Το πρώτο πολεμικό επεισόδιο στο ελληνικό έδαφος σημειώθηκε το καλοκαίρι του 1940 στην Κρήτη, όταν ιταλικό πολεμικό αεροσκάφος χτυπήθηκε από βρετανική νηοπομπή στα νότια του νομού Ηρακλείου και κατέπεσε στο κρητικό έδαφος, ενώ οι ίδιοι ζήτησαν πολιτικό άσυλο στο νησί
Η «εμπλοκή» της Κρήτης και των κατοίκων της στα πολεμικά γεγονότα άρχισε πολύ πριν οι Ιταλοί επιδώσουν το τελεσίγραφο στον Μεταξά, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Οι αερομαχίες και ναυμαχίες εξελίσσονταν συνεχώς στον κρητικό νότο, στο Λιβυκό πέλαγος, αλλά και σε άλλες θέσεις ανοικτά του νησιού. Αυτό συνέβαινε επειδή τότε ακόμη τα Δωδεκάνησα ήταν σε ιταλική κατοχή και ετοιμοπόλεμες δυνάμεις τους είχαν την έδρα τους στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου, κάνοντας πτήσεις από κει στα νότια της Κρήτης όπου βρίσκονταν αγγλικές νηοπομπές. Μάλιστα η πρώτη κατάρριψη ιταλικού πολεμικού αεροσκάφους στον ελληνικό χώρο σημειώθηκε στις αρχές Ιουλίου 1940, στα νότια του νομού Ηρακλείου. Το αεροσκάφος κτυπήθηκε και τελικά κατέπεσε στην πεδιάδα της Μεσαράς. Αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο του πολέμου που σχετίζεται με την Ελλάδα, καθώς, όπως προαναφέραμε, σημειώθηκε μήνες πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ενώ, φυσικά, δεν είχε καν σημειωθεί το προκλητικό επεισόδιο του τορπιλισμού της «Έλλης», τον Δεκαπενταύγουστο εκείνης της χρονιάς.
Η λεζάντα που συνόδευε τη δημοσίευση της φωτογραφίας στο «Ελληνικόν Μέλλον»: «Το πρώτον επί Ελληνικου έδάφους καταρριφθέν υπό των Άγγλων ιταλικόν βοβαρδιστικόν «Σαβόια» περιστοιχούμενον υπό των χωρικών της Μεσσαράς της Κρήτης. Η φωτογραφία ελήφθη ολίγας ώρας μετά την πτώσιν του αεροπλάνου, αι μηχαναί και το σκάφος του οποίου ήταν διάτρητα από τα αντιαεροπορικά βλήματα των Άγγλων»
Ήταν ακόμη το καλοκαίρι εκείνης του 1940 αλλά το πολεμικό κλίμα «μύριζε» έντονα. Από τις 4 Ιουλίου 1940 στο Λιβυκό πέλαγος, κοντά στη νότια ακτή της Κρήτης, άρχισαν σοβαρές αερομαχίες ανάμεσα στους Ιταλούς και τους Άγγλους, αλλά και πόλεμος στη θάλασσα, ανάμεσα στα αγγλικά πλοία και τα ιταλικά αεροσκάφη. Οι Άγγλοι κατάφεραν, με την έναρξη των εχθροπραξιών, να καταρρίψουν με πυρά από τα πλοία τους ιταλικό αεροσκάφος, με πέντε επιβαίνοντες. Το αεροσκάφος κατέπεσε στην πεδιάδα της Μεσαράς και το πενταμελές πλήρωμα αιχμαλωτίστηκε, στην ουσία, από έναν αγροφύλακα, στον οποίο παραδόθηκαν οι Ιταλοί, αλλά και τους κατοίκους της περιοχής! Η υποδοχή πάντως περισσότερο έμοιαζε με φιλοξενία, παρά με ταλαιπωρία σε καιρό πολέμου, ακόμη κι αν η χώρα στην οποία βρέθηκαν οι πέντε πιλότοι δεν είχε ακόμη επίσημα εμπλακεί σε πολεμικές συρράξεις. Οι Μεσαρίτες τούς περιποιήθηκαν και φωτογραφήθηκαν μαζί τους.
Ο δημοσιογράφος Γεώργιος Λυδίας ήταν απεσταλμένος της εφημερίδας «Ελληνικόν Μέλλον» στην Κρήτη προκειμένου να καλύψει τις πολεμικές αντιπαραθέσεις ιταλικών και αγγλικών αεροσκαφών στο Λιβυκό πέλαγος. Έτσι μπόρεσε να καταγράψει το επεισόδιο, χωρίς όμως τότε να μπορεί να το δημοσιεύσει. Υπήρχε αυστηρή απαγόρευση, καθώς η δημοσιοποίηση κάθε σχετικής πληροφορίας μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και πολεμικό γεγονός με τη φασιστική κυβέρνηση της γείτονος… Έτσι το επεισόδιο κρατήθηκε «μυστικό» επί σχεδόν 4 μήνες. Όσο «μυστικό» μπορεί να μείνει ένα γεγονός με δεκάδες αυτόπτες μάρτυρες! Ο Λυδίας δημοσίευσε την υπόθεση αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, στις 31 Οκτωβρίου 1940, παρουσιάζοντας και τα φωτογραφικά ντοκουμέντα. Μπόρεσε μάλιστα να συνομιλήσει και με τους Ιταλούς πιλότους, οι οποίοι του διηγήθηκαν την περιπέτειά τους στον αέρα της Κρήτης και την κατάληξή της στο έδαφος του νησιού, όπου μάλιστα αναζήτησαν πολιτικό άσυλο.
«Ολίγον μετά την πρώτην σοβαράν αερομαχίαν, που διεξήχθη την 4ην Ιουλίου εις το Λυβικόν (sic) πέλαγος και εγγύς των κρητικών ακτών– έγραφε ο απεσταλμένος της εφημερίδας- ευρέθην μεταξύ των πέντε Ιταλών αεροπόρων που κατερρίφθησαν από τους Άγγλους. Ήσαν οι πρώτοι που περιδεείς εζήτησαν άσυλον εις το φιλόξενον ελληνικόν έδαφος, που σήμερον άλλοι «γενναίοι» συμπατριώτες των, ραντίζουν με βόμβας και δολοφονούν τα γυνακόπαιδα…».
Η περιγραφή του Λυδία ήταν πολύ χαρακτηριστική για τον ανθρώπινο τρόπο που τους αντιμετώπισαν οι κάτοικοι της περιοχής, παρά το γεγονός ότι περίπου γνώριζαν πως είχαν να κάνουν με στρατιώτες μελλοντικής εχθρικής δύναμης.
«Τους βρήκα», σημείωνε «τρέμωντας και ριγώντας από φόβον, νύκτα ακόμη, εις ένα φιλόξενον σπίτι χωρικού. Ζεστό γάλα τους είχε σερβιρισθή και άφθονα σταφύλια που στις ρόγες των στραφτάλιζε ακόμη σαν μαργαριτάρια η πρωινή δροσιά. Ο ένας εξ αυτών και ο νεαρώτερος της πεντάδος ήταν «τραυματίας». Έτσι διεδόθη στο μικρό χωριό και κάποιος καβάλλησε βιαστικός το άλογο του και έσπευσε να φωνάξη από την πλησιεστέραν κωμόπολιν ένα γιατρόν. Κι εγώ το ίδιο έμαθα. Ανάστατο το χωριό. Κάθε φροντίδα στον τραυματία, που τον είδα χλωμότερον των άλλων να κρατά μ’ ‘ένα μαντήλι, την δεξιάν του παλάμην. Ήλθε και ο γιατρός. Ο δείκτης της δεξιάς χειρός είχε κάποιο ασήμαντο και επιπόλαιο τραύμα.
-Ευτυχώς, του είπα, που η σφαίρα δεν σας κτύπησε αλλού…
-Μα δεν είνε σφαίρα, αποκρίθηκε. Μετά την αναγκαστική μας προσγείωσι, επεχείρησα ν’ ανοίξω την πόρτα του αεροπλάνου και μαγκώθηκε το δάκτυλό μου…
Ήταν η στιγμή που έσπαγε εν μέσω ιλαρότητος και αηδίας των χωρικών, η αίγλη που είχε δημιουργηθή γύρω από τα πρώτα εκείνα θύματα των Άγγλων. Ό,τι και να είνε, οι Κρήτες πάντα σέβονται και εκτιμούν τους γενναίους».
Ο Λυδίας έδινε ακόμη την πληροφορία ότι οι πέντε παραδόθηκαν σε ένα αγροφύλακα «τρέμοντες από φόβον». Ο ίδιος τους είδε λίγο αργότερα. Όπως έγραφε, ήταν ο υποσμηναγός Ρενάτο Τορέλλι, ο ανθυπασπιστής Ριχάρδος Φιορέττι «με το στήθος πλήρες παρασήμων από την τριετή υπηρεσίαν του εις την Ισπανίαν», στον πόλεμο των φασιστών με τους δημοκράτες, ο λοχίας μηχανικός Γκιουζέππε Ντελλαβάλε, ο ασυρματιστής λοχίας Κοραντίνο Φιλλορέτο και ο δεκανέας – πυροβολητής Ανδρέα Ράια.
Και αναμνηστική φωτογραφία με τους πρώτους Ιταλούς που πιάστηκαν αιχμάλωτοι στον ελληνικό χώρο. Από αριστερά, Ανδρέα Ράια, ο λοχίας μηχανικός Ντελαβάλλε, ο Φιορέττι, ο υποδιοικητής της χωροφυλακής Μεσαράς Μίχας, ο δημοσιογράφος Γ. Λυδίας, ο υποσμηναγός Τορέλλι και ο λοχίας ασυρματιστής Φιλορέτε
Στο ρεπορτάζ με τους Ιταλούς ο δημοσιογράφος σημείωνε:
«Είχατε μεγάλην δύναμιν κατά την επιχείρησιν αυτήν; ρώτησα.
Ο υποσμηναγός Τορέλλι εσκέφθη λίγο.
-Όταν ημείς απογειωθήκαμε είχαν ανυψωθή περί τα σαράντα αεροπλάνα και επρόκειτο να απογειωθούν και άλλα μετά από εμάς…
-Ξέρατε το σημείον όπου έπλεε η νηοπομπή;
-Στο αεροδρόμιον της Ρόδου, μας εσημείωσαν στο χάρτη, αλλά δυσκολευτήκαμε να την βρούμε. Ίσως ο αρχηγός μας να μην αντελήφθη σαφώς, διότι την ώρα του συναγερμού όλοι παίρναμε το μπάνιο μας στα μπαιν – μιξτ… Όπως βλέπετε, κάτω από τις φόρμες μας δεν φοράμε άλλα ρούχα…
-Ήσαν πολλά τα πλοία; Αρκετά. Αλλά δεν περιμέναμε τόση υποδοχή.
Και ο ανθυπασπιστής που ελάμβανε που ελάμβανε παράσημα δολοφονών τα γυναικόπαιδα της Ισπανίας, προσέθεσεν:
-Οι Άγγλοι είδα πως δεν πολεμούν… Έχουν κυριολεκτικώς λυσσάξει!
Οι υπόλοιποι κινούν χαρακτηριστικά τα κεφάλια τους.
Ο Υποσμηναγός τροποποιεί την φράσιν του υφισταμένου του:
-Δεν κάνουν οικονομία στα πυρομαχικά τους…
-Τέτοιο πυκνό «μπαράζ» δεν είχα ποτέ γνωρίσει στην Ισπανία.. Πετούσαμε σε ύψος 4.000 μέτρων, βέβαιοι πως έτσι θα κατωρθώναμε να φθάσωμεν στον στόχον μας… Δυστυχώς, μας έπνιξαν στους καπνούς των οβίδων. Έτσι 5 λεπτά πριν βρεθούμε εις θέσιν δράσεως, είχαμε τεθή εκτός μάχης!
Οι υπόλοιποι κινούν μελαγχολικά πάλι το κεφάλι και ο ανθυπασπιστής εξηκολούθησε:
-Τα βλήματα μάς είχαν σπάσει το ντεπόζιτο της βενζίνης και μας είχαν αχρηστεύσει την μια μηχανή. Εν τούτοις «βούτηξα» και έρριψα τις βόμβες μου επάνω σ’ ένα πολεμικό, που το είδα να βουλιάζη αμέσως… Έπειτα πήραμε κατεύθυνσιν προς την ξηρά, γιατί ήτο αδύνατο να γυρίσωμε στη Ρόδο… Άλλωστε από ένα αεροπλανοφόρο σηκώθηκαν πολλά «κάτσια» – καταδιωκτικά- και άρχισαν να μάχωνται με τους άλλους συντρόφους μας…
Ο υποσμηναγός μού εξηγεί ότι η αερομαχία διεξήχθη 40 μίλια μακράν των ακτών. Αι ολίγαι μου αεροπορικαία γνώσεις τον φέρνουν σε δύσκολο θέσι, διότι αναγκάζονται να ομολογήσουν:
-Ναι ήταν αδύνατο να φθάσουμε στην ξηρά χωρίς βενζίνη και από χαμηλό ύψος. Αλλά μετά τον… βομβαρδισμόν ανεβήκαμε πάλι σε μέγα ύψος που μας επέτρεπε να φθάσουμε στην αμμουδιά!»
Ο Λυδίας γράφει επίσης την προσωπική του εκτίμηση για τη ζημιά που υπέστη το ιταλικό αεροσκάφος. «Ως τόσο, απ’ ό,τι είδα, το τρικινητήριον «Σαβόια» των, είχε υποστή τέτοια καταστροφή που ήσαν πολύ τυχεροί που σώθηκαν. Από τας τρεις μηχανάς, μόνον η αριστερή και εκείνη ημικατεστραμμένη, τους απέμεινε. Και ήσαν 40 μίλια μακράν και χωρίς βενζίνη! Είπαμε όμως, η ευγένεια και η ουδετερότης».