Τ. Βαρβιτσιώτης)

Τραγούδι των σκούρων περιστεριών
Στον Κλάουντιο Γκιλλιέν

Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο σκούρα περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο ήταν η σελήνη.
Γειτονόπουλα, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Κι εγώ, κι εγώ που προχωρούσα,
με τη γη στο ζωνάρι μου,
είδα δύο αετούς χιονάτους
και μια ολόγυμνη κοπέλα.
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κοπέλα δεν ήταν καμιά.
Αετουδάκια μου, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ’ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα τα δυο περιστέρια γυμνά.
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα.

(Μετάφραση: Κ. Πολίτη)

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί