Της Ζωής Δικταίου
ΚΥΠΡΟΣ 1974 (1/10). 1974. Ξυλογραφία σε ιαπωνικό χειροποίητο. χαρτί, 66,5 x 73 cm. Συλλογή του Ιδρύματος Τέχνης Α. Τάσος, Αθήνα, Ελλάδα. Το Προσφυγόσημο απεικονίζει ένα κορίτσι καθισμένο σε μια βαλίτσα μπροστά σε συρματοπλέγματα. Τιτλοφορείται Κύπρος 1974 και είναι ένα εκπληκτικό χαρακτικό του σπουδαίου Έλληνα χαράκτη Α. Τάσσου (1914-1985).
Ογρή είναι ακόμη η γη
απ’ τις θαλασσαρμύρες των ματιών
κι από αίματα αθώων. Ογρή.
Ανάβρυσμα στο χώμα ετούτο ο βαθύς καημός,
ο σπαραγμός, οι θύμησες.
Ο πόνος μέστωσε με τον καιρό μες στις καρδιές
η πίκρα στέριωσε στ’ απανωχείλι
βδέλλα να καταπίνει το χαμόγελο αχόρταγη.
Καράβι οι μνήμες
θαλασσοπούλια μ’ ανοιγμένα φτερά
στα βλέφαρα της τρικυμίας
φεύγουν, έρχονται.
Φουρτουνιασμένο πέλαγος ο νους
ζυγίζει τ’ άδικα
στο σκλαβωμένο φως ξορκίζει δαίμονες.
Αγρίεψαν τα μάτια
θολωμένα ματώνουν μέσα στις αλήθειες τους.
Δίπλωσε τα φτερά σου αρχάγγελε
δεν υπάρχει κίνδυνος να λησμονήσω
το φωτοστέφανο άφησε,
να πέσει καταγής στο αγνοημένο χώμα
έλα, ν’ ανοίξουμε μαζί τις περγαμηνές του καιρού
σ’ ένα καθρέφτισμα της θύμησης.
Έλα, αντίκρυ απλά,
με όλες τις αισθήσεις, έλα με τα δώρα τ’ ουρανού
μαζί να νιώσουμε,
το αχ που υψώνεται απ’ τα έγκατα
για να θρηνήσει την αθέλητη άβυσσο
πάνω από τη γη του μαρτυρίου.
Έλα, με πανσέδες ένα λιόγερμα
όταν ο ήλιος μακριά θα βυθίζεται στο αρχιπέλαγος
όταν οι ορίζοντες θα υπόσχονται, Αύριο,
ώρα που η θύμηση φαντάζει προσευχή. Έλα.
Άλλες κι άλλες χαρές κρυμμένες πίσω απ’ τον καιρό
αιωνιότητες, χρωματιστές κορδέλες
του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος
όλα σε χρόνο αδιαίρετο εντός,
έλα, κυλά η απόσταση σαν το νερό. Φοβάμαι.
Πονώ, σε κάθε ανάβλεμμα πονώ
ένα σκουριασμένο παλιομάχαιρο
σκαλίζει την πληγή βαθιά
στοχάζομαι όσα πίσω άφησα, όλα,
στην εξορία του νου να ξέρεις,
εκεί με καλούν οι φωνές.
Μερόνυχτα κρατώ τον ύπνο έξω απ’ τα ματόφυλλα
τα όνειρα στοιχειά της ερημιάς
μέσα απ’ τις χαραμάδες ξεπετάγονται.
Τον ψίθυρο η καρδιά αφουγκράζεται,
κάτω απ’ το βάρος της μοναξιάς σωπαίνοντας
πάνω απ’ το δίκιο ξάγρυπνη στενάζει
ενάντιος ήχος στον συμβιβασμό
κι ανυπότακτος ο χτύπος της μένει.
Με τη φωνή του ανέμου
σκίζεις τα πέπλα της λήθης
«Κύπρος πολύπαθη, μαρτυρική κι αγαπημένη
Κύπρος, φως ο δικός σου τόπος, τόπος μου».
Ρωτώ, δίχως να παίρνω απόκριση,
γιατί Θεέ,
άφησες και ρήμαξαν τις στράτες σου…
Κλαίω τις κουρσεμένες πεθυμιές της νιότης
όνειρα ανέγγιχτα ντυμένα πένθιμα
ίσκιοι θολοί σε ξένη πατρίδα με καλωσορίζουν.
Και πώς μου φαίνεται, κάθε φορά
σα να τελειώνει εδώ ο κόσμος…
Κι η αγάπη μου, που πήγε
κάτω απ’ το χώμα, χώμα πια,
ανθός μιας πένθιμης Παρασκευής
κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κοιμάται άραγε;
Άγγελε, τι έγινε το χνούδι αυτό το ρόδινο
που είχεν ο Έρωτας στα μάγουλα;
Ένας θρήνος της γης, αυτό είμαι
λειψές οι ώρες βαθαίνουν περισσότερο την απουσία
ανάμεσα στα ερείπια μια παπαρούνα αντιστέκεται.
Θαρρώ κλειστά έχουν μείνει τα παραθυρόφυλλα
κάτω απ’ το φεγγάρι
να λιτανεύουν το τραγούδι σου στην ερημιά.
Τρώει το χρώμα η αρμύρα
ο θάνατος κρατά πύρινες φλόγες
περνά ο καιρός ξυστά μέσα απ’ τις γρίλιες
και φέρνει τα σημάδια στο φως.
Σκουριές, αυτές που κράτησαν το αίμα
κι όλα γύρω βουβά
να καρτερούν μιαν Άνοιξη ακριβή
αγιοσύνη μυρίζει η σταυρανάσταση.
Μια σαϊτιά ασήμι διαγράφει τον ορίζοντα.
Ένα ασπροφτέρουγο περιστεριού
χαράζει την αλήθεια με το αίμα του
στο χάρτη της συνείδησης.
Τις νύχτες χαμηλώνουν τα κλεμμένα άστρα
πάνω από γκρεμισμένα σπίτια
και πάνω από αφύλακτες ψυχές.
Τις νύχτες, ξεπλένω τις πληγές στο ακρογιάλι.
Τις νύχτες, μένω απρόθυμη να παραδεχτώ
πως όσα έζησα δεν θα γυρίσουν.
Τις νύχτες, οι φωνές ακόμη πολεμούν φοβερίζοντας
και η δική μου.
Τούτο τον χρόνο θριάμβευσε η νοσταλγία
οι ακίνητοι λογισμοί θα βρουν ανάστημα
ν’ ακουστούν αλλιώς τα λόγια
όρθιες ψυχές πειθαρχημένες
δεν γονατίζουν, δεν παρακαλούν.
Σημαδεύουν οι αναμνήσεις.
Ζωή, εκείνη που μας άρπαξαν
και δεν προλάβαμε να ζήσουμε
ανέβηκε η ψυχή τον ανήφορο του ήλιου
κι αρνιέται
να συμβιβαστεί με τα επίφοβα τοπία και τα σχέδια.
Ορκίζομαι
στη μυστική αγρύπνια του σύμπαντος
στον ρόχθο του Αιγαίου ν’ αφουγκράζομαι το χρέος
της λησμονιάς σειρήνες μακριά.
Αύριο,
ένα τριαντάφυλλο και μια ηλιοδαχτυλιά ξανθή
θέλω να σου χαρίσω στην Αφάντεια
μέσα στα στάχυα μετά την πρωινή βροχή
να δεις τρέχει αίμα η ρυτίδα πλάι στο μέτωπο
και το σημάδι κάτω απ’ το πουκάμισο κρατώ.
Πάλι για εσένα το τραγούδι θ’ ανεβεί στα χείλη
και θα χορέψω με λυτά μαλλιά στον κάμπο
μα χωρίς εσένα.
Ξάγρυπνη μένω ώρες πολλές
κρατώντας σφαλιστά τα ματοτσίνορα
μα, πίσω τους μορφές πολλές
μένουν μαζί μου μέχρι να χαράξει η αυγή.
Μάχεται η νύχτα να καταπιεί τον άνεμο
κι εγώ να προσπεράσω τον καιρό.
Οι θύμησες καίνε, οι εικόνες τρέχουν
ένα παιδί,
άδειο βλέμμα πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
χέρια υψωμένα στον ουρανό
χείλη μισάνοιχτα μελανιασμένα από φόβο
τρεμάμενα μέλη καθηλωμένα στο έδαφος
ρημαγμένα σπίτια, χέρσα χωράφια, έρημες κορφές.
Κρατάς την περηφάνια αντίδωρο.
Δεν σου μιλώ για εκδίκηση. Μη βιάζεσαι.
Για να ξεχωρίζουμε το δίκιο απ’ τ’ άδικο συζητάμε
και μιλούμε τη γλώσσα της καρδιάς
ανάμεσα σε χιλιάδες
της δικαιοσύνης αναλφάβητους.
Ήμουν παιδί ανέμελο κάποτε
φορούσα την αθωότητα κατάσαρκα
με σταυροβελονιά ασπροκέντημα στο στήθος.
Ξυπόλητη έτρεχα στην άμμο
ώχρες χρυσές απλωμένες στον ήλιο
βήματα, να κατακτήσω με μια φλόγα τη ζωή.
Κι ύστερα, στο ξάφνιασμα του Έρωτα
μ’ έβρισκε μες τα μελισσόχορτα το λιόγερμα
μετρούσα σπίθες αστεριών στα όνειρα
και σε περίμενα.
Έδενα κόμπο το καρδιοχτύπι στο μαντήλι μου
και το κρατούσα φυλακτό
ώρες που ο αποσπερίτης έλαμπε πάνω από τον φάρο.
Απρόσμενα ήρθε ο χαλασμός
η αυγή με ματωμένα ρόδα πότε χάραξε;
Απότομα έπρεπε να μεγαλώσω στον χαμό.
Με σιντεφένια δάχτυλα
κορφολογώ ακριβές σιωπές
βαραίνει το φορτίο.
Αγγίζω τον ξεριζωμό των ζωντανών
νεκροί ανασταίνονται, φωνές
η μνήμη με καινούριο αίμα δεν σβήνει.
‘Ενα πελώριο κόκκινο φεγγάρι
ανατέλλει πάνω απ’ την Αμμόχωστο.
Δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες.
Αύριο,
στη γέφυρα του νου
ψυχανεμίσματα και βήματα βαριά
χτυπούν τα πέταλα του αλόγου στο καλντερίμι.
Αύριο,
παρακάμπτοντας τη μοίρα
από την ίδια τη μοίρα, η ζωή πιο δυνατή.
Aύριο,
έλα να σκάψουμε τις ρίζες της αθανασίας
σ’ εκείνο τον χρόνο που δεν κοστίζει
αλλά είναι πάντα πολύτιμος.
Εκεί επιστρέφω στην Αφάντεια,
να εξοφλήσω το χρέος
κινώντας προς τα πίσω απ’ την αρχή.
Μάης του 2002 στην Κέρκυρα
[Από την ποιητική συλλογή «Αύριο, στάχυα οι λέξεις»]
Αύριο εν ονόματι της Αγάπης
Ζωή Δικταίου