Ανάθεμά σε κοπελιά, χαράς το κισιμέτι

   Φωτογραφία, Nelly’s  

Της Ζωής Δικταίου

     Εκεί που τελειώνουν οι εύκολες στράτες οι ασφαλτοστρωμένες, αρχίζει το άγριο, αορίτικο τοπίο με τα μονοπάτια και τα στενά περάσματα των βοσκών. Ένας άλλος πολιτισμός που μυρίζει αζίλακα, θύμο και αλαδανιά παρουσιάζεται ολοζώντανος στη Μαδάρα και στα γύρω βουνά. Αυτός ο άλλος πολιτισμός, κατεβαίνει από τα όρη και υπενθυμίζει την ταυτότητά του δυνατά, μια φορά τον χρόνο, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Αυγούστου στο Καμινάκι. 

         Ο γέρο Χατζοδημήτρης απολαμβάνει την αγάπη και τον σεβασμό στα ενενήντα οκτώ του χρόνια από όλο τον κόσμο. Ξεχωριστή φυσιογνωμία, μαυροπουκαμισάς, με την κατσούνα, το σαρίκι και τα στιβάνια του, παλιός βοσκός,  θα εγκαταλείψει την κουβέντα για τη ματαιότητα της ύπαρξης που δεν δείχνει να συμφωνεί και θα σου μιλήσει για όλα τα άλλα, αυτά που έκαναν τον ίδιο ελεύθερο. 

       Η πρώτη μαντινάδα και η πρώτη κούπα σου επιβάλει να στρέψεις φευγαλέα το βλέμμα αλλού, όχι πολύ μακριά, μέχρι το διπλανό τραπέζι, όσο σου επιτρέπει η όρασή σου. 

       «Ανάθεμά σε κοπελιά, χαράς το κισιμέτι

και ντουχιουμάνης θα γενώ με το δικό σου αντέτι»

        Μονορούφι η κούπα αφού σηκώθηκε και σε κάλεσε εσένα τη μουσαφίρισσα, ο πρώτος της παρέας. Θα πιεις την κούπα και θα κεράσεις τον διπλανό σου με ένα δάχτυλο πιο λίγο κρασί από αυτό που ήπιες εσύ κι εκείνος θα συνεχίσει κερνώντας τους άλλους με σεβασμό στο όνομα της φιλίας και όχι για να μεθύσουν. 

         Ο Χατζοδημήτρης θα πιει τη δική του κούπα ως τον πάτο. Αμφίδρομη η σχέση του με τα πρόσωπα της καλής παρέας του επιβάλει να εκμυστηρευτεί σκέψεις, χαρές, λύπες και σίγουρα θα παραμείνει ποιοτικά διαθέσιμος ώστε να αφουγκραστεί και να συμμεριστεί και εσένα.

        Για την ώρα θα μετρήσει ξανά τα ζάλα του στις κορφές θαρρείς και κάνει απογραφή στις πιο μεγάλες στιγμές, θα περηφανευτεί για τα σημάδια του απαλλαγμένος εντελώς από την ανάγκη της όποιας μεταθανάτιας φήμης ισχυριζόμενος πως η ζωή σε καλεί ν’ αφήσεις τα εύκολα, να μην καταδεχτείς τα ασήμαντα, σε καλεί να πάρεις αποφάσεις, η ζωή η ίδια και όχι ο θάνατος, η ζωή, που τη χτίζεις λίγο – λίγο κάθε μέρα και όχι μια και καλή ολόκληρη. 

       Ο γέρο Χατζοδημήτρης μαζί με το σώμα και τις σκέψεις του, αισθάνεται και τον χαρακτήρα του, τραχύ αλλά δίκαιο και ελεύθερο.  

        Τρώει, πίνει, μα δεν ξεχνά να επιστρέφει στην κουβέντα. Διηγείται την κοινή ξακουστή μοίρα των βοσκών του Λασιθιού από τον καιρό της αντίστασης, τη ζωή του στα όρη, από γούσπα σε λέσκα κι από χαράκι σε χαράκι, με τη βούργια στην πλάτη και την ελευθερία στο βλέμμα. Κι ύστερα περνά από τις νύχτες τις γεμάτες μυστήρια της Δίκτης και το κακάρισμα της πετροπέρδικας, στα πιο πρακτικά της ζωής του βοσκού,  από το πότε πρέπει να αρμέγονται τα ζώα και το πώς κουρεύονται τα πρόβατα,  μέχρι το  πώς γίνεται το καλό τυρί και πόσο διάστημα χρειάζεται για να  ωριμάσει στην τρύπα ο ανθότυρος, το κεφαλοτύρι, η γραβιέρα και η ξινομυζήθρα στην κουρούπα.

        «Τουτονέ το τυροκομιό που εκάμανε, του Αγροτικού Συνεταιρισμού του Οροπεδίου, είναι επαδέ παραπέρα στο Καμινάκι. Μαζώνει κάθα χρόνο,  παραπάνω από χίλιους πεντακόσους τόνους γάλα, γροικάς, και ετσά  τυροκομά ίσαμε τρακόσους τόνους τυριά. Όλα ντως έχουνε σφραγίδα Δίκτη. Εμάς τα οζά μας, τρώνε ό,τι καλό βρίσκουνε, απίδια, μήλα, και βρούβες και πολλά  βότανα στα όρη, αρίγανη, φασκομηλιά, αντριάνες, καλίτσες, μαλοτήρα, κοφτά, χαμομήλι, ασκορδουλακάκια, αμαράθους, ατίταμο, πρικορόδικα, ασταμναγκάθια, για κειονά το γάλα ντως είναι πεντανόστιμο» , λέει με ζωηράδα και για την ιστορία θα συμπληρώσει πως :

        «Όντε(ν) εγέννησε εκεινιά η γυναίκα, η Ρέα, τον πια μεγάλο θεό απού τσι θεούς τοτεσάς, το Δία, τον ανάθρεψε μνιά αίγα, η Αμάλθεια απού γύριζε επαδά τσι δέτες τση Δίκτης κι εβόσκουντανε και είχενε καλά καλό γάλα. Για κειονονά, όντε(ν) εμεγάλωσε και εγίνηκε από αντρίτσι τρανός ο Δίας, ήδωκε την ευκή τσ’ ευκής του, σε όλες τσι αίγες του Λασιθιού μαζί και τσι προβάτες, και ετσά είναι και τα τυριά καλά, γιατί ’ναι και βλοημένα.» 

        Έχει ανάψει για τα καλά το γλέντι. Μην το ξεχνάς, είναι η γιορτή των βοσκών.  Στο Οροπέδιο, παλιοί και νέοι βοσκοί, αποτελούν ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της παράδοσης και της ταυτότητας του τόπου. Στα τραπέζια βρίσκονται όλα τα προϊόντα του Λασιθιού σε αφθονία, από ντάκους και παξιμάδια,  μέχρι σαλάτες, τηγανιτές πατάτες, ντολμάδες, ρακή, κρασί και φυσικά τυριά, πολλά τυριά που έχουν ξεχωριστά αρώματα και γεύσεις.

Ιωάννης Μαρινάκης

        Είναι αλήθεια πως όποιος έχει κάτσει σε ένα  τέτοιο τραπέζι γνωρίζει ότι τα τυριά στο Λασίθι, είναι η αρχή και το τέλος μιας καλής παρέας. Γραβιέρα με ντόπιο μέλι, ξινομυζήθρα ή μυζήθρα με μέλι και καρύδια αλλά και ανθότυρο και τυροζούλια.  Για άλλη μια φορά μαθαίνεις πώς είναι να μοιράζεσαι με ντόπιους και ξένους, εκτιμάς τα αγαθά που σου προσφέρονται, βιώνεις την αληθινή εμπειρία της φιλοξενίας, κλείνεις το μάτι στην ανθρωπιά.

            Στο ίδιο τραπέζι, θα γνωρίσεις την Ειρήνη, ένα όμορφο μελαχρινό κορίτσι που έχει σπουδάσει αρχαιολογία και μελετά με πολλή αγάπη το παρελθόν του τόπου και το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας. Σε συγκινεί με την ευγένεια και τους καλούς της τρόπους, με το πάθος που δείχνει όταν μιλά για τους προπάτορες και τη γενιά της. Να σας πω, λέει σεμνά και καμαρώνουν οι γονείς της:

Φωτογραφία Claude Dervenn

        «Ο προ – προ πάππους μου, ήταν ο Γεώργιος Μαρινάκης, παπάς και δάσκαλος, ο οποίος υπηρέτησε στο σχολείο της Κρουσταλλένιας ως δάσκαλος κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και στο διτάξιο δημοτικό σχολείο του Αγίου Γεωργίου, το οποίο ιδρύθηκε το χίλια οκτακόσια ενενήντα οκτώ, με το υπ’ αριθμόν έντεκα Ηγεμονικό Διάταγμα. Τα δύο παιδιά του Γεωργίου Μαρινάκη ήταν ο Ιωάννης και ο Εμμανουήλ. 

         Ο Ιωάννης ο πρωτότοκος γιός, διετέλεσε δάσκαλος σε διάφορα χωριά του Οροπεδίου Λασιθίου. Σύζυγός του, η  όμορφη Ελένη Μιχελογιαννάκη από την Έμπαρο, η γυναίκα που δεν έγινε ποτέ αφορμή για να κλάψει ανθρώπου μάτι, όπως λέγανε. Την Ελένη, ερωτεύτηκε και αγάπησε πολύ! Τα δυο τους παιδιά, ήταν ο Γεώργιος Μαρινάκης θείος και νονός μου και η Ειρήνη Μαρινάκη η γιαγιά μου. 

      Αυτό που γνωρίζω για την οικογένεια των Μαρινάκηδων και το συζητούν ακόμη και τώρα, είναι ότι επρόκειτο για αρχοντική οικογένεια που βοήθησε και ευεργέτησε πολλούς συγχωριανούς, γι αυτό δεν είναι υπερβολή που μετά από τόσα χρόνια απουσίας από το Καμινάκι και χωρίς να έχει μείνει πίσω κανείς στο χωριό, οι άνθρωποι μιλούν για το πόσο αγαπητοί ήταν.»

       Υψώνεις το ποτήρι εις υγείαν, της Ειρήνης πρώτα και μετά της παρέας. Απολαμβάνεις το ζωηρό ενδιαφέρον και τη χαρά στη σύντομη διήγησή της. Είναι τόσο, μα τόσο περήφανη για το σόι της!

      Εσύ θα θυμηθείς και θα κουβεντιάσεις μαζί της, κάποια μόνο στοιχεία από αυτά τα πολύτιμα που έχεις διαβάσει για τον δευτερότοκο γιο, τον Εμμανουήλ Μαρινάκη, σε δημοσιευμένη ανακοίνωση, μετά από έρευνα του Ι. Μ. Καραβαλάκη, στο περιοδικό “Το Λασίθι”.  

       Επρόκειτο όντως για εμβληματική μορφή. “Ο Μαρινάκης, ως νεαρός φοιτητής της Νομικής, δεν δίστασε να αλλάξει την ακαδημαϊκή του ιδιότητα με εκείνη του εθελοντή πολεμιστή των Εθνικών Δικαίων και έτσι στα τέλη του χίλια εννιακόσια δώδεκα, τοποθετήθηκε στο ανεξάρτητο Σύνταγμα Ηπίτου. Στη συνέχεια, χωρίς καθυστέρηση, αναχώρησε για την πρώτη γραμμή του Μακεδονικού μετώπου, υπηρετώντας για δεκατρείς μήνες μέχρι το τέλος των βαλκανικών πολέμων. 

        Ο Μαρινάκης, αγόγγυστα, έλαβε μέρος και στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Κατά την υποχώρηση αιχμαλωτίσθηκε στα Μουδανιά. Ένας αέρας πίστης και αφοσίωσης στα ιδεώδη έπνεε πάντα στα μάτια του. Ύστερα από λίγα χρόνια η πατρίδα θα τον καλέσει ξανά στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του χίλια εννιακόσια σαράντα. Επιστρατεύθηκε, και με τον βαθμό του εφέδρου Ταγματάρχου Πεζικού υπηρέτησε ως υποδιοικητής του Συντάγματος Παθητικής Αεράμυνας Αθηνών. 

      Αλλά και στην τελευταία φάση της κατοχής, όταν άρχισε η συγκρότηση της Εθνοφυλακής στην Κρήτη, είχε κληθεί να βοηθήσει και στο έργο αυτό. Αξιόπιστες πληροφορίες τον θέλουν να μετείχε τακτικά σε συσκέψεις με αντιστασιακούς παράγοντες για πολύ σημαντικά θέματα, όπως η πρόταση των Ιταλών για ενδεχόμενη παράδοσή τους καθώς και η μελέτη των λεπτομερειών της απαγωγής Κράιπε. Το χρέος του απέναντι στην πατρίδα εκτείνεται στην πιο σημαντική περίοδο της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδος και αθροιζόμενο είναι οκτώ χρόνια. Ο Μαρινάκης αγάπησε την Ελλάδα και τον  τόπο του, δίχως όρια.” 

        Όσο για αυτή τη γενέτειρά του,  ας διαβάσουμε τι γράφει ο ίδιος το έτος χίλια εννιακόσια πενήντα τέσσερα:

        «Στην ατμόσφαιρα της μικρής αυτής κοινωνίας των εργαζομένων και ηθικών ανθρώπων στηρίχθηκαν τα θεμέλια του χαρακτήρα μου. Ουδέποτε κατά την πολυτάραχη και πολυκύμαντη ζωή μου ελησμόνησα, ούτε και θα λησμονήσω το μικρό χωριό της γεννήσεως και ανατροφής μου. Η συνεχής ανάμνησή του με συγκινεί, διότι ο χαρακτήρας και η τιμιότητα των τιμίων αυτών ανθρώπων μεταδίδονται από γενιά σε γενιά χωρίς να θίγονται τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά τους από τις ιδιοτροπίες του σημερινού πολιτισμού»

         Οι αθιβολές στην όμορφη παρέα δίνουν και παίρνουν στο Καμινάκι. Οι ηλικιωμένοι, κυρίως οι βοσκοί, θυμούνται έναν ψηλό γεροδεμένο άντρα με όμορφο παρουσιαστικό, και επιβλητικό παράστημα. Έναν καλοσυνάτο και φιλότιμο συντοπίτη που έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη στη Λασιθιώτικη γη και ήταν έτοιμος πάντα να προσφέρει την βοήθειά του σε όποιον την είχε ανάγκη. Η Ειρήνη κλαίει από συγκίνηση και έχει δίκιο.

         H παράδοση στο Καμινάκι είναι ένας αυθεντικός τρόπος συμπεριφοράς. Στη γιορτή των βοσκών, δεν θα ξεχάσεις ποτέ ό,τι σου πρόσφεραν απλόχερα τροφή και για το σώμα και για το πνεύμα. Ήταν μια ακόμη εξαιρετική αφορμή για να  κατανοήσεις την ιστορική τροχιά μέσα στην οποία κινείσαι για να μπορείς να συνεχίσεις να διδάσκεσαι.

        Εδώ δυναμώνει η συνείδηση, εδώ νιώθεις κοντά στον τόπο και στον άνθρωπο και όσο βλέπεις τον γέρο Χατζοδημήτρη να ανοίγει το βλέμμα και να τα αγκαλιάζει όλα, ξέρεις πως το Λασίθι σε καλεί, σε καλωσορίζει ένας κόσμος που δεν είναι μόνο χτες. 

       Βλέποντας όσους συμμετέχουν στη γιορτή, ξέρεις πως έχεις τα ίδια αισθήματα, τις ίδιες συνήθειες, τις ίδιες αδυναμίες, τις ίδιες ανησυχίες, τους ίδιους στοχασμούς μ’ εκείνους. 

      Στο Οροπέδιο, η παράδοση είναι η ολοζώντανη παρουσία των ανθρώπων και του τόπου μέσα στον χρόνο και ίσως τελικά να σημαίνει την επιλογή του καλού… 

       Εδώ να μείνεις ως το πρωί, να δεις πώς βάφουν τα χρώματα στα σύννεφα την αυγή, ν’ ακούσεις τα νερά, να μυρίσεις αγιόκλημα κι αβάρσαμο στο παλιό παραθύρι της Ελένης, κι ύστερα να μαζέψεις τα σύνεργά σου όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό,  όπως λέει ο Καζαντάκης και να πεζοπορήσεις στην όμορφη κοιλάδα του Κλώρου, να βγεις στην Έργανο και να φωνάξεις φτου ξελευτερία, να γεμίσουν φωνή τα διάσελα, ν’ αντηχήσει η Μαδάρα, να ορκιστείς στο φως με τον ίδιο τρόπο και την ίδια λαχτάρα που ορκιζόταν και ο παππούς σου ο Κοκολιός, όταν έκανε την ίδια διαδρομή μέσα από το αρχαίο καλντερίμι που ενώνει την Έμπαρο με το Οροπέδιο, για να συναντήσει και αυτός, όπως και ο πατέρας του ο Γρυνογιώργης τον έρωτα στη Σύμη… 

      Το Λασίθι, είναι  ο δρόμος που ανοίγεις για να βρεις ξανά τον εαυτό σου…  

         Τώρα έμπα στο χορό, ο χορός γεννήθηκε μαζί με τον άνθρωπο, γίνε ένας ακόμη ενωτικός κρίκος σε τούτη τη μέθεξη του παλαιού και του νέου, του χθες και του αύριο. Έμπα στο χορό απόψε που κάθε ψυχή γίνεται όχημα πολιτισμού, σ’ αυτόν το χορό που φέρει μέσα του και μέσα στους αιώνες την ιδέα της Κρήτης, τη ντοπιολαλιά, την περηφάνια, την τιμή, την Κρήτη ολόκληρη! 

       Ο νεαρός λυράρης στα πατήματα του Κώστα Μουντάκη:

«Βοσκαρουδάκι αμούστακο στα όρη απού γυρίζω

με το σεβντά σου αγάπη μου στέκω και ντουχιουντίζω.

Να σε ’βρισκα στην ερημιά μια μέρα που να βρέχει

και να ’ναι ο τόπος άβολος σπηλιάρι να μην έχει»

        Την αξία του πολιτισμού που εκπροσωπεί τον ουσιαστικό λόγο ύπαρξης του ανθρώπου την ξέρουν καλά οι βοσκοί του Λασιθιού. Εδώ στο απάνω δώμα της γης χόρεψαν τον πόλεμο στη Μαδάρα, την ειρήνη στις αυλές, το θερισμό και τη σπορά στον κάμπο, εδώ στο απάνω δώμα της γης χορεύουν ακόμα τον έρωτα κορτάροντας τ’ άστρα. 

       «Ο χορός να μη σκολάσει» , παραγγέλνει ο Χατζοδημήτρης. 

       Να μη σκολάσει, θα συμφωνήσεις, το χοροστάσι είναι άμεσα συνυφασμένο με τον τόπο και τον άνθρωπο, τόσο με τις ευχάριστες εκφάνσεις της ζωής όσο και με τις πιο δύσκολες στιγμές…

       Θα σε ξαφνιάσει ο γυναικείος ψίθυρος από το βαθύ του χρόνου στο αριστερό σου αυτί. Αυτό πρέπει να το πεις, είσαι στο κατάλληλο μέρος, δυο βήματα από εδώ βρίσκεται το περίφημο Δικταίο Άντρο. Λένε πως κάποιες νύχτες στη βαθιά σιγαλιά μπορείς να ακούσεις τη Ρέα στο χοροδιδασκαλείο της, οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες έχουν κρατήσει φωνές και ήχους στο παμπάλαιο νερό…

     «Η μυθολογία αναφέρει, πως ο αρχαιότερος από όλους τους χορούς, είναι ο χορός των Κουρητών, ο χορός που τον δίδαξε η ίδια η θεά Ρέα στους Κουρήτες και στους Κορύβαντες…»

Οικογένεια Μαρινάκη

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

Από το βιβλίο Λασίθι, Τόπος Μέγας

Κέρκυρα Μάης του 2020

Ευχαριστούμε την αρχαιολόγο Ειρήνη Θέμελη για την διάθεση των φωτογραφιών της οικογένειας Μαρινάκη.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί