Την ενοχή του πρώην υπουργού Εθνικής Αμύνης, Γιάννου Παπαντωνίου αλλά και της συζύγου του Σταυρούλας Κουράκου για «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος» κατ’επάγγελμα και κατ’εξακολούθηση πρότεινε ο εισαγγελέας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Αλεξανδρος Σπηλιώτης, αναφορικά με την υπόθεση εκσυγχρονισμού έξι φρεγατών του πολεμικού ναυτικού, το 2003.
Ανάλογη ήταν η εισαγγελική πρόταση και για τον Ανδρέα Μπάρδη ο οποίος ήταν στενός φίλος του πρώην υπουργού.
Κατά την αγόρευση του ο εισαγγελικός λειτουργός υποστήριξε ότι ο πρώην υπουργός δωροδοκήθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης για τον εκσυγχρονισμό έξι φρεγατών από την «Thales Nederland B.V.» και προχώρησε μέσω συγκατηγορούμενων του, Σταυρούλας Κουράκου και Ανδρ. Μπάρδη, και άλλων προσώπων, για τα οποία παραγράφηκε το αξιόποινο, στη νομιμοποίηση των ποσών αυτών.
Η δωροδοκία σύμφωνα με τον εισαγγελέα δεν γίνεται ποτέ μέσω τραπεζικού συστήματος, ο οποίος χαρακτήρισε «αφελές» να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο. «Αυτά τα πράγματα γίνονται αλλιώς».
«Η δωροδοκία προκύπτει ξεκάθαρα από τη ροή των χρημάτων, με χρόνο 31/7/2002 έως 20/10/2003. Το ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία στις διακινήσεις χρημάτων στους λογαριασμούς δεν δημιουργεί πρόβλημα στην αποδεικτική διαδικασία» υποστήριξε ο εισαγγελέας και πρόσθεσε ότι «είναι αφελές να προσδοκούμε ότι θα φανεί από τις τράπεζες, αλλιώς γίνονται αυτές οι δουλειές, δια του μετρητού χρήματος. Αλίμονο αν είχαμε ταύτιση των ποσών μέσω της τραπέζης, οι αναλήψεις, μετακινήσεις μπορούν να αφορούν οποιαδήποτε αιτία, δεν χρειάζεται να συνδέσουμε και να βγάλουμε συμπέρασμα από την κίνηση των λογαριασμών».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα το «ξέπλυμα» έγινε με τη συνδρομή του Ανδρ. Μπάρδη, ο οποίος συνέδραμε στη μεταφορά χρημάτων των Κουράκου και Παπαντωνίου στην Ελβετία, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «ο κ. Μπάρδης γνώριζε τα πάντα, υπήρχε προσωπική και οικογενειακή φιλιά με το ζεύγος Παπαντωνίου, όπως είπε ο ίδιος. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε».
«Λάμβανε μετρητά από τους Παπαντωνίου και Κουράκου, τα κατέθετε σε ελληνικό του λογαριασμό και στη συνέχεια έκανε τη μεταφορά σε ελβετικό του λογαριασμό, από όπου γινόταν η διακίνηση τους. Το συνολικό ποσό που παρέδωσε ο Παπαντωνίου στο Μπάρδη ήταν περίπου 2,5 εκατ. ευρώ. Αυτά τα λεφτά έπρεπε να αποκτήσουν μια νομιμοφάνεια, για αυτό έγινε επένδυση σε ένα ομόλογο. Αυτό σημαίνει ότι, σε πρώτο επίπεδο παρέδωσε τα αναφερόμενα ποσά στον κ. Μπάρδη που τα μετέφερε διαδοχικά μέσω της Eurobank στην τράπεζα UBS και στη συνέχεια το ποσό αυτό επενδύθηκε σε ένα ομόλογο, που είχε το ρόλο του «ξεπλύματος». Με τη ρευστοποίηση του ομολόγου θα αιτιολογούσε το χρήμα».
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του πρώην υπουργού για την πηγή των χρημάτων, τα οποία χαρακτήρισε «προϊόν αποταμίευσης», ο εισαγγελέας αντέκρουσε την υπεράσπιση λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Είπε για κάποια αδελφή του πατέρα του στο Νίγηρα που είχε χρήματα και του έδινε. Αυτά τα χρήματα τα αποταμίευε είπε και μπόρεσε να εξοικονομήσει το ποσό αυτό. Βέβαια, δεν έφταναν αυτά τα χρήματα για να συμπληρωθεί το ποσό, έμενε ένα ποσό 700.000 ευρώ το οποίο είπε πως ήταν από την πρώην γυναίκα του την οποία είχε διευκολύνει και του το επέστρεψε από το 1993-1997 που απεβίωσε. Το σύνολο το χρημάτων όπως δικαιολογούνται από τον κατηγορούμενο, είναι υπερδεκαετίας…Δεν μπορεί να υποστηριχθεί με λογική ακολουθία ο ισχυρισμός ότι είχε κρατήσει μετρητά 2,5 εκ ευρώ σε διάστημα 15 χρόνων».
Τέλος, καταπέλτης ήταν ο εισαγγελικός λειτουργός και ως προς την αιτία της δωροδοκίας η οποία -όπως είπε- ήταν η σύμβαση εκσυγχρονισμού των φρεγατών η οποία ήταν επί ζημία του ελληνικού δημοσίου. «Υπήρχε η εναλλακτική, αλλά το δημόσιο ζημιώθηκε με 381 εκατομμύρια. Η δουλειά μπορούσε να γίνει η δουλειά τζάμπα, από τα κονδύλια του πολεμικού ναυτικού στις εγκαταστάσεις του» εξήγησε ο εισαγγελέας και πρόσθεσε:
«Όφειλε ο κατηγορούμενος όταν ανέλαβε υπουργός να σταματήσει το πρόγραμμα έστω και αν είχε υπογραφή από τον προηγούμενο υπουργό, Άκη Τσοχατζόπουλο. Όφειλε να το σταματήσει γιατί δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της χώρας, γιατί ήταν πρόγραμμα που θα υλοποιούνταν σε δέκα χρόνια με τις φρεγάτες να είναι σε χειρότερη κατάσταση πλέον».
Σημειώνεται ότι για τους υπόλοιπους έξι κατηγορούμενους της υπόθεσης τα αδικήματα που τους βάρυναν παραγράφηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων διέκοψε τις εργασίες του για τις 10 Σεπτεμβρίου, όπου θα ξεκινήσουν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης.