Η Μεξικάνα ζωγράφος Φρίντα Κάλο (Frida Kahlo) είναι γνωστή όχι μόνο για το έργο της, αλλά και για τη θυελλώδη σχέση της με τον ομότεχνο και συμπατριώτη της Ντιέγκο Ριβέρα. Το έργο της περιλαμβάνει κυρίως αυτοπροσωπογραφίες της συχνά αγέλαστες αλλά με ζωηρά χρώματα και τα θέμα που την απασχολούν είναι η ταυτότητα, το ανθρώπινο σώμα και ο θάνατος. Οι τεχνοκριτικοί την εντάσσουν στον σουρεαλισμό, παρότι ή ίδια αρνούνταν οποιαδήποτε σχέση με αυτό το καλλιτεχνικό κίνημα.
Τα πρώτα βήματα στη ζωγραφική
Η Μαγκνταλένα Κάρμεν Φρίντα Κάλο ι Καλντερόν γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1907 στο χωριό Κογιοακάν, που σήμερα αποτελεί τμήμα του ιστορικού κέντρου της Πόλης του Μεξικού, της πρωτεύουσας του Μεξικού. Ο πατέρας της ήταν Γερμανός με Ουγγρικές ρίζες και η μητέρα της Ισπανίδα με ρίζες από τους ιθαγενείς της περιοχής. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της διαδρομής, η Φρίντα Κάλο θα εξερευνήσει την ταυτότητά της, περιγράφοντάς την ως αποτέλεσμα δύο αντίρροπων δυνάμεων: της ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής της πλευράς και της ιθαγενούς τοιαύτης.
Από μικρή προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα που της άφησε μια μικρή αναπηρία στο πόδι. Η Κάλο ήταν δεμένη περισσότερο με τον πατέρα της, που ήταν επαγγελματίας φωτογράφος και συχνά τον βοηθούσε στο στούντιο, όπου απέκτησε την οξεία ματιά για τη λεπτομέρεια.
Το 1922 εισήλθε στο Εθνικό Προπαρασκευαστικό Σχολείο της Πόλης του Μεξικού, με σκοπό να σπουδάσει ιατρική. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίο ζωγράφιζε μια μεγάλη τοιχογραφία στο αμφιθέατρο της σχολής.
Το 1925 ήλθαν τα πάνω κάτω στη ζωή της, όταν χτυπήθηκε από ένα λεωφορείο. Τραυματίστηκε σοβαρά και χρειάστηκε να υποστεί τουλάχιστον 30 εγχειρήσεις τα επόμενα χρόνια. Κατά τη διάρκεια της μακράς ανάρρωσής της έμαθε να ζωγραφίζει και να μελετά τους μεγάλους ζωγράφους του παρελθόντος.
Σε μία από τις πρώτες ζωγραφιές της, την «Αυτοπροσωπογραφία που φορά φόρεμα από βελούδο» (1926), η Κάλο φιλοτέχνησε ένα πορτρέτο του εαυτού της πάνω σ’ ένα σκούρο φόντο με περιστρεφόμενα τυποποιημένα κύματα. Αν και η ζωγραφική της ήταν αρκετά αφηρημένη, η παρουσία της ως μοντέλου στον πίνακα αυτό έδειξε το ενδιαφέρον της για ρεαλισμό.
Μετά την ανάρρωσή της εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Μεξικού (PCM), όπου συνάντησε τον Ριβέρα ξανά. Του έδειξε κάποιους πίνακές της και αυτός την ενθάρρυνε να συνεχίσει την ενασχόλησή της με τη ζωγραφική.
Ο γάμος με τον Ριβέρα και το ταξίδι στις ΗΠΑ
Μετά τον γάμο της με τον Ριβέρα το 1929, η Κάλο άλλαξε το προσωπικό και καλλιτεχνικό της ύφος. Άρχισε να φορά την παραδοσιακή αμφίεση των ιθαγενών Τεχουάνα, που έγινε το σήμα κατατεθέν της: Λουλουδάτο κεφαλομάντηλο, χαλαρή μπλούζα, χρυσά κοσμήματα και μακρόστενη πτυχωτή φούστα. Στο ίδιο μήκος κύματος και η ζωγραφική της, με αυξανόμενο το ενδιαφέρον της για τη μεξικάνικη λαϊκή τέχνη. H ζωγραφική της έγινε πιο επίπεδη και περισσότερο αφηρημένη από την προηγούμενη.
Από το 1930 έως το 1933 το ζευγάρι έζησε στις ΗΠΑ, όπου ο Ριβέρα είχε λάβει παραγγελίες από διάφορες πόλεις για να ζωγραφίσει τοιχογραφίες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της, η Κάλο είχε δύο δύσκολες εγκυμοσύνες που κατέληξαν σε αποβολές.
Μετά από μία αποβολή στο Ντιτρόιτ και αργότερα το θάνατο της μητέρας της, η Κάλο ζωγράφισε μερικά από τα πιο οδυνηρά έργα της. Στο «Νοσοκομείο Χένρι Φορντ» (1932) απεικονίζει μια αιμορρούσα ετοιμογέννητη σ’ ένα νοκομειακό κρεβάτι με φόντο ένα άγονο τοπίο και στον πίνακα «Η Γέννησή Μου» (1932) μια σκηνή τοκετού.
Οι πρώτες ατομικές εκθέσεις σε Νέα Υόρκη και Παρίσι
Το 1933 η Κάλο και ο Ριβέρα επέστρεψαν στο Μεξικό, όπου εγκαταστάθηκαν σε μία νεόκτιστη κατοικία, αποτελούμενη από μεμονωμένους ξεχωριστούς χώρους που ενώθηκαν με μια γέφυρα. Η κατοικία έγινε τόπος συγκέντρωσης για καλλιτέχνες και πολιτικούς ακτιβιστές και το ζευγάρι φιλοξένησε, μεταξύ άλλων, τον Λέοντα Τρότσκι και τον Αντρέ Μπρετόν, «τον πάπα του σουρεαλισμού», που υπερασπίστηκε το έργο της Κάλο.
Ο Μπρετόν έγραψε το εισαγωγικό κείμενο για το πρόγραμμα της πρώτης ατομική της έκθεσης, περιγράφοντάς την ως αυτοδίδακτη σουρεαλίστρια. Η έκθεση πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί «Julien Levy» της Νέας Υόρκης, το 1938, με μεγάλη επιτυχία.
Την επόμενη χρονιά η Κάλο ταξίδεψε στο Παρίσι για να δείξει το έργο της. Εκεί συναντήθηκε με πολλούς σουρεαλιστές, συμπεριλαμβανομένου του Μαρσέλ Ντισάν, του μοναδικού σουρεαλιστή ζωγράφου που εκτιμούσε.
Το Μουσείο του Λούβρου αγόρασε τον πίνακά της «Το Κάδρο» (1938), δείγμα ότι η δουλειά της άρχισε να αναγνωρίζεται στην Ευρώπη. Ήταν ο πρώτος πίνακας μεξικανού καλλιτέχνη του 20ού αιώνα που το διάσημο μουσείο ενέτασσε στις συλλογές του, αναμφισβήτητος τίτλος για την Κάλο.
Ο χωρισμός και η επανασύνδεσή της με τον Ριβέρα
Οι εξωσυζυγικές σχέσεις και των δύο – συμπεριλαμβανομένων της σχέσης του Ριβέρα με τη μικρότερη αδελφή της Κάλο και της Κάλο με άνδρες και γυναίκες – υπονόμευσαν τον γάμο τους και το ζευγάρι οδηγήθηκε σε διαζύγιο το 1939.
Την ίδια χρονιά η Κάλο ζωγράφισε μερικά από τα πιο διάσημα έργα της, μεταξύ αυτών και τις «Δύο Φρίντες». Ο ασυνήθιστα μεγάλος καμβάς (1,74 × 1,73 μ.) απεικονίζει δύο γυναικείες φιγούρες, η μία να κρατά το χέρι της άλλης.
Κάθε μία αντιπροσωπεύει μία πλευρά του χαρακτήρα της. Η αριστερή φιγούρα, ντυμένη με νυφικό ευρωπαϊκού τύπου, είναι η πλευρά της που ο Ριβέρα απέρριπτε και η δεξιά φιγούρα, ντυμένη με παραδοσιακή ενδυμασία είναι η πλευρά της που ο Ριβέρα αγαπούσε καλύτερα. Από την καρδιά που απεικονίζεται στην ιθαγενή Κάλο, ξεκινά μια αρτηρία, η οποία οδηγεί σ’ ένα μικροσκοπικό πορτρέτο του Ριβέρα που κρατάει στο αριστερό της χέρι.
Μια άλλη αρτηρία συνδέεται με την καρδιά της εξ αριστερών φιγούρας του πίνακα. Είναι πλήρως εκτεθειμένη και αποκαλύπτει την ανατομία της. Στο άκρο της η αρτηρία είναι κομμένη και η γυναικεία φιγούρα (η Ευρωπαία Κάλο) κρατάει ένα χειρουργικό εργαλείο, προσπαθώντας να σταματήσει τις σταγόνες του αίματος που πέφτουν πάνω στο λευκό φόρεμα.
Η Κάλο και ο Ριβέρα γρήγορα επανασυνδέθηκαν και μέσα στο 1940 μετακόμισαν στο πατρικό της, γνωστό ως «Το Γαλάζιο Σπίτι» (Casa Azul), στο Κογιοακάν. Το 1943 η Κάλο διορίστηκε καθηγήτρια ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών «La Esmeralda». Η υγεία της όμως διαρκώς χειροτέρευε κι έβρισκε ανακούφιση στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Παρ ‘όλα αυτά, συνέχισε να είναι παραγωγική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘40. Ζωγράφισε πολυάριθμες αυτοπροσωπογραφίες με ποικίλα, χτενίσματα, ρούχα και εικονογραφία, που δείχνει πάντα τον εαυτό της με ένα απαθές, αποφασιστικό βλέμμα, για το οποίο έγινε διάσημη.
Η επιδείνωση της υγείας της, το τέλος και η μεταθανάτια φήμη της
Η Φρίντα Κάλο υποβλήθηκε σε πολλές χειρουργικές επεμβάσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50, συχνά με παρατεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο. Την ίδια περίοδο αντιμετώπισε έντονα κινητικά προβλήματα, που απεικονίζονται χαρακτηριστικά στον πίνακα «Αυτοπροσωπογραφία με το πορτρέτο του δρος Φάριλ (1951)», όπου είναι καθισμένη σε αναπηρική καρέκλα.
Η πρώτη της ατομική έκθεση στην Πόλη του Μεξικού το 1953 τη βρήκε σοβαρά άρρωστη στο κρεββάτι ενός νοσοκομείου. Θα αφήσει την τελευταία της πνοή ένα χρόνο αργότερα, στις 13 Ιουλίου 1954, στο «Γαλάζιο Σπίτι».
Μετά το θάνατο της, το «Γαλάζιο Σπίτι» έγινε μουσείο αφιερωμένο στη ζωή και το έργο της, με πρωτοβουλία του Ντιέγκο Ριβέρα. Το 1995 εκδόθηκαν το Ημερολόγιό της, που καλύπτει τα έτη 1944-1954, και οι Επιστολές της.
Αν και η Φρίντα Κάλο ήταν μία επιτυχημένη καλλιτέχνιδα στη διάρκεια της ζωής της, η μεταθανάτια φήμη της αυξήθηκε σταθερά από τη δεκαετία του ’70 κι έφτασε σε αυτό που ορισμένοι κριτικοί ονομάζουν «Φρινταμάνια» τον 21ο αιώνα. Τα δραματικά γεγονότα της ζωής της – ο εξουθενωτικός τραυματισμός, ο ταραγμένος γάμος, οι συγκλονιστικές ερωτικές υποθέσεις και η καταφυγή στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά – ενέπνευσαν πολλά βιβλία και ταινίες μετά τον θάνατό της.