«Το φάρμακο της μοναξιάς» – Ένα μυθιστόρημα για την Τρίτη ηλικία, από την Κοινωνική Αφύπνιση

Στο πλαίσιο υλοποίησης δράσεων και παρεμβάσεων για κρίσιμα κοινωνικά θέματα και ζητήματα και εξ αφορμής της σειράς εκδηλώσεων στα ΚΕΚΟΙΦΑΠΗ του δήμου Ηρακλείου, με αναφορά θέματα που άπτονται των αναγκών των ηλικιωμένων ατόμων, η «Κοινωνική Αφύπνιση» αποδεικνύοντας για ακόμα μία φορά τον, αμιγώς, κοινωνικό της χαρακτήρα και προσανατολισμό, δημοσιεύει συγγραφικό Έργο μυθιστορηματικού χαρακτήρα για την τρίτη ηλικία και όχι μόνο.

Το εν λόγω πολυσέλιδο πνευματικό έργο φέρει τον τίτλο «Το φάρμακο της μοναξιάς» και την υπογραφή του Κοινωνικού Λειτουργού κ. Γιώργου Σαριδάκη και πραγματεύεται την αλληλεγγύη και τη στήριξη απέναντι σε ηλικιωμένα άτομα, ενώ αποτυπώνεται – τεχνηέντως – ο θεάρεστος  και ουσιαστικός τρόπος που η ειλικρινής σχέση και ο αλληλοσεβασμός μεταξύ διαφορετικών γενεών είναι δυνατόν να επιφέρει θαυμαστά αποτελέσματα με έντονο τον χαρακτήρα της συναισθηματικής προσφοράς και προσωπικής αλληλεπίδρασης.

Το φάρμακο της μοναξιάς

Μια ιστορία μυθοπλασίας για την αλληλεγγύη και τη στήριξη προς τους ανθρώπους τρίτης ηλικίας

Επί της Ανθέων

Δεκέμβρης μήνας και o χειμώνας στα πάνω του, με το κρύο να είναι τόσο δυνατό που – όχι άδικα – έμοιαζε κοφτερό σπαθί που διαπερνά το ανθρώπινο σώμα, αφήνοντας την ανάσα παγωμένη. Η πόλη του Ηρακλείου άρχιζε σιγά σιγά να προβάρει τα γιορτινά της ντυσίματα, σαν τις καλές νοικοκυρές που στην αλλαγή εποχής ανοίγουν τις ντουλάπες και βγάζουν τα κατάλληλα και ταιριαστά ρούχα.

   Οι άνθρωποι αλαφιασμένοι έτρεχαν πέρα δώθε μήπως προκάμουν να κλείσουν ανοιχτούς λογαριασμούς, λες και θα ’ρχόταν το τέλος του κόσμου και δεν θα ’χαν την ευκαιρία να ξετελέψουν με χρέη παλιά που βάραιναν το μυαλό και πιότερο την ψυχή τους.

   Στο μικρό φαρμακείο επί της οδού Ανθέων, τα πράγματα κυλούσαν όπως τις προηγούμενες μέρες. Άτομα ταλαιπωρημένα περνούσαν την είσοδο, για την εξασφάλιση της ξέχωρης ουσίας που θα γινόταν ο εχθρός της αρρώστιας τους. Άνθρωποι διαφορετικοί στην ηλικία και την εμφάνιση, με κοινό στοιχείο την προσμονή του γιατρικού στο πρόβλημα τους.

Ήταν ένα οικογενειακό κατάστημα στο όνομα της κυρίας Στέλλας, παλιάς φαρμακοποιού της πόλης. Αξιοπρεπής και έντιμη επιστήμονας! Κανείς δεν τολμούσε να προσάψει το παραμικρό αρνητικό ή να σκεφτεί κακό λόγο για εκείνη. Εικοσιοκτώ χρόνια μετρούσε στην περιοχή και οι σχέσεις της άψογες με όλους.

Τελευταία, μετά το 2010, την εξυπηρέτηση του κοινού ανέλαβαν – σταθερά – οι δύο κόρες, η Κλαίρη και η Σοφία. Η κυρία Στέλλα έπαιρνε θέση μονάχα όπου έκρινε απαραίτητη την παρέμβαση της. Προτιμούσε ν’ αφήνει χώρο και ελευθερία στις μικρότερες. 

   Αποφάσισαν από νωρίς ν’ ακολουθήσουν τα χνάρια της μητέρας στα επαγγελματικά και να σπουδάσουν αυτήν την επιστήμη. Από παιδιάπερνούσαν πολλές ώρες στο φαρμακείο και δέθηκαν πολύ με τον χώρο και το αντικείμενο.

   Η Κλαίρη, γύρω στα τριανταπέντε. Σαν την έβλεπες, την έκανες και δέκα χρόνια νεότερη. Μελαχρινή, λεπτοκαμωμένη, με σπάνια ομορφιά. Άνθρωπος χαρισματικός, που ενέπνεε εμπιστοσύνη στους άλλους. Ο τρόπος ομιλίας, το ηχόχρωμα φωνής, μα και το στήσιμο του σώματος δημιουργούσαν ένα κλίμα ασφάλειας και υπευθυνότητας.

   Παντρεύτηκε μικρή, πριν τελειώσει τη σχολή. Μητέρα δύο κοριτσιών! Τα χρόνια τους δεκαεπτά και εννιά ετών, αντίστοιχα. Με την πρώτη (μαθήτρια λυκείου πια) σαν στέκονταν κοντά, έμοιαζαν περισσότερο φίλες παρά μάνα με κόρη.

   Η μεγαλύτερη ευθύνη και υποχρέωση της σωστής λειτουργίας του καταστήματος, βάραιναν την ίδια. Η πολύχρονη ενασχόληση με  την φαρμακευτική και η εξοικείωση με τα διάφορα θέματα συνέβαλαν αρκετά στην ανάληψη του συντονιστικού ρόλου.

   Δεν παραπονιόταν ποτέ! Ελάχιστες φορές έλειπε το χαμόγελο από τα χείλη της. Σωστή και τυπική επαγγελματίας. Κάθε που περνούσε την πόρτα του καταστήματος, άφηνε έξω όλα τα δικά της και αφιερωνόταν ολοκληρωτικά στο πόστο της και τις κρίσιμες αποφάσεις.

   Οι ικανότητες της στην οργάνωση της εργασίας ζηλευτές! Εφάρμοζε πιστά το γνωμικό «των παλιών»: όταν κάτι μπορείς να το κάνεις σήμερα, μην το αφήνεις για αύριο. Ήταν αυστηρή στο κομμάτι αυτό και περισσότερο με τον εαυτό της.

   Επιπλέον, ανέλαβε την εκπαίδευση της εικοσιπεντάχρονης αδερφής της (που αποφοίτησε πρόσφατα), με σκοπό να βοηθήσει ώστε ν’ αντιληφθεί στην πράξη το νόημα και την αξία της δουλειάς.

   Υπήρχαν στιγμές που τα μαζεμένα ερωτήματα και οι απορίες της Σοφίας την κούραζαν, αλλά δεν το άφηνε να φανεί και διαρκώς την ενθάρρυνε. Την καταλάβαινε! Ενεργούσε με το πάθος της νιότης και σαν καινούρια ήθελε να ρουφήξει, με μιας, όλες τις γνώσεις γύρω από κείνο που σπούδασε και αγαπούσε. Ώρες ώρες της θύμιζε τον εαυτό της, όταν γύρευε τη μάθηση από τη μητέρα της.

    Η Σοφία τη σεβόταν και ακολουθούσε ακριβώς τις συμβουλές και όσα της ανέθετε να φέρει εις πέρας. Η αλήθεια είναι ότι την θαύμαζε και την είχε ως πρότυπο. Γνώριζε καλά, πως δίπλα στην αδερφή της μπορούσε να μάθει πολλά και να εξελιχθεί προς το καλύτερο.

    Τα άτομα που έμπαιναν, ως πελάτες, είχαν να το λένε για την καλοσυνάτη αντιμετώπιση, όπως και την λεπτομερή ανάλυση στις οδηγίες της εκάστοτε φαρμακευτικής αγωγής που συστήθηκε  από τον γιατρό τους.

   Η Κλαίρη, πολλά χρόνια στη θέση αυτή, έφτασε στο σημείο να γνωρίζει το ιστορικό του καθενός και ιδιαίτερα των τακτικών πελατών, κι έτσι η εξυπηρέτηση γινόταν άμεσα. Η οικειότητα μεταξύ τους, ήταν χαρακτηριστική! μέχρι και στο τηλέφωνο καλούσε ορισμένους (μεγάλους ηλικιακά) για υπενθύμιση του αναγκαίου φαρμάκου.

   Στην ώρα της εργασίας δεν απουσίαζαν και οι διάφορες φιλοφρονήσεις και κολακείες από τον κόσμο, γυναίκες και άνδρες, κατά την παραμονή τους στο κατάστημα. Δεν έδινε βάση σε αυτά, τα προσπερνούσε με ένα χαμόγελο, χωρίς καυχήματα και υπεροψία.

   Με συγκεκριμένους πελάτες, βέβαια, είχε δεθεί περισσότερο. Θες η εικόνα τους ή η ευγένεια στο λόγο, την έκαναν να αισθάνεται πιο κοντά τους. Ενδιαφερόταν ανελλιπώς, δείχνοντας συμπαράσταση σε δύσκολα θέματα που απασχολούσαν και βασάνιζαν τη σκέψη τους.

   Η Κλαίρη πίστευε στις ανθρώπινες σχέσεις και λιγότερο στα υλικά αγαθά. Όταν μπορούσε να βοηθήσει κάποιον, το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη και δίχως ανταλλάγματα.

   Δεν φανταζόταν πως αυτή η συμπάθεια που απλόχερα μοίραζε στον κόσμο, θα γινόταν – σύντομα – η αιτία να γραφτούν μέσα της τα πιο όμορφα και αληθινά συναισθήματα  που μπορεί να βιώσει άνθρωπος.

Ταραγμένη Δευτέρα

(12 Δεκεμβρίου 2011)

Ανάμεσα στους πολλούς που μπαινόβγαιναν στο κατάστημα και ο κυρ Γιάννης, ένας παππούς της περιοχής. Έμενε δυο τετράγωνα παρακάτω και ήταν συχνός επισκέπτης στο σημείο. Μια ανάσα από τα ενενήντα έτη και το σώμα του έδειχνε να διαμαρτύρεται από τα βάρη και την εξάντληση των χρόνων. Ευτυχώς, κρατούσε άφθαρτη την υπομονή και την αισιοδοξία, παρά τα προβλήματα υγείας.

   Η εικόνα του χαρακτηριστική! αργός βηματισμός, με ένα ξύλινο μπαστουνάκι να τον συντροφεύει σε κάθε κίνηση. Τι κι αν έχασε με τον καιρό το χρώμα του το ξύλινο αυτό στήριγμα, ο κυρ Γιάννης δεν το άλλαζε με δεύτερο. Το ’χε συνήθειο να δένεται με αντικείμενα που άλλοι τοποθετούσαν στο ντουλάπι της αχρηστίας. Στα δικά του μάτια, η αξία τους παρέμενε αναλλοίωτη.

Στο φαρμακείο πήγαινε τα πρωινά (σχεδόν καθημερινά) και καθόταν με τις ώρες. Του άρεσε πολύ το παρατήρημα στο έξω του καταστήματος. Κοιτούσε με προσήλωση τον κόσμο που έμπαινε κι έβγαινε στο σταθμό λεωφορείων, του ΚΤΕΛ, που ήταν κοντά. Ταξίδευε κι αυτός με τους επιβάτες.

   Η εικόνα αυτή, ξυπνούσε στο μυαλό μνήμες παλιές, από κείνο τον καιρό που ζούσε η γυναίκα του. Τότε, χαρούμενοι εξορμούσαν τα Σαββατοκύριακα στην ύπαιθρο ή σε  παραλίες της περιοχής. Παιδιά δεν είχαν ή μάλλον δεν πρόλαβαν ν’ αποκτήσουν. Η γυναίκα του, η κυρία Δήμητρα, χτυπήθηκε νωρίς από την επάρατη νόσο. Πάλεψε για χρόνια, μα δεν τα κατάφερε. Νικήθηκε!

   Ο κυρ Γιάννης δεν έλειψε στιγμή από δίπλα της, το διάστημα της δύσκολης μάχης. Στο πλευρό της μέχρι το τέλος, μέχρι την έσχατη – βαριά ανάσα ζωής.

   Και αργότερα, δεν έψαξε για άλλο ταίρι. Προτίμησε να ζει με την ανάμνηση του μόνου ανθρώπου που αγάπησε τόσο βαθιά, του ανθρώπου που στην φεύγα του κλείδωσε και η μεγάλη  πόρτα της καρδιάς. Πίστευε πως αν έπραττε αλλιώς, θα  λησμονούσε την αγαπημένη του σύντροφο, θα πρόδιδε τον εαυτό και τα συναισθήματα του.

Η Κλαίρη, τον εξυπηρετούσε πάντα με ευχάριστη διάθεση και τον καλωσόριζε με την αναφώνηση: «Τι θα θέλατε κύριε μου;».

   Ένιωθε ασφάλεια σα βρισκόταν στον χώρο αυτό. Ήξερε πως θα λάβει την σωστή καθοδήγηση και χωρίς να τον περιγελάσουν, επειδή ξεχνούσε και μπέρδευε τις ονομασίες των φαρμάκων.

   Έτυχε παλιότερα και μπήκε σ’ ένα άλλο κατάστημα και οι κοπέλες εκεί τον πήραν στο ψιλό, για την αδυναμία του αυτή στο ξεχώρισμα των φαρμάκων. Η στεναχώρια του δεν περιγράφεται. Ντράπηκε πολύ ή μάλλον τον έκαναν να ντραπεί. Δεν τους είπε κάτι, ούτε έδειξε την ενόχληση του. Δεν βαριέσαι! θα καταλάβουν με το πέρασμα του χρόνου σκέφτηκε και αποχώρησε, χωρίς να βρεθεί ξανά απέναντι τους.

   Η ηλικία των κοριτσιών εκείνων κοντά με τα χρόνια των δυο αδερφών, αλλά ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά δίχως κοινά σημεία για σύγκριση.

   «Σαν κι εσάς πουθενά!». 

   Αυτή ήταν η φράση που έβαζε τακτικά στις κουβέντες που άνοιγε, θέλοντας να φανερώσει το ξεχώρισμα της Κλαίρης και της Σοφίαςαπό άλλα πρόσωπα.

Εκείνο το πρωί του Δεκέμβρη, Δευτέρα μέρα, ο κυρ Γιάννης δεν φάνηκε από το φαρμακείο. Η Κλαίρη έψαχνε, διαρκώς, να εντοπίσει τη φιγούρα του καθώς εξυπηρετούσε τους υπόλοιπους αλλά μάταια. Σαν περνούσε η ώρα και κόντευε το κλείσιμο, η ανησυχία της γινόταν μεγαλύτερη.

   «Τι να έγινε ο κυρ Γιάννης σήμερα», μονολογούσε σαστισμένη. 

   Δίχως μεγαλύτερο πάλεμα στη σκέψη, πήρε την απόφαση να τον καλέσει στον αριθμό του σταθερού. Κινητό τηλέφωνο δεν είχε! η όραση του ήταν μειωμένη και αδυνατούσε στο χειρισμό, υστερούσε κιόλας στις γνώσεις της νέας τεχνολογίας.

   Άφησε την κλήση να εξελιχθεί μέχρι τέλους και, αργότερα, επιχείρησε δεύτερη και τρίτη φορά, χωρίς ανταπόκριση από την άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής.

    «Σοφία, θα αναλάβεις σε παρακαλώ το κλείσιμο; Θα πάω από το σπίτι του κυρ Γιάννη. Δεν φάνηκε σήμερα και καταλαβαίνεις».

   «Κανένα πρόβλημα, βεβαίως! Πήγαινε και θα περιμένω νεότερα».

   «Δεν θα αργήσω!»

   Τον είχε έγνοια μεγάλη η Κλαίρη.  Όχι από λύπη, οίκτο ή συμφέρον, τίποτα τέτοιο. Από αληθινό και ανθρώπινο ενδιαφέρον.

Την διεύθυνση την γνώριζε. Στο παρελθόν χρειάστηκε να του παραδώσει  φάρμακα, όταν κρυολόγησε και δεν μπορούσε να βγει. Τώρα όμως, δεν ήταν άρρωστος, αν εξαιρέσουμε τα γενικά προβλήματα που εμφάνιζε. Αυτό και μόνοέφτανε, ώστε να γιγαντωθούν οι περίεργες ιδέες στο μυαλό της.

   Τα πλασμένα σενάρια του νου έδιναν και έπαιρναν καθώς προχωρούσε  στην οδό Αρσινόης, που θα την έβγαζε στην μικρή μονοκατοικία του κυρ Γιάννη.

   Ένα σπίτι ισόγειο, με αυλή και ολόγυρα γλάστρες, μάλλον για να θυμίζει χωριό. Ήταν λες και το ξέχασε ο χρόνος επίτηδες, κάνοντας τη διαφορά ανάμεσα στα νεόδμητα που υψωνόταν τριγύρω.

   Δεν κατάλαβε – ούτε η ίδια – πότε βρέθηκε απέξω. Νωρίτερα, σε ένα στενό δρομάκι την πήραν στο κυνήγι κάτι αδέσποτα, μα από τη βιασύνη δεν λογάριασε φόβο ή κίνδυνο. Κι εκείνα, πάντως, δεν έδειχναν πρόθεση να την πειράξουν. Απλά την ακολουθούσαν διακριτικά, όπως κάνει η συνοδεία στα επίσημα πρόσωπα.

   Πλησίασε την κεντρική πόρτα του σπιτιού, λέγοντας δυνατά το όνομα του ηλικιωμένου. Δεν πήρε απάντηση στο ερώτημα της και επανέλαβε την διαδικασία της ειδοποίησης με μεγαλύτερη ένταση. Ξαφνικά! ένας ήχος διακοπτόμενου αγκομαχητού έφτασε στα αυτιά της. 

   «Κυρ Γιάννη, η Κλαίρη είμαι, από το φαρμακείο! Είστε καλά;».

   Στα χείλη της το ίδιο ερώτημα ξανά και ξανά, με τον τρόμο να πολιορκεί τη μιλιά της και να χαλάει το διαφέντεμα της ψυχραιμίας.

   Αφού, και πάλι, δεν έλαβε καθαρή απάντηση στα καλέσματα της, πήρε να κάνει τον κύκλο του σπιτιού, μήπως βρει τίποτα βοηθητικό στην κατάσταση.

   Στην πίσω όψη, ένα παράθυρο χαμηλό την έκανε ν’ αναθαρρήσει. Το κοίταγμα, στο εσωτερικό, από την μικρή χαραμάδα που άφηνε η σκούρα παλιακή κουρτίνα, επιβεβαίωσε τις δυσάρεστες σκέψεις. Αντίκρισε τον κυρ Γιάννη στο πάτωμα. Με το ένα χέρι πάλευε να στηρίξει το σώμα και με το άλλο να πιαστεί στο ξύλινο πόδι του κρεβατιού.

   «Κυρ Γιάννη μη φοβάστε, όλα θα πάνε καλά!».

   Ύψωσε τον τόνο της φωνής να τον καθησυχάσει, ενώ χτύπησε ταυτόχρονα το τζάμι, με σκοπό να τραβήξει την προσοχή του. 

   Δεν σκέφτηκε ούτε λεπτό να καλέσει βοήθεια. Έτσι έπραττε και στην προσωπική της ζωή. Αντιμετώπιζε τις δυσκολίες μονάχη, χωρίς να επιβαρύνει ή να προκαλεί ανησυχία στους άλλους. Περήφανος άνθρωπος και θαρραλέος! 

    Το μάτι της έπεσε σ’ ένα μικρό σκαλιστήρι, που μάλλον χρησίμευε στην περιποίηση του λουλουδιασμένου χώρου και στην ειδική φροντίδα που, σίγουρα, χρειαζόταν οι αμέτρητες γλάστρες. Το άρπαξε με δύναμη και άρχισε να πιέζει το παράθυρο προς τα μέσα. Ευτυχώς! τα πατζούρια βρέθηκαν ανοιχτά.

   Τελικά, κατάφερε να το παραβιάσει! Το ξύλινο πλαίσιο που κύκλωνε το τζάμι δεν έδειχνε να προβάλλει ισχυρή αντίσταση στις πιέσεις της νεαρής κοπέλας. Τα πολλά χρόνια που μετρούσε και τα στοιχεία του καιρού, αποδυνάμωσαν κάθε ισχύ και ασφάλεια του συγκεκριμένου προστατευτικού.

   Άρπαξε μια καρέκλα που βρήκε μπροστά και απέκτησε καλύτερη πρόσβαση. Όταν  μπήκε, πια, στο δωμάτιο, η ανακούφιση επέστρεψε στο πρόσωπο της. Τόση ένταση και αγωνία που προηγήθηκε.

   «Ελάτε να σας σηκώσω. Να κάτσουμε στο κρεβάτι».

   Ένα λαχανιασμένο ευχαριστώ, ακούστηκε από τον παππού. Δεν ήταν απλά μια ευχαριστία. Έμοιαζε περισσότερο με φράση ευγνωμοσύνης, βγαλμένης από τα βάθη της ψυχής.

   Τον έβαλε να ξαπλώσει, κι έπειτα ερεύνησε με προσοχή το σώμα του, για τυχόν τραυματισμούς. Διέκρινε σπασμούς, μάλλον απ’ το φόβο του ατυχήματος.

   «Πονάτε κάπου;».

   «Ναι Κλαίρη παιδί μου, στο πόδι κοντά στο γόνατο, νιώθω έναν περίεργο πόνο. Πιστεύω θα περάσει. Τι να πω;».

   Την ίδια στιγμή, σήκωσε το ύφασμα του φαρδιού παντελονιού και κάρφωσε τα μάτια της στο σημείο. Δεν βρήκε σημάδι ή τραύμα που να φανερώνει ανοιχτή πληγή.

   Τηλεφώνησε στην Σοφία, η οποία ασφάλισε το κατάστημα και την περίμενε στον εξωτερικό χώρο. Την ενημέρωσε σχετικά με το θέμα και της ζήτησε να ετοιμάσει κάποια φάρμακα κατάλληλα για την περίσταση. Ένα σπρέι και μια ειδική κρέμα. 

   Ανέβηκε τρέχοντας, πήρε τα σκευάσματα, μαζί και το αυτοκίνητο.

   «Σοφία, επειδή όπως φαίνεται θα καθυστερήσω, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον άντρα μου. Αν μπορεί, να πάρει την μικρή από το ολοήμερο. Πες μου μετά τι έγινε…»

   «Μην σε αγχώνει αυτό, θα τον ειδοποιήσω για το θέμα που προέκυψε και την μικρή θα περάσω εγώ να την πάρω. Έτσι κι αλλιώς, στο δρόμο μου είναι το σχολείο της».

   «Σοφία, σίγουρα; Δεν θέλω να σε υποχρεώσω!».

   «Πήγαινε στον παππού, μην αργείς! τα υπόλοιπα άστα πάνω μου».

   «Εντάξει, σ’ ευχαριστώ εεε!».

   «Τίποτα, άντε φύγε!».

   Πρώτη φορά η Σοφία έβλεπε την αδερφή της τόσο αναστατωμένη. Ακόμα και τα χέρια της έτρεμαν όταν έκανε την κίνηση να πιάσει τα πράγματα.

   Επέστρεψε πίσω αλαφιασμένη και κίνησε προς το μέρος που κείτονταν ο ηλικιωμένος.  

   «Κυρ Γιάννη, θα σας βάλω αυτά εδώ να διώξουμε τον πόνο και μετά θα βοηθήσω να ετοιμαστείτε να επισκεφτούμε το εφημερεύον νοσοκομείο».

   «Κλαίρη, τι είναι αυτά! ήδη έχεις κάνει αρκετά. Δεν χρειάζομαι νοσοκομείο».

   «Καλά, πως το λέτε με τέτοια βεβαιότητα αυτό! Προηγουμένως, είπατε ότι πονάτε πολύ, έτσι δεν είναι;».

   «Μα Κλαίρη, δεν είναι σωστό! Πήγαινε στο σπίτι και τα παιδιά σου. Εγώ θα είμαι εντάξει, με όλα αυτά τα γιατρικά που μου έβαλες στο πόδι».

   «Λοιπόν, τέλος η συζήτηση. Θα πάμε στο νοσοκομείο και μακάρι να μην είναι κάτι σημαντικό και να μας διώξουν αμέσως».

  «Όμως…».

   «Δεν ακούω κουβέντα, δεν υπάρχει κανένα όμως. Πείτε ότι πάμε μια απογευματινή βόλτα παρέα».

   «Εντάξει εντάξει! Απ’ ότι καταλαβαίνω δεν γίνεται να σου αλλάξω γνώμη. Εσείς οι γυναίκες έχετε γινάτι. Αν μπει κάτι στο μυαλό σας, πρέπει να γίνει».

   «Έμ Κυρ Γιάννη, με γυναίκα μπλέξατε και φαρμακοποιό κιόλας, δεν γίνεται να ξεφύγετε εύκολα».

   Ξέσπασαν στα γέλια, ενώ άρχισαν και την ετοιμασία για την μετακίνηση.           

   Στο νοσοκομείο, ο χρόνος αναμονής μεγάλος, αλλά η Κλαίρη δεν έδειχνε ενόχληση. Στο πρόσωπο της μαζεμένα τα στοιχεία της υπομονής και της ηρεμίας. Δεν έκανε χρήση ούτε της ιδιότητας της ως φαρμακοποιού, ούτε στο όνομα του πατέρα της αναφέρθηκε, που στο παρελθόν κατείχε υπεύθυνη θέση στο νοσοκομείο. Κρατούσε αποστάσεις από την αλαζονεία και ενεργούσε με προσοχή, μην αδικηθεί κάποιος άθελα της.

    Με την ολοκλήρωση των εξετάσεων – όπου δεν διέγνωσαν κάτι σημαντικό – ο γιατρός συνέστησε ξεκούραση και παραμονή στο σπίτι για μερικές μέρες. Έδωσε και συγχαρητήρια στην Κλαίρη, για την περιποίηση στο σημείο. Η ίδια, ανταποκρίθηκε με ένα συγκαταβατικό νεύμα στα εύσημα του γιατρού. Δεν ήταν στον χαρακτήρα της να γίνεται το επίκεντρο. Εξάλλου, δεν πίστευε ότι έπραξε κάτι διαφορετικό πέρα από τα αυτονόητα.

   «Κυρ Γιάννη, αισθάνεστε καλύτερα;».

   «Ναι Κλαίρη μου. Μετά την ένεση που μου έκαναν, δεν νιώθω τον πόνο που νωρίτερα με βάραινε».

   «Όσο περνάει η ώρα θα δείτε πως θα είναι εντάξει τα πράγματα. Σταθήκατε τυχερός, δεν χτυπήσατε σοβαρά από το ατύχημα».

   «Ναι, ο Θεός με λυπήθηκε, και με προστάτευσε από τα χειρότερα. Πως θα τα κατάφερνα ολομόναχος;».

   «Μην λέτε τέτοια τώρα. Όλα πήγαν καλά, αυτό μετράει. Και μην πείτε ξανά πως είστε μόνος σας. Εμείς δεν μετράμε, δηλαδή!».

   Άλλαξε το ύφος της, για να του δώσει να καταλάβει πως θίχτηκε και ότι πρέπει να την θεωρεί δικό του άνθρωπο. 

   «Να με συμπαθάς παιδί μου, για το λόγο μου. Από συνήθειο βγήκε. Αν μετράτε λέει, μόνο η ψυχή μου το ξέρει».

   Έπιασε το τρεμάμενο και κουρασμένο χέρι του παππού και προχώρησαν βήμα βήμα στην έξοδο. Το αυτοκίνητο βρισκόταν κοντά.  Με το φως της μέρας πήγαν, με το σκοτάδι της νύχτας έφυγαν.

Σαν γύρισαν πίσω, τον στήριξε με το σώμα της, πάλι, στο κατέβασμα και το έμπα του σπιτιού. Σκαλοπάτια δεν υπήρχαν να τους δυσκολεύουν και περπάτησαν ανεμπόδιστα στον προορισμό τους.

   «Κυρ Γιάννη με το δεξί, με το δεξί!».

   Επίτηδες το γύρισε στο αστείο. Τον είδε που μαζεύτηκε και θέλησε να του φτιάξει τη διάθεση.

   «Σπίτι μου σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου. Σαν το σπίτι σου, δεν υπάρχει».

   Η απόκριση του χρωματισμένη με χαμόγελο, για να λάβει ενεργή συμμετοχή στην ωραία προσπάθεια της Κλαίρης να δημιουργήσει χαρούμενο κλίμα.

   Τον βοήθησε να καθίσει και παρέμεινε λίγο ακόμη.

   «Λοιπόν, πηγαίνω εγώ. Αν χρειαστείτε κάτι, το τηλέφωνο μου το έχετε. Μη διστάσετε να καλέστε ό,τι ώρα κι αν είναι. Βάλτε το σημειωματάριο σας στο κομοδίνο, να βρείτε πιο εύκολα τον αριθμό».

   Δεν το ανέφερε, αλλά θυμόταν τον αριθμό τηλεφώνου της Κλαίρης, χωρίς βοήθεια από τα γραμμένα χαρτιά στο κιτρινισμένο τετράδιο.

   «Κι από αύριο, όπως πρόσταξε ο γιατρός. Ανάπαυση και ηρεμία. Δεν το ξεχνάμε αυτό. Εντάξει;».

   «Μην ανησυχείς παιδί μου. Θα γίνει όπως πρέπει. Ο Θεός να δίνει δύναμη και υγεία σε σένα και την οικογένεια σου. Ευχαριστώ πολύ για όλα!».

    Φάνηκε να συμφωνεί στις προσταγές για ξεκούραση, αν και μέσα του ήταν αντίθετος. Δεν του άρεσε να κλείνεται σε τέσσερις τοίχους.

   Μια φορά το προσπάθησε να μείνει σπίτι λόγω βαρυχειμωνιάς και την τρίτη ημέρα άρχισε να μιλάει μόνος του. Κόντεψε να τρελαθεί!

    Από τώρα σκεφτόταν πως θα περάσουν οι μέρες αυτές, του περιορισμού και της αναγκαστικής στέρησης εξόδου στον κόσμο.  

   Στο διάστημα αυτό, η Κλαίρη ρύθμισε το πρόγραμμα της ώστε να μένει χρόνος για πέρασμα από τον κυρ Γιάννη. Δεν υπήρξε μέρα να μην βεβαιωθεί αν χρειάζεται κάτι ή να του αφήσει φρέσκο φαγητό που κρατούσε το πρωί. Μαγείρευε – πάντα – το προηγούμενο βράδυ για να υπάρχει φαγητό την αυριανή, με το σχόλασμα της οικογένειας. Τα έτοιμα πακέτα ή τις παραγγελίες, τα προτιμούσε σε έκτακτες περιπτώσεις.

   «Σήμερα κυρ Γιάννη, έφερα το αγαπημένο σας. Γεμιστά με κιμά».

   Η Κλαίρη θυμόταν την προτίμηση του παππού. Τον άκουσε μια μέρα που το κουβέντιαζε στο φαρμακείο με έναν άλλο πελάτη της ηλικίας του, που έτυχε να συναντηθούν στο χώρο. Ακόμη, ήταν το αγαπημένο της μικρότερης κόρης της, κι έτσι της είχε μείνει στην μνήμη.

   «Παιδί μου! Αχ και να ’ξερες τι μου θύμισες τώρα με το φαγητό αυτό».

   «Φαντάζομαι, τη συγχωρεμένη τη γυναίκα σας, που σίγουρα θα της το ζητούσατε συχνά, αφού σας αρέσει τόσο!».

   «Όχι, πέρα από αυτό που σωστά σκέφτηκες, με πήγες πιο πολλά χρόνια πίσω».

   «Ήμουν πιτσιρικάς τότες, με τα κοντά μου παντελονάκια και τα λαστιχένια σανδάλια στα πόδια.Είχαμε συνήθεια τα παιδιά της γειτονιάς, να παίζουμε σε ένα χωράφι, κάτι σαν αλάνα ένα πράγμα. Μια μέρα, καθώς κλωτσούσαμε μια πετρούλα με σκοπό να την φτάσουμε όσο γίνεται μακρύτερα, χτύπησα άσχημα στο πόδι. Το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού έγινε μπλε χρώμα, εντελώς».

   «Κατάλαβα, πρέπει να πονέσατε πολύ;».

   «Πολύ δεν λες τίποτα Κλαίρη μου. Δεν μπορούσα να πατήσω το πόδι μου. Τρία από τα μέλη της παρέας, με πήραν στα χέρια – σηκωτό ολότελα – και με μετέφεραν στο σπίτι».

   «Κάτι σαν διασώστες δηλαδή κυρ Γιάννη!».

   «Ναι ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι. Στη διαδρομή, μας κοιτούσαν όλοι και έτρεχαν να μάθουν τι έγινε».

   «Η μητέρα, πήρε είδηση από τη βεράντα του σπιτιού την οχλαγωγία και βγήκε έντρομη στην πόρτα, να παραλάβει τον τραυματία πολέμου».    

   «Εγώ, μετά που έφυγαν οι φίλοι μου, δεν σταματούσα το κλάμα και το παράπονο. Νωρίτερα ήμουν συγκρατημένος, μην φανεί ότι φοβήθηκα. Έσφιγγα τα δόντια, μη φύγει καμιά κραυγή και εκτεθώ στα μάτια τους».

   «Κυρ Γιάννη κυρ Γιάννη, περήφανος από τότε!».

   «Η καημένη η μητέρα μου, αφού φρόντισε το τραύμα με γιατρικά της εποχής, καλή ώρα όπως έκανες εσύ τις προάλλες, μου ανακοίνωσε ότι θα φτιάξει γεμιστά που μου άρεσαν. Θα άφηνε στην άκρη το άλλο φαγητό που ετοίμαζε, και θα έμπαινε σε νέο κόπο.Αμέσως, ένιωσα τον πόνο να απαλύνει κάπως. Θες τα μαντζούνια έκαναν τη δουλειά τους, θες η μεγάλη πεθυμιά για τα γεμιστά, δεν γνωρίζω».

  «Αρκετά συγκινητικό και όμορφο αυτό κυρ Γιάννη. Η μητέρα σας πρέπει να ήταν καλός άνθρωπος».

  «Το καλός είναι λίγο για να περιγράψει τη γενναιοδωρία της. Τον πατέρα τον χάσαμε νωρίς, κι έμεινε μόνη να μεγαλώνει τέσσερα παιδιά. Δεν το έβαλε κάτω ποτέ! Αγωνίστηκε σαν άντρας, και με αξιοπρέπεια. Εγώ ήμουν ο μικρότερος, και μου είχε αδυναμία. Το έβλεπα, αν και το έκανε με προσοχή, μην το καταλάβουν τα αδέρφια μου».

   «Κυρ Γιάννη, ελπίζω τότε να τα πέτυχα και να πλησιάσουν τη νοστιμάδα εκείνου του φαγητού που λησμονάτε».

   «Μην φοβάσαι Κλαίρη μου, θα είναι σίγουρα νόστιμα. Το ξέρω πριν δοκιμάσω καν».

   «Ευχαριστώ κυρ Γιάννη! Πάντα με τον καλό σας λόγο».

   «Μα είδες Κλαίρη, κάτι πράγματα που συμβαίνουν και μας ταξιδεύουν χρόνια πίσω».

   «Δεν πειράζει, άμα γίνεται για ωραίες στιγμές, ας επιστρέφουμε στο  παρελθόν πιο τακτικά και να γεμίζουμε δύναμη».

«Όπως ακριβώς το λες Κλαίρη μου. Έχεις απόλυτο δίκιο!».

   Η Κλαίρη κάθισε κι αυτή στο τραπέζι, κάνοντας παρέα στον κυρ Γιάννη την ώρα του φαγητού. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τον κάνει να αισθανθεί άσχημα, έστω άθελα της.

   «Κλαίρη, δεν έχω λόγια πλέον. Όσα ευχαριστώ και να ξεστομίσω δεν θα είναι αρκετά,  να καλύψουν όλα τα μεγάλα και σημαντικά που κάνεις για μένα».

«Κυρ Γιάννη, τα έχουμε πει αυτά.Μην τα ξαναλέμε! Δεν χρειάζεται να ευχαριστείτε για κάτι. Εμείς σας θέλουμε γερό και χαρούμενο».   

   Ο κυρ Γιάννης παραπονιόταν, συνεχώς, που άφηνε τις δουλειές της και έμπαινε στον κόπο, μα εκείνη τον μάλωνε στο άνοιγμα τέτοιας συζήτησης. 

   Γι’ αυτήν δεν αποτελούσε επιβάρυνση. Θεωρούσε πολύτιμο τον χρόνο που αφιέρωνε στον συμπαθή ηλικιωμένο.

   Ίσως και να της θύμιζε τον δικό της παππού στο χωριό, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν πολλά. Δεν ξεχνούσε, ποτέ, τις ωραίες και γεμάτες νόημα συμβουλές του. Σαν θες να φτάσεις στο «Ω» έλεγε, να ξέρεις πως πρέπει να περάσεις από το «Χ» και το «Ψ», εννοώντας τα σταθερά και συγκροτημένα βήματα που χρειάζεται να τραβάς στο δύσκολο μονοπάτι της ζωής.

   Ντόμπρος άνθρωπος και ευθύς. Όταν ήθελε να σου πει κάτι, στο έλεγε χωρίς γαλιφιές και πλάγιους τρόπους. Αρκετά στοιχεία στο χαρακτήρα της Κλαίρης, παρέπεμπαν στο πρόσωπο του παππού της.

Γιορτινό χρέος

Παραμονή Χριστουγέννων, και ο κυρ Γιάννης ανάρρωσε πλήρως. Ξεκίνησε νωρίς γιατη γνωστή βόλτα στο φαρμακείο. Μια εβδομάδα και κάτι έλειψε από τον έξω κόσμο, μα σαν αίσθηση έμοιαζε να πέρασε αιώνας ολόκληρος.

   Στην διαδρομή, χαιρετούσε με πάθος τους ανθρώπους της γειτονιάς και τους καταστηματάρχες, όπως ακριβώς κάνουν όσοι λείπουν στο εξωτερικό και επιστρέφουν στην πατρίδα μετά από χρόνια. Τον ήξεραν όλοι στην περιοχή και τον συμπαθούσαν πολύ. Η ευγένεια και η πραότητα στον χαρακτήρα του, τον έκαναν αγαπητό.

Μπαίνοντας στο φαρμακείο, πήρε τέτοιο ύφος λες και με τρόπο μαγικό έφυγαν τα χρόνια που τον βάραιναν και ξανάγινε νιός. 

   «Καλημέρα κορίτσια μου, τι κάνετε;».

   Η φωνή του βροντερή, θέλοντας να δείξει ότι συνήλθε εντελώς και, πλέον, είναι δυνατός στην υγεία του. 

   «Καλώς τον κύριο Γιάννη μας, καλώς τον!».

   Οι δυο αδερφές ανταπάντησαν στο χαιρετισμό, με τις φωνές τους να ενώνονται σε μία, υποδηλώνοντας το μέγεθος της χαράς που κατέκλυσε το χώρο. Το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Κλαίρης, κάνοντας την ακόμα πιο όμορφη και γλυκιά.

   Η Σοφία,με γοργό βηματισμό κατευθύνθηκε στον πίσω χώρο του καταστήματος. Στον γυρισμό, κρατούσε ένα κουτί (γεμάτο) γλυκίσματα και καλούδια των ημερών. Ανάμεικτα: μελομακάρονα και κουραμπιέδες.

   «Κυρ Γιάννη, δοκιμάστε και από τα δύο!».

   Η καλοσύνη στον λόγο και τον τρόπο της, φάνηκε να δίνουν άλλη διάσταση σ’ αυτό το κέρασμα.

   «Δεν ξέρω παιδί μου, περίμενε να ρωτήσουμε την Κλαίρη, μήπως δεν κάνει, γι’ αυτή την καταραμένη την χοληστερίνη που με έβαλε στο στόχο, κι αυτά πως τα λένε… τα τρικλικερίδια».

   «Για σήμερα επιτρέπεται, με μέτρο  πάντα!».

Η επισήμανση της με ύφος αυστηρό. Όχι αυτό της απαγόρευσης. Κοντύτερα στη στάση ευθύνης και προστασίας για τον άλλον.

  «Ωραία ωραία! Τότε κορίτσια, σήμερα πρέπει να είναι η τυχερή μου μέρα. Ελευθερώθηκα από τον εγκλεισμό στο σπίτι και θα ευχαριστηθώ και όλα αυτά τα καλούδια. Ποιος θα μου το έλεγε».

   «Κυρ Γιάννη, όπως σας είπα και πριν, πάρτε όσα θέλετε. Τώρα που δόθηκε και η άδεια από την επιβλέπουσα σας».

   «Ναι Σοφία κορίτσι μου, μην σε νοιάζει. Άμα αφήσεις το κουτί σε κοντινή απόσταση, σε λίγο θα μείνουν τα μισά».

   «Κυρ Γιάννη, είπαμε με μέτρο! Κι εσύ Σοφία, μην του δίνεις θάρρος, για το καλό του το λέω».

   «Εντάξει εντάξει! Λοιπόν κυρ Γιάννη, σας βάζω σε ένα χαρτί μόλις τρία, δηλαδή ένα από κάθε είδος κι ένα επιπλέον, και κλείσαμε το παζάρεμα. Μην πάρουμε κι άλλη παρατήρηση».

   Παρέμεινε αρκετά στο κατάστημα, περισσότερο από άλλες φορές. Μάλλον ήθελε ν’ αναπληρώσει τον χρόνο που έχασε. Όλο έκανε την κίνηση να σηκωθεί για το φευγιό, μα πάλι το μετάνιωνε και ανασκουμπωνόταν στο κάθισμα του.

   Παρατηρούσε την Κλαίρη που ακούραστα έδινε τον εαυτό της στην εξυπηρέτηση των ασθενών.Ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν είχαν απορίες ή έστω έναν προβληματισμό για το φάρμακο τους. Άλλοι άνοιγαν κουβέντα και για προσωπικά ή οικογενειακά τους θέματα. Ποτέ δεν έτυχε να θυμώσει ή να πικράνει κάποιον. Αποκρινόταν ευχάριστα και υποστηρικτικά σε κάθε συνομιλητή και πελάτη.

   Ο κυρ Γιάννης, αυτήκοος μάρτυρας σε εκατοντάδες ιστορίες. Όλες γεμάτες θλίψη και ταλαιπωρία. Δεν σχολίαζε όσα άκουγε, μα συμπονούσε κρυφά με τον δικό του τρόπο.

   Κάποτε, έτυχε να βρεθεί εκεί όταν μια γυναίκα, σε απόγνωση, εξιστορούσε το πρόβλημα υγείας του εξάχρονου γιου της. Μιλούσε με την Κλαίρη, και τα δάκρυα της,  σταγόνες αλμύρας και πόνου, έβρεχαν το γυαλισμένο πάτωμα χωρίς σταματημό.

   «Οι γιατροί εδώ, δεν μας έδωσαν πολλές ελπίδες. Έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους. Μόνο στο εξωτερικό μπορεί να γίνει κάτι, χωρίς να είναι πάλι σίγουρο. Τα λεφτά πολλά και που να βρεθούν για την θεραπεία στην ειδική κλινικήτου εξωτερικού. Δεν ξέρω τι να κάνω, νιώθω να βρίσκομαι στη μέση μιας θάλασσας που κοντεύει να με πνίξει! Πως θα αντέξω;».

   Η Κλαίρη βγήκε από τον πάγκο του φαρμακείου, την πήρε απ’ το χέρι και κάθισαν στον μαύρο δερμάτινο καναπέ που χρησίμευε στην αναμονή των πελατών. Όση ώρα κουβέντιαζαν, η Σοφία ανέλαβε τον κόσμο.

   Δεν ήταν μια συζήτηση τυπική, αλλά με νόημα και αξία. Για θέματα ζωής και αλήθειας. Σίγουρα, δεν λύθηκαν τα ζητήματα! μα δόθηκε μια συμβουλή, μια στήριξη, μια ελπίδα.

Δέκα λεπτά πριν το τελείωμα του ωραρίου, έλαβε την απόφαση και στάθηκε όρθιος. Χαιρέτισε, ευχήθηκε θερμά για τη μεγάλη γιορτή της αυριανής μέρας και τράβηξε το δρόμο της επιστροφής.

   Με την αποχώρηση του κυρ Γιάννη, η Κλαίρη έδειχνε φανερά προβληματισμένη. Το βλέμμα της έμοιαζε βαρύ και θλιμμένο. Η αδερφή της  χωρίς να χάνει χρόνο, αποφάσισε να της κάνει σχετική κουβέντα. 

   «Κλαίρη, τι έπαθες και συννέφιασες;».

   «Να μωρέ, σκέφτομαι ότι αύριο που είναι Χριστούγεννα και οι περισσότεροι θα έχουν κοντά τους δικούς τους ανθρώπους, ο κυρ Γιάννης θα είναι ολομόναχος. Και πραγματικά, για όσους δεν έχουν παρέα ή οικογένεια, ειδικά αυτή η μέρα γίνεται πολύ δύσκολη».

   «Μα καλά, δεν υπάρχει κανένας συγγενής;». 

   «Σοφία, παιδιά όπως γνωρίζεις δεν έχει, μόνο κάτι ανίψια που αφού τους έγραψε ένα μικρό σπίτι στο χωριό και μερικά χωράφια από την περιουσία του, δεν φάνηκαν ούτε για τυπική επίσκεψη».

   «Κρίμα! είναι τόσο καλός ο καημένος. Πως μπορεί να συμβαίνει αυτό. Είναι άδικο, πολύ άδικο».

   Μια μικρή παύση ακολούθησε την φορτισμένη συναισθηματικά συζήτηση, ώσπου η Σοφία πρότεινε στην αδερφή της κάτι τόσο όμορφο και σπουδαίο που, αμέσως,  την ώθησε σε μια σφιχτή και παρατεταμένη αγκαλιά. Ήταν σύμφωνη με την σκέψη της και, ταυτόχρονα, αισθάνθηκε περηφάνια για εκείνην.

   Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Κλαίρη ένιωθε έτσι για την αδερφή της. Η Σοφία διακρίνονταν από ιδιαίτερη ευαισθησία για τους ανθρώπους που βρίσκονταν σε  ανάγκη. Δυο φορές, μέχρι τώρα, πρόσφερε μέρος από τα μαλλιά της, για παιδιά που χτυπήθηκαν απ’ τη δύσκολη αρρώστια. Στους μικρούς αγγέλους που έγιναν οι μεγαλύτεροι μαχητές της ζωής, όπως τους ονόμαζε η ίδια. Έδειχνε τεράστιο ενδιαφέρον και ενεργούσε, έντονα, σε σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. 

   Δίχως ν’ αφήνουν την ώρα να περνά, μπήκαν στην δράση. Η μία τηλεφώνησε στην μητέρα και η άλλη στον άντρα της. Η προετοιμασία για το υπέροχο σχέδιο τους, μόλις ξεκίνησε.

   Ανήμερα της μεγάλης γιορτής, της γεννήσεως του Θεανθρώπου, ο κυρ Γιάννης σηκώθηκε πρωί πρωί και κίνησε για το εκκλησίασμα στην Αγία Βαρβάρα. Ο ναός βρισκόταν δυο – τρεις δρόμους παρακάτω. Ούτε κοντά ούτε μακριά. Επιβλητικός, με περίτεχνα σχέδια που ακούσια προκαλούσαν δέος και ρίγη θαυμασμού. 

Έμεινε όρθιος σε όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Παρά τον πρόσφατο τραυματισμό, ήθελε με τον τρόπο αυτό να προσδώσει τον πρέποντα σεβασμό. Υπήρξαν βέβαια και ορισμένοι μικρότεροι σε ηλικία που τον κάλεσαν να καθίσει στο στασίδι τους, αλλά ο ίδιος τους ευχαρίστησε με ένα ζεστό χαμόγελο και λίγες λέξεις σχεδόν αθόρυβες: «Δεν πειράζει, αργότερα άμα είναι θα σας πω».

   Στο τέλος, κι ενώ οι υπόλοιποι προχωρούσαν, ο κυρ Γιάννης στάθηκε πίσω ακίνητος, κοιτώντας με μάτια βουρκωμένα την έξοδο του ναού.  Οικογένειες, πολλές και μεγάλες οικογένειες. Μονιασμένες περνούσαν, αργά, την στολισμένη πόρτα της εκκλησιάς. Τα γέλια τους έκαναν αντίλαλο δυνατό, δημιουργώντας διπλό άκουσμα του χαρμόσυνου ήχου.

   Η μελαγχολία του παππού, κορυφώθηκε στην συνάντηση με έναν άλλο ηλικιωμένο. Τα χέρια του σε ευχάριστη αιχμαλωσία! Από τη μια ένα κατάξανθο κοριτσάκι με γαλανά μάτια, γύρω στα πέντε, κι από την άλλη ένα αγόρι, περίπου οχτώ, με πυκνό σγουρό μαλλί και μελαμψό δέρμα. Στα χρώματα του παππού του, που εκείνη την ώρα περπατούσε καμαρωτός, χωρίς να κρύβει την χαρά και την περηφάνια του. 

   Όχι όμως, δεν την ζήλευε την εικόνα αυτή με την κακή έννοια. Έφερνε στο νου  πόσο θαυμαστό θα ήταν, αν υπήρχε και γι’ αυτόν τέτοια ζωηρή παρέα. Πόσο διαφορετικός θα έδειχνε ο κόσμος ολάκερος.

Με περίσσια καθυστέρηση και συχνές στάσεις, έφτασε στο σπίτι. Κάθισε στο κρεβάτι με το στρώμα να μοιάζει πέτρινο (εκείνη την ώρα) και βυθίστηκε σε σκέψεις. Από αυτές που δίνουν κουράγιο να κρατηθείς όρθιος στις δυσκολίες.

Στιγμιαία, η ματιά του περιεργάστηκε τη συσκευή του τηλεφώνου, «λες να πάρω την Κλαίρη να ευχηθώ», αναρωτήθηκε. Αμέσως άλλαξε τη γνώμη,  μη φανεί ως ενόχληση μια τέτοια μέρα.

   «Για να μην έχει καλέσει ως τώρα, σημαίνει πως είναι απασχολημένη με τίποτα γιορτινές ετοιμασίες», σκέφτηκε.  

   Αυθόρμητα άρπαξεένα άδειο μπουκάλι, το γέμισε νερό και βγήκε στην αυλή να χαρίσει ζωή στα αγαπημένα του φυτά. Εκτός από την ομορφιά που προσέφεραν στο σπιτικό του, αποτελούσαν και μια μορφή συντροφιάς και παρηγοριάς.

   Συχνά έπιανε κουβέντα μαζί τους. Μοιραζόταν τον πόνο, τις ανάγκες και όσα τον απασχολούσαν. Ήταν καλοί ακροατές.

   Την επικοινωνία με τους όμορφους και ευωδιαστούς φίλους, διέκοψαν δυνατές φωνές και γέλια ανθρώπων. Ομάδι,  μικρών – μεγάλων. Ο κυρ Γιάννης θεώρησε ότι πρόκειται για επισκέπτες σε ένα από τα διπλανά σπίτια.

   Ο ευχάριστος θόρυβος όλο και πλησίαζε προς το δικό του μέρος, παραβιάζοντας την ενοχλητική ησυχία που επικρατούσε στον χώρο.

   Καθώς ήταν σκυμμένος στο αγαπημένο του φυτό, έναν βασιλικό «Αθάνατο» στο είδος, ακούει μια γνώριμη φωνή να κουβεντιάζει το όνομα του. Γυρνώντας το βλέμμα, δεν πίστευε την εικόνα που αντίκρισαν τα μελαγχολικά, μέχρι τότε, μάτια του. Η Κλαίρη! συνοδευόμενη από ολόκληρη την οικογένεια βρισκόταν εκεί. Ξέχωροι ήχοι σκόρπισαν, απ’ άκρη σ’ άκρη, στον αυλόγυρο της μικρής οικίας.

   «Κυρ Γιάννη, μας θέλεις για παρέα ή να φύγουμε;».

   «Κλαίρη, τι είναι αυτά που ρωτάς. Υπάρχει καλύτερη παρέα από σας; Δεν νομίζω!»

   Ακολούθησαν θερμές ευχές, και ειλικρινείς εναγκαλισμοί. Αμέτρητα δάκρυα χαρμολύπης κυλούσαν δίχως σταματημό – σαν υγρό σκέπασμα – στο γερασμένο  πρόσωπο, που άρχισε σιγά σιγά να λούζεται με διαπεραστική λάμψη και ολόλευκη φωτεινότητα. 

   «Ελάτε! μπείτε στο σπίτι, μη στέκεστε έξω, δεν είναι σωστό. Να με συγχωράτε μόνο που έχω λειψά τα κεράσματα. Αν το ήξερα, θα είχα εφοδιαστεί τα ανάλογα». 

   «Μην αγχώνεσαι κυρ Γιάννη, εδώ κρατάμε πράγματα να καλυφθούν όλοι»,  ήταν τα ανακουφιστικά λόγια της Κλαίρης απέναντι στην ντροπή και τις ενοχές που έδειχνε να αισθάνεται ο καημένος παππούς, για την αμέλεια αυτή.

   Το τραπέζι γέμισε αστραπιαία, με δεκάδες λιχουδιές και φαγητά. Η Κλαίρη με την μητέρα της ανέλαβαν τις ειδικές ετοιμασίες. Μέχρι και φανταχτερό ύφασμα έστρωσαν στο τραπέζι.

   Οι υπόλοιποι βγήκαν στην αυλή, στο στολισμό του δέντρου που κρατούσαν για δώρο. Ένα δέντρο ιδιαίτερο, τόσο στο ύψος όσο και την επιφάνεια. Το αγόρασε ο σύζυγος της Κλαίρης με την μικρότερη κόρη, την Στελίνα, η οποία και έκανε την επιλογή.

   Ο ενθουσιασμός ήταν τέτοιος, που δεν σταματούσαν ούτε λεπτό τα πειράγματα και τα χαχανητά.

   «Μπαμπά, όχι εκεί αυτή η μπάλα. Δεν ταιριάζει».

   «Και που να την κρεμάσω Στελίνα; Πες μου εσύ!».

   «Άστο, θα την φτιάξω μόνη μου, γιατί θα το κάνεις λάθος ξανά».

   Ο πατέρας της Κλαίρης, Σπυρίδων Μαυράκης, σοβαρός και περιποιημένος (ως συνήθως), κρατούσε συντροφιά στον κυρ Γιάννη, όσο συνεχιζόταν το υπέροχο έργο, που  έντυνε με χρώμα τον χώρο αλλά και την μέρα την ίδια.

   «Κύριε Σπύρο, φτιάξατε μια υπέροχη οικογένεια. Συγχαρητήρια!»

   «Ευχαριστώ κυρ Γιάννη. Είναι μεγάλη ικανοποίηση για έναν γονέα να βλέπει τα παιδιά του να προοδεύουν, και να τιμούν τις αξίες της ζωής».

   «Ναι, εγώ δυστυχώς δεν αξιώθηκα να νιώσω αυτό το άγιο συναίσθημα της πατρικής αγάπης και στοργής. Τουλάχιστον, χαίρομαι να βλέπω να συμβαίνει με άλλους».

   Η Κλαίρη, βγήκε στην αυλή δίδοντας το σήμα να περάσουν στο τραπέζι, αφού πρώτα συνεχάρη το επιτελείο για τον υπέροχο στολισμό.

   «Είδες κυρ Γιάννη, μπορεί να είναι και το ομορφότερο δέντρο Χριστουγέννων στη γειτονιά».

   «Ναι Κλαίρη μου! Νομίζω πως έχεις δίκιο. Πρώτη φορά αντικρίζω τέτοιο γιορτινό δέντρο». 

Την ώρα του φαγητού, όλοι έτρωγαν ευχάριστα, διαφορετικά. Λες και ήταν η μόνη φορά που απολάμβαναν έτσι το φαγητό τους.

   «Κυρ Γιάννη, δοκιμάστε και από αυτή τη σαλάτα, την έφτιαξε η Σοφία μας. Μάλιστα, δεν άφησε και κανέναν να την βοηθήσει στο δημιούργημα αυτό».

   «Μην νοιάζεστε, και θα τα τιμήσω όλα!».

    Και κάπου ανάμεσα στην οχλαγωγία του τραπεζιού, ο κυρ Γιάννη σταματά απότομα τη δοκιμή των εδεσμάτων. Η προσοχή του καρφώνεται στον απέναντι τοίχο, σε μια κρεμασμένη κορνίζα. Μέσα της έκλεινε τα χρόνια της νιότης του τωρινού παππού. Εμφάνιζε τον ίδιο και τη συγχωρεμένη τη γυναίκα του. Αγκαλιά, σε κάποιο κοσμικό γεγονός.

   Έδειχναν τόσο αγαπημένοι σ’ αυτήν την εικόνα. Σαν να μην λογάριαζαν τον χρόνο, σαν να μην υπήρχε αύριο. Μονάχα αυτοί και η αγάπη τους. 

   «Κυρ Γιάννη, τι πάθατε και διακόψατε το φαγητό σας;» 

   Το ερώτημα της Κλαίρης, συγκέντρωσε τα βλέμματα και την περιέργεια  ολόκληρης της συντροφιάς.

   «Τι να πω παιδιά μου, δεν έχω λόγια. Σ’ αυτό το σπίτι έχουν ν’ ακουστούν χαρούμενες φωνές από τότε που έφυγε εκείνη».

   Την ίδια στιγμή ύψωσε το δάχτυλο, δείχνοντας την αγαπημένη φωτογραφία που στόλιζε τον τοίχο του.

   Το γρέζι και ο βρόγχος της συγκίνησης, άρχισε να παρενοχλεί έντονα  τη φωνή που έβγαινε από μέσα του, προκαλώντας συχνές παύσεις στην ομιλία του.

«Θυμάμαι, γιορτινές μέρες και τότες. Η Κυρά μου καλή και προσεγμένη νοικοκυρά, έκανε τις απαραίτητες αγορές που προστάζει ετούτος ο καιρός και κάτι παραπάνω. Κι εγώ, δεν έμεινα άπραγος. Εφοδιάστηκα μεγάλη ποσότητα κρέατος και άλλων εδεσμάτων. Και θα μου πείτε τώρα, τι να τις κάνουμε τόσες τροφές, δυο άνθρωποι μονάχοι».

   «Ναι κυρ Γιάννη. Αυτό το έχουμε απορία!».

   «Σοφία, μην πιέζεις τον κυρ Γιάννη. Δεν χρειάζεται να  φέρνει στο νου τα παλιά,και να στεναχωριέται».

   «Όχι Κλαίρη, δεν με ενοχλεί καθόλου. Μου κάνει καλό αυτή η υπενθύμιση των αναμνήσεων. Η απάντηση είναι, ότι συσκευάζαμε όμορφα τα πράγματα αυτά σε πακέτα και τα μοιράζαμε σε οικογένειες που γνωρίζαμε από πριν ότι βρισκόταν σε ανάγκη και δυσκολία. Η ικανοποίηση και το γέμισμα του μέσα μας, δεν αναλύεται έτσι απλά. Ήταν κάτι υπέροχο και απίστευτο».

   «Η ανθρωπιά σας κυρ Γιάννη, μας έχει συγκινήσει. Δεν ήταν μόνο η πράξη σας υπέροχη αλλά κι εσείς με την συγχωρεμένη την γυναίκα σας. Δύο υπέροχοι άνθρωποι, που όπως φαίνεται ταίριαξαν πολύ στο χαρακτήρα και την διάθεση της προσφοράς».

   «Κυρία Στέλλα, η δική σας ανθρωπιά είναι ακόμα πιο σημαντική. Η ζεστασιά της αγκαλιάς που μου χαρίσατε σήμερα, δεν περιγράφεται με λόγια. Ένα ευχαριστώ θα ήταν ελάχιστο να ανταποδώσει τα τεράστια συναισθήματα. Ο Θεός να σας έχει καλά, μικρούς και μεγάλους, και να είναι πάντα οδηγός σε κάθε βήμα σας».

   «Κυρ Γιάννη, μην ευχαριστείς εσύ! εμείς ευχαριστούμε γι’ αυτή τη μέρα. Μας ένωσε εδώ το δικό σου πρόσωπο και χωρίς υπερβολή είναι οι καλύτερες γιορτές των τελευταίων χρόνων. Όταν άκουσα την σκέψη και ταυτόχρονα πρόταση από τις κόρες μου, για τη σημερινή επίσκεψη, συγκινήθηκα και ενθουσιάστηκα, χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω ποιο υπερτερούσε του άλλου. Να είσαι υγιής, να είμαστε και του χρόνου πάλι μαζί».

 Ήταν η δική της σειρά να δακρύσει, παρασύροντας και τους υπόλοιπους σ’ αυτήν την ωραία εγκαρδιότητα και βάθος ψυχής.

   Η Κλαίρη, άρχισε μια άλλη κουβέντα για να αλλάξει το κλίμα, και ακολούθησαν λογής λογής συζητήσεις. Η ζεστασιά τους, απλωνόταν σαν γιγάντιο κύμα στις γωνιές του φτωχικού σπιτιού, κοντράροντας στα ίσα την παγωνιά του χειμώνα.

   Και τι δεν είπαν. Ιστορίες χαρούμενες, σε χρόνο παλιό μα και καινούργιο. Τα δυο κορίτσια (οι κόρες της Κλαίρης) έκλεβαν την παράσταση. Δεν άφηναν εύκολα να μιλήσει άλλος στο τραπέζι. Τα θέματα τους ατέλειωτα! Από το σχολείο, κυρίως, και τις μικρές τους παρέες. Οι πάντες τους κοίταζαν μ’ ενδιαφέρον, χωρίς διακοπές.

   Η Στελίνα τραγούδησε, κιόλας, μαζεύοντας το θερμό χειροκρότημα του τραπεζιού, και την ενθουσιώδη υποστήριξη του κυρ Γιάννη. Έτσι εξελίχθηκε ολόκληρη αυτή η συνάντηση της ευτυχίας.

Στον αποχαιρετισμό, ένας ένας σταματούσε κατά πρόσωπο με τον κυρ Γιάννη. Τον χαιρετούσαν και βάδιζαν προς την έξοδο. Αισθανόταν, ξαφνικά, σαν ιερέας που ευλογεί το αγαπημένο του ποίμνιο ή γονιός που ξεπροβοδίζει την πολύτεκνη οικογένεια του.

   Μόνο η Κλαίρη έμεινε πίσω. Έσκυψε, φίλησε το χέρι του και ευχήθηκε να είναι πάντα γερός. Αυτή τη φορά, ο ευτυχής ηλικιωμένος συγκράτησε τα δάκρυα. Απλά, την χτύπησε γκαρδιακά στην πλάτη.

Ύστερα, στάθηκε ακίνητος στην πόρτα, θαυμάζοντας τον καινούργιο κόσμο που εμφανίστηκε στα μάτια του. Σαν μαγεμένος κοιτούσε το στολισμένο δέντρο, που με τη λάμψη του έδιωχνε κάθε κακή σκέψη και θλίψη. Γαλήνευε ολάκερη την ψυχή…

   Αλήθεια, του φαινόταν σαν όνειρο αυτή η μέρα. Από κείνα που δεν θες να ξυπνήσεις! Απολαμβάνοντας τα κάλλη και τη ζωηράδα τους.

   Οι μέρες που έμεναν λίγες, για τη μεγάλη στιγμή όπου μετά την Αγία και ελπιδοφόρα γέννηση του Θεανθρώπου, και ο χρόνος με την αλλαγή του ερχόταν να σηματοδοτήσει το καινούργιο, γεμίζοντας με αισιοδοξία την ψυχή του κάθε ανθρώπου. 

   Στο φαρμακείο, σταθερή η εικόνα εξυπηρέτησης και το έμπα έβγα του κόσμου που ασθενούσε. Ο κυρ Γιάννης, πάλι εκεί, στο γνωστό στασίδι του. Δεν γινόταν αλλιώς. Τώρα, πήγαινε και το βραδάκι, τις ημέρες που ο καιρός το επέτρεπε.

   «Κλαίρη Κλαίρη, δεν το πιστεύω αυτό που διαβάζω εδώ, σε μια ενημέρωση!».

   «Τι είναι Σοφία, πες μου σε παρακαλώ. Τι σε ξάφνιασε τόσο!».

   «Άσε, μην το πω καλύτερα. Δεν είναι να λέγεται κάτι τέτοιο».

   «Σοφία, μην με σκας. Ξεκίνα να μιλάς, και άσε στην άκρη τις υπεκφυγές».

   «Όχι, θα το αποκαλύψω στο τέλος της βάρδιας. Δεν λέω τίποτα τώρα».

   «Παιδί μου, συγγνώμη που παρεμβαίνω στην κουβέντα σας αλλά σαν παλιός αυτό που ξέρω είναι ότι σαν ξεκινάς έναν λόγο, καλύτερα να τον ολοκληρώνεις. Διαφορετικά, επέλεξε τη σιωπή και μην αφήνεις σκόρπιες λέξεις και μισές να βγαίνουν στον αέρα».

   Η Σοφία, κοίταξε σκεπτική τον Κυρ Γιάννη. Ο δικός του λόγος της φάνηκε πιο σωστός και ένιωσε να την καθοδηγεί αλλιώτικα στην απόφαση της. 

«Εντάξει εντάξει, κερδίσατε! Θα σας τα πω όλα, αλλά δεν είναι ευχάριστα τα πράγματα. Αυτό να το ξέρετε, να σας προετοιμάσω… δηλαδή εσένα Κλαίρη, που σε αφορά άμεσα».

   «Λοιπόν ακούω, μην μας κρατάς άλλο σε αγωνία. Λέγε γρήγορα!».

   «Τα νέα έχουν ως εξής, καλή και αγαπημένη αδερφή μου. Την παραμονή Πρωτοχρονιάς, το φαρμακείο μας εφημερεύει. Ορίστε το είπα!».

   «Αυτό ήταν, δεν πειράζει».

   «Καλά, αυτό έχεις να πεις μόνο Κλαίρη».

   «Ναι, τι άλλο θες να πω!».

   «Δεν καταλαβαίνω, ειλικρινά! Μαθαίνεις ότι στην αλλαγή του χρόνου δεν θα είσαι σπίτι με την οικογένεια αλλά στην δουλειά, και δεν αντιδράς καθόλου, μα καθόλου».

   «Κοίτα να δεις Σοφία. Η εργασία που επιλέξαμε να ακολουθήσουμε δεν υπακούει σε ωράρια, αλλά σε ανθρώπους που χρειάζονται βοήθεια, τη βοήθεια μας. Πίστεψε με, όταν ο καινούργιος χρόνος σε βρει ανάμεσα σε κόσμο που ζητά την ανακούφιση από κάθε πόνο, και εσύ είσαι σε θέση μέσα από την δουλειά σου να προσφέρεις σε αυτό, δεν υπάρχει καλύτερο συναίσθημα για ένα νέο ξεκίνημα».

   «Μα η οικογένεια;».

   «Ναι, η οικογένεια οφείλει να κατανοήσει την κατάσταση. Όταν κάτι είναι για το κοινό καλό, πρέπει να αφήνεις στην άκρη τα προσωπικά οφέλη και να συμβιβάζεσαι. Αυτό είναι το επάγγελμα μας Σοφία, κι αυτό να το πάρεις ως μάθημα, μιας και είσαι μικρότερη και νέα στο κομμάτι αυτό».

   «Κλαίρη, καταλαβαίνω και συμφωνώ ως ένα σημείο σε αυτά που λες, όμως εγώ κανόνισα εδώ και μέρες με τον φίλο μου. Θέλουμε να φύγουμε εκτός Ηρακλείου εκείνη τη μέρα. Να πάμε εκδρομή οι δυο μας, δεν γίνεται να το χαλάσω, δεν μπορώ!».

   «Δεν σου ζήτησε κανείς να το αλλάξεις. Εγώ σου είπα τη γνώμη μου και αυτό που θα πράξω. Εσύ, μπορείς να ακολουθήσεις το πρόγραμμα σου και τη βόλτα που κανόνισες».

   «Μα;».

   «Δεν έχει μα, θα πας κανονικά την εκδρομή σου. Μην αλλάξεις κάτι! Αν αυτό θέλεις πραγματικά, κάντο χωρίς πολλή σκέψη».

   «Ωραία, Κλαίρη ευχαριστώ. Ευχαριστώ πάρα πολύ, θα στο χρωστάω! Είσαι η καλύτερη αδερφή, να το ξέρεις».

Ο κυρ Γιάννης, άκουσε πολύ προσεκτικά τον τελευταίο διάλογο των κοριτσιών, μα επέλεξε να μην μιλήσει αυτή τη φορά, τουλάχιστον για την ώρα. Το σκυμμένο κεφάλι και το σκυθρωπό βλέμμα του, φανέρωναν τις αντιρρήσεις του πάνω στο θέμα.

   «Κλαίρη, όταν τελειώσεις την εργασία σου, γίνεται να πεταχτείς στο φούρνο να μου αγοράσεις από αυτό το ψωμί που προτιμώ. Το βουτάω στο γάλα το πρωί. Συγγνώμη που σε στέλνω, με πείραξε το πόδι πάλι, εκεί που είχα χτυπήσει».

   «Κυρ Γιάννη, μην αγχώνεστε για το ψωμί. Θα πάω αμέσως, κανένα πρόβλημα».

   «Κλαίρη, μήπως θες να πάω (εγώ) στο φούρνο;».

   «Όχι Σοφία, ανέλαβε να βάλεις μια κρέμα καταπραϋντική στο πόδι του κυρ Γιάννη, και πηγαίνω εγώ για το ψωμί».

   Ο κυρ Γιάννης, από τη στιγμή που έκανε την ερώτηση για το φούρνο στην Κλαίρη, ήξερε ότι θα πάει η ίδια και δεν θα έστελνε την αδερφή της. Δεν συνήθιζε να μεταθέτει ευθύνες, ακόμα και στα απλά.

   Η Σοφία έφερε το σκεύασμα, και άρχισε να φροντίζει το αδύναμο πόδι του κυρ Γιάννη.

   «Σοφία μου, τώρα που έφυγε η αδερφή σου, ήθελα να σου ανοίξω συζήτηση για το ζήτημα που κάνατε την μεγάλη κουβέντα. Δεν θέλω παιδί μου να το πάρεις στραβά, αλλά όπως με άκουσες πιο νωρίς σε όσα είπα, έτσι σε παρακαλώ άκουσε και τώρα».

   «Πείτε μου κυρ Γιάννη, δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν νιώθω να προσβάλλομαι από εσάς, ούτε μία στο εκατομμύριο  Ίσα ίσα, που σας σέβομαι και εκτιμώ τις συμβουλές σας».

   «Να είσαι καλά παιδί μου, θα σου μιλήσω ανοιχτά και πες ότι σου μιλάει ο παππούς σου, που ξέρω ότι δεν είναι στη ζωή».

   «Σας ακούω με ενδιαφέρον, είμαι όλη αυτιά!».

   Η Σοφία με προσήλωση απέναντι στον κυρ Γιάννη, έδειχνε να μην αφήνει λέξη να φύγει έτσι. Ήταν τόσο ωραία τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, σαν στολίδια γιορτινά με φωτεινά λαμπιόνια ν’ ανάβουν στο γύρω τους. Αυτή τη φωτεινότητααντανακλούσε και το αποτέλεσμα της κουβέντας τους, και οι αποφάσεις που έλαβαν μαζί.

   «Καλά, τι πάθατε και είστε έτσι;».

   «Πως έτσι δηλαδή Κλαίρη;».

   «Σοφία, αμέσως να αρπαχτείς. Με το που μπήκα, σας είδα κάπως και σκέφτηκα να ρωτήσω».

   «Εδώ λέγαμε διάφορα παιδί μου, μέχρι να κάνεις τη παραγγελία μου. Ντρέπομαι που σε έβαλα πάλι σε κόπο, αλλά δεν με κρατούσαν τα πόδια μου».

   Ο ηλικιωμένος, θέλησε να στρέψει το ενδιαφέρον αλλού, προσπερνώντας την απορία της Κλαίρης.

   «Βάλατε την κρέμα, εντάξει; Δεν βοήθησε κάπως με τον πόνο;».

   «Ναι, τώρα είναι καλύτερα. Αυτή είναι η αλήθεια».

   «Κυρ Γιάννη, δυστυχώς δεν έχουμε απόψε το αυτοκίνητο να σας πάμε μέχρι στο σπίτι. Το χρειάστηκε ο άντρας μου, στην μεταφορά των κοριτσιών στα φροντιστήρια και τις εξωσχολικές δραστηριότητες».

   «Δεν πειράζει, μην το κάνεις θέμα, δεν χρειάζεται».

   «Προτείνω  να πάμε παρέα οι τρείς μας, περπατώντας σιγά σιγά».

   «Μα κορίτσια, ο δρόμος μας δεν είναι ίδιος. Εσείς μετά θα επιστρέφετε πίσω για να προχωρήσετε στο προορισμό σας. Δεν είναι ανάγκη να το κάνετε αυτό!».

   «Σοφία, απόψε έχω διάθεση για περίπατο. Τι λες;».

   «Συμφωνώ απόλυτα αδερφούλα μου. Κι εγώ μια από τα ίδια!».

   «Κυρ Γιάννη, φύγαμε!».

   «Τι θα σας κάνω εσάς τις δυο δεν ξέρω. Με κακομαθαίνετε, με όλες αυτές τις χάρες».

   «Δεν υπάρχει καμία χάρη, μόνο ευχαρίστηση για εμάς. Εξάλλου, κι εγώ και η Σοφία είμαστε του υγιεινού τρόπου ζωής. Δεν μας χαλάει καθόλου, ένας βραδινός περίπατος. Θα βοηθήσει να ξεφύγουμε λίγο και από το άγχος της δουλειάς».

   «Άμα είναι έτσι, δέχομαι με μεγάλη χαρά την παρέα σας».

   Άφησαν τον κυρ Γιάννη στην εξώπορτα του σπιτιού του, και ακολούθησαν το δρόμο της επιστροφής.

   «Σοφία, για πες τώρα που αφήσαμε τον κυρ Γιάννη. Τι λέγατε νωρίτερα που μπήκα και κόψατε τη κουβέντα;».

   «Μα καλά Κλαίρη, αυτή τη φορά θα αναγκαστώ να σου δώσω εγώ συμβουλές – αν και μικρότερη – για την περιέργεια και την ανησυχία σου. Σαν τι να λέγαμε δηλαδή, υπάρχει κάτι μυστικό να κουβεντιάσουμε;».

   «Ξέρω γώ, μου φανήκατε ξαφνιασμένοι όταν μπήκα».

   «Κλαίρη, ιδέα σου ήταν. Εξάλλου και να θέλαμε, από εσένα δεν μένει τίποτα κρυφό αδερφούλα. Έχεις τον τρόπο σου, και μας διαβάζεις όλους».

   «Εντάξει, δεν το συνεχίζω. Ομολογώ ότι με αποστόμωσες απόψε».

   Τα πειράγματα συνεχίστηκαν μέχρι το σημείο που χωρίστηκαν, και τράβηξε η κάθε μία το δρόμο της. Η Κλαίρη για το δικό της σπίτι, και η Σοφία στο πατρικό τους.

   Πέρασε η εβδομάδα, και επίσημα πλέον έφτασε η μέρα αλλαγής του χρόνου. Ημέρα γιορτής για όλες τις οικογένειες, και ταυτισμένη με καινούργια ξεκινήματα.

   Η Κλαίρη από το πρωί στο φαρμακείο, με την κίνηση του κόσμου αισθητά μειωμένη. Μόνο τα επείγοντα περιστατικά έμπαιναν.Η Σοφία τηλεφώνησε από νωρίς, και ενημέρωσε για την απουσία της. Τελικά, κανόνισε την εκδρομή με τον φίλο της, και φρόντιζε τις ετοιμασίες που χρειάζονται για το ταξίδι τους.

   Η Κλαίρη, ακολουθούσε με υπομονή αυτό που ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Ακόμα και τούτη τη γιορτινή μέρα. Εξυπηρετούσε τους ασθενείς στα φάρμακα που αναζητούσαν και, ταυτόχρονα, αφουγκραζόταν (χωρίς παράπονα) τον πόνο ψυχής και την αγωνία τους.

   Δεν σταματούσε ούτε λεπτό να κοιτά το ρολόι στον τοίχο του καταστήματος. Αισθανόταν ότι οι δείκτες κινούνταν πιο γρήγορα ξαφνικά, θέλοντας ν’ αφήσουν  ξοπίσω τον παλιό χρόνο ώστε να γίνουν ταίρι με το νέο. Σαν το καινούργιο ζευγάρι που επιθυμεί, με βιάση, να ξεκόψει με τη παλιά εργένικη ζωή και να γίνει επισήμως αντρόγυνο.

   Η ώρα έδειξε έντεκα και τριάντα, και σκέφτηκε να επικοινωνήσει με το σπίτι. Μήπως προλάβει να κάνει αλλαγή χρόνου – έστω τηλεφωνικά – με την οικογένεια της.

   Ευτυχώς ή δυστυχώς, εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κάποιος πελάτης. Όλους ή όσους είχαν την δυνατότητα και την ευκαιρία, θα τους έβρισκες σε μεγάλες οικογενειακές συνεστιάσεις και γιορτινές μαζώξεις

   Προσπάθησε ξανά και ξανά, μα δεν απάντησε κανείς στα επίμονα καλέσματα της στο σταθερό του σπιτιού.  Ούτε και στο κινητό του συζύγου της, στάθηκε τυχερή.  Κάλεσε και το πατρικό της, αλλά τίποτα. 

   «Μα που εξαφανίστηκαν όλοι;».

   Αυτό το ερώτημα επανέλαβε δύο με τρείς φορές στα φωναχτά. Στην πραγματικότητα, ήταν μια εσωτερική αναστάτωση. Ένα συναίσθημα που δεν άντεξε την πίεση και ντύθηκε με φωνή και λόγια που έβγαιναν έξω, και επέστρεφαν πάλι (πίσω), φωλιάζοντας στο δωμάτιο της ψυχής.

   Μετά την οικογένεια, θυμήθηκε τον κυρ Γιάννη. Τους υπόλοιπους υπέθεσε ότι τους συνεπήρε η διασκέδαση και δεν απαντούν στα τηλεφωνήματα. Εκείνον όμως, ήξερε ότι θα τον έβρισκε στο σπίτι του.

   Η αλήθεια είναι, πως έπεσε έξω στη σκέψη της. Ούτε κι εκεί κατάφερε ν’ ακούσει φωνή στο ακουστικό της.

   Τα μάτια της συνεχώς στο ρολόι. Είκοσι λεπτά πριν τις δώδεκα. Τη θλιμμένη περισυλλογή διέκοψε το νευρικό κουδούνισμα του τηλεφώνου, κάνοντας την να αναθαρρήσει κάπως.

   «Ναι, έλα Στελίνα μου. Τι κάνεις; Και να ήξερες, πόσες φορές προσπάθησα να μιλήσουμε».

   «Μαμά, έχεις κόσμο στο φαρμακείο;».

   «Όχι παιδάκι μου, μόνη είμαι».

   «Και δεν στεναχωριέσαι;».

   «Παιδάκι μου, σίγουρα στεναχωριέμαι που είμαι μακριά σας απόψε, αλλά είναι άνθρωποι που ίσως χρειαστούν την βοήθεια μου, επειδή πονούν κάπου. Και ξέρεις, θα στεναχωρηθούν περισσότερο από εμένα, αν έρθουν και δεν με βρουν εδώ. Μπορεί και να βάλουν τα κλάματα. Εμείς, θέλουμε κάτι τέτοιο Στελίνα μου;».

   «Όχι μαμά, εγώ θέλω να βλέπω όλους τους ανθρώπους του κόσμου να γελούν και να είναι χαρούμενοι».

   «Είδες λοιπόν αγάπη μου, γι’ αυτό πρέπει να μείνω εδώ. Να τους περιμένω!».

   «Εντάξει μαμά!».

   «Έχω όμως μια καλή ιδέα. Θα αφήσουμε ανοιχτό το τηλέφωνο μέχρι να πάει δώδεκα και θα ανταλλάξουμε από εδώ τις ευχές μας για καλή χρονιά. Έτσι θα είναι σαν να είμαστε κοντά, μαζί. Και μετά, μου δίνεις τον μπαμπά και την αδερφή σου, να μιλήσουμε στη σειρά».

   «Μαμά,  έχωκι εγώ μια ιδέα που μου αρέσει περισσότερο από τη δικιά σου».

   «Έλα, πες το! Ανυπομονώ να την ακούσω».

   «Θα αφήσεις το τηλέφωνο ανοιχτό, και θα  βγεις έξω από το φαρμακείο».

   «Στελίνα μου, δεν το καταλαβαίνω αυτό. Σε τι ωφελεί;».

   «Μαμά, κάντο σε παρακαλώ και μετά θα σε ρωτήσω τι είδες. Σαν παιχνίδι δηλαδή».

   «Εντάξει, θα το κάνω! Είμαι πάντως περίεργη ποια θα είναι η συνέχεια στο παιχνίδι αυτό. Πλησιάζει και δώδεκα, μην χάσουμε την αλλαγή του χρόνου».

   «Άντε μαμά, πήγαινε προς την έξοδο, μην αργείς!».

   Σαν βγήκε από το κατάστημα, την περίμενε μια εικόνα που δεν έφτανε σε κάλος ούτε την ομορφότερη σκέψη της. Ήταν όλοι εκεί! Ο σύζυγος με τα κορίτσια τους, οι γονείς με την αδερφή της, ενώ λίγο πιο δίπλα – χαμογελαστός και περήφανος – ο κυρ Γιάννης, υψώνοντας ανάστημα με τη βοήθεια που έπαιρνε απ’ το μπαστουνάκι του.

   «Καλά, δεν το πιστεύω αυτό που γίνεται. Η μάζωξη αυτή μου φαίνεται σαν ψέμα!».

   «Μαμά μαμά, έλα να σε αγκαλιάσω να δεις ότι είμαστε αληθινοί».

   «Ψυχή μου, αγάπη μου εσύ…μου την έφερες με το τηλέφωνο».

   «Μαμά, δεν πιστεύω να μου θύμωσες για το ψέμα μου».

   «Όχι Στελίνα μου, δεν ήταν ψέμα για κακό αλλά για καλό, έτσι δεν πιάνεται. Σ’ αγαπώ τόσο, μα τόσο πολύ». 

   «Είδες αδερφούλα, όλοι εδώ για σένα απόψε».

   «Σοφία, φαντάζομαι το αποψινό είναι σχέδιο δικό σου!».

   «Η αλήθεια μία αδερφή την έχουμε, αλλά για το αποψινό ευθύνεται…».

   «Η Σοφία και μόνο η Σοφία ευθύνεται Κλαίρη παιδί μου. Εκείνη μας ξεσήκωσε όλους».

   «Κυρ Γιάννη, σας ευχαριστώ όλους, όσο δεν πάει».

   Η Σοφία κοίταξε με απορία τον κυρ Γιάννη, που δεν την άφησε να ολοκληρώσει το λόγο της. Θα έλεγε ότι η σκέψη της γιορτινής συνάντησης στο φαρμακείο, ήταν αποκλειστικά δική του έμπνευση. Τότε που έστειλε την Κλαίρη στο φούρνο για ψωμί.  

   «Λοιπόν παιδιά, όπως βλέπω το ρολόι μου νομίζω πως πρέπει να μετρήσουμε αντίστροφα».

   Η επισήμανση του κου Σπύρου, πατέρα της Κλαίρης, προσπέρασε τα υπόλοιπα και μαζεύτηκαν γρήγορα στο κατάστημα.

   Αποχαιρέτισαν ως αρμόζει τον παλιό χρόνο και υποδέχτηκαν με γέλια και χαρά τον καινούργιο.

  «Μιας και είμαι ο γεροντότερος, θα ήθελα να κάνω μια ευχή για όλους μας».

   «Βεβαίως κυρ Γιάννη, πείτε ό,τι θέλετε».

    Στην όψη και τα λόγια της Κλαίρης, η χαρά περίσσευε. Ενώ τα χέρια της συνεχώς απλωμένα, αγκαλιάζοντας τις κόρες της.

  «Παιδιά μου, ό,τι όμορφο και ελπιδοφόρο ξεκίνησε στον χρόνο που έφυγε, να το συνεχίσουμε και σ’ αυτόν που καλωσορίζουμε απόψε. Και ό,τι άσχημο μας βάρυνε τη ψυχή ας γίνει ανάμνηση μονάχα, όχι από αυτές που κρατάνε αγέρωχες παντοτινά, τις άλλες που σβήνουν στο πέρασμα του καιρού».

   Μεγάλες και θερμές λέξεις αποδοχής ακολούθησαν την ευχή του κυρ Γιάννη, που κατάφερε να τους συγκινήσει πάλι, με τα λόγια του αλλά και με την συνάντηση αυτή της Πρωτοχρονιάς.

   Αυτή τη φορά βλέπεις, ήταν η σειρά του πλημμυρισμένου από ευγνωμοσύνη παππού να ανταποδώσει το χρέος των Χριστουγέννων. 

Ξαφνική είδηση

(Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012)

Η Κλαίρη, στον ελεύθερο χρόνο από την εργασία ασχολιόταν με τις υποχρεώσεις του σπιτιού. Ήταν πολύ της τάξης και της αρμονίας γενικότερα. Δεν της άρεσε ν’ αφήνει τα πράγματα στην τύχη, χωρίς να μετέχει στη δράση και την ενέργεια. 

   Κυρίως,αφιέρωνε χρόνο στις κόρες της. Γνώριζε καλά, πως οι οικογενειακές στιγμές δεν συγκρίνονται με οτιδήποτε άλλο. Έτσι, έδινε προτεραιότητα στην οικογένεια και μετά στα υπόλοιπα.

Με την Στελίνα, την μικρότερη κόρη, γινόταν και η ίδια παιδί.  Εννιά ετών, άριστη μαθήτρια και ιδιαίτερα επικοινωνιακό παιδί.

Η δασκάλα της, δεν έχανε ευκαιρία να συγχαίρει την Κλαίρη στις ενημερώσεις γονέων και να μοιράζει επαίνους για τη ξεχωριστή παρουσία της Στελίνας στο σχολείο. Δεν ήταν μόνο η συνέπεια που έδειχνε στις μαθητικές υποχρεώσεις, αλλά και τα υπόλοιπα στοιχεία που εμφάνιζε συνολικά η συμπεριφορά της.

   «Αυτό το παιδί έχει άστρο, θα προκόψει και θα φτάσει ψηλά».

   Τέτοια έλεγε η δασκάλα και άλλα πολλά, για την Στελίνα. Το πομπώδες ύφος και ο στόμφος στα λόγια της, φανέρωναν την χαρά της και το πόσο βαθιά πιστεύει στη μαθήτρια της.

Και στο σπίτι, η Στελίνα δεν σταματούσε να εκπλήσσει ευχάριστα τη μητέρα της.Μαζί έκαναν πράγματα διασκεδαστικά που ταυτόχρονα έσπρωχναν το μυαλό να βρίσκεται σε ετοιμότητα και να παίρνει χιλιάδες στροφές για το καθετί. Με τον τρόπο της, η Κλαίρη, βοηθούσε την μικρή ν’ αποκτήσει υπεύθυνη στάση και σωστή κρίση. Μέσα απ’ το παιχνίδι, χωρίς πίεση και καταναγκασμό.

   Η δεύτερη, η Ελένη,  διένυε την περίοδο της εφηβείας. Παρόλο που δεν το δήλωνε ανοιχτά, αναζητούσε τη στήριξη και τις συμβουλές της μητέρας της. Η Κλαίρη, το διαισθανόταν και, πολλές φορές, με διακριτικό τρόπο την υποστήριζε σε θέματα που την δυσκόλευαν. Συζητούσαν ώρες ολόκληρες. Για μαθήματα, φιλίες, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Σε αυτό βοηθούσε η ηλικία της νεαρής μητέρας.

   Η Ελένη, έδειχνε επιμέλεια με ό,τι καταπιανόταν. Υπεύθυνο και μετρημένο κορίτσι. Κατάφερνε να διατηρεί ισορροπίες στις σχέσεις με φίλους και τις υποχρεώσεις ως μαθήτρια. Άριστη στο σχολείο και, ταυτόχρονα, αγαπητή στις παρέες ομηλίκων.

   Η Κλαίρη, δεν παραπονιόταν για τα παιδιά της. Η ικανοποίηση που αισθανόταν βλέποντας τον τρόπο και την εικόνα τους, την έκαναν να πιστεύει ότι κάτι έκανε σωστά ως μητέρα, ακόμα κι αν λαχταρούσε περισσότερο χρόνο κοντά τους.

   Την αργία της Κυριακής, συνήθιζε να προσέρχεται στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, στο κέντρο της πόλης, με σύσσωμη την οικογένεια. Έπαιρνε δύναμη και ένιωθε να φεύγουν οι δυσκολίες και όσα την βάραιναν, κάθε που έβγαινε από τη λειτουργία. Την διέκρινε βαθιά πίστη και ευλάβεια.

   Έτσι και σήμερα, μετά το εκκλησίασμα της οικογένειας, και έναν περίπατο στο παγωμένο από τον καιρό Ηράκλειο, γύρισαν στη θαλπωρή του σπιτιού.

   «Μαμά, αυτό το κομμάτι το ένωσες λάθος. Δεν το βλέπεις;  Η εικόνα δεν θα βγει κανονική».

   «Μπα! εγώ νομίζω πως το έβαλα σωστά. Μήπως, εσύ κάνεις λάθος Στελίνα;».

   «Μαμά, μην επιμένεις! Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είσαι καλή με αυτό. Για κοίταξε τώρα, πως ταίριαξε όπως το έφτιαξα».

   «Ναι, τελικά είχες δίκιο. Ο δικός σου τρόπος ήταν ο σωστός. Ευτυχώς που επέμενες, μπράβο!».

Η Κλαίρη εσκεμμένα επέλεξε το λάθος συνδυασμό στο πάζλ, για να παρακινήσει τη σκέψη της κόρης της. 

Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα στο σπίτι (ώρα απογευματινή), προκάλεσε έντονη αναστάτωση και έμελλε να χαλάσει την ηρεμία της ξεκούρασης και οικογενειακής ξεγνοιασιάς.

Στην άλλη πλευρά της γραμμής η φωνή ενός άγνωστου άνδρα. Τουλάχιστον, μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις.   

   «Κυρία Μαυράκη, χαίρετε! Ονομάζομαι Στρατάκης, και είμαι αστυνομικός».

   «Παρακαλώ, πως μπορώ να βοηθήσω;».

   «Κυρία Μαυράκη, σας καλώ από το σπίτι του κυρ Γιάννη. Εκείνος μας έδωσε τον αριθμό σας. Τον γνωρίζετε υποθέτω, έτσι δεν είναι;».

   Την ηρεμία και την ευγένεια του πρόσωπου της, διαδέχτηκε το κάτασπρο χρώμα της αγωνίας και του πανικού.

   «Τι έγινε, είναι καλά ο κυρ Γιάννης;».

   «Ηρεμήστε κυρία μου, μια χαρά είναι ο κυρ Γιάννης! Αν και λίγο φοβισμένος από το συμβάν».

   «Σας παρακαλώ, πείτε μου,  γιατί βρίσκεστε εκεί. Ποιο συμβάν;».

   «Ο κυρ Γιάννης έπεσε θύμα ληστείας, γι’ αυτό και επικοινωνούμε μαζί σας».

   «Περιμένετε, μην φύγετε. Έρχομαι σε λίγα λεπτά, δεν θα αργήσω».

   Αφού συνήλθε από το πρώτο ξάφνιασμα, μίλησε – εν τάχει – στον άνδρα και τα παιδιά της για την ξαφνική είδηση. Ο σύζυγος της, βλέποντας την αγχωμένη, θέλησε να την συνοδεύσει. Δεν γινόταν να την αφήσει μόνη σε τέτοιο γεγονός. Έδωσαν οδηγίες στα παιδιά που έμειναν πίσω, και προχώρησαν στο αυτοκίνητο. Τα δυο κορίτσια έδειχναν μεγάλη ωριμότητα για την ηλικία τους και, έτσι, οι γονείς τις εμπιστευόταν.

    Δεν χρειάστηκε ούτε δέκα λεπτά να φτάσουν στον προορισμό τους. Οι δρόμοι του Ηρακλείου σχεδόν άδειοι, λόγω Κυριακής, κάτι που λειτούργησε ευεργετικά στη βιασύνη τους.

    Στο σπίτι του ηλικιωμένου, ένα περιπολικό σταθμευμένο με τον φάρο να περιστρέφεται και άνθρωποι σε συγκέντρωση, μαρτυρούσαν  το δυσάρεστο γεγονός.

   Η Κλαίρη, βγαίνοντας στο δρόμο διέκρινε τον κυρ Γιάννη να κάθεται σκυμμένος σε μια καρέκλα (στην αυλή). Έτρεξε στο μέρος του, παραμερίζοντας τον κόσμο και τους αστυνομικούς που στεκόταν απέξω. Ένας από αυτούς, μάλιστα, έκανε την κίνηση να την πλησιάσει μα δεν τον κατάλαβε καν. Κι εκείνος,  οπισθοχώρησε διακριτικά.

   «Κυρ Γιάννη, όλα εντάξει;».

   «Ναι Κλαίρη μου. Ευτυχώς, δεν με χτύπησαν. Πήραν λίγα χρήματα και έναν χρυσό σταυρό, δώρο της μακαρίτισσας. Για τα χρήματα δεν πειράζει, ο σταυρός όμως, ο σταυρός!».

   Αυτά πρόλαβε και ψιθύρισε και αφέθηκε στους λυγμούς ενός σπαρακτικού κλάματος, βυθισμένος στην συμφορά που τον βρήκε.

   Η Κλαίρη στράφηκε στους αστυνομικούς που μιλούσαν, ήδη, με τον σύζυγο της, για να λάβει καλύτερη ενημέρωση του περιστατικού.

      Όπως φάνηκε, οι δράστες της επίθεσης ήταν άτομα νεαρής ηλικίας. Δύο στον αριθμό, με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους. Απείλησαν τον ηλικιωμένο με μαχαίρι τύπου σουγιά κι, έτσι, εξασφάλισαν εκατόν πενήντα ευρώ και το κόσμημα. Ύστερα, τράπηκαν σε φυγή χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανέναν.

Οι φωνές του παππού που βγήκε στο δρόμο καλώντας σε βοήθεια, οδήγησαν στην ειδοποίηση της άμεσης δράσης από τους γείτονες.

   Οι άνδρες της αστυνομίας, ζήτησαν τη μεταφορά του παππού στο τμήμα, για συμπλήρωση περαιτέρω στοιχείων. Την καταγραφή του συμβάντος και την υποβολή μήνυσης. 

   Η Κλαίρη, προσφέρθηκε να πάει μαζί τους. Ο ηλικιωμένος δύσκολα θα τα κατάφερνε χωρίς βοήθεια. Ταλαιπωρήθηκε, αρκετά, αυτό το βράδυ. 

   Στο τμήμα, οι νεαροί αστυνομικοί οδήγησαν τους επισκέπτες σε κάποιο γραφείο στο τέλος ενός μακρύ διαδρόμου. Όση ώρα ακολουθούσαν τους δυο άνδρες, η Κλαίρη ένιωθε μια περίεργη αίσθηση να διαπερνά το σώμα της. Όχι ασφάλειας όπως θα περίμενε κανείς, αλλά ψυχρότητας και τυπικού ελέγχου.

  Εκεί, τους περίμενε ο αξιωματικός υπηρεσίας.Ένας κύριος σωματώδης, με αραιωμένο το τριχωτό της κεφαλής και αυστηρό ύφος. Δίχως πολλά καλωσορίσματα και ευγένειες μπήκε κατευθείαν στο θέμα.

   «Λοιπόν κύριε Σταθάκη, ονομάζομαι Αναγνώστου. Οι συνάδελφοι με ενημέρωσαν για το περιστατικό. Θα τα πούμε και μαζί, να γραφτούν, και μετά θα προχωρήσουμε τη διαδικασία της μήνυσης».

   «Όχι κύριε αξιωματικέ, δεν επιθυμώ να γίνει μήνυση. Κατά τα άλλα, μπορούμε να πούμε ό,τι θέλετε για το συμβάν».

   «Μα είναι δυνατόν, για ποιο λόγο λέτε κάτι τέτοιο! Οι άνθρωποι αυτοί διέπραξαν παράνομη πράξη και ενήργησαν σε βάρος σας. Δεν θέλετε να συλληφθούν, και ν’ αποδοθεί  δικαιοσύνη;»

   «Αν μου επιτρέπετε, θα σας πω ότι η φτώχεια, η ανέχεια αλλά και η δυσκολία των νέων που εγκλωβίστηκαν ως θύματα σε ουσίες και ναρκωτικά. Όλα αυτά είναι κακοί σύμβουλοι και, ενίοτε, οδηγούν σε πράξεις κακές που ξεπερνούν την λογική και τη σωστή κρίση του ανθρώπου».

   «Κύριε Σταθάκη, μην προσπαθείτε να τους δικαιολογήσετε. Δεν υπάρχουν ελαφρυντικά σ’ αυτού του είδους τις πρακτικές. Άμα ήταν έτσι, όσοι βρίσκονται σε ανάγκη έπρεπε να εγκληματούν και να τους δίνουμε και εύσημα από πάνω. Είμαι αντίθετος με την γνώμη σας, και προτείνω να προχωρήσουμε την διαδικασία».

   Ο αστυνόμος κοίταξε την Κλαίρη θυμωμένος, ψάχνοντας συμπαράσταση στα λεγόμενα του.

   «Εσείς, ως δικός του άνθρωπος, πρέπει να τον συνετίσετε. Σας παρακαλώ! Δεν γίνονται έτσι τα πράγματα».

   «Τι να σας πω, αν δε θέλει ο ίδιος να γίνει κάτι παραπάνω, νομίζω ότι πρέπει να σεβαστούμε την επιθυμία του και το δικαίωμα του σε αυτό. Κύριε Γιάννη, η απόφαση είναι δική σας».  

   «Συμπαθάτε με όλοι, μα επιμένω σε ό,τι είπα στην αρχή. Δεν θέλω κάτι διαφορετικό! Ξέρετε, η δύναμη της συγχώρεσης είναι μεγαλύτερη από τη δύναμη της συγγνώμης. Αν θέλετε, ακούστε αυτές τις δυο κουβέντες από έναν γέρο, που μπορεί να έχασε και το μυαλό του πια, μαζί με τη νιότη του».

   Ο αυστηρός αξιωματικός, σηκώθηκε από τη θέση του και πέρασε μπροστά από το γραφείο. Στάθηκε όρθιος απέναντι στο κάθισμα του κυρ Γιάννη, σε θέση προσοχής.

   «Μπορεί να μην συμφωνώ, αλλά θέλω να σας σφίξω το χέρι για το μεγαλείο ψυχής που διαθέτετε. Δενθα πω τίποτε άλλο. Είστε ελεύθεροι από εμάς, και συγνώμη για την ταλαιπωρία». 

    Σαν γύρισαν στην κατοικία του κυρ Γιάννη, η Κλαίρη ανακοίνωσε την απόφαση της να μην τον αφήσουν μόνο αυτή την νύχτα. Ειδικά μετά το σοκ που υπέστη, από το άσχημο περιστατικό.

   «Κυρ Γιάννη, απόψε δε θα κοιμηθείτε εδώ, θα έρθετε στο σπίτι μας».

   «Όχι Κλαίρη, όχι κοπέλα μου! Αρκετά έχεις κάνει, δεν θέλω να γίνομαι μεγαλύτερο βάρος».

   «Κυρ Γιάννη, δεν ακούω κουβέντα! αν δεν έρθετε θα μείνω εγώ. Θα πω στον άνδρα μου να φέρει κάποια ρούχα και θα πάω από εδώ στο φαρμακείο, το πρωί».

   Η επιμονή και το ύφος της δεν του άφηναν περιθώρια να κρατήσει μεγαλύτερη αντίσταση. Αποδέχτηκε την πρόσκληση και ετοίμασαν μερικά πράγματα και τα φάρμακα του. Έπειτα αναχώρησαν.

    Η άφιξη του κυρ Γιάννη στο σπίτι της Κλαίρης έφερε τεράστια χαρά στα δυο κορίτσια, που τρέχοντας έπεσαν στην αγκαλιά του, μόλις πέρασε την είσοδο του σπιτιού τους.

   Η Κλαίρη, ετοίμασε φαγητό ώστε να περιποιηθεί ως καλή οικοδέσποινα τον επίσημο προσκεκλημένο και φιλοξενούμενο. Συνήθως, το βράδυ δεν έτρωγαν. Γευμάτιζαν με κάτι ελαφρύ. Τώρα, ήταν ειδική περίπτωση.

   Έφτιαξε μια καρμπονάρα, που μύρισε το σπίτι ολόκληρο.

   «Ελένη, μέχρι να σερβιριστεί το φαγητό πήγαινε σε παρακαλώ στο ζαχαροπλαστείο της γωνίας να αγοράσεις μερικά γλυκά. Πάρε και την Στελίνα για βόλτα, αν θέλει».

   «Ναι, κανένα πρόβλημα. Τι γλυκά να προτιμήσω, εκτός από τα βραχάκια που είναι η αδυναμία μου δηλαδή».

  «E ε! μη ξεχάσουμε και κοκάκια που αρέσουν σ’ εμένα».

   Η Στελίνα πετάχτηκε αγχωμένη να δηλώσει κι εκείνη την προτίμηση της στο γλυκό, μην τυχόν και μείνει αδικημένη.

   «Λοιπόν, πάρτε μισά μισά. Από αυτά που θέλετε οι δυο σας, και τα υπόλοιπα ζητήστε να είναι με χαμηλές θερμίδες».

   «Εντάξει μαμά, θα τα βρούμε στο κατάστημα. Κι αν χρειαστούμε καμιά βοήθεια, θα ρωτήσουμε την κοπέλα. Άντε Στελίνα, φόρεσε το μπουφάν σου και φεύγουμε».

   Επίτηδες έδωσε αυτή την παραγγελία η Κλαίρη. Να είναι κατάλληλα για την υγεία του φιλοξενούμενου παππού.

Με το γυρισμό τους στο σπίτι, τα δυο κορίτσια, βλέποντας τις γλυκές απολαύσεις που οι ίδιες έφεραν, προσπάθησαν να πείσουν τη μητέρα τους να επιτρέψει, έστω, μια μικρή δοκιμή από τις λιχουδιές αυτές, μα εκείνη αρνήθηκε με όμορφο τρόπο και εξήγησε στις κόρες της ότι – κάτι τέτοιο – δεν ταιριάζει νωρίτερα από το φαγητό.

   «Είδες Στελίνα, το περίμενα ότι η μαμά δεν θα μας αφήσει. Και σου είπα να το  κάνουμε στο δρόμο, αλλά γκρίνιαζες. Δεν θα το καταλάβαινε κανείς!».

   «Όχι, δεν πειράζει. Εγώ την ακούω τη μαμά, και δεν θέλω να τη στεναχωρώ, ούτε να της λέω ψέματα. Άσε με, λοιπόν!».

   «Γιατί Στελίνα, πότε είδες να πω εγώ ψέματα. Μη λες ανοησίες».

   «Να, αυτό με τα γλυκά δηλαδή δεν ήταν ψέμα, που ήθελες να γίνει στα κρυφά».

   «Καλά καλά, αυτό δε μετράει. Δεν ήταν δα και τόσο σοβαρό, για ένα γλυκάκι που είπα να φάμε. Έτσι κι αλλιώς, για εμάς ήταν πάλι, όχι ξένα».

   «Μα τι κουβεντιάζετε στα ψιθυριστά εσείς οι δυο; Μήπως ετοιμάζετε κανένα  σχέδιο επιδρομής στα γλυκά».

   «Να μαμά, λέγαμε το εξής…».

   Η Ελένη, ήταν έτοιμη να φανερώσει το θέμα τους. Πήρε και το ανάλογο ύφος της ενοχής στο βλέμμα. Μα την διέκοψε η αδερφή της.

   «Μαμά, εγώ ζήτησα στην Ελένη να παίξουμε ένα επιτραπέζιο μετά το φαγητό, αλλά μου είπε ότι βαριέται και προσπαθώ να της αλλάξω γνώμη».

   «Ωραία, τότε ελάτε και οι δύο όπως είστε να βοηθήσετε στην ετοιμασία του τραπεζιού».

   Η Στελίνα θέλησε να καλύψει την αδερφή της, και να μην μαρτυρήσει το πραγματικό θέμα της διαφωνίας τους.  

Στο στρώσιμο του τραπεζιού που ακολούθησε την συζήτησης τους, φρόντισαν να είναι πολύ τυπικές. Τα σερβίτσια μπήκαν σε ωραία και καλαίσθητη θέση, και τα μαχαιροπίρουνα δεν λοξοδρομούσαν ούτε ελάχιστο από όσα χρήσιμα έμαθαν σε παλιότερες συμβουλές της Κλαίρης για σωστή τοποθέτηση.

   Με τον ευγενικό και προσεκτικό τρόπο τους, κατάφεραν το τραπέζι να μοιάζει περισσότερο σαν εικόνα βγαλμένη από παραμύθι. Από αυτές που δημιουργούν διλλήματα. Να πάρεις την απόφαση να γίνεις κι εσύ δικό της στοιχείο με την παρουσία σου στο εσωτερικό της, ή να μείνεις μακριά δείχνοντας αδυναμία να χαλάσεις αυτήν την εξαιρετική ομορφιά και σπάνια αρμονία.

   «Μαμά μαμά, τα πάντα στο τραπέζι είναι έτοιμα. Τα έφτιαξα με την Στελίνα, όπως έχουμε πει. Θέλεις να τα ελέγξεις;».

   «Αν και σας έχω εμπιστοσύνη και είμαι σίγουρη ότι κάνατε το καλύτερο, έρχομαι να το κοιτάξω».

   «Για δες μαμά!».

   «Μα τι κορίτσια έχω εγώ, πόση ομορφιά και συνέπεια σ’ αυτό το τραπέζι. Μπράβο σας, ξανά και ξανά. Τόσο ωραία, ούτε κι εγώ θα τα κατάφερνα».

   Μαζί με τα εύσημα, τους έκανε μια μεγάλη αγκαλιά, και ύστερα είπε να ενημερώσουν τους μεγάλους, τον πατέρα τους και τον κυρ Γιάννη, που περίμεναν καρτερικά στο καθιστικό.

   Ήξερε καλά, ότι τα παιδιά πέρα από συμβουλές, καθοδήγηση ή παρατηρήσεις όταν χρειάζεται, έχουν ανάγκη και την ανάλογη ενθάρρυνση, μέσα από την επιβράβευση σε θετικές πράξεις τους.

   Την ώρα του φαγητού, ακούστηκαν πολλές φιλοφρονήσεις και ωραία σχόλια για τη νοστιμιά του φαγητού. Η Κλαίρη, ανέκαθεν ήταν σε υψηλό επίπεδο στη μαγειρική. Την μέρα αυτή, φάνηκε πως ξεπέρασε τον εαυτό της.

  «Αγάπη μου, δεν έχω λόγια. Το φαγητό είναι απίστευτο!».

  «Ευχαριστώ πολύ,μα δεν έκανα κάτι διαφορετικό από τις άλλες φορές».

   «Ναι μαμά, είναι πάρα πολύ νόστιμο. Σκέφτομαι να γλύψω και το πιάτο στο τέλος».

   «Σιγά Στελίνα μου. Είπαμε, όχι κι έτσι».   

   «Κλαίρη μου, συμφωνώ απόλυτα με τους υπόλοιπους. Είναι καταπληκτικό».

   «Κυρ Γιάννη, μάλλον η ενέργεια και η καλή διάθεση που προσέφερε η παρουσία σας απόψε,  έπαιξαν σημαντικό ρόλο για το γευστικό αποτέλεσμα».

Και κάπως έτσι, η πρότερη εικόνα του στρωμένου τραπεζιού από τις μικρές, απέκτησε ζωντάνια και μεγαλύτερη ομορφιά με την παρουσία της οικογένειας και του ηλικιωμένου.

Αφού τέλειωσαν το φαγητό, πέρασαν ξανά στο καθιστικό όπου ο κυρ Γιάννης, φάνηκε να συνέρχεται σιγά σιγά και να επιστρέφει το χαμόγελο στα χείλη του. 

   «Κλαίρη αλήθεια, δεν περίμενα πως με αφορμή αυτό το άσχημο περιστατικό θα ερχόταν τέτοια χαρά. Ότι θα ζούσα αυτές τις υπέροχες στιγμές».

Από την ημέρα των Χριστουγέννων είχε να νιώσει τόσο ευχάριστα. Δεν το ομολόγησε όμως, μην τυχόν φανεί ότι κυνηγά συνέχεια την προσοχή.

   «Κυρ Γιάννη, να μείνεις όσο θέλεις. Εμείς δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Όπως βλέπεις, τα μεγάλα αφεντικά είναι ενθουσιασμένα μαζί σου». 

    Με αυτά τα λόγια απάντησε, εννοώντας τις δύο κόρες με το χαρακτηρισμό αφεντικά, για να δείξει ότι αυτές έχουν το πάνω χέρι στο σπίτι και τη μεγαλύτερη αξία.

   Η Στελίνα έφερε ζωγραφιές, πολλές ζωγραφιές! Τις έδειχνε με χαρά στον κυρ Γιάννη, κι εκείνος σχολίαζε καθεμιά εικόνα ξεχωριστά. Για όλες έβγαινε και μια καλή κουβέντα από το στόμα του.

   «Κυρ Γιάννη, δείτε κι αυτή με τη γάτα που κυνηγά το ποντίκι αλλά δε το φτάνει και της ξεφεύγει τελικά, και την άλλη με το χελιδόνι που φεύγει από το δέντρο και πετάει ψηλά».

   «Μπράβο σου Στελίνα! από όλες τις εικόνες που κοίταξα φαίνονται καθαρά οι ικανότητες σου στη ζωγραφική και η μεγάλη ευαισθησία που διαθέτεις. Έχεις ταλέντο και θα φτάσεις ψηλά, να το θυμάσαι αυτό παιδί μου».

    Η Κλαίρη, αργότερα, ζήτησε από την Στελίνα να καληνυχτίσει τον κυρ Γιάννη και να ανέβουν στον επάνω όροφο. Να ξεκινήσουν την προετοιμασία για τον νυχτερινό ύπνο. Το βούρτσισμα των δοντιών, το μπάνιο, και την ωραία προσευχή δίπλα στο κρεβάτι. Για το καλό ολόκληρης της οικογένειας. 

     Αυτό το βράδυ, η Στελίνα έκανε μια προσθήκη στην προσευχή της. Παρακάλεσε τον καλό Θεό, όπως η ίδια ονομάτιζε, να δίνει πάντοτε χαρά στον κυρ Γιάννη. Επειδή είναι μόνος στον κόσμο, χωρίς οικογένεια και παιδιά.

    Σ’ αυτό το ωραίο ψιθύρισμα ψυχής του μικρού κοριτσιού, η Κλαίρη άφησε τα δάκρυα να τρέξουν οικιοθελώς. Σαν σταγόνες βροχής που πέφτουν στο έδαφος, ποτίζοντας το διψασμένο και ξερό χώμα.

   Όση ώρα γινόταν αυτά στο δωμάτιο της Στελίνας, την σκυτάλη της συντροφιάς στον κυρ Γιάννη, πήρε η γλυκιά Ελένη. 

   «Κυρ Γιάννη, είστε κουρασμένος;».

   «Όχι παιδί μου, πες μου. Τι είναι;».

   «Να, ήθελα να μάθω κάποια πράγματα για τη ζωή σας, όμως δυσκολεύομαι να ρωτήσω για να μην νιώσετε ενόχληση».

   «Ρώτησε παιδί μου, ό,τι θέλεις. Αφού αντέχω τα χρόνια που βαραίνουν το σώμα μου, λες να μην καταφέρω ν’ απαντήσω τις απορίες σου. Με μεγάλη χαρά και προσοχή θα σε ακούσω».

  «Σαν παιδί, κάνατε αταξίες ή ήσασταν ήσυχος;».

  «Να σου πω, κόρη μου. Όπως το πάρει κανείς. Συμμετείχα σε αταξίες ομαδικές, με τα άλλα παιδιά του χωριού. Για να καταλάβεις, μπαίναμε κρυφά σε κήπους άλλων συγχωριανών και κόβαμε φρούτα, πορτοκάλια, ρόδια… ό,τι βρίσκαμε. Καμιά φορά μας έπαιρναν χαμπάρι. Η τρεχάλα μας δε λέγεται. Ακόμα θυμάμαι το λαχάνιασμα, δεν μας έμενε σάλιο στο στόμα».

   «Και ξεφεύγατε πάντα, δεν σας έπιασαν ποτέ;».

   «Όχι, είχαμε σύστημα. Τρέχαμε μακριά και μετά σκορπούσαμε στα σοκάκια του χωριού. Όχι όλοι μαζί, μη δίνουμε στόχο. Μέχρι να περάσει ο κίνδυνος δηλαδή. Στη συνέχεια, μαζευόμασταν σ’ ένα κρυφό σημείο που είχαμε ορίσει από τα πριν και δοκιμάζαμε την συγκομιδή μας. Ωραίες εποχές!».

   «Δηλαδή, άτακτος σαν παιδί κυρ Γιάννη».

   «Δε θα το έλεγα. Μάλλον ήσυχο παιδί. Πέρα από τις μικρές αταξίες με τα άλλα παιδιά και την παρέα στη πλατεία, περισσότερο μου άρεσε να φεύγω προς τα έξω. Πήγαινα σε κάποια αγροκτήματα μακρινά, και καθόμουν με τις ώρες ολομόναχος. Κοιτούσα τη φύση τριγύρω, τα δέντρα, το χορτάρι, τα ζώα που βοσκούσαν με ηρεμία και το απέραντο γαλάζιο του ουρανού. Εκεί, αφηνόμουν σε σκέψεις πολλές, που με ταξίδευαν σε τόπους ξένους, καινούργιους».

   «Αυτούς τους τόπους, τους επισκεφτήκατε κανονικά  όταν γίνατε μεγάλος;».

   «Κάποιους ναι, κατάφερα να τους γνωρίσω σαν μεγάλωνα. Άλλοι πάλι, ήταν τόσο μακρινοί που δεν γινόταν να πατήσω το χώμα τους».

   Επίτηδες τον βομβάρδιζε με τόσες απορίες και ερωτήματα η Ελένη. Πρώτα γιατί της άρεσαν οι διηγήσεις παλιών χρόνων και ιστοριών, και ύστερα για να κάνει πιο άνετη την παραμονή του στο σπίτι τους.

   Τα δύο κορίτσια, εκτός από τη σπάνια ομορφιά της μητέρας τους, κληρονόμησαν και την ξεχωριστή καλοσύνη της.

Η Κλαίρη, βεβαιώθηκε ότι η Στελίνα κοιμήθηκε, στα σίγουρα, και έπειτα αποχώρησε. Αρκετές φορές, παρίστανε την κοιμισμένη και σηκωνόταν ξανά. Συχνή επισκέπτρια στο δωμάτιο των γονιών ή της μεγάλης αδερφής. Ειδικά τις βροχερές νύχτες με καταιγίδα και μπουμπουνητά, που έτριζαν τα τζάμια, η μετακίνηση ήταν σίγουρη.

   Η εικόνα που αντίκρισε, κατεβαίνοντας τη σκάλα, καθηλωτική. Ακόμα ένα χτύπημα περηφάνιας και συγκίνησης. Η Ελένη, αποκοιμήθηκε δίπλα στον κυρ Γιάννη, κι αυτός έγειρε το σώμα του για ευκολία στον ύπνο της.

   Παρόλο που δεν ήθελε να χαλάσει αυτήν την ξεχωριστή στιγμή ησυχίας, πλησίασε με προσοχή και κούνησε ελαφρά την κόρη της. Ήταν αργά, και έπρεπε να βρίσκεται στο δωμάτιο της. Στην αρχή, σκέφτηκε να τους άφηνε μέχρι το ξημέρωμα, όμως λόγω σχολείου, δεν γινόταν διαφορετικά.

   Η Ελένη, ανέβηκε στο δωμάτιο και σε λίγα λεπτά κατέβηκε πάλι. Μετέφερε  μια πολύχρωμη κουβέρτα, με ζεστά χρώματα, όπου σκέπασε το κουρασμένο σώμα του ηλικιωμένου.

   Το συγκεκριμένο βράδυ, όλη η οικογένεια κοιμήθηκε αλλιώς. Η παρουσία του παππού στον χώρο, λες και σκόρπιζε αρώματα ευτυχίας και συναισθηματικής πληρότητας. Όπως και, ο ίδιος, ο κυρ Γιάννης απόλαυσε τον ύπνο του όσο ποτέ άλλοτε.  Μόνο ευχάριστα και όμορφα όνειρα συντρόφευαν την ξεκούραση του.

Αφού ξημέρωσε, η Κλαίρη έφτιαξε πρωινό για όλους. Φρυγανιές, μαρμελάδα,  φυσικό χυμό, γάλα, και άλλα καλά για να ξεκινήσει ωραία η μέρα.

   Ο άντρας της ανέλαβε, ως συνήθως, ν’ αφήσει τα κορίτσια στα σχολεία τους, στο δρόμο για την εργασία του. Η Κλαίρη με τον κυρ Γιάννη, ξεκίνησαν το περπάτημα για το φαρμακείο.

   Διέσχισαν την οδό Καλοκαιρινού και πέρασαν την Χανιόπορτα, για να φτάσουν στον προορισμό τους. 

Ο παππούς κάθισε μέχρι το κλείσιμο, στο κατάστημα. Δεν τον άφησε νωρίτερα η Κλαίρη. Ήθελε να τον προσέχει καλύτερα.

   Η Σοφία, η αδερφή της, έμαθε τότε για το συμβάν της Κυριακής. Στεναχωρήθηκε πολύ για τα άτομα που ενεργούν, έτσι, σε βάρος ανήμπορων ανθρώπων. Για τις χαμηλές αξίες που τους διακρίνουν και το αδίστακτο του χαρακτήρα τους.

   «Τι να πεις, τι να πεις!».

   Αυτά έλεγε και ξανάλεγε εκνευρισμένη και απογοητευμένη, για την ασχήμια του θέματος.

   «Κλαίρη, ήθελα και να ήξερα πως σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι. Δεν τους μεγάλωσαν γονείς, δεν είχαν παππούδες. Κανένας σεβασμός, τίποτα!».

   «Δυστυχώς, η κοινωνία μας δεν είναι φτιαγμένη από τόση καλοσύνη. Ορισμένοι κοιτούν το συμφέρον τους, δεν διστάζουν να βλάψουν άλλους ανθρώπους για να ωφεληθούν και να κερδίσουν κάτι».

   «Μη λέτε τίποτα κορίτσια, πάει πέρασε».

   Ο κυρ Γιάννης, ήθελε να τις καθησυχάσει ώστε να φύγει αυτή η αναστάτωση και να συγκεντρωθούν στην εργασία τους. Μην τους παίρνει χρόνο, το δικό του θέμα. 

   Στο τελείωμα του ωραρίου, η Κλαίρη συνόδευσε τον κυρ Γιάννη στο σπίτι του, και αφού σιγουρεύτηκε ότι πλέον ήταν πιο ήρεμος, τον άφησε να ξεκουραστεί.

   Μόλις έκλεισε η πόρτα, στη φεύγα της Κλαίρης, ο ηλικιωμένος άρχισε το ταξίδι της λυπημένης σκέψης. Κοίταζε συνοφρυωμένος τους τοίχους του σπιτιού, εστιάζοντας ως συνήθως στην κορνίζα με την λατρεμένη του σύζυγο. Τα λόγια του σπαρακτικά ετούτη τη στιγμή,«πάλι οι δύο μας μείναμε κυρά Δήμητρα, μόνοι μας». Αυτά είπε και στη συνέχεια ανανέωσε το μικρό καντηλάκι πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στις εικόνες των Αγίων και της Παναγίας, της μητέρας όλων των ανθρώπων.

   Θεωρούσε ότι αν, κάποτε, άφηνε τη φλόγα αυτή να σβήσει θα ήταν το χειρότερο παρατήρημα. Σαν να έχανε για δεύτερη φορά την γυναίκα του. 

   Μια φορά έπαψε το άναμμα του, εξαιτίας του αέρα που εισέβαλλε ορμητικά απ’ το ανοιχτό παράθυρο και, ο κυρ Γιάννης, δεν έφαγε μια εβδομάδα από τη στεναχώρια του.

   Σε μερικές μέρες, το σταθερό τηλέφωνο της Κλαίρης έλαβε και πάλι μια ξαφνική ειδοποίηση, αυτή τη φορά λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Απάντησε ο σύζυγος της, ακούγοντας  μια τρεμάμενη φωνή που προσπαθούσε απεγνωσμένα να αρθρώσει λόγο. Το μόνο που κατάφερε να ξεκαθαρίσει από την μπερδεμένη ομιλία, ήταν το όνομα της γυναίκας του. 

   Έδωσε το ακουστικό στην Κλαίρη, μήπως αυτή καταλάβει τι συμβαίνει και ποιος καλεί τέτοια ώρα. Η Κλαίρη, αμέσως, αναγνώρισε  τον κυρ Γιάννη.

   «Κυρ Γιάννη, εσείς είστε;».

   «Ναι Κλαίρη μου, ακούω θορύβους έξω από την πόρτα. Νομίζω επέστρεψαν πάλι,  τα άτομα εκείνα που έκαναν την κλοπή».

   «Μην ανησυχείτε κυρ Γιάννη, έρχομαι σε λίγο. Θα καλέσω και την αστυνομία!».

   Παρά το προχωρημένο της ώρας, ντύθηκε γρήγορα και με βάδισμα κυνηγητού κατευθύνθηκε στο σπίτι του κυρ Γιάννη. Δεν φοβήθηκε ούτε το σκοτάδι της νύχτας.

   Μέχρι να φτάσει, την πρόλαβαν οι άνδρες της ομάδας Δίας. Περικύκλωσαν  με τις μοτοσυκλέτες τους το σπίτι, δίνοντας το στίγμα της ασφάλειας και της προστασίας.

   Τελικά, δεν υπήρχε κανείς στον περίγυρο ή κι αν υπήρχε, νωρίτερα, κατάφερε να διαφύγει πριν φτάσει η βοήθεια. Οι αστυνομικοί δεν κάθισαν πολύ, βεβαιώθηκαν ότι όλα είναι εντάξει και αποχώρησαν.

   «Κυρ Γιάννη,  δεν νομίζω να γυρίσουν ξανά αυτοί οι άνθρωποι. Πάει τέλειωσε».

   «Σίγουρα, είδαν και την αστυνομία και έτρεξαν μακριά. Άσε που μπορεί να ήταν και καμιά παρέα παιδιών ή κάποιο ζώο».

   «Δεν ξέρω παιδί μου, ήταν δυνατός ο θόρυβος. Αποκλείεται να ήταν ζώο. Ούτε παιδιά νομίζω, δεν περνούν από εδώ τέτοιες ώρες. Φοβούνται το σκοτάδι».

Η Κλαίρη, προσπαθούσε να ηρέμησε τον κυρ Γιάννη ο οποίος φαίνονταν αρκετά ταραγμένος. Και με το δίκιο του μάλιστα.

    Αργότερα, τηλεφώνησε στον σύζυγο της και ενημέρωσε πως θα έμενε για παρέα στον παππού, μέχρι το ξημέρωμα.  Για ψυχολογική στήριξη περισσότερο, επειδή ήταν πολύ αγχωμένος.

   Όλη νύχτα τον παρατηρούσε να στριφογυρίζει, με συνεχόμενα τινάγματα στον ύπνο. Παραμιλούσε κιόλας! Τη μια κουβέντιαζε το όνομα της συγχωρεμένης της γυναίκας του και την άλλη το δικό της, με ένα τρόπο τρυφερό και ευαίσθητο. 

   Η ίδια, δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι. Τα μάτια της έκλειναν για δευτερόλεπτα μόνο. Σαν άγρυπνος φρουρός του μεγάλου κάστρου.

   Ευτυχώς! ξημέρωνε Σάββατο και δεν υπήρχε θέμα με το ξύπνημα των παιδιών. 

Η αρρώστια

Ο χρόνος κυλούσε και όλα έδειχναν να επιστρέφουν στην κανονικότητα τους για τον παππού της οδού Αρσινόης, και τακτικό επισκέπτη του κοντινού φαρμακείου.

   Οι κοπέλες, οι δυο αδερφές, ακούραστες και ταγμένες στο ωραίο τους λειτούργημα εξυπηρετούσαν τον κόσμο. Κι εκείνος, καλός παρατηρητής και δέκτης τον έντονων στιγμών και εξομολογήσεων που λάμβαναν χώρα στο κατάστημα.

   Μάρτιος μήνας, πια, και ο καιρός πιστός σε μια μπερδεμένη συμπεριφορά για να θυμώνει τον κόσμο, δημιουργώντας διλήμματα… στο ντύσιμο, στην θέρμανση, στην επικοινωνία.

 Ο κυρ Γιάννης, δεν τη γλίτωσε. Το κρυολόγημα τον τύλιξε για τα καλά. Απευθύνθηκε στον γιατρό της περιοχής και, μετά, στην Κλαίρη για τα απαραίτητα φάρμακα και τις σημαντικές συμβουλές.

   Σαν προχωρούσε η αγωγή, η κατάσταση της υγείας του κυρ Γιάννη αντί να γνωρίζει βελτίωση, γινόταν χειρότερη. Η Κλαίρη τον παρατηρούσε να βήχει, συνεχώς, και κάποιες φορές να πιέζεται τόσο, λες και θα σταματούσε η ανάσα του. Το πρόσωπο του, τότες, άλλαζε χρώμα με φανερή αλλοίωση και επισκίαση της συμπαθητικής φυσιογνωμίας και των ωραίων χαρακτηριστικών της ηρεμίας.

   Όλα αυτά, δεν άφησαν αδιάφορη την Κλαίρη,που κάνοντας τους υπολογισμούς για το χρόνο της θεραπείας και εξετάζοντας τα συμπτώματα, αποφάσισε να πάρει τον κυρ Γιάννη και να επισκεφτούν το μεγάλο νοσοκομείο της πόλης, το Πα. Γ.Ν.Η.

    Η παραμονή στον νοσοκομειακό χώρο, διήρκησε για ώρες. Η Κλαίρη πλησίον του εξεταστηρίου, στο διάδρομο των επειγόντων, ανέμενε τα νεότερα.

   Ήταν περίπου στη μία το ξημέρωμα, όταν ένας ειδικευόμενος γιατρός βγήκε και την ενημέρωσε σχετικά. Ο κυρ Γιάννης παρουσίαζε οξείας μορφής πνευμονία, που έκρινε αναγκαία την εισαγωγή του στην αρμόδια κλινική.

   Η Κλαίρη, με το άκουσμα της δυσάρεστης είδησης, ξεκίνησε την κινητοποίηση για την φροντίδα και επίβλεψη του ασθενούς. Κανόνισε με τη Σοφία ώστε να πηγαίνουν εναλλάξ, ως συνοδοί του κυρ Γιάννη, στην κλινική. Όταν η μία βρισκόταν στο φαρμακείο, η άλλη στο νοσοκομείο.

   Η μητέρα τους, η κυρία Στέλλα, ανέλαβε την ευθύνη των μικρών κοριτσιών, στο φαγητό και την προετοιμασία  του σχολείου.

   Υπήρχαν φορές που η Κλαίρη έφευγε, εντελώς, άυπνη από το νοσοκομείο, πηγαίνοντας απευθείας στην εργασία της, στο φαρμακείο.

   Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της κλινικής, έβαζε συχνά στις συζητήσεις του, ως θέμα, το ενδιαφέρον και το ζήλο που διατηρούσαν οι δυο κοπέλες απέναντι στην κατάσταση του ηλικιωμένου, δίχως καν να τις συνδέει οποιαδήποτε συγγενική σχέση μαζί του.

  Η στάση τους και προς την συνεργασία με τους υπεύθυνους νοσηλείας ήταν άψογη και υποδειγματική. Δεν δημιουργούσαν εμπόδια. Αντίθετα, προσπαθούσαν να συνδράμουν, όσο το δυνατόν, για την επίλυση των διαφόρων θεμάτων.

   Ο κυρ Γιάννης, δεν έχανε ευκαιρία για εγκωμιαστικά σχόλια που αφορούσαν τις ευεργέτισσες του, έτσι τις έβλεπε. Αυτό το έκανε μόνο στον χρόνο της απουσία τους, επειδή ήξερε ότι η Κλαίρη ένιωθε άβολα με τέτοιες συζητήσεις. 

Μάλιστα, ο υπεύθυνος γιατρός κατά το επισκεπτήριο στους θαλάμους των ασθενών, κι ενώ η Κλαίρη βρισκόταν απέξω, ως είθισται για τους συνοδούς, έκανε ειδική αναφορά στην περίπτωση.

   «Κυρ Γιάννη, να θεωρείται τον εαυτό σας πολύ τυχερό. Από εδώ περνούν καθημερινά ασθενείς που δεν έχουν κανέναν να τους φροντίζει, κι εσάς απ’ ότι βλέπω δεν σας αφήνουν ούτε ώρα μόνο».

   «Γιατρέ μου, εσύ εδώ μέσα είσαι σωτήρας για πολλούς που δυσκολεύονται στην υγεία τους. Η δική μου σωτηρία και ελπίδα, είναι η κοπέλα που στέκεται πίσω από την κλειστή πόρτα και περιμένει με αγωνία να σας ρωτήσει για μένα».

   «Κυρ Γιάννη, είστε λεβεντιά!».

   «Βλέπετε, δεν έχω παιδιά, δεν πρόλαβα να αποκτήσω γιατί έφυγε νωρίς η γυναίκα μου. Ο Θεός μου έστειλε αυτόν τον άγγελο για βοηθό και συμπαραστάτη, στη θέση της κόρης που δεν απέκτησα. Ίσως για να διορθωθεί η αδικία που έγινε κάποτε».

   Ο γιατρός του έσφιξε το χέρι, δείχνοντας θαυμασμό στα λόγια του και ταυτόχρονα κατανόηση της κατάστασης στο σύνολο της.

   Δεκαεπτά ημέρες κράτησε η νοσηλεία του κυρ Γιάννη, λόγω συνεχών μεταπτώσεων.

   Η Κλαίρη, δεν λύγισε ούτε λεπτό στο διάστημα αυτό. Όταν συνέβαινε η αδερφή της να μην είναι σε θέση να την αντικαταστήσει, αδιαμαρτύρητα παρέμενε επιπλέον ώρες. 

   Το ενδιαφέρον της απλωνόταν και στους συγκάτοικους του θαλάμου. Δεν της έκανε καρδιά να βλέπει να χρειάζονται κάτι και να μην προσφέρει τη βοήθεια της. Αρκεί να περνούσε από το χέρι της. Γι’ αυτούς, βέβαια, ήταν ότι πιο πολύτιμο στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν.

   Ένας άλλος παππούς σε γειτονικό κρεβάτι, με άσχημη υγεία, έκλαιγε κάθε βράδυ με αναφιλητά. Όχι τόσο για την αρρώστια του, όσο για τον πρόσφατο χαμό της γυναίκας του. Ούτε μήνας κλεισμένος από την ημέρα που έφυγε.

   Καταγόταν από χωριό, μακριά από την πόλη του Ηρακλείου. Tα παιδιά του δεν είχαν τη δυνατότητα να μένουν για πολλές ώρες στο νοσοκομείο. Θα άφηναν αποκλειστική, μα τους περιόριζε το μεγάλο κόστος. 

   Με τον κυρ Γιάννη, μοιράζονταν και αυτόν τον πόνο, μιας και έτυχαν κοινής μοίρας και θλίψης, από την απώλεια του άλλου τους μισού, των αγαπημένων συντρόφων τους.

   Αρκετές νύχτες, η Κλαίρη πλησίαζε τον γείτονα παππού, παίρνοντας μια τρυφερή αγκαλιά το παγωμένο χέρι του, δίνοντας κουράγιο και σ’ αυτόν.  

   Στο μεσοδιάστημα της θεραπείας, ο κυρ Γιάννη χρειάστηκε παρακολούθηση στην μονάδα αυξημένης φροντίδας, ώστε να υπάρξει ειδική διαχείριση διαφόρων επιβαρυντικών συμπτωμάτων.

   Η Κλαίρη, δεν απομακρύνθηκε από το νοσοκομείο. Η είσοδος στον άλλο χώρο δεν ήταν ελεύθερη, κι  εκείνη πηγαινοερχόταν πότε μπροστά στην βαριά σιδερένια πόρτα της εντατικής  και άλλοτε, πίσω, στο δωμάτιο, για συντροφιά στον έτερο ηλικιωμένο.

   Στα πράσινα πλαστικά καθίσματα αναμονής, έβλεπες πρόσωπα γεμάτα αγωνία και πανικό, μάτια βουρκωμένα και άτομα να κρατούν το κεφάλι με τα δυο χέρια, σκυμμένοι στο δάπεδο. Οι περισσότεροι από δαύτους, περίμεναν το χαρμόσυνο νέο ν’ ανασκουμπωθούν και να υψώσουν ανάστημα. 

   Και ναι! για κάποιους όντως ερχόταν το μήνυμα που θύμιζε ανάσταση, για άλλους μονάχα ελάχιστες λέξεις προάγγελοι πένθους και συμφοράς: «δυστυχώς, δεν τα κατάφερε!».

   Στο δωμάτιο της κλινικής, ο δεύτερος παππούς (ο κύριος Δημήτρης) ξεχνώντας τα δικά του, ανέλαβε υποστηρικτικό ρόλο απέναντι στην Κλαίρη. Ξεκίνησε τις ιστορίες τις παλιές, σε μια προσπάθεια να την καθησυχάσει και να τραβήξει την προσοχή της από το θέμα του κυρ Γιάννη, και το θολό τοπίο που επικρατούσε με την  παραμονή του στην μονάδα για τρίτη ημέρα.

   Η Κλαίρη, το είχε αντιληφθεί και εκτιμούσε αυτήν την κίνηση, η οποία φανέρωνε το μεγαλείο ψυχής του κυρίου Δημήτρη.

   «Κλαίρη, φύγε για λίγο παιδί μου. Δεν υπάρχει λόγος να μένεις εδώ. Πήγαινε στην οικογένεια και την εργασία σου. Αν αλλάξει κάτι, θα το μάθεις».

«Ίσως έχετε δίκιο, αποκρίθηκε με λυπημένο ύφος η νεαρή κοπέλα».

Ακολούθησε τη συμβουλή του γηραιού κυρίου και αποχώρησε, αφήνοντας πρώτα τα τηλέφωνα της (σε σπίτι και εργασία) στην υποδοχή, ώστε να την ενημερώσουν για οποιοδήποτε καινούριο δεδομένο.

   Πήγε στο φαρμακείο, όπου τα θέματα έτρεχαν, και συνάντησε την αδερφή της, δίνοντας προτεραιότητα σε παραγγελίες που εκκρεμούσαν. Ακόμα κι εκεί, η υπευθυνότητα και η συνέπεια της  ξεχώριζαν. 

   Κανένας από τους εξυπηρετούμενους πελάτες του φαρμακείου δεν κατάλαβε για τις σκέψεις που την απασχολούσαν. Σωστή και τυπική επαγγελματίας. Κάθε που περνούσε την πόρτα του καταστήματος, άφηνε έξω όλα τα δικά της, και αφιερωνόταν ολοκληρωτικά στο πόστο της και τις κρίσιμες αποφάσεις.

   Ήρθε και η κυρία Στέλλα. Τα παιδιά ήταν στο σχολείο, και είχε το ελεύθερο να κοιτάξει τις άλλες υποχρεώσεις. Συζήτησαν με την Κλαίρη, για αρκετή ώρα, στο πίσω μέρος του φαρμακείου. Αναφέρθηκαν σε πολλά, για οικονομικά στοιχεία, φαρμακευτικά προϊόντα,αλλά και σε ένα ζήτημα που προέκυψε με την μικρότερη κόρη, την Στελίνα.

   «Κλαίρη, η Στελίνα είναι αρκετά στεναχωρημένη τελευταία. Την έχει επηρεάσει η ασθένεια του κυρ Γιάννη. Νομίζει ότι θα τον χάσουμε!».

   «Ευχαριστώ μαμά, καλά κάνεις και μ’ ενημερώνεις. Πρέπει να το δω γρήγορα! Τα παιδιά δεν είναι χρήσιμο να μένουν στην άγνοια και εγκλωβισμένα σε μπερδεμένες σκέψεις».

   Η Σοφία, διέκοψε την συζήτηση τους και τις κάλεσε να μεταφερθούν μπροστά. Η προσέλευση του κόσμου ήταν τέτοια που δεν άφηνε περιθώρια για διαλλείματα και παύσεις.

   Ορισμένοι περίοικοι που γνώριζαν προσωπικά τον κυρ Γιάννη, έσπευσαν να μιλήσουν στην Κλαίρη. Ενδιαφερόταν να μάθουν νεότερα, σχετικά με την υγεία του. Η εικόνα που έβγαινε στους έξω, ήθελε την Κλαίρη ως τον πιο κοντινό άνθρωπο του  ηλικιωμένου.

   Απαντούσε σε όλους με αισιοδοξία και εφησυχασμό, αν και μέσα της δεν ήταν καθόλου σίγουρη για την θετική έκβαση της υπόθεσης.

   Μερικές μέρες μετά, κι ενώ η Κλαίρη βρισκόταν στον δύσκολο χώρο αναμονής του νοσοκομείου, ήρθε και το χαρμόσυνο μαντάτο. Ο κυρ Γιάννης, θα έβγαινε από την μονάδα αυξημένης επίβλεψης.

   «Λοιπόν, κα Μαυράκη… σας έχω καλά νέα σήμερα. Ο άνθρωπος σας επιστρέφει στο δωμάτιο της κλινικής».

   Ο θεράπων ιατρός του ηλικιωμένου, γνώριζε καλά την αγωνία της Κλαίρης και φρόντιζε να την κρατάει ενήμερη διαρκώς για την εξέλιξη της κατάστασης.

   «Γιατρέ, αλήθεια μου λέτε. Δεν το πιστεύω!».

   «Κι όμως, να το πιστέψετε. Η κλινική του εικόνα δεν εμφανίζει πλέον ανησυχία, και δεν χρήζει περαιτέρω παραμονής στην ειδική μονάδα. Ο κίνδυνος πέρασε».

   «Τι να πω! Γιατρέ, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω».

   «Δεν χρειάζονται ευχαριστίες, το καθήκον μου έκανα ως γιατρός. Η δική σας η στάση κα Μαυράκη, είναι που αποδεικνύει ένα άλλο καθήκον που οι περισσότεροι έχουμε ξεχάσει ηθελημένα ή άθελα μας, το ανθρώπινο καθήκον και την ανιδιοτελή συμπαράσταση».

   «Να είστε καλά γιατρέ!».

   «Εσείς να είστε καλά, και συγχαρητήρια για το ήθος σας. Εύχομαι περαστικά».

   Ο γιατρός, ακούμπησε ελαφρά τον ώμο της Κλαίρης και έπειτα αποχώρησε, φανερά συγκινημένος, όχι τόσο για την επιτυχία του να κρατήσει στη ζωή τον κυρ Γιάννη, όσο για την παραδειγματική συμπεριφορά της νεαρής φαρμακοποιού.    

   Η Κλαίρη, χωρίς να χάνει χρόνο, πήρε τηλέφωνο τους δικούς της, να μεταδώσει την καλή είδηση.

   «Σοφία, τάξε μου».

   «Τι είναι Κλαίρη, πες μου γρήγορα! Γίνεται χαμός εδώ, δεν τους προλαβαίνω».

   «Ο κυρ Γιάννης, βγαίνει από τη μονάδα. Είναι καλά! Σε λίγο θα βρίσκεται πίσω στο δωμάτιο. Μόλις με ενημέρωσε ο γιατρός του».

   «Κλαίρη, δεν το συζητώ. Ευτυχώς και με πήρες. Υπέροχο νέο».

   Επέλεξε να καλέσει πρώτα την αδερφή της. Ήξερε ότι και η Σοφία αγωνιούσε αρκετά, και επίσης ένιωθε και κάπως υποχρεωμένη απέναντι της, που την φόρτωσε με τόσες ευθύνες στο φαρμακείο, αν και καινούρια στην δουλειά.

   «Σοφία, αν μπορέσεις, επειδή εγώ θα προχωρήσω προς την κλινική, ειδοποίησε σε παρακαλώ την μαμά να ετοιμάσει την μικρή για επίσκεψη στο νοσοκομείο».

   «Μην ανησυχείς, στο πρώτο κενό, θα πάρω αμέσως».

   «Που είσαι Σοφία, πες της πως θα περάσω εγώ να την πάρω το απόγευμα από το σπίτι».

   Αυτή την ώρα, θεώρησε ως κατάλληλη να μιλήσει με την Στελίνα. Νωρίτερα, δεν τολμούσε! Ίσως, να μην ήταν έτοιμη ούτε η ίδια στο να δεχτεί κάτι δυσάρεστο για τον κυρ Γιάννη, άρα θα δυσκολευόταν πολύ στην εξήγηση της προς τη μικρή. Τώρα, τα πράγματα άλλαξαν. Ο φόβος της απώλειας σβήστηκε, δίνοντας άλλο κουράγιο και συναισθήματα.

    Με αυτές τις ωραίες σκέψεις προχώρησε προς το δωμάτιο, να περιμένει την άφιξη του αγαπημένου της παππού.

   «Κύριε Δημήτρη, μαντέψτε».

   «Τι έγινε παιδί μου, πες μου».

   «Ο συγκάτοικος σας επιστρέφει, θα έχετε παρέα και πάλι».

   «Μα τι μεγάλο νέο είναι αυτό. Έτσι μου ’ρχεται να σηκωθώ από κρεβάτι και να ρίξω ένα χορό για το χατίρι του κυρ Γιάννη, έξω στο διάδρομο μάλιστα».

   «Έτσι έτσι, θα σας συνοδεύσω κι εγώ. Πως θα δείξουμε τη χαρά μας».

   «Μπράβο παιδί μου, να μας αφήσει πια αυτή η θλίψη και η κατήφεια».

   Ο καημένος ο κύριος Δημήτρης, ενθουσιάστηκε από την καλή είδηση, λέγοντας διάφορα ωραία και κάνοντας κινήσεις χαράς, όσο του επέτρεπανδηλαδή τα καλώδια που τον κύκλωναν. Άλλα για βοήθεια στην αναπνοή και άλλα για παρακολούθηση της καρδιάς.

    Ένας θόρυβος που έμοιαζε με σύρσιμο από ροδάκια, διέκοψε την χαρούμενη συζήτηση και έκανε την Κλαίρη να τιναχτεί από το κάθισμα της και να βγει στο διάδρομο.

   «Κύριε Δημήτρη, ατυχήσαμε. Λάθος συναγερμός!».

   «Γιατί, τι έγινε;».

   «Όχι κάτι κακό. Γίνεται νοσηλεία στους ασθενείς».

   «Α, εντάξει τότε».

   Η Κλαίρη, γύρισε ξανά στο δωμάτιο, ενώ δε σταματούσε να ρίχνει κλεφτές ματιές στο διάδρομο και να κινείται νευρικά πέρα δώθε.

   «Να, κύριε Δημήτρη, νομίζω τώρα έρχονται».

   «Ωραία!».

   «Μπα, πέσαμε έξω πάλι. Μεταφέρουν έναν κύριο σε δίπλα δωμάτιο. Από χειρουργείο μάλλον».

   «Κλαίρη μου, ας περιμένουμε. Που θα πάει, θα έρθουν. Όπως στα είπε ο γιατρός, έτσι θα γίνει».

  «Ναι, κύριε Δημήτρη. Έχετε δίκιο, θα γυρίσω στο κάθισμα. Σας ταράζω κι εσάς, χωρίς λόγο».

   «Μην σκας, δεν το λέω γι’ αυτό. Εσύ παιδί μου, μην αγχώνεσαι. Ταλαιπωρήθηκες πολύ, αυτές τις μέρες».

Μία κοπέλα από το προσωπικό, μπήκε στο δωμάτιο για τη νοσηλευτική φροντίδα του κυρίου Δημήτρη, κάνοντας αναφορά και στην περίπτωση του κυρ Γιάννη.

   «Κυρία Μαυράκη, επειδή σας έβλεπα πριν που κοιτούσατε στο διάδρομο με ανησυχία, να σας πω ότι με ενημέρωσαν για τις οδηγίες του ασθενούς σας. Τον ανεβάζουν σε κανένα τέταρτο».

   «Σας ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ για όλα!».

   «Άντε μπράβο κοπέλα μου, και πήγε η ψυχή μας στην κούλουρη τόση ώρα που περιμένουμε».

   Ο κύριος Δημήτρης, πήρε μια ανακούφιση που δεν περιγράφεται. Ανησύχησε κι αυτός με την αργοπορία, αλλά δεν το δήλωνε ξεκάθαρα.

   «Τα πάτε καλά με τον διπλανό σας ε!».

   «Μόνο καλά! Εδώ, παίρνουμε δύναμη ο ένας από τον άλλο. Αφού μας τα έφερε έτσι η ζωή».

   Η νοσηλεύτρια, φάνηκε να αισθάνεται ικανοποίηση όταν κατάλαβε την χαρά που έδωσε με την ενημέρωση της και στους δυο παρόντες στο θάλαμο, τον έτερο ασθενή και την συνοδό του άλλου.

Σε ένα τέταρτο ακριβώς, έγινε επιτέλους η αναμενόμενη άφιξη του κυρ Γιάννη στο δωμάτιο της κλινικής, επαληθεύοντας την πρόβλεψη της γλυκιάς νοσηλεύτριας.

   «Να ’μαστε κι εμείς, φτάσαμε!».

   Ο τραυματιοφορέας, έδωσε αστειευόμενος το στίγμα της επιστροφής, για να ελαφρύνει το κλίμα. Με τη βοήθεια μιας κυρίας του προσωπικούκαι της Κλαίρης, ανέβασαν τον κυρ Γιάννη στο κρεβάτι.

   Αμέσως, άρχισε η τακτοποίηση του στο χώρο και η παροχή κατάλληλου εξοπλισμού.   

   Η Κλαίρη, δεν κρατιόταν να του ανοίξει συζήτηση και να ακούσει τη φωνή του μετά από μέρες, αλλά συγκρατήθηκε σεβόμενη τις διαδικασίες των φροντιστών. Τον κοιτούσε μονάχα, με ένα χαμόγελο σαν ζωγραφιά. Τουλάχιστον, μέχρι να αποχωρήσουν.

   «Κυρ Γιάννη, καλώς μας ήρθατε. Σιδερένιος!».

   Η Κλαίρη, πλησίασε το μέρος του ηλικιωμένου. Τον καλωσόρισε, και ταυτόχρονα του χάιδεψε το χέρι. 

   «Κλαίρη μου, καλώς σας βρήκα. Άντε, και πήγα να σκάσω εκεί μέσα. Μόνο ήχους από μηχανήματα άκουγα, τίποτες άλλο. Πόσο χαίρομαι, που γύρισα».

   Ο κυρ Γιάννης, αν και καταπονημένος στην όψη, δεν ξεχνούσε το χιούμορ του και την καλή διάθεση.

  «Φίλε μου, εμείς να δεις τι περάσαμε, χωρίς την συντροφιά σου. Σαν μεγάλη Παρασκευή ήμασταν».

   Ο συγκάτοικος του, δεν έχασε την ευκαιρία να δείξει κι εκείνος την ευχαρίστηση του για το όμορφο γεγονός.

   Σε αυτή την ωραία ατμόσφαιρα κύλησε ολόκληρη η πρώτη συνάντηση και επαφή, μετά τη δυσάρεστη μεσολάβηση της απουσίας του κυρ Γιάννη.

   «Εγώ, θα ζητήσω συγνώμη. Θα μου επιτρέψετε να φύγω για λίγο, και θα επιστρέψω αργότερα».

   «Πήγαινε παιδί μου, και μη γυρίσεις σύντομα. Κοίταξε τις δουλειές σου. Εγώ είμαι εντάξει».

   «Δεν θα αργήσω, καθόλου. Να αφήσω και εσάς τους φίλους, να πείτε τα δικά σας».

   Η Κλαίρη, δεν θέλησε να αποκαλύψει στον κυρ Γιάννη, ότι θα επέστρεφε με παρέα την Στελίνα. Σκέφτηκε να το αφήσει για έκπληξη. Ο κυρ Γιάννης, συμπαθούσε πάρα πολύ την μικρή, και σίγουρα θα του έκανε καλό η παρουσία της. Ειδικά τώρα.

   «Κυρ Γιάννη, τώρα που έφυγε η συνοδός σου, ήθελα να σου πω».

   «Τι είναι κύριε Δημήτρη;».

   «Να, ήθελα να ομολογήσω ότι σε ζηλεύω αφάνταστα. Όχι με την έννοια του φθόνου και την κακία. Για καλό μόνο».

   «Δεν καταλαβαίνω κύριε Δημήτρη. Γιατί το λες; Δεν είμαι σε καλύτερη θέση από εσένα, την ίδια τύχη έχουμε».

   «Όχι, δε θέλω να πω αυτό. Με παρεξήγησες!».

   «Στο θέμα της Κλαίρης, αναφέρομαι. Τέτοιο ενδιαφέρον, ούτε κόρη σου να ήταν. Όσες μέρες κράτησε η παρακολούθηση σου στην μονάδα, δεν σταμάτησε να έρχεται. Καθόταν με τις ώρες, πότε έξω από την αίθουσα της μονάδας, πότε στο δωμάτιο. Δεν έχω παράπονο, βοηθούσε κι εμένα».

   «Να την έχει καλά ο Θεός, κι αυτή και την οικογένεια της. Δεν χρειαζόταν να μου το πεις. Το ήξερα, έτσι κι αλλιώς».

   «Καλά, πως το ήξερες από κει μέσα; Συμπάθα με δηλαδή, για την απορία».

   «Απλά, τυχαίνει να γνωρίζω τον χαρακτήρα και τρόπο της. Εσύ δεν είπες ότι στάθηκε σαν κόρη μου και περισσότερο. Γίνεται, ένας πατέρας να μην γνωρίζει το παιδί του».

«Συγχαρητήρια κυρ Γιάννη, και ένα αληθινό μπράβο για την κοπέλα μας. Της αξίζουν τα καλύτερα!».

   «Κύριε Δημήτρη, δεν της αξίζουν τα καλύτερα, της αξίζουν τα πάντα!».

   Συνέχισαν τη κουβέντα τους, με τον κύριο Γιάννη, να ενημερώνεται αναλυτικά από τον φίλο του, για όλα τα νέα. Ό,τι έγινε τις μέρες που απουσίαζε. Τι είπε ο ένας γιατρός, τι σχολίασαν οι νοσηλεύτριες. Μέχρι και για τα φαγητά, που στερούνταν το αλάτι και τη νοστιμάδα.

   Το απόγευμα, γύρω στις επτά, η Κλαίρη επέστρεψε στο νοσοκομείο. Μπήκε στο θάλαμο της κλινικής, στην αρχή μόνη της. Κρατούσε κι ένα σωρό πράγματα. Χυμούς, νερά, μπισκότα και πολλά άλλα. Και για τους δυο παππούδες, δεν έκανε διαχωρισμό στην προσφορά της.

   «Καλησπέρα σας, τι κάνετε;».

   «Κόρη μου, δεν σου είπα να μείνεις στο σπίτι και τις δουλειές σου. Εσύ πήγες και ήρθες. Με στεναχωρείς τώρα!».

   «Κύριε Γιάννη, δεν γινόταν να μην έρθω γρήγορα. Διαφορετικά θα στεναχωριόταν κάποιο άλλο άτομο, που περιμένει πως και πώς να σας δει».

   «Ποιος Κλαίρη, τι έγινε;».

   Το μυαλό του ηλικιωμένου πήγε αρχικά στην Σοφία, αλλά σύντομα έδιωξε την σκέψη αυτή. Το φαρμακείο ήταν ανοιχτό τέτοια ώρα.

   Η Κλαίρη, προχώρησε μέχρι την πόρτα κάνοντας κινήσεις καλέσματος με τα χέρια της, στο άτομο που όπως φαίνεται στεκόταν κρυμμένο.

   «Κυρ Γιάννη, κυρ Γιάννη!».

   Η Στελίνα ξεπρόβαλλε στην είσοδο, και έτρεξε στο κρεβάτι αγκαλιάζοντας τον παππού. Δεν παρέλειψε να φιλήσει και το φασκιωμένο χέρι του. Το είχε ακούσει που το έλεγε η μητέρα της. Στους μεγάλους ανθρώπους,  πρέπει να φιλάμε το χέρι, από σεβασμό.

   «Παιδί μου, ψυχή μου εσύ. Τι χαρά είναι αυτή!».

   Ο ηλικιωμένος, με ένα μικρό ανασήκωμα από την οριζόντια θέση που τον είχαν τοποθετήσει, πλησίασε το σώμα της μικρής. Να ανταποδώσει την εγκαρδιότητα. 

   «Κυρ Γιάννη, δεν κρατιόταν. Ρωτούσε συνέχεια για εσάς».

   «Ναι, κι εγώ! ήθελα πολύ να τη δω Κλαίρη».

   Η Κλαίρη, συγκινημένη έστρεψε το βλέμμα σε άλλη κατεύθυνση, μην την καταλάβουν. Ακόμη κι ο κύριος Δημήτρης, στο κοίταγμα της μικρής και στην τρυφερότητα  του ανταμώματος με τον κυρ Γιάννη, δάκρυσε στα κρυφά.

  «Κύριε Γιάννη, να σας πω κάτι».

   «Πες μου μικρή μου, ό,τι θέλεις!».

   «Στο σχολείο, η δασκάλα μας είπε να γράψουμε για κάποιο κοντινό πρόσωπο που αγαπάμε».

   «Να γράψετε τη σκέψη σας στο χαρτί, με το μολυβάκι. Ε;».

   «Ναι, σκέφτομαι και γράφω λέγεται. Τα ξέρετε κύριε Γιάννη;».

   «Τα ξέρω τα ξέρω, ωραία πράγματα. Σε βοηθούν πολύ!».

   «Εγώ, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ και πάρα πολύ γι’ αυτή την εργασία».

   «Αλήθεια, κορίτσι μου. Μπράβο σου!».

   «Έγραψα για εσάς κύριε Γιάννη. Ότι σας αγαπάω και μου λείπετε. Ακόμα, ευχήθηκα να γίνεται καλά στην υγεία σας και να επιστρέψετε γρήγορα στο σπίτι σας. Να μπορείτε να έρχεστε και στο φαρμακείο μας, να σας βλέπω κι εγώ. Να κουβεντιάζουμε και να σας δείχνω τις ζωγραφιές μου».

   «Μα τι γλυκό κορίτσι είσαι εσύ, μπορείς να μου πεις. Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Με κάνεις τόσο περήφανο, που με σκέφτηκες και που κατάφερα και μπήκα στα γραπτά σου. Δεν πέτυχα μεγαλύτερο και πιο θαυμαστό πράγμα στη ζωή μου».

   «Ναι, γίνατε και διάσημος στην τάξη μου».

   «Σοβαρά, ποιος την χάρη μου».

   «Ναι, στη δασκάλα μου άρεσε τόσο το κείμενο που ζήτησε να το διαβάσω δυνατά, να το ακούσουν και οι συμμαθητές μου. Και στο διάλλειμα, όλοι με ρωτούσαν. Ήθελαν να μάθουν περισσότερα!».

   «Πω πω, τώρα με κάνεις και ντρέπομαι γέρος πράμα».

   «Σας το έφερε να το διαβάσετε, αλλά όχι αυτή τη στιγμή. Θα το αφήσω δίπλα στο μαξιλάρι, να το κοιτάξετε όταν φύγω».

   «Οπωσδήποτε Στελίνα μου, θα το διαβάσω, γίνεται να το αφήσω. Δεν πήρα ποτέ μεγαλύτερο δώρο από αυτό».

   «Σταθείτε όμως, μην παίρνετε φόρα. Περιμένετε!».

   «Τι, τι έγινε; Είπα κάτι κακό, σε στεναχώρησα».

   «Όχι όχι, απλά σας έχω κι άλλο δώρο. Αυτό, θα το δείτε τώρα».

   «Τι είναι, ανυπομονώ. Φανέρωσε το!».

   «Έφτιαξα μια ζωγραφιά, δηλαδή δύο ζωγραφιές. Μία θα χαρίσω σε σας και την άλλη στον κύριο τον διπλανό σας, που σας κάνει παρέα».

   «Τι ωραία, τι ωραία Στελίνα μου! Πόσο χρόνο αφιέρωσες για όλα αυτά, με κάνεις τριπλά χαρούμενο».

   «Γιατί τριπλά κύριε Γιάννη, αφού μία είμαι».

   «Τριπλά τριπλά, ξέρω ’γω τι λέω. Μία φορά χαρούμενος που ήρθες και σε είδα, άλλη μία για τα δώρα σου».

   «Και η τρίτη κύριε Γιάννη, είπατε ότι σας έκανα τρείς φορές χαρούμενο».

   «Ναι παιδάκι μου, ο τρίτος λόγος που με γέμισες χαρά, είναι η ζωγραφιά που δώρισες στον φίλο μου, τον άλλο παππού, τον κύριο Δημήτρη. Σ’ ευχαριστώ και γι’ αυτό».

   Η παιδική αθωότητα και καλοσύνη, δεν άφηνε περιθώρια για οποιοδήποτε πόνο ή αρνητική σκέψη. Ξεπερνούσε τα πάντα!  

   Οι επισκέψεις στο θάλαμοδεκαεπτά της Α’ Παθολογικής του νοσοκομείου, δεν σταμάτησαν στο μικρό κορίτσι. Τις επόμενες ώρες, ακολούθησαν οι γονείς της Κλαίρης, αλλά και ο σύζυγος με την μεγαλύτερη κόρη. Η Ελένη, είχε φροντιστήριο νωρίτερα και την περίμεναν.

Δεν ξέχασαν, να τηλεφωνήσουν και στην Σοφία και να μοιραστούν μαζί της την ωραία ατμόσφαιρα.

   «Σοφία, έλα…πως πάει η βάρδια σου;».

 «Κλαίρη, εντάξει. Ο κόσμος πηγαίνει και έρχεται. Δεν πτοούμε καθόλου, έμαθα από την καλύτερη. Ε, αδερφούλα!».

   «Σοφία, άκου κι αυτό. Είμαστε όλοι στο νοσοκομείο, δίπλα στον κύριο Γιάννη. Σε βάζω σε ανοιχτή ακρόαση».

   «Ναι ναι, βάλε με».

   «Μισό, περίμενε. Δεν τα πάω και τόσο καλά με την τεχνολογία, όπως ξέρεις. Κάτσε, να μου το φτιάξει η Ελένη».

   «Έλα, ανυπομονώ. Να προλάβουμε, πριν μπει πελάτης».

   «Είμαστε έτοιμοι, σε ακούμε κανονικά».

   «Καλησπέρα σε όλους λοιπόν. Χαίρομαι που είστε εκεί, αλλά λυπάμαι που δεν βρίσκομαι κι εγώ στην παρέα σας. Κύριε Γιάννη, με ακούτε;».

   «Ναι Σοφία μου, τι κάνεις καλό μου παιδί;».

   «Καλά είμαι κύριε Γιάννη, εσείς να μου τα λέτε. Πως αισθάνεστε;».

   «Σαν παλικαράκι στην εφηβεία».

   «Χα χα, τέτοια θέλω να ακούω. Δεν μασάμε κυρ Γιάννη».

   «Καθόλου Σοφία μου, ηθικόν ανεβασμένο. Σαν την  ηλικία μου».

   «Αυτό να μου πείτε…».

   «Θα περάσει κι αυτό, δεν πειράζει. Κάποια ταρακουνήματα στην υγεία, μας κάνουν να εκτιμούμε περισσότερο τη ζωή και την ύπαρξη μας».

   «Κύριε Γιάννη, θα περάσω με την πρώτη ευκαιρία να σας δω από κοντά. Κλείνω γιατί βλέπω να έρχεται κόσμος. Περαστικά σας και πάλι, καλό βράδυ σε όλους».

   «Καλό βράδυ παιδί μου, καλή δύναμη».

   «Κύριε Σπύρο, κυρία Στέλλα… να χαίρεστε τα παιδιά και τα εγγόνια σας».

   «Κύριε Γιάννη, να τους χαιρόμαστε. Θέλω να αισθάνεστε μέλος της οικογένειας. Έτσι είναι!».

   Η Κλαίρη, κοίταξε την μητέρα της με ένα βλέμμα που θύμιζε ζεστή αγκαλιά, σαν τα λόγια της ένα πράγμα.  

   Την τιμητική του και ο κύριος Δημήτρης, αυτή τη βραδιά. Κατά σύμπτωση, τα παιδιά του από το χωριό και τα εγγόνια, του έκαναν έκπληξη. Ήρθαν χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.

  Οι στιγμές ευτυχίας και συναισθηματικής ζεστασιάς, έκαναν πιο υποφερτή την παραμονήτων ασθενών στο νοσοκομείο ή ακόμα, ανέτρεπαν και τους λόγους που την επέβαλλαν.

Δεν έφυγε κανείς, μέχρι να σημάνει η λήξη στο επισκεπτήριο της κλινικής. Παρακάλεσαν και την υπεύθυνη της βάρδιας, και τους άφησε λίγο παραπάνω, κάνοντας τα στραβά μάτια. Πώς να χαλάσει τέτοια μάζωξη, δεν της πήγαινε ούτε της ίδιας.

   Η Κλαίρη, σκέφτηκε να καθίσει τη νύχτα, μήπως και τύχει κάτι. Επέλεξε μην τον αφήσει μόνο, αφού μόλις βγήκε από την μονάδα. Συνόδεψε τους υπόλοιπους στην έξοδο, έδωσε οδηγίες για τα παιδιά και γύρισε πίσω.

   «Κλαίρη, γιατί το έκανες αυτό. Έπρεπε να φύγεις με την οικογένεια σου».

   «Μην λέτε τίποτα. Απόψε θα μείνω, όπως και να έχει. Από αύριο βλέπουμε».

   Η ώρα προχώρησε, και οι περισσότεροι φιλοξενούμενοι της κλινικής, και οι συνοδοί τους, δεν έδειχναν να αντιστέκονται στην πολιορκία του ύπνου. Φαντάσου και η Κλαίρη, αποκοιμήθηκε στην πλαστική καρέκλα.

   Ο κυρ Γιάννης, δεν έλεγε να αφήσει τα μάτια του να κλείσουν, μην μακρύνει πολύ από όσα έζησε πιο πριν, και για έναν άλλο ειδικό λόγο.   

   «Κύριε Γιάννη, δεν κοιμάστε; Αφήστε τα διαβάσματα. Θα σας κάνω ένεση, να σας πάρει ο ύπνος».

   Η νοσηλεύτρια, στη νυχτερινή βόλτα για έλεγχο στους ασθενείς, παρατήρησε τον κυρ Γιάννη που δεν έγειρε όπως τους άλλους. Ήταν προσηλωμένος σε ένα χαρτί.

   «Θα το πω, κι αν θέλετε το πιστεύετε δεσποινίς. Με αυτό που διαβάζει ο φίλος μου, θα κάνει τον πιο γλυκό ύπνο. Είναι πιο δραστικό από τις δικές σας ενέσεις».

    «Τι λέτε, δεν καταλαβαίνω. Τι ένεση είναι δηλαδή;».

   «Άστο, είναι περασμένη η ώρα για εξηγήσεις. Όταν φτάσεις στην ηλικία μας, θα καταλάβεις».

   «Καλά καλά.Άντε, κοιμηθείτε γρήγορα. Θα περάσω σε λίγο, αν είστε ξύπνιοι θα λάβω μέτρα».   

   Ο κύριος Δημήτρης, παρενέβη να δικαιολογήσει και να υποστηρίξει τον κυρ Γιάννη. Αντιλήφθηκε, αμέσως, ότι το χαρτί που διάβαζε με περισυλλογή αφορούσε το γράμμα της μικρής Στελίνας.

   Την επόμενη, κι ενώ οι δύο ηλικιωμένοι βρισκόταν μόνοι στο θάλαμο, έγιναν  μάρτυρες μιας δυσάρεστης κατάστασης, στην κλινική.

   «Κύριε Δημήτρη, ακούτε αυτές τις φωνές;».

   «Ναι, από κοντά φαίνεται να έρχονται, κυρ Γιάννη. Δε βλέπουμε και καμιά κοπέλα του προσωπικού να ρωτήσουμε. Τώρα που τις χρειαζόμαστε, χάθηκαν».

   «Νομίζω μοιάζουν με κλάματα».

   «Μάλλον κάποιος από τους κοντινούς μας, βρίσκεται σε δύσκολη θέση». 

  «Κι εγώ αυτό πιστεύω, σε κάτι τέτοιο παραπέμπει η οχλαγωγία».

   «Δυστυχώς έτσι είναι αυτά. Δε μπορούμε να κάνουμε αλλιώς κυρ Γιάννη».

   «Ναι, δε μπορούμε να αλλάξουμε τη μοίρα. Ό,τι είναι να έρθει θα έρθει, καλό ή κακό. Δεν είναι στη δύναμη μας να το εμποδίσουμε».

   Ο κύριος Δημήτρης, δεν κρατιόταν άλλο. Πήρε την απόφαση να ερευνήσει την υπόθεση. Είδε μια κυρία που σουλάτσαρε στον διάδρομο ολομόναχη, και σκέφτηκε να απευθυνθεί για βοήθεια στις απορίες τους.

   «Να κυρ Γιάννη, βλέπω μια κυρία που πηγαίνει πάνω κάτω στο διάδρομο. Θα την φωνάξω. Σίγουρα κάτι θα ξέρει παραπάνω, από εμάς». 

    «Την καημένη κι αυτήν, μάλλον θα ψάχνει διέξοδο στα θέματα της. Για να είναι τόσο ανήσυχη. Άσε μην την βαραίνεις!».

   «Όχι, εγώ θα τη φωνάξω κι αν το θεωρήσει ως ενόχληση, ας μην ανταποκριθεί. Δεν πειράζει».

   «Ας είναι, τι να σου πω!».

   «Συγνώμη κυρία μου, έρχεστε λίγο».

   «Ναι, πείτε  μου. Τι θα θέλατε;».

   «Αναρωτιόμαστε για τις φωνές και τα κλάματα που ακούγονται, αλλά δεν είδαμε κάποιον εδώ και ώρα, να μάθουμε τι συμβαίνει».

   «Τι να σας λέω, αφήστε τα καλύτερα. Στενάχωρα πράματα!».

   «Τι είναι κυρία;».

   «Στο παραδίπλα δωμάτιο που έχω τον πατέρα μου, έφυγε κάποιος. Τα παιδιά και η γυναίκα του είναι που κάνουν τη φασαρία. Πολύ κλάμα και πόνος!».

   «Μεγάλος στην ηλικία;».

   «Όχι, κάπου στα πενήντα οχτώ».

   «Ω, κρίμα τον άνθρωπο. Τόσο νέος!».

   «Κοιτάξτε, ο πατέρας μου είναι στα ογδόντα έτη, και τον προσέχω σαν τα μάτια μου. Προσπαθώ να μην σκέφτομαι ότι θα φτάσει η ώρα του αποχωρισμού, δεν τη θέλω τέτοια σκέψη στο μυαλό μου».

   «Τι να κάνεις παιδί μου!».

   «Φανταστείτε πως νιώθει η οικογένεια αυτού του ανθρώπου, τρία παιδιά είχε. Ανύπαντρα όλα! δεν αντέχω να τους βλέπω και να στέκομαι ανήμπορη να προσφέρω, γι’ αυτό βγήκα στο διάδρομο».

   Ο κυρ Γιάννης, παρέμενε σιωπηλός σε όλο το διάλογο του φίλου του με την κυρία. Τα λόγια της όμως, τον έκαναν να δώσει τη δική του γνώμη και συμβουλή στο θέμα. 

    «Καλή μου κυρία, ο καθένας δεν μετρά τον άνθρωπο του με τα χρόνια. Θα πονέσει στη φεύγα του, όπως κι αν είναι. Σίγουρα, όμως, αν φύγει στα μισά του δρόμου είναι πιο δύσκολα. Και για εκείνον που δε χάρηκε τη ζωή όσο θα έπρεπε, που δεν ήπιε όλο το νερό της, και για τους υπόλοιπους που μένουν χωρίς τη παρουσία και το άγγιγμα του».

   «Ναι κύριε, τα λόγια σας είναι σοφά».

   «Μπα, δεν λογούμαι για φιλόσοφος. Μάλλον αμαθής που ακόμα διαβάζει για να μάθει τη ζωή, αν και στα χρόνια περνώ τον πατέρα σου».

   «Πάντως, μιλάτε σωστά και όμορφα».

   «Όπως και να ’χει, ο χρόνος είναι που κλείνει όλες τις πληγές. Εκεί που λέμε δεν θα το ξεπεράσουμε ποτέ αυτό, και βυθιζόμαστε στην απογοήτευση και τη θλίψη… με ένα μαγικό τρόπο το νιώθουμε να απαλύνει. Σε άλλους λίγο, σε άλλους πολύ. Ανάλογα την περίπτωση».

   «Και πώς να ζει μέχρι τότε κύριε, αυτός που έχασε το δικό του».

   «Ίσως και να μη ζει για καιρό. Υπάρχει όμως και κάτι που το ονομάζουν ανάμνηση. Θα συνεχίσει με τις αναμνήσεις και τις στιγμές του αγαπημένου του προσώπου, όσο ήταν στη  ζωή. Από αυτές θα πάρει δύναμη, που σε συνέργεια με το πέρασμα του χρόνου θα τον βοηθήσουν. Όχι να τον ξεχάσει, αλλά να είναι σε θέση να τον θυμάται χωρίς να πονά, με αγάπη. Έτσι θα ήθελε όποιος φεύγει, για κοντινούς που αφήνει πίσω. Να τον θυμούνται με χαμόγελο και αγάπη, μόνο με αυτά. Διαφορετικά το χώμα που τον σκεπάζει θα βαραίνει, θα βαραίνει πολύ».

   «Τελικά κυρ Γιάννη, μήπως έχει δίκιο η κυρία και είσαι στ’ αλήθεια  φιλόσοφος».

   Ο κύριος Δημήτρης, θέλησε να ελαφρύνει τη συζήτηση, όσο γινόταν δηλαδή, και η άγνωστη κυρία έμεινε ακίνητη στην πόρτα δίχως ψίθυρο μιλιάς. Η λύτρωση που πήρε από την τυχαία συναναστροφή, ήταν κάτι θαυμαστό.

   «Όχι όχι, απλά ένας γέρος άνθρωπος είμαι. Τίποτα άλλο».

   «Κύριε Γιάννη, θέλω μια χάρη όπως και να είναι. Όταν φύγω, να πεις στα παιδιά μου τα ίδια λόγια που είπες στην κυρία. Για να είμαι ήσυχος στον ύπνο μου».

   «Γιατί να φύγεις εσύ κύριε Δημήτρη, μπορεί να φύγω εγώ. Είμαι και μεγαλύτερος σου».

   «Ε τέλος πάντων, όποιος φύγει νωρίτερα από τον άλλο. Αλλά μπορεί να τύχει να είμαι εγώ, γι’ αυτό επιμένω».

  «Εντάξει θα τα πω, μείνε ήσυχος».

  «Μου το υπόσχεσαι δηλαδή;».

  «Στο υπόσχομαι, φύγε εσύ και μην σε νοιάζει».

   Σε μερικές μέρες, έφτασε η μεγάλη στιγμή για τον κυρ Γιάννη. Η θεραπεία του έλαβε τέλος. Ήταν καλά στην υγεία του και περίμενε το πολυπόθητο χαρτάκι της άδειας εξόδου από το νοσοκομείο. Το εξιτήριο!

   Η Κλαίρη, δεν σταματούσε να μιλάει και να ευχαριστεί το προσωπικό, και να μοιράζει κεράσματα παντού. Πέρασε από όλα τα γραφεία, και τα δωμάτια της κλινικής.  

   Ο κυρ Γιάννης, καθαρός και φρεσκοξυρισμένος(τον περιποιήθηκε η Κλαίρη νωρίτερα) περπατούσε στον διάδρομο με το μπαστουνάκι του, και χαιρετούσε όποιον έβρισκε μπροστά του.

   Οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους, μετρούσαν παραπάνω και από φιλικές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συναισθηματική επαφή που δημιουργείται, το μοίρασμα των δυσκολιών, ενώνει τους ανθρώπους με έναν τρόπο θεάρεστο. Η εικόνα της οικειότητας, πρωτόγνωρη και ξεχωριστή.  

   «Λοιπόν κυρ Γιάννη, είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση. Οι γιατροί έδωσαν την άδεια, τα πράγματα μας είναι έτοιμα. Στον κισέ της κλινικής, περιμένουν και οι κοπέλες που σε φρόντιζαν όλο αυτό το διάστημα, να σε χαιρετίσουν. Σε συμπαθούν πολύ!».

   «Κι εγώ τις συμπάθησα παιδί μου, και θέλω να τις ευχαριστήσω ως αρμόζει. Μήπως ξέρεις όμως, που πήγε ο φίλος μου. Όταν γύρισα από τη βόλτα στα άλλα δωμάτια, δεν ήταν μέσα».

   «Κυρ Γιάννη, τον πήραν για μια εξέταση. Θα γυρίσει γρήγορα είπε η κοπέλα, που ρώτησα. Μην ανησυχείτε, δεν θα φεύγαμε έτσι. Θέλω κι εγώ, να τον χαιρετίσω».

   «Λέω κι εγώ, μπας και λιμπίστηκαν την ομορφιά του και τον έκλεψαν, για καμιά παντρειά».

   «Σωστό κι αυτό κυρ Γιάννη, μπορεί και να συμβεί».

   «Να πούμε και κανένα αστείο Κλαίρη, ταιριάζει στην περίσταση».

   «Ακριβώς, σήμερα είναι γιορτή για εμάς».

   «Ωραία, ας προχωρήσουμε μπροστά, μην έχουμε τα κορίτσια να περιμένουν. Ωστόσο, θα συναντήσουμε τον κύριο Δημήτρη. Θα έρθει, που θα πάει».

   Ο κυρ Γιάννης, έριξε μια τελευταία ματιά στο κρεβάτι και το δωμάτιο, κάτι σαν αποχαιρετισμό και σ’ εκείνα. Ύστερα, αύξησε το βηματισμό του.

   Στο κέντρο της κλινικής, σε παράταξη οι κοπέλες του προσωπικού, νοσηλεύτριες και κάποιες γιατρίνες, που έκαναν την ειδικότητα τους.

    Οι αγκαλιές, τα φιλιά και η ανταλλαγή ευχών έδιναν και έπαιρναν, και ο κυρ Γιάννης ένιωθε πραγματικά σιδερένιος εκείνη την ώρα. Δε φοβόταν τίποτα και κανέναν.

   «Κορίτσια, θέλω μια χάρη. Όποια μπορεί από όλες».

   «Τι είναι κυρ Γιάννη, τι θέλετε;».

   Η απάντηση ήρθε από την προϊσταμένη της κλινικής, σαν πρώτη στην ιεραρχία και το κουμάντο.

   «Να φροντίσετε να φέρετε νωρίς τον φίλο μου, τον κύριο Δημήτρη. Δεν το κουνάω από εδώ αν δεν έρθει… θα με έχετε στα πόδια σας θέλοντας και μη».

   «Κύριε Γιάννη, η χαρά θα είναι μεγάλη αν μείνετε κοντά μας, αλλά έχω να σας πω ότι ήδη έστειλα μια κοπέλα να τον ανεβάσει από το εξεταστήριο. Την Ξένια, την γνωρίζετε κι εσείς».

   «Ναι πως, την ξέρω. Πολύ γλυκιά κοπέλα, όπως και οι υπόλοιπες. Δεν τις ξεχωρίζω στο κάλος».

   Κάπου εκεί, τα γέλια και οι χαρούμενες φωνές σίγησαν. Αναγκαστικό σιωπητήριο που λένε, γενική απαγόρευση. 

   Η κοπέλα, η Ξένια, γύρισε μόνη της. Ο κύριος Δημήτρης δεν ήταν μαζί της. 

   Όλοι έτρεξαν να ρωτήσουν, όλοι εκτός τον κυρ Γιάννη. Γνώριζε την απάντηση, δεν χρειαζόταν να το ακούσει. Ο φίλος του έφυγε!

   «Κυρ Γιάννη, είστε καλά;».

   «Κλαίρη, αν θυμάμαι στο κινητό σου έχεις τον αριθμό της κόρης του κυρίου Δημήτρη, εξαιτίας της συγκατοίκησης μας. Την ενημέρωνες για τον πατέρα της, όσο έλειπε στο χωριό».

   «Ναι, το έχω!».

   «Κάλεσε την σε παρακαλώ και δώσε να της μιλήσω».

   «Αυτό;».

   «Ναι αυτό μονάχα, να εκπληρώσω μια υπόσχεση. Μετά φεύγουμε!».

   «Όπως θέλετε!».

   Ο κυρ Γιάννης, πήγε παράμερα. Στριμώχτηκε σε μια γωνιά του διαδρόμου και έκανε το τηλεφώνημα του. Είπε όσα ήθελε να πει. Στην ουσία, μετέφερε στην κόρη του κυρίου Δημήτρη, όσα ο πατέρα της ήθελε να ακούσει, να ελαφρύνουν λίγο την ψυχή της σε τέτοιο μήνυμα.

   Έπειτα αποχώρησαν, με σκυμμένο κεφάλι. Από τη γιορτή στη θλίψη, από το γέλιο στο κλάμα και από τη χαρά στον πόνο. Αυτή είναι η ζωή, ή έτσι ή αντίστροφα. Αλλιώς δεν έχει.

   Στην μετάβαση του ασθενούς στο σπίτι, το ξεκίνημα της ανάρρωσης δύσκολο, ειδικά τις πρώτες ημέρες. Η Κλαίρη, για μεγάλο διάστημα ακολούθησε παρόμοιο σύστημα φροντίδας με το νοσοκομείο, κάνοντας εναλλαγές με την αδερφή της.

   Υπήρχε ως πρόταση η φιλοξενία στο σπίτι της Κλαίρης, αλλά ο κυρ Γιάννης προέβαλλε μεγάλες αντιρρήσεις. Ήταν βλέπεις πολύ περήφανος! Κι εκείνη, σεβάστηκε την επιθυμία του. Δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση ή να του προσθέσει στεναχώρια σε κάθε περίπτωση.

   Όταν πια η υγεία του βελτιώθηκε αισθητά, η Κλαίρη δεν παρέμενε για διανυκτέρευση. Όμως, περνούσε καθημερινά.

Νοσταλγία

Απρίλιος μήνας, και η άνοιξη μπήκε για τα καλά στη ζωή των ανθρώπων αλλά και τις καρδιές τους. Η φύση κοίταζε να συνέλθει από τα στραπάτσα του χειμώνα, και αναδείκνυε με κάθε τρόπο την πιο χαρούμενη συμπεριφορά και εικόνα της.

   Στην αυλή του κυρ Γιάννη, οι περήφανες γλάστρες δεν περνούσαν απαρατήρητες από κανέναν, δίνοντας μια αίσθηση διαφορετική… πιο ελαφριά, ανέγγιχτη από πίκρες και ασχήμιες.   

   Ο κυρ Γιάννης, έχοντας αφήσει πίσω τις δυσκολίες με την υγεία του, ακολουθούσε το παράδειγμα των αγαπημένων φυτών του, περιδιαβαίνοντας με αισιοδοξία και θάρρος τον χρόνο και τους καιρούς.

   Και σήμερα, πιστός στο ραντεβού του, στο κατάστημα του φαρμακείου. Ήταν στα μέσα της εβδομάδας, και δε γινόταν μη δώσει το παρών. Να κάνει τον χαιρετισμό του, και να γεμίσει τις ώρες του, με νόημα και ουσία ζωής.

   «Κλαίρη μου, πως είσαι σήμερα;».

   «Καλημέρα κυρ Γιάννη, περάστε!».

   «Τι κάνετε όλοι στην οικογένεια;».

   «Όπως τα ξέρετε κυρ Γιάννη. Εργασία και χαρά».

   «Το Σοφάκι μας, τι το έκανες; Δεν την πήρε το μάτι μου, μπαίνοντας».

   «Αφήστε, σήμερα την έστειλα σε άλλες εργασίες. Λογαριασμούς, τράπεζες και κατάθεση συνταγών. Χαμός!».

   «Την καημένη, την λυπάμαι. Τα χειρότερα είναι τούτα, ψυχρά και τυπικά. Μόνο άγχος σου προσφέρουν και στενάχωρες σκέψεις. Κι όσο αναμένεις, τόσο μεγαλώνει η λαχτάρα σου να φτάσεις στο τέλος, και πιέζεσαι περισσότερο».

   «Πρέπει να γίνουν κι αυτά κυρ Γιάννη, αλλιώς δε προχωράμε. Όλα χρειάζονται!».

   «Έτσι είναι, δυστυχώς!».

   «Κυρ Γιάννη, μην στέκεστε όρθιος, καθίστε. Σας βλέπω που κουράζετε τον εαυτό σας άδικα, και ταράζομαι».

   «Ναι παιδί μου, ναι… όπως προστάζεις. Θα σου κάνω το χατίρι».

 Ο ηλικιωμένος, προχώρησε στο γνωστό στασίδι του, τον μαύρο δερμάτινο καναπέ. Φαινόταν κάπως ανήσυχος στη στάση του, κάτι που δεν άφησε αδιάφορη την Κλαίρη. 

   «Κύριε Γιάννη, είστε σίγουρα καλά;».

   «Καλά είμαι παιδί μου, γιατί το λες αυτό;».

   «Κυρ Γιάννη, εγώ σας ξέρω. Κάτι συμβαίνει…».

   «Αχ αυτή η επιμονή σου, αυτό το πείσμα σου».

   «Άρα, έπεσα μέσα. Υπάρχει θέμα!».

   «Όχι, τίποτα!».

   «Αφήστε τα τίποτα και μιλήστε».

   «Μισό, έρχεται μια κυρία. Μόλις την εξυπηρετήσω, θα τα πείτε όλα».

   Η κυρία δεν άργησε καθόλου. Ούτε πέντε λεπτά δεν έκανε, στερώντας το κέρδος του χρόνου από τον κυρ Γιάννη. Να σκεφτεί την απάντηση που χρωστούσε στην Κλαίρη.

   «Κυρ Γιάννη, ξεκινήστε…».

   «Να προλάβουμε, πριν έρθει επόμενος πελάτης».

   «Είναι ανάγκη παιδί μου, έχεις τα δικά σου. Δεν τα λες και λίγα. Υποχρεώσεις, δουλειές, οικογένεια».

   «Κυρ Γιάννη, μην κοιτάτε σκοπίμως να καθυστερείτε την συζήτηση. Αφού θα τη δώσετε την απάντηση. Με ξέρετε, δεν κάνω πίσω».

   «Ξέρω ξέρω…».

   «Ωραία, αρχίστε. Σας ακούω!».

   «Θα στα πω, θα τα πω όλα. Αν και δε θέλω να σε βαραίνω χωρίς λόγο».

   «Κυρ Γιάννη, μην γυρίζουμε στα ίδια. Πάμε στα καινούργια».

   «Ναι, ξεκινώ. Σκέφτομαι ένα θέμα που αφορά το χωριό μου».

   Η μεγάλη παύση στο λόγο του κυρ Γιάννη, φανέρωνε ότι πρόκειται για σοβαρή δυσκολία.   

 «Τι είναι, δεν πάει το μυαλό μου πουθενά. Αλήθεια!».

  «Κλαίρη μου, καθώς ετοιμαζόμουν να έρθω τη βόλτα μου εδώ, με πρόλαβε το νευρικό χτύπημα του τηλεφώνου στο σπίτι. Έκανα στροφή από την πόρτα και απάντησα».

   «Ποιος ήταν κυρ Γιάννη, και τι ακριβώς σας είπε. Φαίνεται καθαρά πόσο αναστατωθήκατε, από το νέο που ακούσατε».

  «Ήταν μια ξαδέρφη μου, από το χωριό. Η Αργυρώ, καλή γυναίκα και προκομμένη στη ζωή της. Εφτά παιδιά έφερε στον κόσμο».

  «Ωραία, και σας είπε κάτι κακό; Μήπως η υγεία της δεν είναι καλή ή άλλου συγγενή σας που μένει στο χωριό».

   «Όχι, τίποτα από όλα αυτά. Άλλο είναι».

   «Πείτε, μη με κρατάτε σε αγωνία. Να δούμε τι είναι και να ψαχτούμε για τη λύση του».

   «Μου είπε ότι χθες επισκέφτηκε το νεκροταφείο του χωριού, να ανάψει τα καντήλια σε δικούς και να τιμήσει τη μνήμη τους. Σαν έφτασε στη συγχωρεμένη τη γυναίκα μου, αντίκρισε κακό θέαμα».

   «Δηλαδή;».

   «Το τζαμάκι που κάλυπτε το καντηλάκι της, και το προστάτευε από τα σημεία του καιρού, δεν υπήρχε. Έσπασε εντελώς! Μόνο γυάλινα κομματάκια τριγύρω. Έτσι μου είπε».

   «Α΄, τώρα εξηγείται η κακή διάθεση».

  «Γίνεται να μη στεναχωριέμαι Κλαίρη μου, γίνεται. Είναι λες και έσπασε η φωλιά της, η κρυψώνα της φλόγας για τη μνήμη της στον πάνω κόσμο».

   «Κυρ Γιάννη, εσείς την έχετε στην σκέψη και την καρδιά σας. Δε φεύγει ποτέ από μέσα σας».

   Η Κλαίρη, προσπάθησε να λιγοστέψει τη θλίψη του ηλικιωμένου. Αν και καταλάβαινε ότι για τον ίδιο, ήταν πολύ σοβαρό και δεν ξεχνιόταν με ευκολία.

   «Κλαίρη μου, δεν είναι ότι λείπει η αξία από τα λόγια σου, αλλά είναι θέμα τιμής. Δε θέλω να μοιάζει εγκαταλελειμμένο το μνημείο της. Όχι για τον κόσμο, μα για εκείνη».

   «Άχκυρ Γιάννη, κυρ Γιάννη».

   «Παλιότερα πήγαινα πιο συχνά, μα μετά έπαψαν να με βοηθούν οι δυνάμεις μου. Είναι μακριά και το χωριό, και το κοιμητήριο επίσης. Απόμακρο από τις άλλες κατοικίες».

   «Δώστε μου λίγο χρόνο, και κάτι θα σκεφτώ».

   «Μην κουράζεσαι, και ξεχνάς το πόστο σου. Για κάποια πράγματα, δεν υπάρχει εύκαιρη λύση. Δεν πειράζει, τι να γίνει!».

   «Δεν θέλω να ακούω τέτοια! Κυρ Γιάννη, εσείς πάντα είστε γενναίος και μάλιστα διδάσκετε την αισιοδοξία σε όλους μας. Έτσι δεν λέτε, μην χάνουμε την ελπίδα μας».

   «Έχεις δίκιο παιδί μου, μοιράζω διάφορες συμβουλές και δεν τις τηρώ κιόλας».

   «Δεν το ανέφερα γι’ αυτό κυρ Γιάννη, δεν ήθελα να σας προσβάλλω».

   «Κλαίρη μου, δεν με πρόσβαλλες! απλά μου υπενθύμισες μερικές αλήθειες. Είδες, κατάφερα να σε πικράνω πάλι. Μάλλον έπραξα λάθος που ήρθα σήμερα. Δεν είμαι καλή παρέα».

   «Μην ξανακούσω παρόμοια λόγια, σε καμία περίπτωση. Αν αισθάνεστε έτσι, τότε είναι που νιώθω άσχημα».

   «Να ’σαι καλά παιδί μου, να ’σαι καλά. Με βοηθάς, και μόνο με τον λόγο σου».

   Η Σοφία μπήκε φουριόζα στο κατάστημα, και διέκοψαν. Ο κυρ Γιάννης, δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στην κουβέντα τους. Ούτε και η Κλαίρη μίλησε γι’ αυτά μπροστά στην Σοφία. Ήταν αυστηρώς προσωπικά του ηλικιωμένου.   

   «Γεια σας γεια σας, καλώς με δεχτήκατε! Κύριε Γιάννη, πως είστε;».

   «Σοφία μου, τα δικά μας νέα τα ίδια. Δεν περιμένουμε στα γεράματα να αλλάξει κάτι. Εσύ να μας τα λες, που είσαι μέσα στη νιότη και την ομορφιά».

   «Εδώ κυρ Γιάννη, με έχωσε η αδερφή σε δουλειές του ποδαριού. Πολλή χαρτούρα, ζαλίστηκα!».

   «Ναι, μου τα έλεγε νωρίτερα. Υπομονή, υπομονή και στις δυο σας».

   «Αδερφούλα, μιας και το θυμήθηκα. Σε θέλω!».

   «Τι έγινε Σοφία;».

   «Περιμένετε παιδιά μου, ας φύγω πρώτα».

   «Κυρ Γιάννη, δεν είναι κρυφό ή μυστικό. Μην φεύγεις!».

   «Όχι, θα έφευγα έτσι κι αλλιώς Σοφία. Πάει ώρα που ήρθα».

   «Και τι σημαίνει αυτό, δεν μας πειράζει».

   «Φυσικά και το ξέρω παιδί μου, αυτό έλειπε να μην αναγνωρίζω την καλοσύνη και την ανοιχτή φιλοξενία σας. Απλά, ξέχασα να περάσω από τον μανάβη πιο κάτω, τον κυρ Μανώλη».

   «Κυρ Γιάννη, αν είναι να σας ψωνίσουμε εμείς».

   «Κλαίρη, ευχαριστώ. Μα είπε πως με ήθελε καθώς ερχόμουν και πέρασα από μπροστά του. Μεγάλος κι αυτός σαν κι εμένα, θα πούμε τα δικά μας».

   «Άμα είναι έτσι, υποχωρώ. Να κάνετε την παρέα σας».

   «Άντε, σας χαιρετώ!».

   Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε κανόνισμα ή κάτι να πουν με τον μανάβη της γειτονιάς. Το έκανε από διακριτικότητα, ν’ αφήσει τις αδερφές να μιλήσουν ελεύθερα.

   «Έλα Σοφία, για πες τι με ήθελες;».

   «Στην επιστροφή, με πήρε τηλέφωνο ο μπαμπάς. Μου είπε για το Σαββατοκύριακο, να πάμε βόλτα στο εξοχικό».

   «Μπράβο, ωραία ιδέα. Να χαλαρώσετε λίγο».

   «Εσύ, δεν σκέφτεσαι να έρθεις;».

   «Μπα, το βλέπω δύσκολο!».

   «Το ήξερα, γι’ αυτό σε ήθελα».

   «Τι εννοείς;».

   «Έλεγα μήπως σε πείσω να δώσεις άδεια να ερχόταν και τα κορίτσια μαζί μας. Σε παρακαλώ! Θα τις έχω σαν μάτια μου».

   «Σοφία, να σου πω, πιστεύω ότι είναι καλή πρόταση. Να ξεσκάσουν κι αυτές από τα διαβάσματα και να φύγουν λίγο από την πόλη».

   «Αλήθεια, δεν το πιστεύω! Θα περάσουμε τέλεια με τις ανιψιές μου».

   «Ναι, γι’ αυτό το διήμερο θα έχεις την ευθύνη τους. Σου τις εμπιστεύομαι, αν και ξέρω ότι θα είναι και η μαμά εκεί, άρα όλα καλά».

   «Κλαίρη γιατί το λες αυτό, τις αναλαμβάνω και μόνη. Δεν θα τα καταφέρω νομίζεις».

   «Δεν εννοούσα αυτό, αλλά να… έχουν βρει το κουμπί σου, και σε ντουμπάρουν και τους κάνεις τα χατίρια χωρίς να φέρεις αντίρρηση. Όχι πάντα, καμιά φορά όμως ναι!».

   «Ξέρω που αναφέρεσαι, για πέρυσι που ενώ η Στελίνα είχε πονόλαιμο με έπεισε και της αγόρασα παγωτό, με αποτέλεσμα να γίνει χειρότερα. Μα όπως σου εξήγησα από τότε, δεν μου το ανέφερε πριν αλλά εκ των υστέρων. Δεν γνώριζα ότι ήταν άρρωστη, αυτό ελαφρύνει την κατηγορία μου».

   «Δεν αναφέρομαι σε αυτό ακριβώς, αλλά στη γενικότερη αδυναμία που τους έχεις, και δυσκολεύεσαι να τους πεις όχι σε πολλά».

   «Για την αδυναμία δεν το κρύβω, όμως δε νομίζω να επηρεάζει τόσο πολύ την προσοχή μου σε αυτές. Αν είναι κάτι λάθος σε ότι κάνουν, σε διαβεβαιώνω ότι θα παρέμβω με παρατήρηση! Αν δεν μου ’χεις εμπιστοσύνη, τι να πω…».

   «Σοφία, αυτό μην το ακούσω ξανά. Αν δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο σου, θα σου εμπιστευόμουν το φαρμακείο να το λειτουργείς ολομόναχη την περίοδο που ήταν ασθενής ο κυρ Γιάννης, ή θα σε έστελνα να τον φροντίζεις στο νοσοκομείο τις μέρες που δεν γινόταν να πάω εγώ. Είσαι άδικη σε αυτό, και περισσότερο με τον εαυτό σου».

   «Καλά καλά, δεν συνεχίζω. Το θετικό είναι ότι δέχτηκες να πάρω τις μικρές. Τα υπόλοιπα ελάχιστα μετρούν». 

   Η λύση σε όσα προβλημάτιζαν την Κλαίρη στην κουβέντα με τον κυρ Γιάννη ήρθε απρόσμενα. Την έδωσε η Σοφία. Δίχως να γνωρίζει καν το θέμα τους.

   Την Παρασκευή το πρωί, ο κυρ Γιάννης, βρισκόταν στο κατάστημα για την καθιερωμένη επίσκεψη, αλλά αυτή τη φορά και με συνταγές. Ήταν η ημερομηνία που έγραφε στο γιατρό τα φάρμακα του, κάθε μήνα – πάνω κάτω – την ίδια μέρα, χωρίς μεγάλες αλλαγές.

   «Κυρ Γιάννη, ξέρετε τι σκεφτόμουν και ευτυχώς που είστε εδώ, αλλιώς θα σας καλούσα στο τηλέφωνο».

   «Τι είναι Κλαίρη μου, πες μου».

   «Την Κυριακή που είναι αργία, και το κατάστημα παραμένει κλειστό, έλεγα αν θέλετε κι εσείς να περάσω να σας πάρω για βόλτα».

   «Άσε παιδί μου, μια μέρα σου μένει να ξεκουραστείς και να δεις την οικογένεια σου, και θα την σπαταλήσεις σε μένα. Δεν φτάνει τόσο που με βλέπεις στο φαρμακείο».

   «Ίσα ίσα, θα είμαι μόνη μου και θα μου κάνει πολύ καλό μια βολτίτσα. Τα κορίτσια θα πάνε με την Σοφία και τους γονείς μου στο εξοχικό, και ο άνδρας μου θα είναι με τον αδερφό του, να επισκεφτούν κάποια αγροκτήματα πατρικά. Θα επιστρέψουν το βράδυ της Κυριακής, όλοι».

   «Και γιατί δεν πας κόρη μου στο εξοχικό με τους άλλους, καλά θα είναι».

   «Μπα, αποφεύγω τις μακρινές αποστάσεις. Γι’ αυτό λέω να μείνω στην πόλη και να πάμε την βόλτα κάπου κοντά».

   «Εντάξει, άμα είναι έτσι ας πάμε. Δεν έχω πρόβλημα παιδί μου».

   «Ωραία, θα περάσω κατά τις εννιά το πρωί από το σπίτι σας. Να είστε έτοιμος, να ξεκινήσουμε αμέσως. Θα σας πάρω και τηλέφωνο πιο πριν για υπενθύμιση».

   «Όχι κορίτσι μου, μην μπαίνεις στον κόπο. Θα το θυμάμαι σίγουρα».

   Η Κλαίρη, δεν αποκάλυψε στον κυρ Γιάννη, τον πραγματικό λόγο που ήθελε να περάσουν παρέα την ημέρα της Κυριακής, και όσα ωραία έφτιαξε στο μυαλό της, για την χαρά του ηλικιωμένου.

   Σαν έφευγε από το κατάστημα ο κυρ Γιάννης, την χαιρέτισε και βεβαίωσαν ξανά το ραντεβού της Κυριακής. Πραγματικά, δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος από τους δυο χαιρόταν περισσότερο. Το μόνο σίγουρο, το ήθελαν και οι δύο πολύ.

   Την Κυριακή, ο ηλικιωμένος σηκώθηκε πρωί πρωί, νωρίτερα από τις άλλες μέρες και περίμενε έξω στην αυλή, τον ερχομό της Κλαίρης. Στις εννιά ακριβώς, ούτε λεπτό πίσω ή μπροστά, ακούστηκε το κορνάρισμα του αυτοκινήτου της Κλαίρης. Το αναγνώριζε, του φαινόταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Έβγαζε σταθερό και αποφασιστικό ήχο, όχι διακεκομμένο ή διστακτικό.

   «Κυρ Γιάννη, ελάτε. Μπείτε!».

   «Καλημέρα παιδί μου, πως είσαι σήμερα;».

   «Πολύ καλά κυρ Γιάννη, πολύ καλά. Ειδικά σήμερα!».

«Γιατί, έχει κάτι η μέρα κόρη μου».

   «Μα για τη βόλτα μας το λέω κυρ Γιάννη. Θέλουμε καλύτερο να πούμε ότι είναι όμορφη μέρα. Σωστά δεν τα λέω».

   «Σωστά, σωστά!».

   Η συζήτηση τους κράτησε αρκετά, ώσπου ο κυρ Γιάννης παρατήρησε ότι βγήκαν από την πόλη. Η Κλαίρη, τον απασχολούσε με διάφορα θέματα και δεν το αντιλήφθηκε πιο νωρίς.

   «Κλαίρη, γιατί προχωρήσαμε έξω από το Ηράκλειο. Μήπως έκανες λάθος παιδί μου;».

   «Μπα κανένα λάθος, σωστά πηγαίνουμε».

   «Μα νόμιζα πως θα πάμε κάπου κοντά, έτσι όπως είπες».

   «Και τι πειράζει, θα κάνουμε μεγαλύτερη βόλτα μα είναι για καλό. Θα σας πάω σε ένα μέρος ξεχωριστό. Υπομονή και θα δείτε».

   «Ε τότε, δεν κάνουμε απλά βόλτα παιδί μου, ολόκληρη εκδρομή».

   Τα ταξίδι τους κράτησε δύο ώρες και σαράντα λεπτά, αλλά η κούραση δεν άγγιξε κανέναν από τους δύο. Ευδιάθετοι και χαμογελαστοί! Μέχρι και που τραγούδησαν στην διαδρομή, και όχι παλιά τραγούδια. Της εποχής, σύγχρονες μουσικές με λόγια μοντέρνα.

   Ο κυρ Γιάννης, από την προσήλωση στην ωραία διασκέδαση,  κατάλαβε αργά ότι έφτασαν σε μέρη γνωστά. Ήταν ήδη στην είσοδο του χωριού του.

   «Κλαίρη, τι είναι αυτό το καλό που έκανες πάλι. Εσύ δεν είσαι άνθρωπος, άγγελος είσαι που κατέβηκες από τον ουρανό!».

   «Μη λέτε τέτοια λόγια. Σας έφερα να τιμήσετε την γυναίκα σας, και πήρα και ένα ειδικό προστατευτικό να το βάλουμε για το καντηλάκι της. Και μερικά άνθη…».

   «Κοίτα να δεις, δεν πήρα χαμπάρι τίποτα από αυτά».

   «Αφού τα έβαλα πίσω στο πορτ παγκάζ κυρ Γιάννη, πώς να τα δείτε».

   «Α΄ έτσι, προσχεδιασμένο το πράγμα».

   Ο κυρ Γιάννης, γύρισε το βλέμμα και κοιτούσε σαν μαγεμένος από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Πάει καιρός, που αντίκρισε αυτή την εικόνα. Δεν την χόρταιναν τα μάτια του. 

   Και οι σκέψεις, μαζεμένες σε συγκέντρωση. Πολλές και μεγάλες! Άντε να τις ξεμπερδέψεις και να πετύχεις να μπουν σε σειρά. Δύσκολο κατόρθωμα! 

   «Κυρ Γιάννη, φτάσαμε! Ώρα να κατέβουμε».

   «Ναι ναι παιδί μου, να κατέβουμε».

   Για μια στιγμή, ηΚλαίρη πίστεψε ότι ο κυρ Γιάννης αποκοιμήθηκε, μα εκείνος απλώς αναπολούσε, αναπολούσε παλιές θύμισες.

   Στην έξοδο από το αυτοκίνητο, ακούστηκαν φωνές από το καφενείο της πλατείας. Τρεις ηλικιωμένοι και μια κυρία καθόταν απέξω, σε σημείο που τους έβλεπε ο ήλιος. Οι πρώτοι πελάτες, η δεύτερη η γυναίκα που λειτουργούσε το κατάστημα. Ένα καφενεδάκι κομψό, με ένα μεγάλο δέντρο να απλώνει από πάνω του, δίνοντας σκιά και προφύλαξη.

   «Καλώς ορίσατε, κοπιάστε να κεράσουμε!».

   Οι ταξιδιώτες προχώρησαν προς το μέρος τους, να ευχαριστήσουν για το κάλεσμα και να καθίσουν μαζί τους. Διαφορετικά θα έμοιαζε προσβολή.

   «Κυρ Γιάννη, εσείς είστε; Από μακριά δεν σας αναγνώρισα».

  «Ναι Πηνελόπη μου, εγώ είμαι. Πώς να με αναγνωρίσεις. Περνούν τα χρόνια, περνούν και γινόμαστε άλλοι από κείνους που είμαστε, στο σώμα και στη ψυχή καμιά φορά. Εξαρτάται από τον άνθρωπο».

   Η γυναίκα έμεινε έκπληκτη, από την παρουσία του κυρ Γιάννη στο χωριό. Δικός τους, ντόπιος, αλλά ξεριζωμένος.

  «Και η κοπελιά που χεις μαζί σου, ποια είναι; Τι κάνεις κόρη μου, καλώς ήρθες στο χωριό μας».

   «Πηνελόπη, άσε τις πολλές κουβέντες και φέρε να τρατάρεις την παρέα ότι θέλουνε».

   Το πρόσταγμα ήρθε από το τραπέζι των τριών ανδρών, που έκαναν ομάδι την κίνηση να σηκωθούν από το κάθισμα και να πλησιάσουν για χειραψία.

   Και ο κυρ Γιάννης, δεν έμεινε αμέτοχος. Ανταπέδωσε τον θερμό χαιρετισμό, τα είπαν δυο λεπτά όρθιοι… έκανε και τις συστάσεις, και ύστερα κάθισαν με την Κλαίρη στο γωνιακό τραπεζάκι του μαγαζιού. Ήταν το πιο απόμερο τραπέζι. Αν ήθελε κάποιος να μιλήσει στα κρυφά και να μην μαθευτούν οι κουβέντες του από τους άλλους, αυτό θα διάλεγε.   

   «Έτοιμα και τα καφεδάκια σας, ο γλυκύς βραστός για την όμορφη κοπέλα μας και ο σκέτος για εσάς κυρ Γιάννη. Κερασμένα από τον Χρήστο του τσαγκάρη. Ήθελα να σας κεράσω εγώ, αλλά δεν έκανε πίσω. Κυρ Γιάννη καταλαβαίνεις, μπορεί να λείπεις καιρό μα από δω είσαι, εδώ γεννήθηκες. Οι συνήθειες ίδιες!».

   «Μην σε στεναχωρεί Πηνελόπη, είναι σαν να μας κέρασες».

   «Στην υγεία σου κυρ Χρήστο».

   Ο κυρ Γιάννης και η Κλαίρη, έστρεψαν τα ποτήρια με το νερό προς το άλλο τραπέζι για ευχαριστίες. Με τον καφέ, λένε πως δεν κάνει. Δεν ταιριάζει με την παράδοση.

«Και τι καλός άνεμος σε φέρνει πίσω κυρ Γιάννη; Νοστάλγησες τα παιδικά σου λημέρια».

  «Και αυτό, αλλά ο σημαντικός λόγος είναι άλλος. Δεν επισκέφτηκα για καιρό την κυρά μου, και αφού δόθηκε η ευκαιρία με τη βοήθεια της Κλαίρης που με έφερε, έγινε σήμερα».

   Απέφυγε να δώσει πολλές πληροφορίες και αναφορά για την έκπληξη της Κλαίρης. Δεν το έκανε από λύπηση στο παίνεμα της Κλαίρης, αλλά ήταν κάτι ανάμεσα τους. Ένα θέμα δικό τους, όχι των άλλων.

   «Κοπελιά, το ξέρεις πως αυτός ο κύριος που έχεις για παρέα μας έκανε τον δάσκαλο παλιά».

   «Για πείτε μου, δεν το γνωρίζω».

   «Να, εγώ ήμουν μικρότερη από κείνον. Οι γονείς μου, έκαναν τον καφενέ που βλέπεις. Στο τραπέζι που κάθεστε, μαζευόμασταν με άλλα παιδιά και μας έβαζε να γράφουμε. Γράφαμε διάφορα, από γράμματα μέχρι αριθμούς. Μετά, περνούσαν και από έλεγχο. Μας βαθμολογούσε κιόλας!».

   «Πηνελόπη, τα θυμάσαι μια χαρά βλέπω».

   «Αν τα θυμάμαι, σαν να ήταν χθες».

   «Κυρ Γιάννη, δεν μας τα είπατε αυτά. Και δάσκαλος λοιπόν!».

   «Εντάξει, όχι και δάσκαλος. Κάτι σκαμπάζαμε, αλλά όχι κι έτσι. Η Πηνελόπη τα παραλέει».

   Ο κυρ Γιάννης, άρχισε να γίνεται κόκκινος στα μάγουλα, και η Κλαίρη δεν συνέχισε το πείραγμα. 

   Κάθισαν ως θαμώνες του καφενείου, περίπου μια ώρα. Έπειτα αναχώρησαν να εκπληρώσουν τον σκοπό τους. Προτού μπουν στο αυτοκίνητο, έκαναν ένα γύρο στην πλατεία.

   Ο κυρ Γιάννης, ξενάγησε την Κλαίρη στο κέντρο του χωριού. Της έδειξε την εκκλησιά τους, διπλή στο όνομα: Παναγία και Άγιοι Πάντες. Ατέλειωτη σε έκταση, με στοιχεία καθηλωτικά. Με δυσκολία άφηνες το βλέμμα από την ομορφιά της. Άναψαν και τα κεράκια τους φεύγοντας, για βοήθεια στα αγαπημένα πρόσωπα. Ζώντα και μη.

   Πέρασαν και από το γραφείο της κοινότητας, που φιλοξενούσε μια μικρή έκθεση από φωτογραφίες των χρόνων της Γερμανικής Κατοχής. Με ανθρώπους του χωριού που πολέμησαν τότες, και θυσιάστηκαν για τον τόπο και τα παιδιά τους. Έβλεπες εικόνες με παλικάρια που ύψωναν το ανάστημα και το τουφέκι τους μαζί, και άλλες με γυναίκες ντυμένες στο πένθος και φασκιωμένες με το μαντήλι της θλίψης.

   Η συγκίνηση του κυρ Γιάννη δεν μπορούσε να μετρηθεί εύκολα. Το περπάτημα στους ίδιους δρόμους που περπάτησε σαν παιδί τον συνεπήρε.

   «Κυρ Γιάννη, να περάσουμε και από το πατρικό σας, μιας και είμαστε εδώ ακόμα. Να δω κι εγώ το χώρο που μεγαλώσατε και κάνατε τα πρώτα σας βήματα».

   «Κόρη μου, όχι καλύτερα. Δεν θέλω!».

   «Γιατί κυρ Γιάννη, τι συμβαίνει;».

   «Μετά που το πήραν κληρονομιά τα ανίψια μου, δεν πέρασα ούτε απέξω. Όχι γιατί ζήλεψα ή κάκιωσα. Τίποτα τέτοιο! Προτιμώ να το θυμάμαι όπως το έζησα, αυτήν την εικόνα να έχω στο μυαλό μου, μέχρι να πεθάνω. Δεν θα αντέξω να το δω αλλαγμένο».

   «Εντάξει κυρ Γιάννη, όπως θέλετε. Ίσως στη θέση σας, να επέλεγα την ίδια στάση».

   Δέκα λεπτά φάνηκε στην Κλαίρη, πως κράτησε η μετακίνηση τους για το κοιμητήριο του χωριού.

   «Κυρ Γιάννη, είναι μακριά τελικά το κοιμητήριο του χωριού. Είχατε δίκιο! Ήθελα και να ’ξερα πως έρχονται οι γιαγιάδες τόσο δρόμο».

   «Παιδί μου, άμα είναι να ανταμώσεις τον δικό σου που κείτεται στο νέο του σπίτι, γιατί ήταν το γραφτό του έτσι, κάνεις μικρό τον όποιο δρόμο. Όσο μακρύς κι αν είναι.  Μη βλέπεις που εγώ δεν το τήρησα καθόλου».

   «Μην αισθάνεστε έτσι κυρ Γιάννη. Γεμίζετε ενοχές άδικα! Δεν είναι το ίδιο στην δική σας περίπτωση».

   «Τα ελαφρυντικά μου, που σου τα είπα και προχθές, δεν είναι και πολύ ισχυρά. Έπρεπε να έρχομαι πιο συχνά, αλλά ίσως και να μην είναι στη δύναμη μου. Να το κάνω όπως και με το σπίτι, το πατρικό μας».

   «Ας τα αφήσουμε αυτά! Τώρα είμαστε εδώ και θα κάνουμε το χρέος μας, όπως πρέπει».

   Το σπίτι του ύπνου των αγαπημένων που έφυγαν, είχε δυο χώρους που τους έκοβε στη μέση ένα χωμάτινο μονοπάτι. Καθαρισμένο από πέτρες και εμπόδια.

   Τα μαρμάρινα μνημεία νοικοκυρεμένα, με κάτασπρο ασβέστη και φρέσκα λουλούδια που παρά το ρόλο τους εκεί, δεν σταματούσαν να ευωδιάζουν και να αλλάζουν τη διάθεση. Μάλλον επίτηδες, για να στηρίζουν και να προσφέρουν θάρρος σε όσους έμειναν πίσω.

   «Κλαίρη, εδώ είμαστε. Φτάσαμε!».

  Η Κλαίρη από σεβασμό, στάθηκε δυο βήματα πίσω και άφησε τον κυρ Γιάννη να πλησιάσει κοντά στο μνημείο που σκέπαζε τη σορό της γυναίκας του. Επέλεξε να μην τον παρενοχλήσει σ’ αυτή τη συνάντηση. 

    Άφησε το μπαστουνάκι που δεν αποχωριζόταν ποτέ, και έπεσε στα γόνατα. Ακούμπησε το κεφάλι στον τάφο, ενώ το ξερό χώμα της άνοιξης άρχισε να θυμίζει χειμώνα.

   «Συγχώρα με, συγχώρα με καλή μου, που έμεινα πίσω και έφυγες εσύ, που δεν κατάφερα να σε κρατήσω στη ζωή και να σβήσω την αρρώστια σου. Αυτήν την καταραμένη αρρώστια, που μας χώρισε. Συγγνώμη που στάθηκα δειλός! Σ’ αγαπώ πάντα, σαν τη πρώτη φορά».

   Αυτή η ομολογία του πόνου λύγισε την Κλαίρη, που ξέσπασε σε αναφιλητά. Μονάχα τότε, σταμάτησε ο κυρ Γιάννης το μοιρολόι του ή τα λόγια αγάπης για τον άνθρωπο του. Δεν ήθελε να πικραίνει την  Κλαίρη, ένιωθε άσχημα.

   «Κλαίρη, άντε παιδί μου! ας ανάψουμε το καντηλάκι και να περάσουμε και το προστατευτικό που έφερες».

   «Να φτιάξουμε και τα άνθη στο βάζο κυρ Γιάννη, μην τα ξεχάσουμε. Θα αφήσω να το κάνετε εσείς, και είμαι σίγουρη ότι η μυρωδιά τους θα φτάσει μέχρι τη γυναίκα σας».

   «Ναι Κλαίρη, μακάρι ετούτη η δέσμη με τα άνθη να μοιράσει λίγο από τη ζωή της στον κάτω κόσμο. Να ξυπνήσει όσους κοιμούνται εκεί, να τους δώσει χαρά και να προσφέρει ανησυχία στην ηρεμία τους».

 «Θα γίνει κυρ Γιάννη, θα γίνει!».

   «Κλαίρη, θυμάμαι τις μέρες στο νοσοκομείο. Παραπάνω ήταν το κουράγιο που μου έδινε η ίδια παρά εγώ σ’ εκείνην. Γλυκός άνθρωπος, γλυκός!».

   «Το πιστεύω κυρ Γιάννη, αν και δεν την γνώρισα. Μέσα από εσάς, και απ’ όσα μου είπε η μητέρα μου γι’ αυτήν, που την εξυπηρετούσε στα φάρμακα της, κατάλαβα πόσο υπέροχος άνθρωπος ήταν και ξεχωριστός».

   «Φαντάσου Κλαίρη, δεν σταματούσε να γελάει! Ακόμα κι όταν η θεραπεία της ήταν βαριά, δεν το άφηνε να φανεί. Πονούσε μέσα της, μα άντεχε. Το έκανε για μένα, μην λυπηθώ. Και δεν εννοώ να λυπηθώ την ίδια, μα για την αδυναμία μου να τη βοηθήσω».

   «Κυρ Γιάννη, κάνατε ότι γινόταν να κάνει ο κάθε σύντροφος και σύζυγος που αγαπά και συμπονά το άλλο του μισό, που στέκεται κοντά στα εύκολα και τα δύσκολα. Δεν τον αφήνει μονάχο του σ’ αυτά! εκεί δείχνουν την αξία τους τα όσα νιώθει, κι αν είναι αληθινά».

   Δεν λογάριασαν το χρόνο, η παραμονή τους κράτησε σε διάρκεια. Μίλησαν για πολλά, έκαναν και τις εργασίες που ήθελαν. Ο κυρ Γιάννης, ακούνητος από το σημείο.

   «Κυρ Γιάννη, μήπως θέλετε να πάμε και αλλού στο χωριό. Κάποιο μέρος που να σας έχει λείψει;».

   «Όλα όσα μου έλειπαν και νοσταλγούσα, τα συνάντησα εδώ. Άρχισα να μετρώ καλά τη ζωή μετά τη γνώρα μου με τη Δήμητρα. Πριν από αυτήν, δεν ζούσα πραγματικά. Το κατάλαβα στην πορεία! Άρα, δε μένει κάτι άλλο να δω…».      

   «Άχ κυρ Γιάννη, τι ρομαντικός! Δε βρίσκεις εύκολα ανθρώπους με συναισθήματα σαν τα δικά σας. Αυθεντικά και ταπεινά».

   Στον γυρισμό για την πρωτεύουσα, αντάλλαξαν ελάχιστες κουβέντες. Σκεφτόταν μόνο, σκεφτόταν δυνατά.

Συννεφιασμένη σκέψη

Φωνές, μεγάλες φωνές και ουρλιαχτά αναστάτωσαν τον βαθύ ύπνο του κυρ Γιάννη, και ανασηκώθηκε έντρομος. Κοίταξε το μικρό επιτραπέζιο ρολόι δίπλα στο κομοδίνο, που έδειχνε επτά και σαράντα πέντε της πρωινής. Δεν ήξερε τι γινόταν!

    Του πήρε λίγα λεπτά ώσπου να συνειδητοποιήσει ότι οι φωνές δεν ταίριαζαν σε τίποτα άσχημο, μα το αντίθετο. Ο ανθρώπινος ήχος έρχονταν από παιδικά στόματα, που δεν σταματούσαν να θορυβούν.

   «Αυτοί οι μαθητές, ενθουσιασμένοι που το σχολείο φτάνει στο τέλος του, και το διασκεδάζουν».

   Αυτά μονολόγησε, θέλοντας να ξεχάσει την τρομάρα που πήρε νωρίτερα. Μα η ανησυχία, δεν τον άφησε τελείως. Συνήθως, τέτοια ώρα ήταν ξύπνιος και με το πρωινό του φαγωμένο.

   Έπλυνε το πρόσωπο του, ντύθηκε και ήπιε γρήγορα το βραστάρι του, με φρυγανιές για συμπλήρωμα, που τις βύθιζε μέσα στο καφετί φλιτζάνι με φάρδος ανάλογο. Περίμενε και πήγαν οι δείκτες στο ρόλοι εννιά ακριβώς, και πήρε να ανηφορίσει για το φαρμακείο.

   Σαν πλησίασε, συνάντησε μια εικόνα χωρίς εξήγηση. Το φαρμακείο ήταν κλειστό, και τα σιδερένια ρολά κατεβασμένα. Γνώριζε καλά, ότι η Κλαίρη δεν έλειπε ποτέ από εκεί, ακόμα και τις ημέρες που ήταν αδιάθετη στην υγεία της. Αλλά και πάλι, θα το άνοιγε η Σοφία.

   Από το μυαλό του περνούσαν διάφορα. Από την βιασύνη του, δεν γύρισε να κοιτάξει τριγύρω ή να ρωτήσει. Έφυγε λες και τον κυνηγούσαν άγρια ζώα, με σκοπό να φτάσει δίχως καθυστερήσεις στο σπίτι, και να καλέσει το τηλέφωνο της Κλαίρης.

   Η αγωνία παρατάθηκε κι άλλο και φούντωσε, όταν το σταθερό του σπιτιού της Κλαίρης δεν απαντούσε.

   «Να δεις που κάτι κακό θα ’γινε στην οικογένεια της Κλαίρης. Πως αλλιώς να εξηγηθεί όλο αυτό».

   Όση ώρα το κουβέντιαζε, δεν έπαψε και την προσπάθεια με το τηλέφωνο. Ίσαμε δέκα φορές μπορεί να πήρε.

   Δεν του έμενε άλλο, από το να ξεκινήσει για το σπίτι της Κλαίρης. Θυμόταν στο περίπου το σημείο της πόλης που έμενε, τότε που τον φιλοξένησε και γύρισαν περπατώντας στο κατάστημα το πρωί. Τουλάχιστον, να έφτανε κάπου κοντά. Μετά, θα ρωτούσε κάποιον στην περιοχή. Η οικογένεια της Κλαίρης ήταν γνωστή. Σίγουρα, θα έβρισκε βοήθεια για το σπίτι.

   Με αυτές τις σκέψεις, ξεκίνησε γοργά το βάδισμα του. Το μπαστουνάκι δεν προλάβαινε να ακουμπήσει στην καυτή άσφαλτο και σηκωνόταν πάλι.

   Στην δύσκολη ανηφόρα πριν το φαρμακείο, παραλίγο να συγκρουστεί με το Γιωργάκη, τον εγγονό της κυρίας Ελπινίκης.  Ένα μικρό κενό χώριζε την κατοικία της από του κυρ Γιάννη. Αρχοντογυναίκα! 

   «Συγνώμη παιδί μου, δεν σε είδα. Αν δεν μου μιλούσες θα γινόταν ατύχημα, με όλο το φταίξιμο δικό μου».

   «Δεν πειράζει κυρ Γιάννη, μην στεναχωριέστε. Δεν έγινε τίποτα!».

   «Στην γιαγιά σου πηγαίνεις;».

   «Ναι, την πήρα τηλέφωνο και γύρισε από τη λειτουργία. Πάω σήμερα να τη δω, γιατί από αύριο σχολείο».

   «Ποιο σχολείο παιδί μου;».

   «Κυρ Γιάννη, δεν κλείσαμε ακόμα. Μια εβδομάδα μας έμεινε για τις  διακοπές του καλοκαιριού».

   «Ναι, σωστά σωστά. Ξεχάστηκα παιδί μου, συμπάθα με!».

   «Κυρ Γιάννη, χρειάζεστε κάτι. Να σας βοηθήσω πουθενά;».

   «Όχι αγόρι μου, είμαι εντάξει. Να δώσεις χαιρετίσματα στην γιαγιά σου». 

   Ο δωδεκάχρονος μαθητής, δεν κατάλαβε ότι η αναφορά του κυρ Γιάννη δεν πήγαινε στην θερινή παύση του σχολείου, μα ούτε και ο ίδιος φανέρωσε το λάθος του στον μικρό. Τι να του έλεγε, πως μπέρδεψε την Κυριακή με μέρα εργάσιμη. Το απέφυγε!

   Γύρισε πίσω, αναλογιζόμενος το λάθος και την αστοχία του αυτή. Δεν μπόρεσε να κατανοήσει πως έγινε αυτό το μπέρδεμα. Το μόνο που χάρηκε, που δεν πρόλαβε να φτάσει στο σπίτι της Κλαίρης. Θα έφερνε αναστάτωση χωρίς λόγο και αιτία.

   Την Δευτέρα, πήγε κανονικά τη βόλτα του στο φαρμακείο. Δεν είπε τίποτα, για όσα του έτυχαν την προηγούμενη. Ντρεπόταν, ντρεπόταν πολύ! Πώς να πει τέτοιο πράγμα.

   «Κυρ Γιάννη, που να σας τα λέω».

   «Τι είναι παιδί μου, πες μου…».

   «Την Κυριακή, σας κουβεντιάζαμε στο σπίτι».

 Το πρόσωπο του χλόμιασε κάπως, μήπως ανακάλυψαν το λάθος που έκανε. Και δεν γινόταν να το καλύψει κιόλας, με ποια δικαιολογία.

   «Την κουβέντα μου, πως κι έτσι».

   «Μην νοιάζεστε, για καλό ήταν κυρ Γιάννη. Γίνεται να πούμε άσχημα λόγια για εσάς. Δεν νομίζω!».

   «Το ξέρω κόρη μου, απλά με παραξένευσε όπως το είπες».

   «Να, η Στελίνα μου… έφτιαξε μια ζωγραφιά και μας έλεγε ότι θα την δωρίσει σε εσάς».

   «Να είναι καλά το παιδί, δεν με ξεχνάει ποτέ. Όλες τις ζωγραφιές που μου χάρισε μέχρι σήμερα, τις φύλαξα καλά στο συρτάρι. Μην χαλάσουν με τον χρόνο. Αυτήν θα τη στολίσω στο τραπέζι, σε κεντρικό σημείο. Να φαίνεται!».

   «Μου ζήτησε να την έφερνα εγώ, και να σας τη δώσω. Θεώρησα όμως καλύτερα να το κάνει η ίδια, όταν βρει κενό από τα μαθήματα της».

   «Όπως και να έχει, για μένα λογάται η ίδια αξία Κλαίρη. Να είστε καλά και οι δύο».

   Στο πρόσωπο του, επανήλθε το χρώμα της ηρεμίας. Άδικα τρόμαξε με τη σκέψη πως μαθεύτηκε και έγινε κοινό το μυστικό του, που μπορεί για άλλους να μην μετρούσε ως σημαντικό, μα για τον περήφανο ηλικιωμένο ήταν θέμα αξιοπρέπειας και σεβασμού.

«Κύριε Γιάννη, πολύς ο κόσμος σήμερα. Κάθε Δευτέρα συμβαίνει να είναι περισσότεροι από άλλες μέρες. Λες και αυξάνονται οι ανάγκες της υγείας τους».

   «Κόρη μου, την Δευτέρα είναι το ξεκίνημα των εργάσιμων ημερών της εβδομάδας, και τρέχει ο κόσμος να τακτοποιήσει τις υποθέσεις που άφησε την προηγούμενη ή να ανοίξει νέα θέματα που πρέπει να ασχοληθεί για το καλό της δουλειάς και της οικογένειας».

   «Ναι κυρ Γιάννη. Τα θέματα δεν τελειώνουν ποτέ, άλλοτε καλά και άλλοτε άσχημα!».

Ο ηλικιωμένοςδεν έφυγε νωρίτερα από το μεσημέρι, ούτε τότε. Στον αποχαιρετισμό του, υπήρχε κάτι διαφορετικό από τις άλλες φορές.

   «Κλαίρη, φεύγω. Καλά καθίσαμε και σήμερα».

   «Δεν υπάρχει θέμα, σας περιμένω και αύριο αν τα καταφέρετε».

   «Ναι παιδί μου, αν θέλει ο Θεός, θα έρθω και αύριο».

   «Ναι κυρ Γιάννη, πρώτα ο Θεός για όλους μας. Το ξεχνάμε καμιά φορά και δεν το προσθέτουμε στα λόγια μας, από βιασύνη ή από περίσσια σιγουριά στον εαυτό μας. Άμα δεν έχουμε τη βοήθεια του Κυρίου, δεν γίνεται να προχωρήσουμε σωστά σε ό,τι κάνουμε».

   «Ακριβώς, ας μας έχει ο Θεός καλά! Κόρη μου, καθόμουν τόση ώρα και με την συζήτηση ξέχασα να σε ρωτήσω για την Στελίνα μας. Δεν την είδα…».

   «Κυρ Γιάννη, τι να κάνει πρωινή ώρα η Στελίνα στο φαρμακείο. Είναι στο σχολείο της! Θα έρθει με την πρώτη ευκαιρία, να σας φέρει και τη ζωγραφιά που είπαμε».

   «Παιδί μου, συγχώρα με… στην Σοφία αναφερόμουν και έκαμα αλλαγή τα ονόματα».

   «Σιγά, και τι πειράζει κυρ Γιάννη. Δεν είπατε δα και τίποτα κακό ή βρισιά. Εξάλλου στην ίδια οικογένεια είναι και οι δύο τους. Δεν θα παρεξηγηθούμε!».

   «Καλώς παιδί μου, η διόρθωση χρειαζόταν όπως και να είναι. Το σωστό να λέγεται. Η Σοφία μας λοιπόν, τι κάνει;».

   «Έκατσε σπίτι. Σήμερα  εκτελεί χρέη νταντάς».

   «Νταντάς;».

   «Ναι, μην φανταστείτε σε κανένα μικρό παιδί, αλλά σε μεγάλο».

   «Ποιο μεγάλο, δεν καταλαβαίνω!».

   «Κυρ Γιάννη συγνώμη, έτσι που τα λέω λογικό είναι που μπερδευτήκατε. Απλά, ο μπαμπάς δεν αισθανόταν πολύ καλά και έμεινε να τον φροντίσει».

   «Άμα είναι έτσι, δεν έπεσες έξω σε όσα είπες πριν. Οι γέροι άνθρωποι είμαστε σαν παιδιά, και όχι μεγάλα μάλιστα, αλλά μικρά. Ελπίζω μόνο, να μην είναι κάτι σοβαρό με τον κύριο Δημήτρη, και να περάσει σύντομα».

   «Ναι, κι εγώ δεν νομίζω πως πρόκειται για τίποτα σοβαρό. Μάλλον κάποια μορφή ίωσης, όπως είπε από μόνος του. Σαν γιατρός, αν και παλαίμαχος στο επάγγελμα,  γνωρίζει καλύτερα από εμάς, και έβγαλε ήδη την διάγνωση».

   Η Κλαίρη, παρατήρησε ότι ο κυρ Γιάννης έκαμε και πάλι λάθος, πάνω στην κουβέντα. Παρόμοιο με το μπέρδεμα στο όνομα της κόρης με της αδερφής της. Αυτή τη φορά, ονομάτισε τον πατέρα της ως Δημήτρη, αντί για Σπύρο. Σκέφτηκε να το επισημάνει, αλλά τελευταία στιγμή το μετάνιωσε, λόγω της δυσκολίας που θα δημιουργούσε. Δεν το άφηνε όμως από το μυαλό της! Ήταν πρωτόγνωρο για τον κυρ Γιάννη, που γενικότερα θυμόταν τα πάντα.

   Ο κυρ Γιάννης, δεν πήγε την αυριανή στο φαρμακείο όπως συμφώνησαν, αλλά την μεθαυριανή.

   «Κλαίρη μου, δεν νιώθω καλά. Μετά βίας έφτασα ως εδώ».

   «Τι είναι κυρ Γιάννη, τι πάθατε;».

   «Δεν ξέρω, έχω έντονο πονοκέφαλο, μια ζαλάδα. Δεν με κρατούν τα πόδια μου!».

   «Μισό λεπτό κυρ Γιάννη, έρχομαι κοντά σας».

   «Σοφία,ανέλαβε την εξυπηρέτηση του κόσμου, μέχρι να πάρω την πίεση του κυρ Γιάννη».

   «Ναι Κλαίρη, πήγαινε».

   Έβαλε τον κυρ Γιάννη και κάθισε στο ειδικό κάθισμα που ήταν συνδεδεμένο με το ηλεκτρονικό πιεσόμετρο, και τον συμβούλευσε να μείνει ήρεμος, μέχρι να τον ενημερώσει.

   «Σοφία, έρχεσαι λίγο».

   «Τι είναι Κλαίρη, που μπορώ να βοηθήσω;».

   Η Κλαίρη δεν απάντησε στην αδερφή της, απλά της έκανε νόημα δείχνοντας με το βλέμμα της την ένδειξη στο πιεσόμετρο. Η πίεση του κυρ Γιάννη, ήταν αρκετά υψηλή αλλά προσπαθούσε να μην τον ανησυχήσει.

   «Κυρ Γιάννη, όλα εντάξει! Τελειώσαμε με την πίεση. Μπορείτε να γυρίσετε στον καναπέ».

   «Και τι έδειξε παιδί μου, είναι καλή;».

   «Καλή είναι κυρ Γιάννη, αλλά τα νούμερα μας λένε πως πρέπει να προσέχουμε λίγο παραπάνω.

    «Τι άλλο να κάνω δηλαδή;».

   «Να προσέχουμε τη διατροφή μας, να παίρνουμε τα φαρμακάκια που μας έγραψε ο γιατρός. Αυτά κυρ Γιάννη, δεν χρειάζεται άλλο».

   «Αφού ξέρεις παιδί μου, κάνω ό, τι μπορώ».

   «Το ξέρω κυρ Γιάννη, αλλά ας έχουμε μεγαλύτερη προσοχή. Και να μην αγχώνεστε! Το άγχος και οι αρνητικές σκέψεις δεν βοηθούν την υγεία μας».

   «Παιδί μου για να τα λες αυτά, τα πράγματα πρέπει να είναι άσχημα και μου το κρύβεις».

   «Δεν σας κρύβω τίποτα, όλα καλά είναι. Άμα δεν ήταν θα ήμασταν ακόμα εδώ. Θα φεύγαμε αμέσως για το νοσοκομείο».

   «Εντάξει παιδί μου, μπορεί να ανησύχησα άδικα τότε».

   «Όχι, καλά κάνατε και ανησυχήσατε, να έχουμε το νου μας. Θα μετρήσουμε ξανά την πίεση σας, και μετά προτείνω να σας συνοδεύσω στο σπίτι να ξεκουραστείτε».

   «Όπως νομίζεις, δεν θα φέρω αντίρρηση».

   «Αυτό μας έλειπε κυρ Γιάννη, δεν σηκώνουμε αντιρρήσεις εδώ… το γνωρίζετε εξάλλου».    

   Η Κλαίρη, του μέτρησε την πίεση άλλες δύο φορές όση ώρα βρισκόταν στο κατάστημα. Αφού είδε ότι σταθεροποιήθηκε κάπως, κατηφόρισαν για το σπίτι του ηλικιωμένου.

   «Κυρ Γιάννη, στο δρόμο παρατήρησα πως περπατούσατε πιο γοργά κι από μένα. Δεν σας σταματούν οι αδιαθεσίες, είστε θαρραλέος εσείς!».

   «Παιδί μου, προσπαθώ προσπαθώ, αλλά μην περιμένεις και πολλά στα χρόνια που έφτασα».

   Ο ηλικιωμένος δεν κινούνταν με τη σωματική δύναμη που όσο πήγαινε τον εγκατέλειπε, αλλά πιο πολύ με τη δύναμη της ψυχής.

   «Άντε βγάλτε τα παπουτσάκια σας, να ξαπλώσετε λιγάκι και θα γίνεται ακόμα καλύτερα».

   «Ναι παιδί μου, ναι… μονάχα βάλε μου αν δεν σε κουράζω ένα ποτήρι νερό. Να, εκεί στο τραπέζι είναι το κανατάκι μου».

   «Βεβαίως κυρ Γιάννη, και το ρωτάτε. Πείτε ότι έφτασε κιόλας».

    Η Κλαίρη, καθώς γέμιζε το ποτήρι με νερό παρατήρησε το κουτί με το φάρμακο της πίεσης αφημένο στο τραπεζάκι. Της μπήκε η σκέψη να το ανοίξει, για έλεγχο στον αριθμό των χαπιών που έμειναν.

   Η ενέργεια αυτή, δεν έφερε καλά αποτελέσματα. Από το μέτρημα και τους υπολογισμούς που έκανε, φάνηκε πως ο κυρ Γιάννης δεν πήρε για τρεις ημέρες το φάρμακο της πίεσης. 

   «Κυρ Γιάννη, να σας ρωτήσω…».

   «Τι είναι Κλαίρη μου, πες μου!».

   «Το φάρμακα σας τα παίρνετε κανονικά;».

   «Ναι, όπως μου τα έχεις πει. Ακολουθώ πιστά τις οδηγίες σου».

   «Μα εδώ, φαίνεται πως τα ξεχάσατε μερικές μέρες».

   «Όχι παιδί μου, κάποιο λάθος συμβαίνει. Τα παίρνω κανονικά!».

   «Εντάξει, αλλά για να είμαι ήσυχη θα σας παίρνω τηλέφωνο για υπενθύμιση».

   «Δεν χρειάζεται παιδί μου, αλλά άμα θέλεις να παίρνεις. Εσένα σκέφτομαι, με τόσα που ’χεις να κανονίσεις, να βάλεις κι αυτό στο μυαλό σου».

   «Μην αγχώνεστε, αντέχω ακόμα, αντέχω!».

   Η Κλαίρη, δεν θέλησε να τον πιέσει άλλο και δεν επέμεινε. Ήταν όμως ανησυχητικό και σοβαρό. Αν δεν προχωρούσε σωστά η λήψη των φαρμάκων, ήταν μεγάλο πρόβλημα.

   Στην επιστροφή για το φαρμακείο, συνάντησε στο δρόμο την κυρία Ελπινίκη, την γειτόνισσα του κυρ Γιάννη, η οποία την ανησύχησε περισσότερο.

   «Κλαίρη πως είσαι;».

   «Όλα καλά κυρία Ελπινίκη, εσείς τι κάνετε;».

   «Καλά λέω από συνήθεια, κι ας μην είμαι και τόσο. Γεράματα βλέπεις, τα προβληματάκια δεν λείπουν».

   «Έχετε καλή καρδιά εσείς, και τα γιατρεύει όλα κυρία Ελπινίκη μου».

   «Ευχαριστώ Κλαίρη μου, για την καλοσύνη σου. Μιας και σε είδα τώρα, ήθελα να σε ρωτήσω για τον κυρ Γιάννη».

   «Τι είναι κυρία Ελπινίκη. Από εκεί έρχομαι».

   «Να, την Κυριακή τον συνάντησε ο εγγονός μου όταν ερχόταν να μου κάνει επίσκεψη και τον είδε κάπως παράξενο, σαν χαμένο. Έτσι μου είπε δηλαδή το παιδί, μπορεί και να κατάλαβε λάθος βέβαια».

   «Μάλλον πως κατάλαβε λάθος το παιδί κυρία Ελπινίκη. Η πίεση του ανέβηκε λίγο, αλλά όλα υπό έλεγχο. Πέρασε!».

   «Μην με παρεξηγείς κόρη μου, από ενδιαφέρον ρώτησα, όχι για άλλο λόγο».

   «Το ξέρω, μην το συζητάτε, δεν χρειάζεται. Πηγαίνω, γιατί άφησα μόνη την αδερφή μου στο φαρμακείο. Θα μιλήσου ξανά, σας ευχαριστώ!».

   «Τίποτα παιδί μου, τίποτα. Πήγαινε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας».

   Η Κλαίρη, φάνηκε να μη δίνει βάρος στα λεγόμενα της κυρίας Ελπινίκης και με τις απαντήσεις της θέλησε να την καθησυχάσει. Στην πραγματικότητα, το έκανε για προστασία στον κυρ Γιάννη, μην του βγει κανένα όνομα, ότι τα έχασε.

   Η ανησυχία της ίδιας, δεν έλεγε να κοπάσει. Η αμέλεια στα φάρμακα, τα λάθη με τα ονόματα  νωρίτερα, και τώρα αυτό! Δεν ήταν καλά σημάδια.            

   Το επόμενο πρωί, και αφού συμβουλεύτηκε τη μητέρα της, λόγω μεγαλύτερης εμπειρίας, ήρθε σε επαφή με τον γιατρό του κυρ Γιάννη, τον παθολόγο που γνώριζε το ιστορικό της υγείας του και όλα τα σχετικά. Έτσι κι αλλιώς, υπήρχε οικειότητα και καλή συνεργασία μεταξύ τους.

   Ο γιατρός ακούγοντας την περιγραφή των στοιχείων που εμφάνιζε η συμπεριφορά του κυρ Γιάννη, οι πρώτες του αναφορές έκαναν λόγο για κατάσταση γεροντικής άνοιας σε αρχικό στάδιο. Δεν μπορούσε  να δώσει σαφή και απόλυτη απάντηση, γι’ αυτό ζήτησε στην Κλαίρη να βρεθεί μια δικαιολογία για άμεση επίσκεψη του κυρ Γιάννη στο ιατρείο και, έτσι, να καταλήξουν όσο δυνατόν πιο κοντά στην αιτία ταλαιπωρίας του κυρ Γιάννη. 

   Η Κλαίρη, μόλις γύρισε από το ιατρείο έκανε την κίνηση να τηλεφωνήσει στον κυρ Γιάννη και να ανοίξει συζήτηση για την εξέταση στο γιατρό του, αλλά αναθεώρησε. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να το φέρει με τρόπο, ώστε μην φανεί πιεστική και επιθετική και του προκαλέσει φόβο. Έτσι, προτίμησε να γίνει νύξηαπό κοντά, στην επίσκεψη του στο κατάστημα, χωρίς πρότερη ειδοποίηση.

   Μια επίσκεψη, που δεν άργησε να γίνει. Μέσα στην επόμενη ώρα, ο κυρ Γιάννης πέρασε την πόρτα του φαρμακείου και πήρε τη γνωστή του θέση, στον δερμάτινο καναπέ. 

   «Βρε καλώς τον κύριο μας, τι κάνετε σήμερα;».

   «Καλημέρα Κλαίρη μου! Σήμερα αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Όπως και να έχει, είναι μια καινούργια μέρα».

   «Ναι κυρ Γιάννη, κάθε μέρα φέρνει και κάτι καινούργιο μαζί της. Άλλοτε μεγάλο, άλλοτε μικρό».

   «Ναι Κλαίρη, σοφά τα λόγια σου. Κοίτα να δεις που τελικά μαθαίνω πολλά από εσένα».

   «Κυρ Γιάννη, μην ακούω τέτοια. Μπροστά σε σας και τον τρόπο που κρίνετε και βλέπετε τα πράγματα και τον κόσμο, δεν πιάνουν μία οι δικές μου κουβέντες. Δεν φτάνω ούτε κατ’ ελάχιστο τη σοφία σας».

   «Μην το λες αυτό κόρη μου, πολλές φορές οι μεγάλοι διδάσκονται από τους μικρότερους. Κι αυτό δεν είναι κακό! ίσα ίσα, το θεωρώ χαρμόσυνο».

   «Καλά κυρ Γιάννη, δεν θα τα χαλάσουμε σε αυτό. Θέλω όμως να μου κάνετε μια χάρη και μετά ότι ζητήσετε από εμένα».

«Τι χάρη, πες το κι έγινε. Έτσι δεν το λένε οι νεότεροι!».

   «Ναι κυρ Γιάννη, ακριβώς όπως το είπατε!».

   «Λοιπόν, σ’ ακούω παιδί μου. Πως μπορώ να βοηθήσω;».

   «Να, αν μπορείτε να μετακινηθείτε στο άλλο κάθισμα να ελέγξουμε λίγο την πίεση σας».

   «Μα καλά, αυτό δεν είναι χάρη για σένα! πάλι τον εαυτό μου αφορά. Κι εγώ που αναθάρρησα πως θα πρόσφερα βοήθεια σε κάτι δικό σου».

   «Μην σας νοιάζει, μα έχετε βοηθήσει σε πολλά μέχρι σήμερα. Αν αρχίσω να τα μετράω δεν τελειώνουμε ούτε αύριο!».

   «Σε τίποτα παιδί μου, σε τίποτα».

   «Κυρ Γιάννη, μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας, μου δώσατε υπόσχεση. Πες το κι έγινε, τα δικά σας λόγια επαναλαμβάνω».

   «Αφού το γνωρίζω ότι με σένα δεν τα βγάζω εύκολα πέρα, είσαι πάντα ετοιμόλογη και επίμονη. Άντε, θα περάσω για μέτρηση».

   «Ωραία ωραία! χαίρομαι που είστε συνεργάσιμος».  

   Η Κλαίρη, επέμεινε στην μέτρηση της πίεσης με σκοπό να βρει ευκαιρία να προτείνει την επίσκεψη στο γιατρό, καθώς δεν ήταν ακόμα η ημερομηνία που ο κυρ Γιάννης πηγαίνει για συνταγογράφηση των φαρμάκων του, και έπρεπε να το φέρει με τρόπο.

   «Κλαίρη μου, για πες τι βλέπεις;»

   Ο κυρ Γιάννης παρατήρησε την Κλαίρη που φαινόταν κάπως σφιγμένη, χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από το σημείο της ένδειξης που αφορούσε την μέτρηση που έκαναν.

   «Μισό λεπτό κυρ Γιάννη, ξεκουραστείτε λίγο και θα πάρουμε την μέτρηση άλλη μια φορά».

   «Γιατί παιδί μου, δεν βγήκε σωστά, μήπως κουνήθηκα και έδειξε άλλα ντ’ άλλων».

   «Όχι κυρ Γιάννη, δεν κάνατε κάτι λάθος. Απλά, να είμαστε σίγουροι!».

   «Εντάξει, όπως προστάζεις. Εξάλλου δεν με πιέζουν οι υποχρεώσεις μου, ας το κοιτάξουμε πάλι. Δεν με πειράζει, αφού μπήκαμε στο χορό που λένε…».

   Ο κυρ Γιάννης μιλούσε διαρκώς μέχρι το χρόνο της επόμενης μέτρησης, και προσπαθούσε ανεπιτυχώς να ελαφρύνει το κλίμα με τα αστεία του. Η Κλαίρη παρέμενε εμφανώς ξαφνιασμένη και η εικόνα της μαρτυρούσε την ανησυχία.

   «Κυρ Γιάννη, να σας ετοιμάσω και να το δούμε ξανά. Πέρασε αρκετή ώρα, και είμαστε εντάξει».

   «Έγινε παιδί μου, ας ξεκινήσουμε!».

   Αφού ολοκληρώθηκε και η διαδικασία της δεύτερης μέτρησης, η Κλαίρη δεν φαινόταν να αλλάζει διάθεση. Η συννεφιά δεν εγκατέλειπε το πρόσωπο της.

   «Κλαίρη μου, μη διστάζεις πες μου τα μαντάτα».

   «Εντάξει κυρ Γιάννη, δεν είναι τόσο τραγικά αλλά καλό θα ήταν να πάρουμε τον γιατρό σας, για ραντεβού».

   «Για να το λες αυτό, σκούρα τα πράγματα. Κατάλαβα!».

   «Μην το λέτε αυτό, σας εξήγησα ότι δεν είναι όσο άσχημα νομίζετε. Δεν πρέπει όμως να το αφήνουμε να περνάει χωρίς διερεύνηση και εξέταση. Είδατε και τις προάλλες που η πίεση βρέθηκε πάλι ανεβασμένη. Καλό θα είναι να γίνει ο απαραίτητος έλεγχος, δεν συμφωνείτε;».

   «Εντάξει, ας γίνει κι αυτό!  Για πολλοστή φορά σε ταλαιπωρώ, και προκαλώ αναστάτωση στην εργασία σου».

   «Μην το σκέφτεστε, παίρνω αμέσως τηλέφωνο να κλείσουμε την επίσκεψη. Το γοργόν και χάριν έχει».

   Η Κλαίρη επικοινώνησε με τον γιατρό, και μετέφερε την εικόνα της υγείας του κυρ Γιάννη σε σχέση με την τσιμπημένη πίεση, αφού πρώτα ενημέρωσε ότι ο ασθενήςτους βρισκόταν μπροστά της. Αυτό το έκανε για να καταλάβει ο γιατρός ότι αυτό ήταν το πρόσχημα που βρήκε για να κάνουν την απαραίτητη επίσκεψη, όπως κατέληξαν νωρίτερα στην επαφή τους. 

   «Κλαίρη, τι σου είπε ο γιατρός;».

   «Κυρ Γιάννη, η επίσκεψη κανονίστηκε για σήμερα, με το κλείσιμο του φαρμακείου. Αφού σας έχουμε εδώ, ας το εκμεταλλευτούμε».

   «Μα παιδί μου, τόσο γρήγορα. Δεν ήταν ανάγκη να πιεστούμε!».

   «ο κος Σηφάκης, μόλις άκουσε ότι πρόκειται για εσάς κυρ Γιάννη, το κανόνισε άμεσα. Απ’ ότι κατάλαβα, σας εκτιμά πολύ!».

   «Ναι παιδί μου, με παρακολουθεί χρόνια ολόκληρα. Είναι καλός γιατρός, με γνώσεις ως επιστήμονας και ευαισθησίες ως άνθρωπος».

   «Κι εγώ, δεν έχω παράπονο. Συνεργάζεται άριστα με το φαρμακείο μας. Όσες φορές τον έχω ρωτήσει για κάποιους πελάτες εδώ που είναι ασθενείς του, δεν θυμάμαι να υπάρχει φορά που να αρνήθηκε να βοηθήσει».

   «Αλήθεια είναι αυτό, δεν αρνείται τη βοήθεια του. Το λέω από προσωπική εμπειρία».

   Ο κυρ Γιάννης βούρκωσε ξαφνικά, όπως συζητούσε για τον γιατρό. Φάνηκε να τρέφει αισθήματα ευγνωμοσύνης γι’ αυτόν. Ίσως είχε να κάνει με κάποια δυσκολία στο παρελθόν, και τη στήριξη του γιατρού. Η Κλαίρη, δεν θέλησε να ρωτήσει περισσότερα για το θέμα. Το προσπέρασε διακριτικά, μην παρατείνει τη συγκίνηση.

  Ο κυρ Γιάννης περίμενε στο κάθισμα του να φτάσει η ώρα του ραντεβού με το γιατρό, ενώ η Κλαίρη του παρήγγειλε μια πορτοκαλάδα με φυσικό χυμό, από το κοντινό καφενείο. 

   Δεν τον πείραζε καθόλου η αναμονή, ίσα ίσα που έδειχνε να περνάει καλά και να χαίρεται. Κι αυτή τη φορά, είχε και δικαιολογία να κάτσει παραπάνω στο φαρμακείο. Με εντολή γιατρού, δεν το έκανε από μόνος του.

   «Ωραία κυρ Γιάννη, να ετοιμάσουμε το κατάστημα για κλείσιμο και να ανηφορίσουμε στο ιατρείο του κου Σηφάκη. Νομίζω είναι ώρα μας!».

   Το βλέμμα και των δύο, ταυτόχρονα στόχευσε το μεγάλο ρολόι του τοίχου, να βεβαιώσουν τον χρόνο που απέμενε.

   «Κλαίρη μου, θα τολμήσω να το πω πάλι κι ας με αποπάρεις. Το καλύτερο θα ήταν να μην με συνοδέψεις στο γιατρό και να πάω μόνος. Η οικογένεια σου, θα περιμένει στο σπίτι».

   «Κυρ Γιάννη, μην κουράζεστε με αυτές τις σκέψεις. Εξάλλου, τώρα θα έρθω και για δική μου υπόθεση. Αισθάνομαι μια αδιαθεσία τελευταία και μια περίεργη κόπωση, κι όπως καταλαβαίνετε θα έχω την ευκαιρία να ζητήσω τη συμβουλή του γιατρού στο θέμα αυτό».

   «Άμα είναι έτσι κόρη μου, εντάξει.Με βρίσκεις σύμφωνο σε τέτοια περίπτωση».  

   «Κυρ Γιάννη, αν αισθάνεστε κουρασμένος να πάρουμε το αυτοκίνητο για την μετακίνηση μας στο ιατρείο».

   «Σιγά κόρη μου, είπαμε μια πίεση ανεβάσαμε, δεν είμαστε και του θανατά. Θα τα καταφέρουμε στο περπάτημα. Δεν είναι και μακριά από εδώ!».

   «Κυρ Γιάννη, το χιούμορ και η αισιοδοξία σας είναι μοναδικά. Πραγματικά σας ζηλεύω. Μακάρι να μπορούσα να κλέψω μια μικρή δόση από δαύτα, λίγο μόνο θα έφτανε».

   «Κόρη μου, να τις κλέψεις; Δεν χρειάζεται, αφού περισσεύουν θα σου χαρίσω όσο θέλεις. Άχ Κλαίρη, αν μας έλειπαν κι αυτά… θα είχαμε φύγει προ πολλού. Αυτά μας κρατάνε ζωντανούς».

   «Κυρ Γιάννη, την ωραία αυτή ζωντάνια που βγάζεται δεν την συναντάς ούτε σε νεαρούς στην ηλικία. Δυστυχώς, τους περισσότερους νέους τους βλέπεις  απογοητευμένους ή παραδομένους σε ό,τι έρθει».

   «Γι’ αυτό Κλαίρη, την απόλυτη ευθύνη την έχουμε εμείς οι μεγάλοι. Εμείς φταίμε που τα παιδία μας ζουν με χαμένη ελπίδα και δεν αντιδρούν στα εμπόδια της ζωής, δεν αγωνίζονται για το αύριο».

   «Μεγάλη κουβέντα ανοίξαμε κυρ Γιάννη, και δύσκολη. Εγώ ειδικά με τις κόρες μου, τα σκέφτομαι όλα συνέχεια. Η ανησυχία είναι μεγάλη όσον αφορά το καθετί!».

   Μετην συζήτηση, δεν πήραν χαμπάρι για πότε έφτασαν στην είσοδο του ιατρείου. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος, σε δεκαπέντε λεπτά βρέθηκαν εκεί. Κάθισαν στο προθάλαμο του ιατρείου, μέχρι να τους φωνάξει ο γιατρός. Δεν υπήρχε γραμματέας! Οι άνθρωποι που προσέρχονταν ήταν αρκετοί καθημερινά, αλλά oγιατρός προτιμούσε να διαχειρίζεται ο ίδιος τα θέματα του ιατρείου καθώς και την ρύθμιση των επισκέψεων, ανάλογα με το επείγον των προβλημάτων υγείας του ασθενούς και της αναγκαιότητας για εξέταση.

   «Κλαίρη, σε λίγο που θα με φωνάξει ο γιατρός μήπως θα ήθελες να μπεις κι εσύ μέσα, στην εξέταση;».

   «Όχι κυρ Γιάννη, προτιμώ να περιμένω να σας εξετάσει όπως πρέπει, χωρίς παρεμβάσεις, και μετά τα λέμε. Εξάλλου, τον ενημέρωσα στο τηλέφωνο για την κατάσταση. Μην τον κουράζουμε δίχως λόγο».

   «Όπως θες παιδί μου, εγώ πάντως δεν έχω πρόβλημα, γι’ αυτό το αναφέρω».

   « Κυρ Γιάννη, μη νοιάζεστε. Το γνωρίζω ότι είστε πάντα καλοπροαίρετος!».

   «Ά, μη ξεχάσεις να μιλήσεις στο γιατρό και για το δικό σου θέμα».

   «Κυρ Γιάννη, τα δικά σας έχουν προτεραιότητα. Μετά ακολουθώ εγώ, όλα καλά!».

   Την συζήτηση των δύο, διέκοψε ο γιατρός που βγαίνοντας στην πόρτα τους καλωσόρισε και κάλεσε τον ασθενή να εισέλθει στο εξεταστήριο. Καθώς έμπαινε ο κυρ Γιάννης, ο γιατρός έκανε στα κρυφά ένα νεύμα επιβράβευσης στην Κλαίρη, για την άμεση επίσκεψη τους στο ιατρείο.

Η εξέταση κράτησε κάπου στα σαράντα λεπτά, κι έπειτα ο ασθενής βγήκε στο προθάλαμο που βρισκόταν αμετακίνητη η Κλαίρη.

   «Κυρ Γιάννη, τελειώσατε. Ωραία!».

   «Ναι Κλαίρη μου, έγινα καινούριος πάλι. Ο γιατρός μου είπε να περάσεις αν θες, να σ’ ενημερώσει για κάποια φάρμακα νομίζω».

   «Εντάξει, ευχαριστώ κυρ Γιάννη. Θα  μπω και μιλάμε σε λίγο».

   «Κλαίρη, του ανέφερε ότι τον θέλεις και για ένα δικό σου θέμα υγείας. Δεν ξέρω αν έκανα καλά».

   «Κυρ Γιάννη, δεν πειράζει. Μια χαρά κάνατε και το είπατε».

    Η παραμονή της Κλαίρης στο εσωτερικό του ιατρείου, δεν διήρκησε τόσο όσο του κυρ Γιάννη. Ο γιατρός την ενημέρωσε ότι ο ηλικιωμένος χρειάζεται παρακολούθηση και ιδιαίτερη προσοχή, καθώς όπως φαίνεται οι αρχικές σκέψεις του για πιθανή γεροντική άνοια, σε πρώιμο στάδιο, επαληθεύτηκαν.

   «Κοίτα Κλαίρη, αυτά τα πράγματα θέλουν προσοχή, όπως γνωρίζεις κι εσύ. Του έγραψα εδώ κάποιες βιταμίνες, κι ένα φάρμακο υποστηρικτικό για την μνήμη. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί και τα σκευάσματα να μην βοηθούν αρκετά».

   «Ναι γιατρέ, καταλαβαίνω απόλυτα!».

   «Το θέμα με τον κυρ Γιάννη, είναι πως δεν έχει οικογένεια. Έτσι, η δυσκολία πολλαπλασιάζεται».

   «Γιατρέ, από την πλευρά μου θα κάνω ό,τι μπορώ και περνάει από το χέρι μου για να τον στηρίξω. Δεν θα μείνει μόνος και αβοήθητος σε καμία περίπτωση».

   «Να είσαι καλά Κλαίρη. Σήμερα, σπανίζουν οι άνθρωποι με τη δική σου μεγαλοψυχία και ανθρωπιά».

   «Γιατρέ, θα κάνω αυτό που πρέπει. Θα είμαι δίπλα του σε αυτό!».

   «Κλαίρη, ακόμα θυμάμαι την μέρα που έστειλα την συγχωρεμένη τη γυναίκα του για ειδικές εξετάσεις στο νοσοκομείο. Τον κάλεσα μέσα, καλή ώρα όπως κι εσένα τώρα. Τον προετοίμασα για τους φόβους μου που αφορούσαν την διάγνωση, κι εκείνος καταρρακωμένος αλλά χωρίς να χάνει το θάρρος του, μου απάντησε πως ό,τι κι αν είναι θα το παλέψουν μαζί».

   «Ά, εσείς το διαγνώσατε πρώτος! Δεν το γνώριζα».

   «Καλά, δεν παίζει μεγάλη σημασία. Σε αυτά τα θέματα, δεν χαίρομαι που είχα αυτή την ευκαιρία. Τέτοιες πρωτιές, καλύτερα να λείπουν από τον καθένα».

   «Έτσι είναι, αλλά τι να κάνεις! Το βλέπω κι εγώ στο φαρμακείο με τους πελάτες, σε μικρότερο βαθμό πάντα».

   «Βέβαια, ο κυρ Γιάννης από τότε λέει και ξαναλέει πως είναι ευγνώμων σ’ εμένα. Στο νοσοκομείο, τον ενημέρωσαν ότι αν καθυστερούσε περισσότερο θα ήταν ακόμα χειρότερα για την θεραπεία. Έτσι, πιστεύει ότι ο λόγος που η σύζυγος του κέρδισε μερικά χρόνια ζωής, έστω και με το βάρος της ασθένειας, ήταν η παραπομπή που τους έκανα στο νοσοκομείο».

   Η Κλαίρη, μόλις κατάλαβε την αιτία που ο κυρ Γιάννης νωρίτερα, στο φαρμακείο, βούρκωσε μιλώντας για τον γιατρό.

   Στο σημείο αυτό, έκλεισαν την συνάντηση αφού πρώτα συνεννοήθηκαν στο τι ακριβώς θα έλεγαν στον κυρ Γιάννη, για την υγεία του. Δεν ήθελαν να τον φοβίσουν, γι’ αυτό αποφάσισαν να πουν κάτι διαφορετικό από την πραγματική κατάσταση. Μάλιστα, ο γιατρός το άφησε στην Κλαίρη το κομμάτι αυτό. Ήξερε ότι θα το διαχειριστεί σωστά, καλύτερα και από τον ίδιο.

   «Κλαίρη μου, τώρα που βγήκαμε από το ιατρείο, αν μου επιτρέπεις… να σε ρωτήσω αν είναι όλα εντάξει με το θέμα της υγείας σου».

   «Ευχαριστώ κυρ Γιάννη, μάλλον από την πολύωρη εργασία και την ορθοστασία. Έτσι μου είπε ο γιατρός!».

   «Ναι παιδί μου, να ξεκουράζεσαι και λίγο. Δεν αφήνεις καθόλου χρόνο για τον εαυτό σου. Συνέχεια τρέχεις για όλους τους άλλους, και παραμελείς τα δικά σου».

   «Μα αυτά που τρέχω κυρ Γιάννη, είναι τα δικά μου. Αν δεν ενδιαφερθώ γι’ αυτά, τότε θα είμαι χειρότερα».

   «Καταλαβαίνω πως το εννοείς, μα να ξέρεις πως αν δεν είσαι εσύ καλά… θα υπάρχει δυσκολία στο προσφέρεις και στους άλλους. Άρα, να προσέχεις πρώτα εσένα και μετά ό,τι θέλεις».

   «Μην ανησυχείτε κυρ Γιάννη! Είδατε τώρα, πιαστήκαμε με τα δικά μου και δεν ρωτήσατε τίποτα για όσα σας αφορούν προσωπικά».

   «Κόρη μου, έχω εμπιστοσύνη στην κρίση του γιατρού και την δική σου σίγουρα. Θα ακολουθήσω ό,τι μου πείτε».

   Η Κλαίρη, του είπε ότι λόγω της πίεσης που κάπου κάπου ανεβαίνει… θα το παρακολουθούν πως εξελίσσεται, σε συνεργασία με τον γιατρό, και ότι θα λαμβάνει  ειδικά φάρμακα, που θα τον βοηθούν σε αυτό.

   Σε δύο μέρες, κιόλας, το επόμενο σημάδι στην υγεία του κυρ Γιάννη έκανε φανερή την επιδείνωση της κατάστασης. Ο ηλικιωμένος, ενώ καθόταν στην θέση του στο φαρμακείο και χωρίς να προηγηθεί σχετική κουβέντα, ρώτησε την Κλαίρη πότε θα κανονίσουν την επίσκεψη τους στον γιατρό. Η Κλαίρη, κατάλαβε αμέσως ότι ο κυρ Γιάννης δεν θυμόταν ότι η εξέταση έγινε πριν δυο μέρες. Με ευγενικό τρόπο, απάντησε ότι σύντομα θα προγραμματίσουν την επόμενη συνάντηση τους με τον γιατρό, ώστε μην αφήσουν να περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα. 

   Η Κλαίρη, μετά το τελευταίο συμβάν θεώρησε σκόπιμο να συγκεντρώσει την οικογένεια της σε συμβούλιο για τον κυρ Γιάννη. Ήθελε να τους ενημερώσει για την κατάσταση στο σύνολο της, και να μεταφέρει την πληροφόρηση του γιατρού γι’ αυτήν την εικόνα. 

   Τον νοιάζονταν κι εκείνοι πολύ! δεν γινόταν να το κρατήσει κρυφό και να τους αφήσει απέξω. Εξάλλου, η μητέρα της ήταν αυτή που την συμβούλευσε για την επίσκεψη στον γιατρό.

«Στέλλα, προτού ξεκινήσουμε τη συζήτηση για το λόγο που γίνεται η συγκέντρωση, φέρε να κεράσεις από το γλυκό που έφτιαξες χθες».

   «Ναι,  δίκιο έχεις Σπύρο μου, ξεχάστηκα εδώ να χαζεύω τις μικρές και δεν έφερα τίποτα».

   «Μαμά, μην μπαίνεις στον κόπο. Δεν πειράζει!».

   «Μα τι είναι αυτά που λες παιδί μου, ξένοι είμαστε. Στο πατρικό σου βρίσκεσαι, εδώ μεγάλωσες. Άμα δε θες εσύ, θα φέρω για τα κορίτσια μας και τους υπόλοιπους».

   «Ναι γιαγιούλα, τι γλυκό είναι!».

   «Στελίνα μου, είναι χαλβάς σιμιγδαλένιος».

   «Γιούπι γιούπι!».

   «Στελίνα μου, πιο ήρεμα. Τι έχουμε πει!».

   «Δεν πειράζει Κλαίρη, άσε το παιδί να εκφραστεί ελεύθερα. Να κλέψουμε κι εμείς λίγο από την ζωντάνια και τον αυθορμητισμό της».

   «Μα μπαμπά, αν την αφήσουμε θα μας πάρει τα αυτιά από τις φωνές».

    Την Κλαίρη, την παραξένευε η χαλαρή διάθεση του πατέρα της απέναντι στα παιδιά. Τον είχε συνηθίσει με την αυστηρή στάση, στα δικά τους παιδικά χρόνια. Δεν τολμούσαν να υψώσουν φωνή, ούτε για να φανερώσουν τη χαρά τους. Τελικά σκεφτόταν, δεν ισχύει αυτό που λένε ότι δεν αλλάζουν οι άνθρωποι. Η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος τους αλλάζει! Άλλοτε τους μαλακώνει και άλλοτε τους κάνει πιο σκληρούς, εξαιτίας των όσων πέρασαν στη ζωή τους. Στον πατέρα της, η επίδραση του χρόνου ήταν θετική, όπως φαινόταν στη συμπεριφορά του.

   «Μαμά, το γλυκό των κοριτσιών μην το φέρεις εδώ. Βάλε τους στο τραπέζι της κουζίνας».

   «Ναι Κλαίρη, θα τους ετοιμάσω εκεί, και μετά θα φέρω και σε σας».

   «Σ’ εμένα μη βάλεις. Ας προσέχουμε και λίγο, μην κάνουμε καταχρήσεις».

   «Καλά Κλαίρη, τα εννοείς αυτά που λες. Εσύ παιδί μου είσαι στιλάκι!».

   «Ναι μπαμπά, καλό είναι να προσέχουμε γενικότερα. Να προσέχουμε για να έχουμε. Έτσι δεν συνηθίζεται να λένε!  εσύ, ως γιατρός τα ξέρεις καλύτερα».

   «Να προσέχουμε δεν λέω, όμως μην είμαστε και εντελώς αυστηροί με τον εαυτό μας. Εμείς οι υπόλοιποι, δεν νομίζω να πούμε όχι σε αυτήν την απόλαυση… είναι και Κυριακή!».

   Δεν υπήρξε καμία αντίρρηση σε αυτό, από τα άλλα μέλη της οικογένειας.

   «Σοφία, πήγαινε σε παρακαλώ να ανοίξεις τον υπολογιστή σου, να καθίσουν για απασχόληση τα κορίτσια μετά το γλυκό. Να πούμε τα δικά μας εμείς οι μεγάλοι».

   «Κανένα πρόβλημα Κλαίρη. Ανοιχτό είναι το κομπιούτερ. Βρήκα και κάτι καινούρια προγράμματα και εφαρμογές ζωγραφικής, θα τους αρέσουν σίγουρα. Ειδικά στην Στελίνα μας».

   «Θεία, άσε θα τα βρω εγώ και θα τα δείξω και στη Στελίνα. Θα φάμε το γλυκό και θα πάμε αμέσως».

   «Ελένη, ευχαριστώ. Ναι, εσύ πλέον είσαι ολόκληρη κοπέλα… τα ξέρεις καλά αυτά. Μην σου πω περισσότερο κι από εμάς».

   «Θεία, κι εγώ είμαι μεγάλη κοπέλα. Μεγάλωσα, δεν είμαι μικρή. Αμάν πια!».

   «Στελίνα μου, γιατί μαλώνεις τη θεία σου. Δεν είπε ότι δεν μεγάλωσες, απλά ότι η Ελένη είναι μεγαλύτερη από εσένα. Δεν συμφωνείς με αυτό, αλήθεια δεν είναι;».

   «Ά, άμα είναι έτσι εντάξει».

   «Ωραία, τι πρέπει να πεις τώρα στη θεία σου».

   «Θεία μου, συγνώμη που σε μάλωσα πριν και ήμουν κακιά μαζί σου. Σε αγαπώ πολύ πολύ!».

   «Στελίνα μου, εσύ κακιά ποτέ! Τη δέχομαι την συγνώμη σου και σ’ αγαπώ κι εγώ όσο δεν φαντάζεσαι. Μέχρι τον ουρανό, κι ακόμα παραπάνω. Έλα να σε αγκαλιάσω, να τα ξεχάσουμε όλα».

   Η Σοφία, αγαπούσε πολύ τις ανιψιές της. Δεν ξεχώριζε τη μία από την άλλη. Στους έξω δεν ανοιγόταν εύκολα και επεδίωκε να μην δίνει δικαιώματα πέρα από τα τυπικά. Με τις ανιψιές της, γινόταν αλοιφή. Κάτι σαν τον κύριο Σπύρο, τον πατέρα της.

   «Και τώρα που γύρισε η μητέρα σας, και αφού έχουμε τα γλυκάκια ανά χείρας,  ας αρχίσει η συνεδρίαση. Είμαστε έτοιμοι Κλαίρη μου!».

   «Ναι μπαμπά, θα μπω κατευθείαν στο θέμα, χωρίς καθυστέρηση».

   «Μπράβο παιδί μου, σ’ ακούμε!».

   «Ο λόγος που μαζευτήκαμε εδώ, και για να είμαι ακριβής στα όσα λέω, ο λόγος που ζήτησα εγώ να μαζευτούμε, αφορά τον κυρ Γιάννη».

   «Σχετικά με αυτό που με πήρες τηλέφωνο τις προάλλες Κλαίρη;».

   «Ναι, αυτό αφορά αλλά έχει και συνέχεια. Υπάρχουν νεότερα!».

   «Μα τι είναι Στέλλα, σε εμένα δεν είπες τίποτα».

   «Καλά Σπύρο, δεν δόθηκε η ευκαιρία να το αναφέρω».

   «Μπαμπά, μην παραπονιέσαι. Εδώ ούτε εγώ γνώριζα κάτι, και είμαι στο φαρμακείο καθημερινά».

   «Μισό λεπτό, μισό λεπτό! Δεν χρειάζεται να ενοχλείστε ποιος γνώριζε και ποιος δεν γνώριζε. Μίλησα με την μητέρα γι’ αυτό, και περίμενα να δούμε πως θα εξελιχθεί. Δεν το κάναμε για κακό. Να φανταστείτε, στον άντρα μου μόνο σήμερα μίλησα σχετικά. Εδώ είναι, και ρωτήστε τον αν θέλετε».

   «Θα σας διακόψω σε αυτό το σημείο, για να επιβάλλω την τάξη. Δεν νομίζω ότι είναι χρήσιμο να επικεντρωθούμε ποιος ήξερε πρώτος και ποιος δεύτερος, αλλά να δούμε τι συμβαίνει και πως θα το αντιμετωπίσουμε συνολικά».

   «Ευχαριστώ μαμά, αυτό εννοούσα κι εγώ νωρίτερα».

   «Ωραία, ας προχωρήσουμε τότε!».

Η κυρία Στέλλα, κρατούσε πάντα της ισορροπίες στην οικογένεια. Όποτε η κατάσταση έδειχνε να ξεφεύγει, ερχόταν σαν από μηχανής Θεός και έκανε την παρέμβαση της στο πιο κρίσιμο σημείο. Ευτυχώς, δεν ήταν πολλές οι φορές που έπρεπε να πάρει θέση, και να μπει μπροστά σε παρεξηγήσεις κάθε είδους.

   Γενικά, ήταν μια ήρεμη οικογένεια και με ιδιαίτερο δέσιμο ο ένας με τον άλλον. Ακολουθούσαν πιστά την συμβουλή που τους έδωσε φεύγοντας η μητέρα της κυρίας Στέλλας, η συγχωρεμένη η κυρία Σοφία. Τους συμβούλευσε ή μάλλον τους άφησε  εντολή πως τα μέλη της οικογένειας πρέπει να είναι σφιχτά δεμένα μεταξύ τους, χωρίς να αφήνουν κενό και μεγάλη απόσταση ανάμεσα τους. Έτσι, ο κάθε κίνδυνος ή εχθρός, αν τους έβρισκε μαζί ομάδι και χωρίς διαχωρισμό, δύσκολα θα τους νικούσε, ή όπως συνήθιζε να λέει: «Αλλιώς είναι οι πολλοί και αλλιώς ο ένας».

   «Ο κυρ Γιάννης, όπως ξεκίνησα να σας λέω πιο πριν, αντιμετωπίζει ορισμένα σοβαρά προβλήματα με την υγεία του και νομίζω ότι πρέπει να τα βάλουμε κάτω, να δούμε που θα καταλήξουμε και πως μπορούμε να τον βοηθήσουμε περισσότερο».

   «Κλαίρη, αυτό με την πίεση του που ανέβηκε πρόσφατα. Δεν έχω παρατηρήσει κάτι άλλο».

  «Όχι Σοφία, υπάρχει συνέχεια σε αυτό. Η πίεση του ανέβηκε επειδή αμέλησε να πάρει τα χάπια του, ή καλύτερα επειδή τα ξέχασε. Όπως επίσης, που μπέρδεψε την Στελίνα με την Σοφία, που αναφέρθηκε στον μπαμπά με άλλο όνομα, που γυρνούσε σαν χαμένος στη γειτονιά το περασμένο Σαββατοκύριακο. Κι ακόμα, που δεν θυμόταν καθόλου την επίσκεψη που κάναμε στον γιατρό του, τον κύριο Σηφάκη, σε διάστημα δύο ημερών».

   «Κλαίρη, τα γεγονότα αυτά παραπέμπουν σε γεροντική άνοια, στην αρχή της τουλάχιστον».

   «Ναι μπαμπά, αυτό διέγνωσε και ο γιατρός. Του έκανε κάποια ειδικά τεστ και εξετάσεις και κατέληξε σε αυτό. Τον παρακολουθεί από παλιά ο κος Σηφάκης. Αυτός διέγνωσε πρώτος και τον όγκο, της μακαρίτισσας της γυναίκας του».

   «Ναι, τον κύριο Σηφάκη τον γνωρίζω καλά. Αν και άλλη ειδικότητα από εμένα, είναι έμπειρος και με καλή φήμη. Δεν ακούστηκε τίποτα το μεμπτό για εκείνον όσα χρόνια ασκούσα κι εγώ το επάγγελμα».

   «Σπύρο, και στο φαρμακείο συνεργαζόμαστε από παλιά με τον γιατρό αυτό. Από τότε που η Κλαίρη και η Σοφία ήταν μικρά κοριτσάκια, σαν τη Στελίνα. Αν πει κάτι, αυτό είναι».

   «Η κατάσταση έχει όπως την περιέγραψα εν συντομία. Ο γιατρός πιστεύει ότι όσο προχωράμε, η ανάγκη για μεγαλύτερη φροντίδα θα αυξάνεται».

   «Αυτό είναι το μόνο σίγουρο κορίτσι μου, δεν υπάρχει επιστροφή σε τέτοιες περιπτώσεις. Είναι ένα μονοπάτι λησμονιάς, χωρίς γυρισμό. Σε καθοδηγεί, και δεν το καταλαβαίνεις».

   «Συμφωνώ, μα ο κυρ Γιάννης όπως όλοι γνωρίζεται δεν έχει κάποιον να τον στηρίξει στα δύσκολα. Το ερώτημα είναι εμείς τι κάνουμε σε αυτό, τον αφήνουμε μονάχο; Εγώ με τις λίγες δυνάμεις μου, θα προσπαθήσω. Δεν θα καταφέρω και πολλά όμως, με αυτό τον τρόπο. Γι’ αυτό θέλω να σας ακούσω και να βγάλουμε μια κοινή απόφαση, ως οικογένεια». 

   «Κλαίρη, τον κυρ Γιάννη τον αισθανόμαστε σαν μέλος της οικογένειας. Δεν θα τον αφήσουμε μόνο στα δύσκολα. Νομίζω, συμφωνεί και ο πατέρας σου σε αυτό! Τι λες Σπύρο;».

   «Στέλλα, η απάντηση σου πες πως είναι και δικιά μου. Δεν υπάρχει διαφορά!».

   «Σας ευχαριστώ για την υποστήριξη. Αυτό ήθελα να ακούσω από εσάς εδώ, αυτή είναι η οικογένεια μου».

   «Κλαίρη, σίγουρα η αδυναμία και η συμπάθεια που του έχεις εσύ είναι μεγαλύτερη, όπως κι εκείνος σε εσένα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα σταθούμε άπραγοι. Θα είμαστε κοντά, όχι μόνο επειδή μας το ζητάς, αλλά επειδή το θέλουμε κιόλας».

   «Σ’ ευχαριστώ Σοφία, σας ευχαριστώ όλους».

   Η Κλαίρη, άπλωσε το χέρι στον σύζυγο της. Ήταν μαζί της σε όλο αυτό! Δεν χρειαζόταν να πει κάτι, κοιτάζονταν στα μάτια και αυτό ήταν. Είχαν συνεννοηθεί».

   Ακούστηκαν πολλές γνώμες και απόψεις στην συζήτηση. Έλεγε ο ένας, συμπλήρωνε ο άλλος. Μετά το απέρριπταν, και πάλι από την αρχή. Τα περισσότερα δεν ήταν άσχημα, μα όλο και κάπου υπήρχε δυσκολία και δεν ήταν εύκολο να εφαρμοστούν στην πράξη.

   «Για περιμένετε, κάτι καλό μου ήρθε σαν ιδέα!».

   «Τι είναι Σοφία, με τόσα που έπεσαν στην συζήτηση, σήμερα, πελάγωσα η αλήθεια είναι. Με έπιασε πονοκέφαλος».

   «Περίμενε, και με αυτό που θα ακούσεις, ίσως αισθανθείς καλύτερα!».

   «Για πες, μου κίνησες την περιέργεια».

   Τα μάτια όλων, καρφώθηκαν στο μέρος της Σοφίας. Ανυπομονούσαν να μάθουν τι σκέφτηκε, και αν βοηθούσε να ξεμπλοκάρει το πράγμα με την ιδέα της.

   «Έλεγα, αν γινόταν τα πρωινά εγώ ή η Κλαίρη, πριν το άνοιγμα το φαρμακείου να περνάμε από το σπίτι του κυρ Γιάννη, και να ξεκινάμε μαζί για το κατάστημα».

   «Αυτό ήταν, δύσκολα θα προχωρήσει!»

   «Βρε μπαμπά, δεν τελείωσα. Έχει κι άλλο, μη βιάζεσαι!».

   «Α, συγνώμη κόρη μου για την προπέτεια, συνέχισε σε παρακαλώ!».

   «Όση ώρα θα βρισκόμαστε στο φαρμακείο, θα έχουμε την επίβλεψη του μια χαρά. Επιπλέον, δεν θα είναι μόνος. Από παρέα, άλλο τίποτα εκεί».

   «Αυτό να λέγεται, ο κόσμος δεν σταματά να μπαίνει. Είμαι περήφανη για εσάς κορίτσια. Άφησα άξια πρόσωπα στο πόστο μου. Για να έρχονται ξανά και ξανά, σημαίνει ότι μένουν ευχαριστημένοι. Διαφορετικά, θα επικρατούσε απόλυτη ησυχία και παγωμάρα».

   Η κυρία Στέλλα, δεν έχασε την ευκαιρία να στολίσει με εγκωμιαστικά σχόλια τις κόρες της για την στάση τους στο φαρμακείο και τον σωστό τρόπο που εργάζονται. Ήθελε να παινέψει λίγο και τον εαυτό της, για τη σωστή επιλογή να τις αφήσει στο πόστο, αλλά και για τα διδάγματα που πήραν από εκείνην.

   «Ευχαριστούμε μαμά, αλλά να συνεχίσω στο θέμα που μας καίει. Την ώρα που είναι ανοιχτό κατάστημα όλα καλά, μετά να κανονίσουμε να περνάει μια κυρία η οποία θα αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα του κυρ Γιάννη στο σπίτι. Με οικονομικό αντίτιμο βέβαια για την εργασία της».

   «Σοφία, πάρα πολύ καλό μου ακούγεται. Χίλια μπράβο!».

   «Κλαίρη, έχω και κάτι ακόμα για να ολοκληρωθεί η πρόταση. Επειδή ο κυρ Γιάννης, λαμβάνει μια μικρή σύνταξη που όπως όπως τον φτάνει να καλύψει βασικές ανάγκες, θα έλεγα την πληρωμή της κυρίας που θα τον φροντίζει, να την αναλάβει η οικογένεια μας. Αν βάλει ένα μικρό πόσο ο καθένας μας, νομίζω δεν θα υπάρξει πρόβλημα».

   «Συμφωνώ και σε αυτό Σοφία. Μα τι αδερφή έχω εγώ, πανέξυπνη και με ευαίσθητη ψυχή».

   «Εδώ, κορίτσια μου θα σας διακόψω. Δεν λέω, ωραία η πρόταση της Σοφίας αλλά θα μου επιτρέψετε να εκφράσω την διαφωνία και την αντίρρηση μου σε κάτι».

   «Τι είναι Σπύρο… και σ’ εμένα η ιδέα της Σοφίας, φάνηκε σωστή σε όλα της. Από την αρχή, μέχρι το τέλος. Δεν βρήκα ψεγάδι!».

   «Στέλλα, αμέσως να με αποπάρεις! Η πρόταση της Σοφίας είναι σίγουρα η καλύτερη από ό,τι άλλο είπαμε, και δεν μπάζει πουθενά. Η ένσταση μου αφορά την πληρωμή της κυρίας. Θέλω ως χάρη προσωπική, να με αφήσετε να το αναλάβω εξολοκλήρου».

   «Μα μπαμπά, δεν είναι σωστό!».

   «Είναι το πιο συνετό Κλαίρη, και το ζητώ και ως χάρη όπως είπα. Εσείς, κοιτάξτε να βρείτε το κατάλληλο πρόσωπο γι’ αυτήν την εργασία. Το οικονομικό αφήστε το σ’ εμένα».

   Η απόφαση πάρθηκε, με τα πολλά. Η Σοφία, δέχτηκε τα εύσημα και τα συγχαρητήρια ολόκληρης της οικογένειας για την ευεργετική πρόταση, αλλά και ο κύριος Σπύρος κέρδισε την συγκίνηση τους για τα όσα σημαντικά ακολούθησαν.

   Οι επόμενες ημέρες, ήταν κρίσιμες. Οι συναντήσεις των δύο αδερφών μεδιάφορες κυρίες, δεν είχαν τελειωμό. Άλλες ήταν με συστάσεις από γνωστούς και φίλους, άλλες πάλι τις έβρισκαν στην εφημερίδα μέσα στις αγγελίες για αναζήτηση εργασίας.

   Το μέλημα τους ήταν να καταλήξουν στην κατάλληλη για την περίσταση, να διαθέτει εμπειρία και ικανότητα σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως και ορθή κρίση να διαχειριστεί σωστά τον κυρ Γιάννη και τα νέα δεδομένα της κατάστασης. Ταυτόχρονα, έψαχναν μια γυναίκα με  πραγματική ανάγκη την εργασία και τα έσοδα που θα προέκυπταν, ώστε να βοηθιόνταν και η ίδια από αυτό.

   Έφτασε Παρασκευή βράδυ, και οι δύο φαρμακοποιοί ή αλλιώς φαρμακοποιήνες όπως τις ονόμαζαν από λάθος οι μεγάλοι άνθρωποι της γειτονιάς, φρόντιζαν τις τελευταίες εκκρεμότητες. Να μείνουν όσο λιγότερα για την επόμενη εβδομάδα.

   «Άντε Κλαίρη, πάει κι αυτή η εβδομάδα. Καλά τα καταφέραμε!».

   «Ναι, πάει κι αυτή η εβδομάδα. Δεν τα καταφέραμε βέβαια και τόσο καλά όπως λες».

   «Γιατί; Έγινε τίποτα άσχημο και δεν το αντιλήφθηκα. Κάποιο λάθος μήπως…».

   «Δεν έχει να κάνει με το κατάστημα και την εργασία μας. Στο θέμα του κυρ Γιάννη αναφέρομαι».

   «Κλαίρη, μην απογοητεύεσαι. Ας μην χάνουμε την ελπίδα μας και ίσως βρεθεί κάτι τις επόμενες μέρες. Σε τόσους το έχουμε πει!».

   «Δεν απογοητεύομαι! Απλά ο χρόνος περνάει και καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα με τον κυρ Γιάννη δυσκολεύουν περισσότερο».

   Την συζήτηση τους διέκοψε η είσοδος μιας γυναίκας πελάτισσας, που μπήκε με στενάχωρο βηματισμό στο φαρμακείο. Δεν ήταν της γειτονιάς, πρώτη φορά την έβλεπαν. Η μαύρη ενδυμασία της, τράβηξε αμέσως τη  προσοχή της Κλαίρης. «Σίγουρα κάποιον μεγάλο πόνο κουβαλά, κι αυτή η γυναίκα», σκέφτηκε.

   «Κορίτσια, ζητώ συγνώμη που ήρθα έτσι αργά και μάλλον πρέπει να κλείσετε, μα είναι ανάγκη!».

   «Πείτε μας, πως μπορούμε να βοηθήσουμε. Είμαστε στη διάθεση σας!».

   Σε καμία περίπτωση η Κλαίρη δεν θα έλεγε στην κυρία να αποχωρήσει χωρίς να λάβει την εξυπηρέτηση της, ούτε σκέφτηκε να την παραπέμψει στο εφημερεύον φαρμακείο για να κλείσει νωρίτερα. Δεν θα το έκανε ποτέ!

«Για το εγγονάκι μου πρόκειται, που πάσχει από βρογχικό άσθμα. Απόψε περνάει πάλι κρίση, και μας τέλειωσε το φάρμακο που κάνει τις εισπνοές της. Να εδώ είναι τα απαραίτητα χαρτιά».

   «Καθίστε λίγο να πάρετε μια ανάσα, και θα βρούμε το φάρμακο».

   «Ευχαριστώ, αλλά έτσι όπως είμαι, δύσκολο να καθίσω. Να το πάρω, γιατί έχω δρόμο μπροστά».

   «Δεν είστε από την περιοχή μας, απ’ ότι καταλαβαίνω;».

   «Σωστά καταλάβατε! Έτρεχα μέχρι τώρα για… αφήστε όμως μη σας κουράζω με τα δικά μου. Μπήκα που μπήκα αργά!».

   «Μην ανησυχείτε, όλα καλά. Η δουλειά μας είναι αυτή, μην νιώθετε άσχημα. Της κόρης ή του γιου είναι το κοριτσάκι σας;».

    Η Κλαίρη, θέλησε να την ενθαρρύνει κάπως. Από τον τρόπο που μιλούσε και το ύφος της, φαινόταν ιδιαιτέρως πιεσμένη.

   «Το Ρηνιώ μου! Από την κόρη μου είναι, αλλά κι εκείνο σαν παιδί μου το αισθάνομαι. Μαζί μου μένουν, από τότε που χώρισε η μητέρα με τον πατέρα της. Τι να κάνω, κόρη μου είναι, που αλλού να πάει, και χωρίς εργασία. Να την βγάλω έξω, δεν γινόταν».

   «Μην το συζητάτε καν, πολύ καλά πράξατε. Η οικογένεια στα δύσκολα φαίνεται!».

   «Ο πατέρας της μικρής, δεν νοιάζεται καθόλου για το παιδί του. Ούτε τηλέφωνο να φανταστείτε δεν παίρνει, έτσι για το τυπικό να ρωτήσει τι κάνει στην υγεία του. Αν ζει, αν πέθανε».

   «Τι να πω, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν εκτιμούν αυτό το δώρο ζωής που τους χάρισε ο Θεός. Με στεναχωρούν αφάνταστα τέτοια γεγονότα».

   «Γι’ αυτό τρέχω πέρα δώθε σαν την τρελή, και βρέθηκα και στη γειτονιά σας».

   «Τι εννοείτε;».

   «Πήγα σε μια συνάντηση για δουλειά, αλλά δεν προχώρησε».

   «Ποιο είναι το αντικείμενο της δουλειάς σας, αν επιτρέπεται;».

   «Κοιτάξτε, ο άνδρας μου έφυγε νωρίς από τη ζωή. Τον έχασα σε τροχαίο».

   «Ωχ, λυπάμαι. Αλήθεια, λυπάμαι πολύ!».

   «Πάνε τώρα τριάντα χρόνια και βάλε, τα μισά χρόνια που μετράω σήμερα δηλαδή. Από τότε, δεν σταμάτησα λεπτό να εργάζομαι. Δεν σπούδασα κάτι, αλλά τα χέρια μου έπιαναν. Δεν την φοβόμουν τη δουλειά, ούτε και τώρα βέβαια τη φοβάμαι. Μέχρι προχθές δούλευα, αλλά υπάρχει και το αναπόφευκτο βλέπετε».

   «Σε τι δουλειά ήσασταν, τι συνέβη;».

   «Πρόσεχα μια γιαγιά που ήταν κατάκοιτη στο σπίτι. Η κόρη της στο εξωτερικό, στην Γερμανία! Με εμπιστεύθηκε να την φροντίζω, δεν ήθελε να τη βάλει σε ίδρυμα. Ερχόταν τα καλοκαίρια, συνέχεια. Την αγαπούσε τη μητέρα της, όπως την αγάπησα κι εγώ τόσα χρόνια κοντά της. Άμα έρθει η ώρα του ανθρώπου, δεν γίνεται να το αλλάξουμε».

   Η Κλαίρη, εκείνη τη στιγμή αναθάρρησε από την απογοήτευση που την κυρίευσε νωρίτερα. Η επίσκεψη αυτής της γυναίκας, ίσως ήταν θεϊκό σημάδι για το θέμα το δικό τους, με τον κυρ Γιάννη. Αυτά σκεφτόταν, ενώ η γυναίκα συνέχιζε το λόγο της.

   «Να ’με κι εγώ, το βρήκα το φάρμακο. Δεν ήταν σε αυτά που δίνουμε συνήθως και έπρεπε να το ψάξω».

   «Δεν πειράζει κόρη μου, μην απολογείσαι σε μένα. Αν είναι δυνατόν!».

   «Σοφία, όση ώρα βρισκόσουν μέσα τα έλεγα με την καλή κυρία εδώ. Μα συγνώμη, δεν ρωτήσαμε το όνομα σας».

   «Ειρήνη με λένε, Ειρήνη!».

   «Ά, γι’ αυτό Ειρήνη και η εγγονή».

   «Ναι, έχει το όνομα μου και μου μοιάζει κιόλας, όπως λένε οι άλλοι. Εγώ δεν μπαίνω στην διαδικασία να κρίνω, γιατί δεν θα είμαι αντικειμενική. Της έχω αδυναμία».

  «Λοιπόν Σοφία, η κυρία Ειρήνη φρόντιζε μια ηλικιωμένη που έφυγε, και τώρα έχει άμεση ανάγκη για εργασία. Άρα, κατάλαβες».

   «Ναι, πολύ σωστά. Έχεις δίκιο!».

   Η Σοφία, μπήκε αμέσως στο νόημα της νύξης που έκανε η αδερφή της και στα όσα σκέφτηκε.

   «Κυρία Ειρήνη, θέλουμε μια χάρη από εσάς!».

   «Τι είναι κορίτσια, πείτε μου».

   «Να μας αφήσετε το τηλέφωνο σας, και να μιλήσουμε μέσα στις επόμενες μέρες».

   «Να σας το δώσω, σιγά το πράγμα. Μα σε τι μπορώ να βοηθήσω, δεν καταλαβαίνω».

   «Λογικό να ξαφνιάζεστε, μα έχει να κάνει με δουλειά».

   «Με δουλειά, μακάρι μακάρι! Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ από την καρδιά μου. Δεν ξέρετε τι σημαίνει για εμένα κάτι τέτοιο. Ο Θεός να σας έχει καλά!».

   Η κυρία Ειρήνη, μπήκε στο φαρμακείο με θλίψη και πόνο, και αποχώρησε με χαρά και ανακούφιση για τα νέα που άκουσε.

   «Κλαίρη, είσαι σίγουρη για την επιλογή της κυρίας Ειρήνης. Μήπως θέλεις να δούμε κι άλλες γυναίκες. Δεν την ξέρουμε τόσο, δεν υπάρχουν και συστάσεις».

   «Σοφία, καλά κάνεις και τα λες αυτά. Μα ναι, είναι το κατάλληλο πρόσωπο. Πίστεψε με!».

   «Εντάξει, για να το λες, κάτι ξέρεις παραπάνω».

   Η Κλαίρη, κατανοούσε την αδερφή της, και τον φόβο της μήπως κάνουν βιαστικές κινήσεις, αλλά ήταν σίγουρη για την απόφαση της. Το ένιωσε από την αρχή!

   Αυτή η αποφασιστικότητα της Κλαίρης, έδιωξε γρήγορα κάθε δισταγμό της Σοφίας. Η εμπειρία της στους ανθρώπους, και στην επικοινωνία μαζί τους ήταν μεγάλη, δεν χωρούσε αμφιβολία.  

   Δεν άφησαν τον χρόνο να χαθεί άσκοπα. Το Σάββατο, η Κλαίρη ανέλαβε τα δύσκολα. Επισκέφτηκε τον κυρ Γιάννη, να τον ενημερώσει για την κυρία Ειρήνη και την ευθύνη που θα είχε στην προσοχή του.

   «Κυρ Γιάννη, σας έχω νέα;».

   «Τι νέα Κλαίρη; Καλά κι ευλογημένα του Θεού παραδομένα».

   «Σας βρήκαμε παρέα, για τις ώρες που μένετε μόνος».

   «Τι θες να πεις Κλαίρη, δεν καταλαβαίνω παιδί μου. Ποια παρέα;».

   «Θα έχετε μια γυναίκα εδώ, στο σπίτι, να σας βοηθάει σε ό,τι θέλετε».

   «Γυναίκα! μα τι είναι αυτά που λες Κλαίρη. Ξέρεις πόσο σε εκτιμώ και σε σέβομαι, αλλά σ’ αυτό το σπίτι δεν μπήκε άλλη γυναίκα να μείνει, πέρα από την συγχωρεμένη, την Δημητρούλα μου».

   «Εντάξει, έμεινα κι εγώ κάποιες φορές που χρειάστηκε. Το ξεχάσατε!».

   «Άλλο αυτό Κλαίρη, δεν μπήκε ποτέ γυναίκα να σταθεί δίπλα μου, ως σύντροφος. Τώρα στα γεράματα θα το αλλάξω. Δεν γίνεται αυτό! και με προβληματίζει πως σκέφτηκες εσύ κάτι τέτοιο».

   «Μα καλά κυρ Γιάννη, που πήγε το μυαλό σας. Φταίω βέβαια κι εγώ, γιατί δεν το έθεσα σωστά. Δεν θα έρθει γυναίκα στο σπίτι ως ταίρι σας, θα έρχεται για την φροντίδα σας. Η εργασία της θα είναι αυτή!».

   «Αμ πες το έτσι, και τρόμαξα. Και πάλι όμως, δεν υπάρχει ανάγκη για φροντίδα. Τα καταφέρνω μια χαρά. Να της πείτε να μην έρθει, άδικος κόπος!».

   «Κυρ Γιάννη, ακούστε με λίγο…  ο γιατρός έκρινε ότι με το θέμα της πίεσης σας, δεν πρέπει να μένετε μόνος σας. Όχι για κάποιο σοβαρό κίνδυνο, περισσότερο για προληπτικούς λόγους».

   «Κλαίρη, αφού δεν υπάρχει κίνδυνος, ας το αφήσουμε ως έχει».

   «Θα μου το κάνετε το χατίρι, για να είμαστε όλοι ήσυχοι. Θα περνάω τα πρωινά εγώ ή η Σοφία, και θα σας παίρνουμε στο φαρμακείο. Από το μεσημέρι και μετά, θα αναλαμβάνει την παρέα σας, αυτή η κυρία που σας στέλνει το κράτος».

   «Το κράτος, μα πως;».

   «Δεν σας είπα πριν για το γιατρό σας, τον κύριο Σηφάκη. Έστειλε ένα έγγραφο στην Πρόνοια για εσάς, και από εκεί αποφάσισαν να στείλουν τη γυναίκα να σας βοηθάει. Το κάνουν και για άλλους ηλικιωμένους, δεν είστε ο μόνος».

   «Κλαίρη, δεν νομίζω να το εγκρίνω!».

   «Κυρ Γιάννη, πιστεύετε ότι εγώ ή ο γιατρός σας που τον εμπιστεύεστε από παλιά, θα κάναμε κάτι άσχημο που θα δυσκόλευε τη θέση σας. Εξάλλου,  άμα δεν το εγκρίνεται η γυναίκα θα χάσει την ευκαιρία να εργαστεί, και βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη».

   «Γιατί, τη γνώρισες;».

   «Ναι, την έστειλε ο γιατρός από το φαρμακείο. Άτυχη γυναίκα! Πολλά τα προβλήματα στη ζωή της, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Αγωνίστρια! Αν τη γνωρίστε, θα τη συμπαθήσετε σίγουρα. Εγώ, έμεινα με τις καλύτερες εντυπώσεις».

   «Εντάξει τότε, ας είναι για καλό. Πες της να ξεκινήσει, όποτε μπορεί».

Η Κλαίρη, απέκρυψε από τον ηλικιωμένο πως την αμοιβή της την ανέλαβε ο πατέρας τους. Ήταν περήφανος, και δεν θα το δεχόταν σε καμία περίπτωση. Γι’ αυτό και έφτιαξε αυτό το μικρό σενάριο, με την Πρόνοια και τον γιατρό. Δεν της άρεσε που έλεγε ψέματα, αλλά ήξερα καλά πως δεν ήταν με πονηρό σκοπό κι από συμφέρον.

   Την Κυριακή, η Κλαίρη τηλεφώνησε στην κυρία Ειρήνη και την κάλεσαν με τη Σοφία σε συνάντηση έξω από το φαρμακείο τους. Ύστερα, κατευθύνθηκαν μαζί για το σπίτι του ηλικιωμένου. Στην διαδρομή, της μίλησαν και την προετοίμασαν για το καθετί.

   Ήταν τόσο γλυκός και πρόθυμος άνθρωπος, που φαινόταν να μην την ενοχλεί τίποτα από όσα εξιστορούσαν οι δύο αδερφές, και τις δυσκολίες που θα συναντούσε με τον ηλικιωμένο.

   «Κυρ Γιάννη, τι κάνετε; Σας φέραμε παρέα».

   «Περάστε περάστε,κι εσείς και η παρέα σας. Καλοδεχούμενοι όλοι!».

Άγνωστος δρόμος

Η σχέση του ηλικιωμένου και της κυρίας Ειρήνης, προχωρούσε όμορφα και το πρόγραμμα φροντίδας όπως το σχεδίασαν η Κλαίρη και η Σοφία ήταν αρκετά βοηθητικό. Ο ηλικιωμένος έδειχνε χαρούμενος και ανανεωμένος. Τουλάχιστον, το πρώτο διάστημα.

   «Κυρ Γιάννη, θυμάστε την συζήτηση που κάναμε για την κυρία Ειρήνη στην αρχή. Τις αντιρρήσεις που εκφράσατε και την άρνηση σας στο θέμα αυτό. Τώρα, που πάνε τρεις μήνες και κάτι παραπάνω, τι έχετε να πείτε, πράξαμε σωστά τότε;».

   Η Κλαίρη, με αφορμή την παρουσία του κυρ Γιάννη στο φαρμακείο και το πέρας ενός ικανού χρονικού διαστήματος, θέλησε να τον ρωτήσει την γνώμη του και αν προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Όπως και να το κάνουμε, ήταν σημαντικές αλλαγές στη ζωή του. Και ειδικά στους ηλικιωμένους, δύσκολα αλλάζεις συνήθειες. 

   «Η αλήθεια είναι κόρη μου, πως καλύτερη επιλογή δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Η κυρία Ειρήνη είναι μια αξιοπρεπής γυναίκα, με ευγένεια και σεβασμό στους άλλους. Δεν έχω κανένα παράπονο από εκείνην, μα ούτε και από εσάς».

   «Μπράβο κυρ Γιάννη, πολύ χαίρομαι γι’ αυτήν την εξέλιξη. Κι εγώ, δεν περίμενα να είναι τόσο καλά!».

   «Ναι Κλαίρη, με συνοδεύει στην Εκκλησία τις Κυριακές, κάνουμε και περιπάτους εδώ στη γειτονιά και καμιά φορά μέχρι το λιμάνι και στο μεγάλο φρούριο, κάτσε να δεις πως το λένε εκεί… είναι πολύ γνωστό Κλαίρη, μα δεν μπορώ να θυμηθώ με τίποτα το όνομα του».

   «Στον Κούλε κυρ Γιάννη αναφέρεστε νομίζω».

   «Ναι ναι, στον Κούλε βέβαια, δεν ξέρω πως έγινε και το ξέχασα. Περίεργο πράγμα!».

   «Μην δίνεται σημασία κυρ Γιάννη, εγώ να δείτε πως ξεχνάω. Κολλάει καμιά φορά το μυαλό μου, και αφήνω πολλά σημαντικά. Αφού φοβάμαι μην τύχει και γίνει κάποιο λάθος στα φάρμακα των πελατών. Μετά, θα τρέχουμε και δε θα φτάνουμε! Συνεχίστε όμως την κουβέντα σας για τις βόλτες με την κυρία Ειρήνη, που την αφήσατε στη μέση».

   Η Κλαίρη προσπάθησε όσο γινόταν πιο έξυπνα να προσπεράσει το γεγονός της αδυναμίας του ηλικιωμένου να θυμηθεί την ονομασία ενός από τα πιο ιστορικά σημεία της πόλης, και επεδίωξε να το παρουσιάσει ως συνηθισμένο και απλό.

   Από την άλλη, ακούγοντας τον κυρ Γιάννη να μιλάει και η ίδια αισθανόταν μεγάλη ευχαρίστηση για την χαρά του. Άσε που η περιγραφή του με περίσσια γλαφυρότητα, έμοιαζε με αφήγηση μικρού παιδιού που πήγε πρώτη μέρα στο σχολείο και ύστερα εξιστορούσε στους γονείς, στο σπίτι, όλες τις εντυπώσεις από την εμπειρία του.

   Καθώς μεσημέριαζε, πρόβαλλε στην πόρτα του φαρμακείου και η κυρία Ειρήνη. Ερχόταν να αναλάβει το έργο της στη συνοδεία και φροντίδα του κυρ Γιάννη. Με το γνωστό μαύρο χρώμα στο ντύσιμο, αλλά όχι και στη διάθεση. Ήταν ευδιάθετη και πρόσχαρη! Σε τίποτα δε θύμιζε την εικόνα της στην πρώτη επίσκεψη στο φαρμακείο, σαν να αλάφρωσε λιγάκι από τις στεναχώριες και τις μεγάλες δυσκολίες.    

   «Γεια σας κι από μένα, πως είστε σήμερα;».

   «Εδώ κυρία Ειρήνη,  τον λόγο σας είχαμε με τον κυρ Γιάννη!».

   «Μακάρι να είναι για καλό!».

   «Για καλό βέβαια, υπήρχε περίπτωση να μιλήσουμε άσχημα για εσάς».

  Ο ηλικιωμένος παρενέβη στη συζήτηση, θέλοντας να προλάβει τυχόν ανησυχία της κυρίας Ειρήνης για τη συνεργασία τους. Η κυρία Ειρήνη κατάλαβε – από την αρχή – πως η κουβέντα τους αυτή δεν είχε κακό σκοπό.  Ο τρόπος της Κλαίρης δεν έδινε την εντύπωση ότι πρόκειται για κάτι άσχημο.

  «Είδατε κυρία Ειρήνη πως προσέχει ο κυρ Γιάννης μην γίνει παρεξήγηση ή σας προσβάλλουμε άθελα μας. Αυτό και μόνο, δείχνει την καλή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σας».

   «Κυρία Κλαίρη, αν έλεγα πως είμαι δυσαρεστημένη για οτιδήποτε, το άδικο θα ήταν μεγάλο».

   «Μαθαίνω τα καλύτερα, αλλά τα βλέπω και μόνη μου. Είμαι κι εγώ πολύ ικανοποιημένη, και ο κύριος Γιάννης ακόμα περισσότερο».

   «Να είστε καλά και σας ευχαριστώ! Αυτό που λέτε μου δίνει τεράστια δύναμη! Τελικά, την επιβράβευση την θέλουμε όλοι μικροί – μεγάλοι… μας βοηθά να συνεχίσουμε σε ό,τι κάνουμε».

   «Την αλήθεια πρέπει να τη λέμε κυρία Ειρήνη, να τη φέρνουμε στο φως! Όταν κάτι είναι σωστό μην το αφήνουμε στην αφάνεια. Κυρ Γιάννη, πιστεύω συμφωνείτε!».

   «Συμφωνώ παιδί μου, συμφωνώ και προσυπογράφω! η κουβέντα σου είναι γεμάτη λογική και σοφία».

   Οι κινήσεις της κυρίας Ειρήνης, μέχρι σήμερα, έδειχναν ότι δεν το έκανε καταναγκαστικά και με μόνο κίνητρο τις οικονομικές απολαβές. Φαινόταν καθαρά πως δεν το έβλεπε σαν μια απλή εργασία, αλλά νοιαζόταν για τον άνθρωπο που ανέλαβε να φροντίζει. Έδινε την ψυχή της ολόκληρη σε αυτό, χωρίς γκρίνια και πολλές απαιτήσεις.

   Στο σπίτι, η νοικοκυροσύνη της δεν δεχόταν αμφισβήτηση. Τυπική στην καθαριότητα και καλή μαγείρισσα. Στα φαγητά της, πιστή ακόλουθος της παραδοσιακής κουζίνας. 

«Κυρ Γιάννη, τι θέλετε να μαγειρέψω για αύριο;».

   «Για θυμίστε μου κυρία Ειρήνη, τι μέρα είναι;».

   «Σήμερα είναι Πέμπτη και αύριο Παρασκευή κυρ Γιάννη…».

   «Κυρία Ειρήνη, αν δε σας κάνει κόπο θα ήθελα να φτιάξετε γεμιστά. Είναι το αγαπημένο μου».

   «Κανένας κόπος! αυτό σας αρέσει, αυτό θα φτιάξουμε. Θα πάω αργότερα από το Σούπερ Μάρκετ και το μανάβικοπου είναι κοντά, να πάρω όσα χρειάζονται. Αν θέλετε, ελάτε μαζί, να το συνδυάσουμε με περίπατο».

   «Να είστε καλά, αλλά αισθάνομαι κάπως κουρασμένος και δεν θα ακολουθήσω σήμερα. Πηγαίνετε εσείς άμα είναι, και το κανονίζουμε άλλη φορά για τον δικό μου περίπατο. Αν είναι θέλημα Θεού, θα βρεθούν μέρες».

   «Όπως θέλετε κυρ Γιάννη, δεν θέλω να σας πιέσω».

   «Μην ξεχάσετε να πάρετε χρήματα για τα ψώνια προτού φύγετε κυρία Ειρήνη. Το πορτοφόλι είναι πάνω στο κομοδίνο».

   Ο κυρ Γιάννης αν και μετρούσε λίγο καιρό γνωριμίας με την κυρία Ειρήνη, την εμπιστευόταν να διαχειριστεί τα χρήματα του. Φαινόταν από την αρχή πως δεν ήταν καμιά πονηρή ή απατεώνισσα.

  Έτσι αρμονικά κυλούσε η συνεργασία και η σχέση τους, μέχρι που έκλεισε το εξάμηνο. Εκεί, όλα άλλαξαν!

   Η πρώτη που αντιλήφθηκε αυτήν την αλλαγή ήταν η Κλαίρη, που παρατήρησε την διαφορά στη συμπεριφορά του κυρ Γιάννη. Πλέον, έμαθε να τον διαβάζει καλά. Ήξερε πότε ήταν καλά ή τις στιγμές που κάτι τον απασχολούσε και του έκλεβε το χαμόγελο και χαλούσε την νηφαλιότητα στο πρόσωπο του.

   Το άφησε να περάσει κάποιος χρόνος, μήπως οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός, και αφού είδε πως συνεχιζόταν αυτή η περίεργη κατάσταση, αποφάσισε να κάνει την έρευνα της.

   Στην αρχή, μίλησε με την κυρία Ειρήνη, χωρίς την παρουσία του κυρ Γιάννη στην συζήτηση τους. Η κυρία Ειρήνη, την διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε θέμα ανησυχίας.

   Αργότερα, σε ένα ακόμα πρωινό που φιλοξενούσε τον κυρ Γιάννη στο κατάστημα, σκέφτηκε να ακούσει και τη δική του πλευρά, ώστε να είναι απόλυτα καλυμμένη.

   «Κυρ Γιάννη, όλα εντάξει;».

   «Καλά παιδί μου, καλά. Φαίνομαι να έχω κάτι;».

   «Δεν αναφέρομαι για σήμερα κυρ Γιάννη, αλλά γενικότερα. Ξέρετε πολύ καλά, πως οτιδήποτε συμβαίνει μπορείτε να μ’ εμπιστευθείτε και να το κάνουμε συζήτηση, όπως συνηθίζουμε. Άμα τα λέμε μεταξύ μας, πάντα βρίσκουμε λύση. Αυτό έχω δει!».

   «Εντάξει παιδί μου, υπάρχει ένα θέμα όμως δεν ξέρω αν πρέπει να το φανερώσω».

   «Γιατί να μην το φανερώσετε;».  

   «Κοίτα παιδί μου, έρχομαι σε δύσκολη θέση γιατί αφορά και άλλο πρόσωπο, και μπορεί να γίνει μεγαλύτερο κακό παρά καλό».

   «Πείτε μου κυρ Γιάννη, τώρα με βάλατε σε περισσότερες σκέψεις. Ποιο άλλο άτομο αφορά, την κυρία Ειρήνη;».

   «Σωστά μάντεψες, με την κυρία Ειρήνη έχει να κάνει το πρόβλημα». 

   «Τι συμβαίνει, σας στεναχώρησε κάτι μαζί της;».

   «Πώς να στο πω τώρα. Προχθές κοίταξα το συρτάρι που φυλάω τα μαχαίρια και τα πιρούνια μου, και έλειπαν τα περισσότερα. Φαντάσουκάνα δύο έμειναν από το καθένα, και είχα πολλά!».

   «Κυρ Γιάννη, μην σκάτε! Μπορεί να τα φύλαξε κάπου αλλού η κυρία Ειρήνη. Αυτό θα έγινε και παρέλειψε να σας ενημερώσει για την αλλαγή θέσης. Δεν είναι τίποτα».

   «Όχι Κλαίρη μου, έψαξα παντού μα δεν υπάρχουν πουθενά στο σπίτι. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω».

   «Μα κυρ Γιάννη, πως είναι δυνατόν. Δεν πάει πολύς χρόνος που λέγαμε για την της ικανότητες της κυρίας Ειρήνης και την καλή της προσπάθεια».

   «Δεν διαφωνώ, στα υπόλοιπα καλή είναι. Αυτό έπεσε στην αντίληψη μου τις τελευταίες μέρες. Απέφευγα να στο πω,  να μην την εκθέσω ή κινδυνεύσει να χάσει την δουλειά της».

   «Κύριε Γιάννη, εγώ επιμένω ότι πρόκειται για κάποιο λάθος».

   «Λοιπόν Κλαίρη, για να στο αποδείξω ότι έχω δίκιο σε όσα λέω και δεν είναι της φαντασίας μου, θα πάμε μαζί από το σπίτι μου. Να το δεις και μόνη σου!».

   «Δεν νομίζω ότι χρειάζεται, αλλά αν αυτό βοηθήσει να νιώσετε καλύτερα, ας πάμε. Μόλις έρθει η Σοφία από τις παραγγελίες που πήγε, φεύγουμε. Να προλάβουμε πριν έρθει η κυρία Ειρήνη, μην τη φέρουμε σε δύσκολη θέση».

   «Εντάξει, με βρίσκεις σύμφωνο σε αυτό!».

   Η αλήθεια είναι πως η Κλαίρη δεν γινόταν να πιστέψει πως η κυρία Ειρήνη έπραττε με αυτόν τον άσχημο και ανέντιμο τρόπο. Σε καμία περίπτωση δεν πέρασε από το μυαλό της, ούτε καν σαν υποψία. 

   Σαν βρέθηκαν στο σπίτι του ηλικιωμένου, το πράγμα μπερδεύτηκε περισσότερο με τις σκέψεις του κυρ Γιάννη.

   «Περίμενε Κλαίρη περίμενε, κάτσε να σου δείξω. Μισό λεπτό να ανοίξω το συρτάρι της κουζίνας που θα φανερώσει όλη την αλήθεια».

   «Ορίστε κυρ Γιάννη, εδώ είναι τα πράγματα σας. Είδατε πως είχα δίκιο σε ό,τι σας έλεγα νωρίτερα».

   «Ά κόρη μου, μακάρι να ήταν έτσι όπως τα λες και να είχα άδικο εγώ, όμως δεν ισχύει».

  «Μα πως κυρ Γιάννη, αφού βλέπετε και μόνος σας ότι όλα βρίσκονται εδώ, δε λείπει κάτι».

   «Μάλλον η κυρία Ειρήνη κατάλαβε πως αντιλήφθηκα την απουσία τους και τα γύρισε πίσω, μην βρει το μπελά της. Απ’ ότι βλέπω δεν είναι όλα δικά μου, μερικά δεν τα αναγνωρίζω».

   «Κυρ Γιάννη, και πείτε ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο που δεν το πιστεύω δηλαδή, θα τα έφερνε πίσω και μάλιστα παραπάνω σε αριθμό».

   «Έχει κι αυτό την εξήγηση του κόρη μου, μην κρίνεις από τον εαυτό σου και την καλοσύνη σου. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο!».

   «Και πως εξηγείται, είμαι περίεργη ν’ ακούσω…».

   «Από το φόβο και την αγωνία της που ανακάλυψα την κακή πρακτική της, τα έφερε πίσω και κατά λάθος πρόσθεσε και δικά της».

   «Κυρ Γιάννη μου, ξέρετε πόσο σας συμπαθώ και την εκτίμηση μου προς το πρόσωπο σας. Ας είμαστε προσεκτικοί και να μην βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα. Δεν είναι σωστό να κρίνουμε τόσο αυστηρά την κυρία Ειρήνη».

   «Σ’ σένα το ομολόγησα παιδί μου, επειδή ζήτησες να τα λέμε όλα. Σ’ εκείνην ή σε άλλο άτομο, δεν έχω σκοπό να μιλήσω και να το φανερώσω. Έμαθα να συγχωρώ τους ανθρώπους, αν διαπιστώσω πως στη πορεία έχουν τη διάθεση να διορθώσουν τις άσχημες πράξεις τους, και να φανεί μετάνοια στη συμπεριφορά τους από το λάθος και μετά».

   «Ναι, καλύτερα μην το αναφέρουμε. Θα έλεγα κιόλας, μην το σκεφτόμαστε και καθόλου. Δεν χρειάζεται!».

   Η Κλαίρη προσπάθησε να καθησυχάσει όσο γινόταν περισσότερο τον ηλικιωμένο και να απαλύνει το αίσθημα της αμφιβολίας και της αρνητικής άποψης για την κυρία Ειρήνη και το ήθος της. Γνώριζε πως δεν έφταιγε εκείνος, δεν το έκανε επίτηδες. Ήταν απόρροια της κατάστασης της υγείας του, με την άνοια. Ο γιατρός το προέβλεψε πρώτος, για τα δύσκολα που θα έφταναν.

Δεν αμέλησε να καλέσει, και πάλι, την κυρία Ειρήνη σε μια μυστική συνάντηση ώστε να την ενημερώσει για την επιδείνωση της κατάστασης του ηλικιωμένου. Η αναφορά της, στηρίχτηκε σε παρατηρήματα της συμπεριφοράς του κυρ Γιάννη κατά την παρουσία του στο κατάστημα, και όχι στο συμβάν που αφορούσε την ίδια. Κατέληξαν στο να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές και με υπομονή, χωρίς να φαντάζονται τα κακά μελλούμενα που σύντομα θα έκαναν την επίσκεψη τους στη ζωή τους.

   «Κυρία Ειρήνη, σήμερα είναι ανοιχτά το φαρμακείο της Κλαίρης;»

   «Ναι κυρ Γιάννη, Τρίτη είναι… άρα είναι ανοιχτά, κανονικά».

   «Για το πρωί που ήμουν εκεί ξέρω σίγουρα, σε ό,τι αφορά το απόγευμα δεν θυμόμουν».

«Πείτε μου κυρ Γιάννη, γιατί ρωτάτε. Θέλετε κάτι την Κλαίρη; Άμα είναι να την πάρουμε τηλέφωνο ή άμα έχετε διάθεση πάμε από εκεί για λίγο».

   «Την θέλω ναι, αλλά δύσκολο να γίνει από το τηλέφωνο, όμως ούτε και να πάμε από το κατάστημα. Με αρχίζει μία έντονη ενόχληση κοιλιακή, και μάλλον θα χρειαστώ αυτό το χάπι που είναι ειδικό για την πάθηση. Μια φορά που με έπιασε ξανά, το πήρα και πέρασε μέσα σε λίγες ώρες».

   «Ωραία, θα την πάρω αμέσως, να μας πει πως θα το κάνουμε».

   Μέχρι να κάνεις την επικοινωνία, μπαίνω στο μπάνιο για την ανάγκη μου. Κατάλαβες ε!».

   «Ναι κυρ Γιάννη, μπείτε. Σας ενημερώνω μετά για ό,τι κάνουμε».

   Σε δέκα λεπτά ο κυρ Γιάννης επέστρεψε στον χώρο, κρατώντας με το ένα χέρι την περιοχή της κοιλιάς του, και με το πρόσωπο του ιδρωμένο.

   «Τι έγινε κυρία Ειρήνη, πήρατε τηλέφωνο την Κλαίρη;».

   «Μόλις μίλησα μαζί της! Μου είπε πως η Σοφία λείπει από το κατάστημα, και επίσης ο κόσμος είναι αρκετός αυτή τη στιγμή. Αν γίνεται να περιμένουμε να επιστρέψει η Σοφία, διαφορετικά να πεταχτώ εγώ η ίδια να το παραλάβω. Αυτά συμφωνήσαμε!».

   «Κυρία Ειρήνη, προτιμώ να πάτε εσείς. Ο πόνος χειροτερεύει όσο πάει».

   «Όπως θέλετε κύριε Γιάννη. Πηγαίνω τρέχοντας!».

   «Εντάξει κυρία Ειρήνη! αν δε με βρείτε εδώ με την επιστροφή σας, να ξέρετε πως είμαι στο μπάνιο πάλι».

   Η κυρία Ειρήνη ανέβηκε στο φαρμακείο χωρίς καθυστέρηση, ενώ η Κλαίρη παρακάλεσε τον κόσμο που ήταν στην αναμονή ώστε να της δώσουν προτεραιότητα, λόγω του αναγκαίου της κατάστασης. Δεν αντάλλαξαν πολλά λόγια με την Κλαίρη, πήρε το φάρμακο και έφυγε πίσω!

   Η Κλαίρη ψέλλισε πως με το κλείσιμο του φαρμακείου θα περνούσε από το σπίτι του ηλικιωμένου, μα με τόση οχλαγωγία που επικρατούσε δεν ακούστηκε τίποτα.

   Με την είσοδο στο σπίτι, η κυρία Ειρήνη παρατήρησε την απουσία του κυρ Γιάννη και κατάλαβε πως βρίσκεται στο μπάνιο, εξαιτίας της διαταραχής που τον ταλαιπωρούσε εκείνο το βράδυ.

   Η ώρα περνούσε και ο κυρ Γιάννης δεν εμφανιζόταν στο άλλο δωμάτιο. Μισή ώρα μετρούσε η κυρία Ειρήνη την επιστροφή της, μα δεν έβλεπε κάποια κίνηση. Με διστακτικό βήμα πλησίασε προς την πόρτα του μπάνιου, και με ακόμα πιο δισταγμό τον φώναξε προκειμένου να ενημερώσει πως γύρισε από το φαρμακείο. Προσπάθησε να είναι όσο πιο διακριτική γινόταν, μην τον δυσκολέψει περισσότερο.

   Τα καλέσματα της που έμειναν χωρίς απάντηση, την έβαλαν σε περίεργες σκέψεις. Χτύπησε και την πόρτα δύο φορές, αλλά και πάλι δεν υπήρξε αντίδραση. Αμέσως, πιάνοντας δυνατά το χερούλι της ξύλινης πόρτας την έσπρωξε προς τα μέσα, με ορμή.

   Εκεί, διαπίστωσε πως δεν βρισκόταν κανείς μέσα. Το μπάνιο ήταν άδειο! Με περίσσιο άγχος και αγωνία βγήκε εξωτερικά του σπιτιού, για αναζήτηση του κυρ Γιάννη. 

   Η προσπάθεια της δεν έφερε αποτέλεσμα, κι έτσι γύρισε στο σπίτι να καλέσει την Κλαίρη στο τηλέφωνο. Δεν υπήρχαν πολλές επιλογές ή κάτι άλλο που θα χρησίμευε στην κατάσταση. Σίγουρα, κάθε λεπτό που περνούσε ήταν σημαντικό.

   «Κυρία Κλαίρη!».

   «Πείτε μου κυρία Ειρήνη, πως είναι ο κυρ Γιάννης. Πήρε το φάρμακο που του έστειλα;».

   «Κυρία Κλαίρη μου, έχω άσχημα νέα, και δεν ξέρω τι να κάνω. Πρέπει να έρθετε αμέσως, σας παρακαλώ!».

   «Κυρία Ειρήνη, ηρεμήστε και πείτε μου ακριβώς τι συμβαίνει. Έπαθε κάτι ο κυρ Γιάννης;».

«Δεν ξέρω πως έγινε κυρία Κλαίρη, αλλά ο κυρ Γιάννης εξαφανίστηκε!».

   «Τι εξαφανίστηκε, δεν καταλαβαίνω!».

   «Δεν είναι πουθενά στο σπίτι, ούτε γύρω από αυτό. Τον έψαξα παντού, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω».

   «Μείνε εκεί που είσαι, έρχομαι αμέσως».

   Η Κλαίρη, έκλεισε το κατάστημα και ειδοποίησε την αδερφή της να συντομεύει τις εξωτερικές εργασίες και να επιστρέψει στο φαρμακείο. Από τους παρόντες πελάτες, δεν διαμαρτυρήθηκε κανένας για την αδυναμία εξυπηρέτησης την στιγμή αυτή, και την παραπομπή τους στο εφημερεύον φαρμακείο. Έδειξαν κατανόηση στο έκτακτο και δυσάρεστο περιστατικό.

   Στην διαδρομή κοίταζε γύρω στα στενά που περνούσε, μήπως και σταθεί τυχερή και συναντήσει κάπου τον ηλικιωμένο. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι εμφάνισης, όσο κι αν το λαχταρούσε μέσα της.

   Σαν μπήκε στο σπίτι, συνάντησε την κυρία Ειρήνη καθισμένη στο τραπέζι, που κρατούσε το κεφάλι της, με φανερή την απόγνωση στην εικόνα της.

   «Κυρία Ειρήνη πείτε μου, πως έχει η κατάσταση;».

   «Όταν γύρισα με το φάρμακο που πήρα από εσάς, δεν τον είδα στο χώρο. Στην αρχή, υπέθεσα ότι βρίσκεται στο μπάνιο, μα σαν έβλεπα πως καθυστερούσε πολύ, τον αναζήτησα μετά, για να διαπιστώσω πως λείπει εντελώς. Κυρία Κλαίρη, συγνώμη ξανά και ξανά! όσα συγνώμη κι αν ζητήσω, δυστυχώς δεν διορθώνει τα πράγματα».

   «Κυρία Ειρήνη, μην ζητάτε συγνώμη και σταματήστε να κλαίτε σας παρακαλώ. Γνωρίζω καλά πως δεν έχετε ευθύνη σε αυτό το γεγονός. Δεν πράξατε κάποιο λάθος! Πάμε άλλη μια φορά έναν κύκλο στην γειτονιά, να τον ψάξουμε πάλι. Μετά, βλέπουμε πως θα το χειριστούμε».

   Οι δύο γυναίκες, ερεύνησαν ολόκληρη την κοντινή περιοχή σπιθαμή σπιθαμή. Φώναζαν συνεχώς το όνομα του, και ρωτούσαν με αγωνία όσους ανθρώπους συναντούσαν στο δρόμο τους ή άλλους που έβλεπαν στο μπαλκόνι τους, να απολαμβάνουν την δροσιά που έφερνε το τελείωμα του καλοκαιριού.

   Η έρευνα τους δεν απέδωσε καρπούς, και γυρίζοντας σπίτι η Κλαίρη ενημέρωσε τις αρχές για την εξαφάνιση του ηλικιωμένου και το ιστορικό της υγείας του. Συνήθως, η επίσημη αναζήτηση των αγνοούμενων, ξεκινά με την έλευση ενός εικοσιτετραώρου, όμως λόγω της ιδιάζουσας περίπτωσης υπήρξε άμεσα ενδιαφέρον και κινητοποίηση των αρμοδίων.

   Τις επόμενες ώρες, το σπίτι του ηλικιωμένου γέμισε με κόσμο. Άνθρωποι της αστυνομίας αλλά και απλοί πολίτες, μετείχαν στην αγωνία και την αναζήτηση του κυρ Γιάννη. 

   «Κυρία Μαυράκη, ο αξιωματικός υπηρεσίας ο κύριος Αναγνώστου μας είπε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν και πως γνωρίζει προσωπικά τον ηλικιωμένο κι εσάς».

   «Να είστε καλά, σας ευχαριστώ! Μακάρι να βρούμε σύντομα τον κυρ Γιάννη».

   «Θα τον βρούμε κυρία Μαυράκη, και θα δείτε πως όλα θα είναι καλά. Δεν γίνεται να γίνει κάτι άλλο, μόνο το καλύτερο. Αυτό ευχόμαστε και αυτό θα προσπαθήσουμε με ό,τι μέσο διαθέτουμε».

   Ο άνθρωπος της αστυνομίας θέλησε με τον τρόπο του  να ενθαρρύνει την Κλαίρη και να βοηθήσει όσο γινόταν να μειωθεί η ανησυχία της, που δεν περνούσε απαρατήρητη στους έξω.

   Εκείνο το βράδυ, δεν έμεινε κανείς να μην ψάχνει τον κυρ Γιάννη. Όλοι οι κοντινοί δρόμοι και τα σοκάκια γέμισαν με πολίτες της περιοχής που αγωνιούσαν, αλλά και ειδικούς που έκαναν το καθήκον τους στο απόλυτο.

   Την αυριανή, κι όσο δεν υπήρχαν νεότερα για την περίπτωση, δεν άκουγες τίποτα άλλο να κουβεντιάζεται. Η εξαφάνιση του ηλικιωμένου μονοπωλούσε την προσοχή και τις συζητήσεις σε ολόκληρη την πόλη του Ηρακλείου, ενώ  οι περισσότεροι είχαν το νου τους να κοιτούν δεξιά αριστερά στην περπατησιά τους, μήπως τύχει και δουν κάπου τον ηλικιωμένο. Η φωτογραφία του δόθηκε στα μέσα ενημέρωσης, κι έτσι αποτελούσε, πλέον, γνωστό πρόσωπο στον κόσμο.

   Το καλοκαίρι στη φούρια του, μέσα Ιουλίου του 2012. Στις δεκαέξι ξεκίνησε η κινητοποίηση για τον εντοπισμό του κυρ Γιάννη, και έφτασε εικοσιοκτώ Ιουλίου, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό ίχνος.

Η Κλαίρη πήγαινε στο ωράριο της στο φαρμακείο, το μυαλό της όμως ήταν στον κυρ Γιάννη. Καθημερινά, όταν τέλειωνε την εργασία της δεν ξεχνούσε να κάνει τον κύκλο της πόλης με το αυτοκίνητο. Σε αρκετά σημεία, σταματούσε και ακολουθούσε πεζή πια την έρευνα της.

   «Κλαίρη, αν συνεχίσεις έτσι θα αρρωστήσεις στο τέλος. Αν έχουμε οποιαδήποτε εξέλιξη, θα σε ενημερώσουν οι αρχές». 

   «Σοφία, τα λόγια είναι εύκολα. Η αλήθεια είναι ότι ο κυρ Γιάννης, ανήμπορος και μόνος εκεί έξω, πως θα τα καταφέρει;».

   «Θα δεις, ότι όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Ο κυρ Γιάννης θα γυρίσει, και θα τον έχουμε εδώ μαζί μας, να κάθεται στη γνωστή του θέση στον καναπέ μας, και να μιλάει  με τον όμορφο και σεμνό λόγο του».

   Η Σοφία, γνώριζε ότι μετά από τόσες μέρες τα πράγματα γινόταν όλο και πιο δύσκολα. Προσπαθούσε να δίνει κουράγιο στην αδερφή της και να είναι άξια συμπαραστάτης αυτές τις ώρες, μα δεν τα κατάφερνε.

   Ακόμα και η κυρία Ειρήνη, δεν σταμάτησε το ενδιαφέρον της και δεν εγκατέλειψε τη θέση της στο σπίτι του κυρ Γιάννη. Σε συνεννόηση με την Κλαίρη, συνέχισε να πηγαίνει κανονικά στην εργασία της, στο σπίτι του ηλικιωμένου. Μην τυχόν επιστρέψει ή θυμηθεί να τηλεφωνήσει, και δεν βρει κάποιον πίσω.

   Περνώντας άλλη μια εβδομάδα χωρίς αποτέλεσμα, η Κλαίρη επισκέφτηκε το αστυνομικό μέγαρο Ηρακλείου ώστε να έχει (για πολλοστή φορά) επαφή με τους υπεύθυνους των ερευνών.

   «Κύριε Αναγνώστου, συγγνώμη που γίνομαι ενοχλητική και βαρετή ή που σας απασχολώ από τις άλλες εργασίες σας, μα δεν ξέρω που αλλού να πάω και τι άλλο να κάνω».

   «Κυρία Μαυράκη, μην δικαιολογείστε σ’ εμένα. Να ξέρετε πως κατανοώ απόλυτα την ανησυχία σας και συμμερίζομαι τη στάση σας. Το μόνο που θέλω να σας διαβεβαιώσω είναι ότι από την πλευρά μας κάνουμε ότι χρειάζεται και ακόμα παραπάνω. Συνεχίζουμε εντατικά τις έρευνες, γιατί πάνω από όλα είμαστε και άνθρωποι».

   «Το ξέρω κύριε Αναγνώστου πως δεν την αφήσατε την περίπτωση, και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Δεν έχω παράπονο, καταλαβαίνετε!».

   «Κυρία Μαυράκη, από εκείνη την βραδιά αν θυμάστε, πριν μερικούς μήνες, που ο κυρ Γιάννης δεν θέλησε να καταγγείλει τα άτομα που τον λήστεψαν παρά τις δικές μου πιέσεις για το αντίθετο, να ξέρετε ότι κέρδισε τον θαυμασμό μου. Πρόκειται για έναν σπάνιο άνθρωπο. Δεν σταματάμε λοιπόν, όσες μέρες κι αν περάσουν και για ό,τι νεότερο θα είμαστε σε επαφή».

   «Ευχαριστώ και πάλι, να είστε καλά. Ας έχουμε πίστη!».

   «Κυρία Μαυράκη, πριν φύγετε να σας ενημερώσω για κάτι που ξέχασα νωρίτερα».

   «Τι είναι κύριε Αναγνώστου, πείτε  μου!».

   «Με πήρε τηλέφωνο ένας νεαρός, και κανονίσαμε να περάσει από εδώ. Απλός πολίτης, δεν ανήκει στις αρχές».

   «Ποιος νεαρός, τι αφορά και πως σχετίζεται με την υπόθεση του κυρ Γιάννη;».

   «Μου είπε ότι έφτιαξαν μια ομάδα με τους φίλους του, και θέλουν να ξεκινήσουν εθελοντικά να μετέχουν στις έρευνες για τον άνθρωπο σας. Μόλις μιλήσω μαζί του, θα τον στείλω να τα πείτε και να τον γνωρίσετε».

   «Τον ευχαριστώ κι εκείνον, και όλον τον κόσμο που ενδιαφέρεται για τον κυρ Γιάννη. Το αξίζει πραγματικά!».

   «Ωραία, θα τον στείλω σε σας. Σίγουρα θα βοηθήσει κι αυτή η κίνηση, ο εθελοντισμός είναι πολύτιμος γενικότερα και ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις».

   «Βεβαίως και να τον στείλετε, θα χαρώ να έρθω σε επαφή με αυτόν τον νέο, και να μιλήσω μαζί του».

Πλησίαζε δεκαπενταύγουστος και οι περισσότεροι έφευγαν για τις διακοπές τους στα χωριά ή σε προσκυνήματα στην Μεγαλόχαρη, την  μητέρα Παναγιά. Η Κλαίρη σε όσους δικούς και γνωστούς ήξερε πως θα επισκεφτούν την χάρη της, παρακάλεσε να ανάψουν ένα κερί για τον κυρ Γιάννη, και να ζητήσουν την βοήθεια της, για να βρεθεί σύντομα. Την επομένη της μεγάλης γιορτής, θα έκλεινε έναν μήνα που χάθηκαν τα ίχνη του.

   Παρά τις διακοπές και τις γιορτινές ημέρες, η αναζήτηση για τον αγνοούμενο ηλικιωμένο δεν σταμάτησε. Ειδικά η ομάδα των νεαρών εθελοντών κατέβαλλε συγκινητικές προσπάθειες. Μέχρι και στο διαδίκτυο έφτιαξαν σελίδα υποστήριξης για τον κυρ Γιάννη, που μετρούσε αρκετές χιλιάδες μέλη.

   Δεν υπήρχε μέρα που να μην φτάσει στην αστυνομία ή στο δίκτυο των εθελοντών κάποιο μήνυμα σχετικά με τον κυρ Γιάννη. Άλλοι ρωτούσαν να μάθουν τις εξελίξεις, και άλλοι κατέθεταν την μαρτυρία τους για άτομα που είδαν σε διάφορα σημεία του Ηρακλείου και θύμιζαν την περιγραφή και τα χαρακτηριστικά του κυρ Γιάννη.

   Στην αρχή, έδιναν μια ελπίδα στην όλη δυσάρεστη κατάσταση αυτά τα τηλεφωνήματα, όταν όμως αποδεικνύονταν ότι πρόκειται μόνο για απλή ομοιότητα, η απογοήτευση και η κατήφεια γινόταν μεγαλύτερη.

   Σε  μια συνάντηση της Κλαίρης με τον συντονιστή των εθελοντών,  συζήτησαν κάτι που δεν φαίνονταν άσχημη ιδέα. Εξάλλου, τα περιθώρια δεν τους έπαιρναν για οτιδήποτε άλλο. Έκαναν τα πάντα, μέχρι τότε!

   «Κυρία Μαυράκη, σκεφτόμουν μήπως θα βοηθούσε αν βγαίνατε εσείς η ίδια στα μέσα ενημέρωσης και τα κανάλια. Να μιλήσετε για τον κυρ Γιάννη».

   «Μπα, και πως θα βοηθήσει αυτό. Έτσι κι αλλιώς, η εικόνα του είναι δημοσιευμένη παντού. Η δική μου παρουσία πως θα συμβάλλει;».

   Η Κλαίρη, δεν το είχε με τη δημοσιότητα. Μέχρι σήμερα, και κάμερα να έβλεπε στο δρόμο με δημοσιογράφους που ρωτούσαν για διάφορα θέματα της αγοράς, η ίδια κρυβόταν ή άλλαζε δρόμο, για να μην συμπέσουν ή την δείξει τυχαία ο φακός στο γύρισμα του.

   «Μην το λέτε! Ο κόσμος πρέπει να ξέρετε πως έχει κοντή μνήμη. Πέρασε ένας μήνας, και όσο να ’ναι αρκετοί θα το έχουν ξεχάσει το θέμα. Δυστυχώς, η ευαισθησία μας κρατάει μόνο για όσο χρόνο μένει ένα θέμα στην επικαιρότητα, και μετά τέλος. Λες και έχει ημερομηνία λήξης».

   «Για συνέχισε Κώστα, θέλω να ακούσω και παρακάτω».

   Η Κλαίρη απευθυνόταν στον ενικό στον νεαρό, λόγω της ηλικίας του. Ζήτησε και από εκείνον να αποφεύγει τον πληθυντικό στις συζητήσεις τους, μα ο νέος από σεβασμό ή από ντροπή δεν το έκανε απόφαση.

   «Λοιπόν, αν βγείτε να μιλήσετε δημόσια ο κόσμος σίγουρα θα συγκινηθεί και το θέμα θα ανέβει ξανά. Δεν σας λέω να παίξετε κάποιο ρόλο ή να κοροϊδέψετε κανέναν. Θα μιλήσετε για την αλήθεια σας!».

   «Ακούγεται σωστό, αν και προσωπικά έχω μια δυσκολία με αυτά».

   «Άσε που υπάρχει και το άλλο ενδεχόμενο».

   «Ποιο, τι εννοείς;».

   «Να σας δει και ο ίδιος ο κυρ Γιάννης, αν βρίσκεται σε μέρος με τηλεόραση. Όλα πρέπει να τα σκεφτόμαστε, ας μην αποκλείουμε τίποτα».

   Το τελευταίο επιχείρημα του νεαρού εθελοντή, συνέβαλε καταλυτικά ώστε η Κλαίρη να πειστεί για την εμφάνιση της στην τηλεόραση. Το συζήτησαν αργότερα και με τον αξιωματικό της Αστυνομίας, τον κύριο Αναγνώστου, και αφού κι εκείνος το βρήκε ως καλή ιδέα, ανέλαβε στην συνέχεια την ειδική μεσολάβηση.

   Τα μέσα ενημέρωσης, δεν έδειχναν ενδιαφέρον αρχικά να το προβάλλουν επειδή πέρασε αρκετός καιρός από την εξαφάνιση, μα ο κύριος Αναγνώστου έκανε χρήση των γνωριμιών και της θέσης του ώστε να προχωρήσει όπως πρέπει η διαδικασία της παρουσίασης στο κοινό.

   Φυσικά στην Κλαίρη δεν ανέφερε γι’ αυτήν την άρνηση των μέσων ενημέρωσης, να παίξουν το θέμα του κυρ Γιάννη. Δεν ήθελε να την αποθαρρύνει κι άλλο ή να την απογοητεύσει. Ήξερε ότι έτσι κι αλλιώς, ήταν ανήσυχη για την δημόσια παρουσία της. 

   Σε λίγες μέρες, η Κλαίρη κλήθηκε να μιλήσει στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων  τοπικού κρητικού καναλιού. Ήταν ιδιαίτερα αγχωμένη, καθώς δεν διέθετε ανάλογη εμπειρία στο παρελθόν. Τα πόδια της έτρεμαν τον χρόνο που περίμενε έξω από το στούντιο των ειδήσεων. Για να ξεχάσει το άγχος και να πάρει δύναμη, προσπαθούσε να σκέφτεται πως με αυτόν τον τρόπο οι ελπίδες για το γυρισμό του κυρ Γιάννη θα μεγάλωναν. Ακόμα, έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό της τα λόγια του νεαρού Κώστα, πως μπορεί να την δει και ο ίδιος ο κυρ Γιάννης από το σημείο που βρίσκεται και να θυμηθεί να επιστρέψει.  

   «Κυρία Μαυράκη, καλησπέρα σας! Να ενημερώσουμε ότι βρίσκεστε εδώ απόψε προκειμένου να μιλήσετε ή καλύτερα να απευθυνθείτε στον κόσμο για έναν κοντινό σας άνθρωπο που αγνοείται εδώ κι ένα μήνα. Η υπόθεση εξαφάνισης του ηλικιωμένου κυρίου Γιάννη Σταθάκη, βεβαίως και είναι γνωστή στους τηλεθεατές αλλά νομίζω ότι καλό θα ήταν να κάνουμε μια σχετική αναφορά και σήμερα».

   «Καλησπέρα και σε σας κυρία Σιδέρη και στους τηλεθεατές που μας παρακολουθούν. Ναι, δυστυχώς δεν είναι ευχάριστος ο λόγος και το γεγονός που βρίσκομαι απόψε εδώ».

   «Κυρία Μαυράκη, θα ήθελα να σας ρωτήσω αρχικά πως συνδέεστε με τον ηλικιωμένο. Υπάρχει συγγένεια μεταξύ σας;».

   «Όχι καμία συγγένεια. Κοιτάξτε, ο κυρ Γιάννης ζει μόνος στο Ηράκλειο. Η σύζυγος του έφυγε από τη ζωή πριν χρόνια, σε σχετικά νεαρή ηλικία. Ανάμεσα στον κυρ Γιάννη και την οικογένεια μου,  υπάρχει γνωριμία από παλιά, λόγω της εξυπηρέτησης του από το κατάστημα που διατηρούμε στην περιοχή που βρίσκεται και η κατοικία του κυρ Γιάννη».

   «Τι κατάστημα αν επιτρέπετε;».

   «Δεν ξέρω αν πρέπει να αναφερθεί, μην τυχόν θεωρηθεί διαφήμιση. Ό,τι θέλετε;».

   «Όχι, πείτε μας ελεύθερα. Ίσα ίσα που θα είναι χρήσιμο στην εξέλιξη της συζήτησης».

   «Εντάξει, διατηρούμε φαρμακείο στην περιοχή. Ο κυρ Γιάννης, ερχόταν στο φαρμακείο τακτικά. Έπαιρνε τα φάρμακα του, κάναμε και τις συζητήσεις μας. Το τελευταία διάστημα λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας και άλλων περιστατικών, αναπτύξαμε περισσότερο στενή σχέση».

   «Δηλαδή, σαν παππούς με εγγονή ένα πράγμα».

   «Και αυτό, αλλά και σαν άνθρωπος που συμπαραστέκεται στον συνάνθρωπο σε θέματα ανάγκης».

   «Αυτό να ξέρετε δεν το συναντάμε συχνά, και είναι σημαντικό. Μπράβο σας!».

   «Να είστε καλά, αλλά χωρίς να θέλω να σας προσβάλλω, θεωρώ πως όταν κάνουμε το αυτονόητο ίσως δεν χρειάζεται επιβράβευση».

   «Όπως και να έχει, είναι σπάνιο. Να σας ρωτήσω τώρα, τι είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τον κυρ Γιάννη στην φυγή. Το βασίζετε σε κάποιον συγκεκριμένο λόγο;».

   «Κοιτάξτε, πέραν τον άλλων προβλημάτων υγείας που συνήθως ταλαιπωρούν τους περισσότερους ανθρώπους σε αυτήν την ηλικία, εμφάνιζε και στοιχεία γεροντικής άνοιας το γνωστό σε όλους Alzheimer. Άρχισε να μπερδεύει ορισμένα πράγματα και να ξεχνάει κιόλας».

   «Άρα, μπορούμε να υποθέσουμε πως μπορεί να έφυγε και εξαιτίας της κατάστασης του να μην θυμάται τον τρόπο και τον δρόμο να επιστρέψει».

   «Ναι, πολύ πιθανόν! Γι’ αυτό ακριβώς και κάνω έκκληση σε όλο τον κόσμο, όπως μπορεί να μας βοηθήσει. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, από τις αρχές αλλά και εθελοντές που άφησαν τις εργασίες τους για να μετέχουν στην αναζήτηση του κυρ Γιάννη, και σίγουρα είναι αξιέπαινοι. Δυστυχώς όμως, δεν έχουμε νεότερα για την υπόθεση».

   «Αυτή τη στιγμή κι ενώ οι τηλεθεατές βλέπουν την φωτογραφία του ηλικιωμένου στις οθόνες τους, θα ήθελα να σας ρωτήσω τι φορούσε τη μέρα που χάθηκε. Επίσης,  ποιες ήταν οι συνήθεις του και αν υπήρχε κάποιο αγαπημένο μέρος που θα μπορούσε να πάει».

   «Ναι, φορούσε ένα γκρι υφασμάτινο παντελόνι και μια μαύρη μπλούζα λεπτή με γιακά. Ακόμα, έφυγε χωρίς παπούτσια, μόνο με τις παντόφλες».

   «Και για το άλλο που σας ρώτησα, υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο μέρος γι’ αυτόν».

   «Ναι, υπήρχε!». 

   «Και ποιο ήταν κυρία Μαυράκη;»

   «Ήταν το κατάστημα μου. Αλλά όπως γνωρίζουμε δεν πέρασε από την μέρα εκείνη που έχουμε να τον δούμε».

   Τη στιγμή αυτή η Κλαίρη δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς, παρασύροντας στην συγκίνηση την έμπειρη και επί χρόνια παρουσιάστρια του δελτίου ειδήσεων του κρητικού καναλιού.

   Μόλις συνήλθαν, η δημοσιογράφος έδωσε και πάλι το λόγο στην Κλαίρη με σκοπό να προσθέσει κάτι τελευταίο ώστε να κλείσουν την συζήτηση. Το μόνο που είπε ήταν να μην λογαριάσουν την ηλικία του κυρ Γιάννη και δεν δείξουν ενδιαφέρον επειδή είναι μεγάλος. Να σκεφτούν πως είναι μια ανθρώπινη ζωή, που ζητά προστασία, που χρειάζεται βοήθεια. Ένας μονάχος άνθρωπος που έφυγε, χωρίς να το θέλει, από το σπίτι του και τώρα περιφέρεται στους δρόμους, σε άγνωστους δρόμους.

   Έτσι έκλεισε η παρουσία της στο σταθμό, και η Κλαίρη γύρισε στο σπίτι πιο αισιόδοξη, με θετικές σκέψεις, πως ίσως το επόμενο πρωί ο κυρ Γιάννης προβάλλει ξαφνικά στην πόρτα του φαρμακείου και περπατήσει αναζητώντας ξεκούραση στον μαύρο δερμάτινο καναπέ.

Η θάλασσα των δακρύων

Μετά την εμφάνιση της Κλαίρης στον κρητικό τηλεοπτικό σταθμό, η κινητοποίηση και το ενδιαφέρον του κόσμου για το θέμα του ηλικιωμένου αναθερμάνθηκαν, όπως τις πρώτες ημέρες της εξαφάνισης κι ακόμα περισσότερο. Θα έλεγε κανείς πως τα λόγια της Κλαίρης προκάλεσαν ένα κύμα συγκίνησης στον κόσμο ή ένα ισχυρό ταρακούνημα.

   Το φαρμακείο της οδού Ανθέων, μετατράπηκε σε κέντρο συντονισμού και στρατηγείο. Στον εξωτερικό χώρο, στο πεζοδρόμιο του καταστήματος, ομάδες ανθρώπων οργανώνονταν και έφευγαν σε διάφορες περιοχές. Δεν είχαν σκοπό να αφήσουν κανένα σημείο της πόλης χωρίς έλεγχο. Και δεν περνούσαν τους δρόμους στο έτσι, με μια απλή παρατήρηση από τα αυτοκίνητα ή τις μηχανές, αλλά το έκαναν και με τα πόδια, και μία και δύο φορές.

   Ακόμα και οι συμμαθήτριες της Ελένης, της κόρης της Κλαίρης, από το λύκειο προσφέρθηκαν να βοηθήσουν και συμμετείχαν στην ωραία αυτή προσπάθεια. Κι ήταν τόσο όμορφο να βλέπεις ανθρώπους ενωμένους, να αγωνιούν και να τρέχουν για τον ίδιο σκοπό,   μα δυστυχώς για λόγο που δεν αφορούσε κάποιο ευχάριστο γεγονός.

   Τέταρτη ημέρα από την ανακοίνωση στα μέσα και το έργο συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση. Δεν έδειχνε να κουράζεται κανείς!

   «Είδατε κυρία Κλαίρη, που σας έλεγα για την εμφάνιση σας στο κανάλι. Αυτό ήταν η αιτία του ξεσηκωμού που βλέπουμε αυτές τις μέρες και της γενικής συστράτευσης του κόσμου».

   «Ναι Κώστα, τα λεγόμενα σου επιβεβαιώνονται με τον καλύτερο τρόπο. Ομολογώ ότι κάτι τέτοιο δεν το περίμενα, ούτε το φανταζόμουν ότι μπορεί να συμβεί. Μπράβο σου και σ’ ευχαριστώ για άλλη μια φορά».

   «Κυρία Κλαίρη…».

   «Μα επιτέλους, πότε θα αφήσεις τον πληθυντικό. Ελάχιστα χρόνια μας χωρίζουν στην ηλικία, αλλά πέρα από αυτό υπάρχει και ο κοινός σκοπός που μας ενώνει. Ένας σκοπός που δεν νομίζω να χρειάζεται τυπικότητες που δημιουργούν αποστάσεις».

   «Εντάξει λοιπόν Κλαίρη».

   «Αμ μπράβο, είδες που τα καταφέρνεις. Δεν ήταν τόσο δύσκολο!».

     «Αυτό που ξεκίνησα να λέω, αφορά ότι  όλα τα μπράβο ανήκουν σ’ εσένα και όχι σε εμένα. Τα δικά σου λόγια ήταν που άγγιξαν τον κόσμο και ιδού τα αποτελέσματα, είναι ορατά».

   «Κώστα, είσαι σπουδαίο παιδί να το ξέρεις. Μόλις βρούμε τον κυρ Γιάννη και γνωριστείτε, θα σε συμπαθήσει αμέσως, κι εσύ αυτόν βέβαια. Ελπίζω μόνο να γίνει σύντομα!».

   «Θα γίνει Κλαίρη, θα γίνει. Με τόση θέληση από τον κόσμο, θα τα καταφέρουμε».

   Τη στιγμή αυτή, που η αισιοδοξία πλημμύριζε το κατάστημα του φαρμακείου και η ελπίδα σαν κάτασπρο περιστέρι φτερούγιζε στο μέσα της Κλαίρης, ήταν αρκετό ένα τηλεφώνημα να αλλάξει τα δεδομένα.

   Η Κλαίρη απάντησε στο κινητό της που χτυπούσε επίμονα, και τα πράγματα φάνηκε να παίρνουν άλλη τροπή. Οι κουβέντες της στην τηλεφωνική συνομιλία μονολεκτικές και με μεγάλες παύσεις, «ναι!», «κατάλαβα!», «εντάξει!». Ο Κώστας δεν γνώριζε με ποιον μιλούσε, αλλά έβλεπε την Κλαίρη έτοιμη να καταρρεύσει.

   «Κλαίρη τι έγινε, είσαι καλά; Σου είπαν τίποτα για τον κυρ Γιάννη!».

   «Ο Αναγνώστου ήταν, ο αστυνόμος!».

   «Και τι, Κλαίρη πες… μου κόπηκαν τα πόδια. Τον βρήκαν;».

   «Όχι τον ίδιο!».

   «Όχι τον ίδιο αλλά ποιόν, δεν καταλαβαίνω. Μπερδεύτηκα!»

   «Ένας κύριος που έκανε βόλτα στο λιμάνι, είδε στην θάλασσα κάποιο ανθρώπινο ρούχο».

   Στο σημείο αυτό, η Κλαίρη έγειρε στον πάγκο του φαρμακείου για στήριξη, να καταφέρει μην σωριαστεί στο πάτωμα.

   «Κλαίρη να σου φέρω κάτι, πορτοκαλάδα μήπως. Θα βοηθήσει νομίζω, αν και εσύ ξέρεις καλύτερα!».

   «Όχι, λίγο νερό θα πιώ και φεύγουμε».

   «Φεύγουμε για πού, δεν μου τέλειωσες την συζήτηση για το γεγονός που σ’ ενημέρωσε ο αστυνόμος».

   «Κώστα, ο αστυνόμος υποθέτει πως το ρούχο που βρέθηκε να επιπλέει, μια ανδρική μπλούζα, ανήκει στον κυρ Γιάννη».

   «Μα πως, είναι σίγουρο αυτό. Πως γίνεται να το λέει έτσι!».

«Δεν ξέρω παραπάνω, μου είπε ότι θα βρίσκεται στο σημείο του λιμανιού και αν θέλουμε να πάμε από εκεί».

   «Να πάμε, αλλά είμαι βέβαιος πως δεν έχει σχέση με τον κυρ Γιάννη το ρούχο αυτό. Με τίποτα όμως!».

   Προτίμησαν να μην κάνουν αναφορά για το άσχημο γεγονός στους υπόλοιπους εθελοντές, μέχρι να μάθουν πρώτα και οι ίδιοι τι συμβαίνει στ’ αλήθεια.

   Έφυγαν με το μηχανάκι του Κώστα, ώστε να κερδίσουν χρόνο και να φτάσουν πιο γρήγορα στο σημείο συνάντησης με τον αστυνόμο.

   Μόλις πλησίασαν, είδαν κόσμο συγκεντρωμένο περιμετρικά. Τα οχήματα της αστυνομίας, της πυροσβεστικής, και του ΕΚΑΒ τραβούσαν την προσοχή, δεν γινόταν να περάσουν απαρατήρητα. Μια ασπροκόκκινη κορδέλα, χώριζε τον κόσμο από το σημείο, δείχνοντας την απαγόρευση της διέλευσης προς τα μέσα στο λιμάνι του Κούλε.

   Η Κλαίρη με τον Κώστα, σήκωσαν την κορδέλα και κατευθύνθηκαν στο σημείο. Δεν τους σταμάτησε κανένας, οι άνθρωποι των αρχών τους γνώριζαν πλέον. Ο κόσμος μόνο σχολίαζε, πως θα έχασαν κανέναν δικό τους και τρέχουν.

   «Καλώς τους, καλώς τους!».

   «Αστυνόμε, ήρθαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Πες μας, σε παρακαλώ!».

   «Κυρία Μαυράκη, όπως σας ενημέρωσα και στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε, υπάρχει ισχυρή πιθανότητα το ρούχο που έπεσε στην αντίληψη του περαστικού και αλιεύτηκε αργότερα από εμάς, να ανήκει στον άνθρωπο σας».

   «Μα πως, δεν είναι αλήθεια. Όχι!».

   Η Κλαίρη λύγισε, και οι δυο άνδρες, ο αστυνόμος και ο εθελοντής, την βοήθησαν να καθίσει σε κάποιο τοιχίο του λιμανιού. Συμπαραστάτες και οι δύο τους μέχρι το τέλος. Ο αστυνόμος από την αρχή, ο Κώστας αργότερα.

   «Κύριε Αναγνώστου, συνεχίστε σας παρακαλώ. Θέλω να τα μάθω όλα, μην κρύψετε τίποτα!».

   «Μην ανησυχείτε, θα τα πούμε όλα. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ομάδα ειδικών δυτών ερευνά τα νερά μέχρι το βάθος. Το θετικό είναι πως δεν βρέθηκε τίποτα ακόμα. Αλλά η μπλούζα δεν μπορεί να μας ενθαρρύνει, κάθε άλλο μάλλον».

   «Που είναι, θέλω να τη δω, φέρτε την να τη δω αμέσως. Ακούτε, αμέσως!».

   «Κυρία Μαυράκη, ηρεμήστε. Την έχουν έτοιμη να μεταφερθεί στα εργαστήρια, για ειδική εξέταση. Το καθυστέρησα για να την δείτε πριν φύγει, ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη άποψη».

   «Τώρα, θα ειδοποιήσω να τη φέρουν».

   «Ευχαριστώ κύριε Αναγνώστου και συγγνώμη που ύψωσα τον τόνο της φωνής νωρίτερα».

   «Καταλαβαίνω απόλυτα, ούτε να περνάει από το μυαλό σας πως παρεξηγήθηκα».

   Ο αστυνόμος έκανε σήμα σε έναν άλλο αστυνομικό, με χαμηλότερο βαθμό, που έφυγε για να επιστρέψει με το εύρημα της θάλασσας. Μαζί του, ο άνδρας αυτός της αστυνομίας εκτός από το ένδυμα που βρισκόταν τυλιγμένο σε νάιλον, κουβαλούσε την πιθανή απογοήτευση και την θλίψη ή την παράταση της ελπίδας για τη ζωή. Όλα έπαιζαν!

   «Για δείτε κυρία Μαυράκη, αυτή είναι η μπλούζα που βρήκαμε μέσα στο νερό του λιμανιού. Κοιτάξτε τη προσεχτικά!».

   Η Κλαίρη πλησίασε προς το μέρος του αστυνομικού που κρατούσε το σημαντικό εύρημα, έσκυψε το κεφάλι πάνω από αυτό το άψυχο ρούχο και άρχισε να το εξετάζει με τα μάτια της. Το κοίταζε για δέκα λεπτά, με μεγάλη προσοχή.

   «Εντάξει, μπορείτε να το πάρετε πίσω!».

   Το γρέζι και η δυσκολία στην φωνή της, ταίριαζαν απόλυτα με τα συγκεχυμένα συναισθήματα εκείνης της ώρας.  

   Ο Αναγνώσου έγνεψε στον υφιστάμενο του και προχώρησε πίσω, παίρνοντας μαζί και το ένδυμα.

   «Λοιπόν, κυρία Μαυράκη πείτε μας».

   «Ναι, μοιάζει με την μπλούζα του κυρ Γιάννη, αλλά δε σημαίνει ότι υπάρχει μόνο μία τέτοια σε όλη την πόλη. Σίγουρα κυκλοφορούν κι άλλες όμοιες, δεν σημαίνει τίποτα. Δεν συμφωνείτε κι εσείς!».

   Η Κλαίρη, δεν ήθελε με τίποτα να πιστέψει ότι πρόκειται για το ρούχο του αγαπημένου της κυρ Γιάννη. Δεν άφηνε τον εαυτό της να ακολουθήσει μια τέτοια υπόθεση.

   «Κυρία Μαυράκη, τίποτα δεν πρέπει να λαμβάνουμε ως δεδομένο. Σίγουρα είναι ένα στοιχείο που οφείλουμε να εξετάσουμε. Μετά βλέπουμε».

   «Εμάς Αστυνόμε θα μας χρειαστείτε κάτι άλλο ή να αποχωρήσουμε;».

   Ο Κώστας, δεν θεωρούσε απαραίτητο να παραμείνουν κι άλλο στο σημείο. Η κατάσταση της Κλαίρης ήταν ήδη βεβαρημένη, μετά βίας στεκόταν όρθια.

   Ο Αστυνόμος έδωσε την άδεια να αποχωρήσουν και συμφώνησαν να βρίσκονται σε επικοινωνία για οτιδήποτε νεότερο.

   Από κείνη την μέρα, η Κλαίρη με το σχόλασμα της βραδινής βάρδιας περνούσε μια βόλτα από το σημείο του λιμανιού, που βρέθηκε το ρούχο. Άλλοτε μόνη της και κάποιες φορές με την αδερφή ή τις κόρες της για παρέα.

   Δεν έλεγε πολλές κουβέντες, ούτε συζητήσεις άνοιγε χωρίς σκοπό. Μονάχα κοιτούσε σιωπηλά τη θάλασσα. Τα νερά της στα μαύρα, για να ταιριάζουν με το σκοτεινό χρώμα της νύχτας, μα και με όλες τις ανεπιθύμητες σκέψεις που σκάλιζαν το μυαλό της γυναίκας τούτη την ώρα.

   Υπήρχαν φορές, που αν και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια δεν γινόταν να συγκρατήσει τα δάκρυα της, τα οποία έβρισκαν καταφύγιο στο υγρό στοιχείο της θάλασσας. Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει προς τα πού έπρεπε να στρέψει τη σκέψη και την προσοχή της.

   Κανένας δεν ήξερε στα σίγουρα, μόνο συλλογισμοί γεννιούνταν από όλους τους κοντινούς και εμπλεκόμενους. Άραγε ο κυρ Γιάννης παρασύρθηκε στα νερά του λιμανιού ή το ρούχο που βρέθηκε δεν ανήκε σε αυτόν. Αλλά ακόμα και δική του να ήταν μπλούζα, δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι έγινε το δυσάρεστο. Μπερδεμένα και δύσκολα τα πράγματα.

   Οι εθελοντές και οι υπόλοιποι συγγενείς και γνωστοί της Κλαίρης, συνέχιζαν να οργώνουν το Ηράκλειο, αλλά οι ρυθμοί έπεσαν πια. Το ενδιαφέρον, σε τίποτα δεν θύμιζε τις πρώτες μέρες. Θέλεις από τον καιρό που περνούσε και έχαναν τα θάρρη και την πίστη τους, θέλεις επηρεασμένοι από το  γεγονός με το ρούχο στα νερά του λιμανιού. Και τα δυο είχαν το ρόλο και την σημασία τους.

   Σε μια εβδομάδα περίπου, ο αστυνόμος επικοινώνησε με την Κλαίρη και ενημέρωσε πως θα περνούσε από το φαρμακείο, να μιλήσουν από κοντά για τις εξελίξεις. Δεν ήθελε να την βάλει σε κόπο, να τρέχει στα γραφεία της αστυνομίας, γι’ αυτό θέλησε να πάει ο ίδιος από την εργασία της.

   «Κλαίρη, υπάρχουν νεότερα; Απ’ ότι άκουσα ήταν ο αστυνόμος στο τηλέφωνο».

   «Σοφία, δεν γνωρίζω ούτε κι εγώ. Δεν μίλησε για κάτι συγκεκριμένο, μόνο ότι θα έρθει σε λίγο από εδώ».

   «Μακάρι να είναι για καλό αδερφούλα μου, και σου υπόσχομαι να αναλάβω το φαρμακείο μόνη μου για έναν μήνα ολόκληρο. Εσύ, σε αναγκαστική άδεια».

   «Μακάρι να έχουμε καλά νέα, κι αυτό με τα δουλειά είναι το τελευταίο. Θα τα φτιάξουμε όλα μετά!».

   Δεν πέρασε μια ώρα από το τηλεφώνημα, και ο αστυνόμος έκανε την εμφάνιση του στο κατάστημα των κοριτσιών.

   «Καλημέρα σας!».

   «Καλημέρα αστυνόμε, πως είστε;».

   «Καλά είμαι, τρέχω σε διάφορα θέματα. Η εργασία δεν τελειώνει ποτέ για εμάς, όπως και σε εσάς φαντάζομαι».

   «Ναι, πάντα οι υποχρεώσεις δεν σταματούν όταν η δουλειά μας έχει να κάνει με τον άνθρωπο».

   «Έτσι είναι!».

   «Πείτε μου όμως, τι αφορά ο λόγος της επίσκεψης σας εδώ! Αυτό συζητούσαμε πριν με την αδερφή μου, για τις εξελίξεις που μπορεί να υπάρχουν».

   «Λοιπόν, έχετε δίκιο. Δεν είναι σωστό να σας κρατώ σε αγωνία και να αφήσω να παρατείνεται η ανησυχία σας».

   «Σας ακούμε!».

«Η έρευνα που έγινε στα νερά του λιμανιού αλλά και την γύρω θαλάσσια περιοχή δεν έφερε κάποιο στοιχείο».

   «Δόξα τον Θεό! Ευχαριστούμε κύριε Αναγνώστου, μας φτιάξατε την μέρα!».

   «Περιμένετε, δεν τελείωσα!».

   «Ναι, συγνώμη! Παρασυρθήκαμε από τον ενθουσιασμό».

   «Αυτό λοιπόν σε συνδυασμό με το ότι η εξέταση που έγινε στο είδος του ενδύματος δεν μπορεί να δώσει ακριβή αποτελέσματα λόγω της αλλοίωσης που υπέστη από την μεγάλη παραμονή μέσα στο νερό, και τα δύο αποτελούν γεγονότα που μπορούν να μας κάνουν να ελπίζουμε ακόμα, και να κρατάμε την υπόθεση ανοιχτή και υπηρεσιακά».

   Η επίσκεψη του αστυνόμου στο φαρμακείο, ίσως να μην έφερε το πολυπόθητο νέο για τον εντοπισμό του ηλικιωμένου, αλλά βοήθησε ώστε να κρατηθεί ζωντανή η ελπίδα και η αισιοδοξία. Το πεσμένο ηθικό των τελευταίων ημερών, αναγεννήθηκε.

   Δεν πέρασε πολύ ώρα που έφυγε ο αστυνόμος και βρέθηκε στο κατάστημα ο Κώστας, ούτε συνεννόηση να υπήρχε μεταξύ τους θα σκεφτόταν κάποιος.

   «Γεια σας κορίτσια, ήρθα πάλι! μέχρι που στο τέλος θα βαρεθείτε να με βλέπετε, και θα ζητήσετε με τρόπο την απομάκρυνση μου».

   «Τι είναι αυτά που λες Κώστα, πως είναι δυνατόν να σκέφτεσαι τέτοια πράγματα. Η παρουσία σου είναι χρήσιμη, αλλά και ευχάριστη αν μη τι άλλο. Μας στάθηκες και συνεχίσεις να βοηθάς, όσο κανένας άλλος».

   Ο νεαρός, ήξερε πως τα κορίτσια δεν γινόταν ποτέ να σκεφτούν τέτοια πράγματα, απλά θέλησε να δημιουργήσει θετικό κλίμα και να ελαφρύνει την κατάσταση. Οι δυο αδερφές, τον ενημέρωσαν για όσα έμαθαν από τον αστυνόμο. Η χαρά τους δεν κρυβόταν εύκολα και ήθελαν να την μοιραστούν μαζί του. Κι εκείνον τον λογάριαζαν πλέον για δικό τους άνθρωπο.

   Αργότερα, κι ενώ ο Κώστας δεν βρισκόταν στον χώρο η Σοφία έλαβε μια κλήση στο κινητό της, που την έκανε να μετακινηθεί εξωτερικά του καταστήματος. Αυτό δεν έμεινε απαρατήρητο από την αδερφή της, που δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοια κρυφά τηλεφωνήματα. Η Σοφία, ήταν ανοιχτό βιβλίο.

   «Σοφία τι έγινε, όλα καλά;».

   «Ναι, όλα εντάξει. Γιατί ρωτάς;».

   «Επειδή βγήκες έξω να μιλήσεις, και μου φάνηκε παράξενο».

   «Αδερφούλα μου, θα σε μαλώσω πάλι για το ίδιο θέμα. Εσύ δεν είσαι που υποστηρίζεις πως πρέπει να δείχνουμε διακριτικότητα στο καθετί και να μην φέρνουμε σε δύσκολη θέση τον άλλον. Έτσι δεν είναι… δίκιο δεν έχω;».

   «Δίκιο έχεις, απλά με παραξένευσε και είπα να ρωτήσω. Συγνώμη για την αδιακρισία».

   «Δεν πειράζει, δεν πειράζει!».

   Η Σοφία δεν έδωσε συνέχεια, ούτε αποκάλυψε κανένα στοιχείο από το περίεργο τηλεφώνημα. Ακολούθησε την εργασία της, σαν μην συμβαίνει τίποτα το διαφορετικό.

   Σε λίγες μέρες, κι ενώ οι δύο αδερφές βρισκόταν σε βραδινή εργασία στο πόστο τους ένα ξαφνικό τηλεφώνημα, πάλι, έκανε την Σοφία να μετακινηθεί εκτός του καταστήματος. Δεν μίλησε για πολύ, η επικοινωνία της κράτησε περίπου δέκα λεπτά. Όταν επέστρεψε στη θέση της, το χαμόγελο στο πρόσωπο της φανέρωνε καθαρά πως κάτι όμορφο αφορούσε η συνομιλία της.

   Η Κλαίρη, αυτή τη φορά απέφυγε να ασχοληθεί με την κίνηση αυτή, παρόλο που δεν πέρασε απαρατήρητη από την ίδια. 

   «Άντε Σοφούλα μου, την βγάλαμε την βάρδια και σήμερα. Πάμε για το τελείωμα σιγά σιγά».

   «Το τελείωμα θα έρθει όταν βρεθούμε απέξω, με κλεισμένα τα προστατευτικά και σε απόσταση ικανή να μην επιστρέψουμε. Το λέω επειδή σε ξέρω, ακόμα και στο κλείσιμο να είμαστε, αν έρθει κάποιος δεν θα φύγουμε αν δεν εξυπηρετηθεί».

   «Σοφία, φαντάσου να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού σου ένας άνθρωπος πεινασμένος ή διψασμένος, κι εσύ μέσα να έχεις στρωμένο τραπέζι με ένα σωρό καλούδια. Έτσι θα τον αφήσεις να φύγει, χωρίς κέρασμα! Δίχως μια μικρή βοήθεια ή υποστήριξη».

   «Έεε, δεν είναι ακριβώς το ίδιο Κλαίρη».

   «Κι όμως, αν το καλοσκεφτείς είναι ακριβώς το ίδιο! Αν αντικαταστήσεις τα καλούδια και τα φαγητά του τραπεζιού με τα χιλιάδες σκευάσματα του φαρμακείου και στη θέση του πεινασμένου ανθρώπου σκεφτείς έναν ασθενή, τότε θα καταλάβεις». 

   «Εντάξει, δεν σε συναγωνίζομαι σε τέτοιες κουβέντες. Είσαι τρομερή, απίστευτη!».

   Αφού ολοκλήρωσαν το έργο τους και επισήμως, προχώρησαν προς τον δρόμο. Έτοιμες να περπατήσουν για τα σπίτια τους.

   «Σοφία, εγώ θα σε συνοδεύσω μέχρι το πατρικό μας και μετά θα συνεχίσω. Θέλω να περάσω μια βόλτα από το λιμάνι».

   «Μα καλά Κλαίρη, δεν κουράστηκες. Δε λέω, ωραίο μέρος το λιμάνι και από τις καλύτερες επιλογές για βραδινή βόλτα. Μα ο λόγος ο δικός σου είναι διαφορετικός, κάπως στενάχωρος. Δεν ταιριάζει με την ομορφιά και τη μαγεία του τοπίου».

   «Δεν πειράζει, ο τόπος εκεί με ηρεμεί και μέσα από την μαγεία του όπως λες κι εσύ, με κάνει να ονειρεύομαι θετικά πράγματα. Με ταξιδεύει σε καλύτερες μέρες…».

   «Άμα σου κάνει τόσο καλό, τότε ανακαλώ όσα είπα από βιασύνη. Και να σου πω και το άλλο, μάλλον θα έρθω κι εγώ μαζί σου».

   «Δεν έχω παράπονο, έχεις έρθει για παρέα αρκετές φορές. Αν θέλεις, πήγαινε για ξεκούραση και τα λέμε αύριο. Μην μπαίνεις στον κόπο».

   «Όχι, προτιμώ να σε ακολουθήσω. Κάτι μου λέει, πως απόψε αξίζει η βόλτα στο λιμάνι».

   «Καλά, όπως θέλεις. Πάμε το λοιπόν!».

   Πλησιάζοντας στο σημείο, παρατήρησαν μικρές αλλά έντονες φωτεινές ενδείξεις απλωμένες κατά μήκος του λιμανιού. Ένα διαφορετικό θέαμα, που δεν είχαν συναντήσει στις προηγούμενες επισκέψεις τους.

   «Σοφία, τα βλέπεις αυτά τα φώτα. Τι να είναι άραγε; Περίεργο πράγμα!».

   «Δεν ξέρω, σαν κεράκια μοιάζουν, αλλά δεν είμαι σίγουρη!».

    Όταν έφτασαν πιο κοντά, διαπίστωσαν πως όλα αυτά τα αναμμένα στοιχεία αφορούσαν εκατοντάδες φαναράκια στα χέρια ανθρώπων. Ανθρώπων που μαζεύτηκαν στον χώρο να φωτίσουν την ελπίδα για – τον αγαπημένο όλων – τον κυρ Γιάννη.

   Η Κλαίρη, έτρεξε προς το μέρος τους και άρχισε τις αγκαλιές και τις ευχαριστίες. Τα υγρά μάτια της, δεν γινόταν να κρυφτούν καθώς έπεφτε πάνω τους το φωτεινό χρώμα της  φλόγας από τα φαναράκια, μια φλόγα γεμάτη αλήθεια και ψυχή.

   Κάπου εκεί, γύρισε το βλέμμα προς την αδερφή της και μετά στον Κώστα τον εθελοντή. Κατάλαβε πως η αποψινή ένωση, ήρθε από δική τους προσπάθεια και αγάπη.

   Η παραμονή του κόσμου στο λιμάνι, κράτησε μέχρι το ξημέρωμα. Δεν κουβέντιασαν μόνο ή μοιράστηκαν πράγματα, τραγούδησαν κιόλας. Το τραγούδι τους με καθάρια φωνή, χωρίς ίχνος παραφωνίας, λες και έβγαινε από ένα μονάχα άτομο. Ήταν τόσο δυνατό, που ίσως να έφτασε και μέχρι την πόρτα του ουρανού. 

   Η ζωή όμως, δεν τα φέρνει πάντα όπως προστάζουν οι ευχές και τα όνειρα των ανθρώπων και σαν θυμωμένη θάλασσα δημιουργεί αναταράξεις, θες για να τους παιδεύει ή μπορεί και για να τους μάθει να κολυμπούν και να επιβιώνουν στις μεγάλες φουρτούνες.

   Σε λίγες μέρες, κι ενώ η χαρούμενη διάθεση από κείνη τη νύχτα κρατούσε ακόμα τη ζωντάνια και το χρώμα της, μια αναπάντεχη είδηση ήρθε να αλλάξει τα δεδομένα.

   Ο αστυνόμος, κάλεσε την Κλαίρη να περάσει από το τμήμα. Αυτή τη φορά, η φωνή του ακούγονταν περίεργη, σαν ξεψυχισμένη. Απουσίαζε το θάρρος και η γενναιότητα της άλλοτε βροντερής φωνής του  τυπικού αστυνόμου.

   Η Κλαίρη, κανόνισε τις εργασίες της και πήγε χωρίς μεγάλη καθυστέρηση. Η διαίσθηση της, την ωθούσε να πιστεύει πως πρόκειται για κάτι σοβαρό.

   «Περάστε κυρία Μαυράκη, καθίστε!».

   Στο γραφείο του κυρίου Αναγνώστου, κι ένας άλλος κύριος λίγο παραπάνω από τη μέση ηλικία, άγνωστος προς την νεαρή φαρμακοποιό. Καθόταν στην άκρη του γωνιακού καναπέ, τόσο άκρη λες και υπήρχαν διπλανοί και τον είχαν στριμώξει ή το έκανε ο ίδιος για να μην τους ενοχλήσει στην καθισιά τους.

   «Πείτε μου, σας ακούω. Έκανα ό,τι μπορούσα ώστε να φτάσω έγκαιρα».

   «Μην σας αγχώνει αυτό, μια χαρά ήρθατε! Ας πάμε όμως στο θέμα μας».

   «Ναι ναι, ας προχωρήσουμε. Σας παρακαλώ!».

   «Ο κύριος Ξενάκης από εδώ, μας μετέφερε ορισμένες πληροφορίες που πιθανότατα αφορούν τον κυρ Γιάννη. Γι’ αυτό επέλεξα να σας καλέσω εδώ, να το δούμε μαζί το θέμα».

   «Να είστε καλά και σας ευχαριστώ γι’ αυτό. Με τι σχετίζονται οι πληροφορίες;».

   «Καλύτερα να ακούσουμε τον ίδιο, αν δεν του κάνει κόπο. Κύριε Ξενάκη, μιλήστε ελεύθερα για όσα είπατε και σ’ εμένα νωρίτερα».

   «Κοιτάξτε καλή μου κυρία, το τελευταίο διάστημα βρισκόμουν εκτός Ηρακλείου, στο σπίτι μου στο χωριό. Έκανα την παραθέριση μου εκεί και κάτι άλλες εργασίες στην καλλιέργεια της πατρικής περιουσίας που παρέλαβα πριν χρόνια».

   «Ωραία, μα δεν καταλαβαίνω πως συνδέεστε με τον κυρ Γιάννη!».

   «Περιμένετε, θα φτάσω και σε αυτό. Τα πήρα από την αρχή, για να βοηθήσω στην κατανόηση. Εσείς αστυνόμε δεν δώσατε εντολή να τα πω όλα στην κυρία; Αυτό ακριβώς κάνω!».

   «Καλά, συνεχίστε κύριε Ξενάκη. Κυρία Μαυράκη, ας τον αφήσουμε να ολοκληρώσει».

   «Εντάξει, δικό μου λάθος. Ζητώ συγνώμη, πραγματικά! Εσείς είστε εδώ να βοηθήσετε στο θέμα μας, και σας πήρα από τα μούτρα αμέσως».

   Ο άνθρωπος αυτός, αφού υπήρξε η απαραίτητη συνεννόηση, συνέχισε κανονικά την κουβέντα από εκεί που σταμάτησε. Σιγά σιγά, έδειχνε να χαλάει την στριμωγμένη θέση του και να ελευθερώνεται.

  «Στις επισκέψεις μου στο χωριό που λέτε,  καταπιάνομαι με διάφορα και θέλω να ξεφεύγω από τη βαβούρα της πόλης. Δεν βάζω ούτε τηλεόραση να παίζει, ούτε ραδιόφωνο για να καταλάβετε. Έτσι, δεν μπόρεσα να ενημερωθώ ή να μάθω κάτι για την υπόθεση του ανθρώπου σας νωρίτερα. Τον ξέρω όμως τον κυρ Γιάννη!».

   «Τον γνωρίζετε, από παλιά;».

   «Όχι από παλιά, δεν έχουμε τόσο στενή γνωριμία».

   «Αλλά από πότε;».

   «Τον συνάντησα λίγες μέρες προτού φύγω για το χωριό μου, κάτω στο λιμάνι. Έκοβε βόλτες πέρα δώθε, αναστατωμένος. Έμοιαζε να ψάχνει κάτι ή κάποιον, αλλά περπατούσε στα χαμένα. Επειδή μου τράβηξε την προσοχή αυτή του η συμπεριφορά, πλησίασα και του μίλησα».

   «Αλήθεια, του μιλήσατε; Τι σας είπε;».

   «Δεν μου είπε τίποτα στην ουσία. Τραβήχτηκε παραπέρα φοβισμένος. Μόνο μια λέξη κατάφερα να συγκρατήσω καθώς απομακρυνόταν από το σημείο που βρισκόμουν εγώ».

   «Ποια ήταν η λέξη;».

   «Φαρμακείο, φάρμακο. Κάτι τέτοιο έλεγε και ξανάλεγε».

   «Είστε σίγουρος γι’ αυτό!».

   «Ναι, το άκουσα καθαρά αυτό. Δεν πρόλαβα να ακούσω άλλα, γιατί σας λέω έφυγε σαν κυνηγημένος. Τώρα που επέστρεψα από το χωριό μου, έτυχε να δω στο καφενείο μια εφημερίδα περασμένη, με τη φωτογραφία του. Έτσι, το σκέφτηκα και ήρθα να μιλήσω για ό, τι γνωρίζω και ελπίζω να βοήθησα με την μαρτυρία μου αυτή».

   Ο αστυνόμος, έδωσε την άδεια στον μάρτυρα να αποχωρήσει, αφού πρώτα τον συνεχάρη για το ενδιαφέρον που έδειξε και την προθυμία του να ενημερώσει για όσα έπεσαν στην αντίληψη του.

   Η Κλαίρη, ήταν τόσο πανικοβλημένη που έκανε έναν τυπικό χαιρετισμό στον κύριο αυτό, χωρίς ιδιαίτερες ευχαριστίες. Τα λόγια της χάθηκαν τελείως, και η φωνή της την εγκατέλειψε! Πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό αισθανόταν τόσο σαστισμένη. Βρισκόταν σε ισχυρό σοκ!

   «Κυρία Μαυράκη, μισό λεπτό να καλέσω να μας φέρουν λίγο νεράκι και συνεχίζουμε στην κουβέντα μας».

   «Ναι άμα είναι εύκολο, θα βοηθούσε. Πείτε όμως τι πιστεύετε για όλα αυτά τα καινούρια που προέκυψαν;».

   «Κοιτάξτε να δείτε…».

   Η ειδοποίηση από το χτύπημα της πόρτας διέκοψε τα λόγια του αστυνόμου. Η εντολή που έδωσε για το νερό εκτελέστηκε άμεσα. Ένας ψιλόλιγνος νεαρός, μπήκε με βιασύνη και πρόσφερε στην Κλαίρη το ποτήρι με το νερό. Τα χέρια του φαινόταν να τρεμουλιάζουν, και η μιλιά του το ίδιο. Ταιριαστά με την κατάσταση της Κλαίρης.  

   «Στην υγεία σας αστυνόμε!».

   «Στην υγεία σας κυρία Μαυράκη, και συνεχίζω λέγοντας πως αυτό που πιστεύω με βάση τα νέα δεδομένα είναι ότι ο κυρ Γιάννης βρέθηκε στο λιμάνι τις μέρες της εξαφάνισης του. Μάλιστα, το στοιχείο που δίνει βαρύτητα στην μαρτυρία είναι πέρα από την περιγραφή και τα λόγια που άκουσε ο κύριος Ξενάκης από το άλλο πρόσωπο».

   «Την αναφορά στο φαρμακείο εννοείται;».

   «Ναι, αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο».

   «Και τώρα, τι κάνουμε. Πως συνεχίζουμε;».

   «Κυρία Μαυράκη, θα ενημερώσω τους προϊσταμένους μου ως οφείλω και ανάλογα πράττουμε».

   «Δηλαδή;».

   «Κυρία Μαυράκη, δεν θέλω να κρύβομαι από εσάς. Αυτή τη φορά υπάρχει περίπτωση να μην δοθεί η άδεια για περαιτέρω έρευνα».

   «Και πως γίνεται αυτό, αφού δεν βρέθηκε ακόμα ο κυρ Γιάννης. Ούτε ζωντανός, ούτε διαφορετικά!».

   «Κατανοώ την αγανάκτηση και τον προβληματισμό σας, αλλά αφού στο σημείο έγινε ήδη αυστηρή έρευνα».

   «Ωραία, να ξαναγίνει τότε και αν δεν βρεθεί να συνεχίσουμε κανονικά! Να τους πιέσετε κι εσείς».

   «Κοιτάξτε, εγώ δεν γίνεται να τους πιέσω για κάτι. Μπορώ να εισηγηθώ και να προτείνω μόνο».

   «Εντάξει, να προτείνεται τότε αυτό που σας είπα».

   «Κυρία Μαυράκη, δεν θεωρώ αδύνατο να πετύχουμε τη διαταγή για επανάληψη της αυτοψίας στην περιοχή του λιμανιού, όμως δεν είναι εύκολο να ελπίζουμε για συνέχεια της έρευνας με τον ίδιο ρυθμό. Απλά θα υπάρχει ως αγνοούμενος ο κυρ Γιάννης, και βλέπουμε».

   «Αυτό που καταλαβαίνω και διορθώστε με αν κάνω λάθος, είναι πως πλέον χρειάζεται να περιμένουμε κάποιο τυχαίο γεγονός και όχι να στηριζόμαστε σε επίσημη έρευνα των αρχών».

   «Οι αρχές δεν θα πάψουν το ενδιαφέρον, αλλά δεν θα είναι όπως πρώτα. Οφείλω να σας πω την πάσα αλήθεια. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ψέματα, και το τελευταίο που θα έκανα είναι να σας δίνω ψεύτικες ελπίδες».

   Παρόλο που ο αστυνόμος υποστήριζε πως έλεγε ολόκληρη την αλήθεια στην Κλαίρη, στην πραγματικότητα απέφευγε να της ομολογήσει πως με την νέα μαρτυρία ενισχύονται οι πιθανότητες ο κυρ Γιάννης να παρασύρθηκε στη θάλασσα. Εσκεμμένα άφηνε ένα παράθυρο ανοιχτό στην υπόθεση, μην προσθέσει κι άλλη θλίψη στο πρόσωπο της αναστατωμένης Κλαίρης.

Σε μια εβδομάδα, η εικόνα των πραγμάτων άλλαξε εντελώς. Σε τίποτα δεν θύμιζε την έντονη δραστηριότητα και το ενδιαφέρον που ίσχυε κατά το προηγούμενο διάστημα, στην προσπάθεια αναζήτησης του κυρ Γιάννη. Όλοι ή σχεδόν όλοι, πίστεψαν πως ο αγνοούμενος ηλικιωμένος δεν ήταν πια στη ζωή και ότι έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Σε έναν άλλο κόσμο, ίσως καλύτερο, χωρίς έχθρες και διαμάχες, γεμάτο στοιχεία αγάπης και ομόνοιας.

   Μονάχα η Κλαίρη, κρατούσε άσβηστη στο βαθύ μέσα της την ελπίδα του γυρισμού. Θεωρούσε απίθανο το σενάριο ο κυρ Γιάννης να χάθηκε τόσο άδοξα και άδικα.

   «Κυρία Κλαίρη, καλημέρα!».

   «Καλημέρα κυρίαΕιρήνη, πως είστε;».

   «Να, πέρασα σήμερα που είναι και αρχή της εβδομάδας να σας ενημερώσω για ορισμένες αποφάσεις που πήρα, ώστε να είμαι σωστή απέναντι σας, όπως άλλωστε είστε κι εσείς σ’ εμένα».

   «Τι είναι κυρία Ειρήνη, έγινε κάτι κακό; Μήπως υπήρξε κάποια αμέλεια από μέρους σε οτιδήποτε αφορά την συνεργασία μας, και δεν το αντιλήφθηκα. Μιλήστε μου σας παρακαλώ, χωρίς δυσκολία ή ντροπή. Εξάλλου, έχουμε περάσει τόσα μαζί, το τελευταίο διάστημα. Αυτό από μόνο του, μας φέρνει ακόμα πιο κοντά».

   «Κοιτάξτε κυρία Κλαίρη μου, ξέρετε πόσο εκτιμώ εσάς προσωπικά και οικογένεια σας, και βεβαίως είμαι ευγνώμων για την ευκαιρία που δώσατε και την στήριξη σας, σε μέρες δύσκολες για εμένα. Κι αν έλεγα πως έχω παράπονο σε κάτι από εσάς, θα ήμουν τουλάχιστον αχάριστη. Μέχρι που θα έπεφτε φωτιά από τον ουρανό να με κυκλώσει».

   «Ωραία, τι άλλο συμβαίνει; Πείτε μου, ελεύθερα!».

   «Κυρία Κλαίρη, πήρα την απόφαση να μην συνεχίσω να πηγαίνω στο σπίτι του κυρ Γιάννη. Δεν λέω πως δεν έχω ανάγκη τα χρήματα, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση ηθικά σωστό και έντιμο το γεγονός να αμείβομαι, ενώ στην πραγματικότητα δεν προσφέρω εργασία. Απλά υπάρχω στο σπίτι, χωρίς αντικείμενο απασχόλησης».

   «Κυρία Ειρήνη, μήπως θα θέλατε να το σκεφτείτε ξανά! Από την πλευρά μου δεν τίθεται κανένα θέμα ή πρόβλημα».

   «Το ξέρω κυρία Κλαίρη, μα έχω καταλήξει στην απόφαση μου. Γι’ αυτό και ήρθα σήμερα, να ενημερώσω και να σας ευχαριστήσω για την συνεργασία μας».

   «Τι να πω κυρία Ειρήνη, δεν θέλω να σας πιέσω άλλο. Καταλαβαίνω τη στάση σας, και αυτό να ξέρετε σας τιμά! Δεν θα σκεφτόταν το ίδιο, αν βρισκόταν κάποιος άλλος στη θέση σας. Μακάρι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά και να συνομιλούσαμε τώρα υπό άλλες συνθήκες. Σας εύχομαι καλή δύναμη και κάθε καλό από εδώ και πέρα, γιατί είστε μια αξιοπρεπής κυρία, με ήθος και χαρακτήρα ξεχωριστό.

   «Κυρία Κλαίρη, αν εγώ είμαι όλα αυτά αναφέρατε μόλις, τότε τι να πει κανείς για εσάς, που διαθέτετε τόσες πολλές και τέτοιες αρετές, που σπανίζουν την εποχή που ζούμε. Δεν συναντάς εύκολα και κάθε μέρα, ανθρώπους όπως εσάς. Ταιριάζει με αυτό που λέει ο λαός μας, ότι συμβαίνει μια φορά στα χίλια χρόνια».

   «Να είστε καλά λοιπόν!».

   «Και εσείς κυρία Κλαίρη, κι ο Θεός να προστατεύει και να έχει υπό την σκέπη του την οικογένεια σας κι εσάς. Εύχομαι και καλές ειδήσεις για τον κυρ Γιάννη μας. Τα κλειδιά τα άφησα στο γνωστό σημείο, κάτω από την πετρούλα στη γωνία του κήπου».

   «Εντάξει, ώρα καλή και μακάρι να βρεθούμε ξανά, σε χαρούμενες στιγμές».

   Οι δυο γυναίκες, αγκαλιάστηκαν σφιχτά, με την Κλαίρη να βγαίνει έξω από τον πάγκο του φαρμακείου ώστε να αποχαιρετίσει ως αρμόζει και με κάθε επισημότητα την κυρία Ειρήνη».

   Την επόμενη Κυριακή, με την ολοκλήρωση της θείας λειτουργίας και το Άγιο εκκλησίασμα στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά, η Κλαίρη πήρε την Στελίνα και πήγαν επίσκεψη στο σπίτι του κυρ Γιάννη. Και θα σκεφτεί κανείς, επίσκεψη σε ένα άδειο σπίτι πως μπορεί να λογάται. Κι όμως, για εκείνες λες και ο νοικοκύρης ήταν εκεί και περίμενε με αγωνία να τις υποδεχτεί στο σπιτικό του.

   Φρόντισαν τις γλάστρες και τον κήπο. Έπειτα κάθισαν στην αυλή, παρατηρώντας τον χώρο.

   Η Κλαίρη, στην φθαρμένη και πολυκαιρισμένη ξύλινη καρέκλα με το ψάθινο κάθισμα και η Στελίνα στα πόδια της. Σκυμμένη στο στέρνο της μητέρας της, απολάμβανε την στιγμή.

   «Μαμά, τι σκέφτεσαι;».

   «Ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες Στελίνα μου, καλύτερες μέρες για όλους μας!».

   «Το ίδιο πιστεύω κι εγώ μαμά, σύντομα θα χαμογελάς και πάλι όπως παλιά».

   Η ευχή και τα λόγια της μικρής Στελίνας, ήχησαν σαν χαρούμενο κελάηδισμα πουλιού που βιάζεται να φέρει την άνοιξη. Την άνοιξη στη φύση, μα και στις καρδιές των ανθρώπων που την είχαν ανάγκη, να νιώσουν ολόκληρες,γιομάτες αγάπη.     

Ο γυρισμός

Μέγας χαμός και αναστάτωση ετούτο το απόγευμα στο φαρμακείο. Οι πελάτες δεν σταματούσαν να μπαίνουν και οι δύο αδερφές κινούνταν στον χώρο πέρα δώθε μήπως  προλάβουν και εξυπηρετήσουν όλο τον κόσμο.

   Μέχρι και η Ελένη με την μικρή Στελίνα, που βρέθηκαν εκείνη τη στιγμή στο φαρμακείο, επιστρατεύτηκαν ώστε να βοηθήσουν την κατάσταση. Έφερναν από τα ράφια τα απαραίτητα σκευάσματα, πάντα με την καθοδήγηση της Κλαίρης και της Σοφίας.

   Ήταν δύσκολο να δοθεί εξήγηση γι’ αυτήν την μεγάλη προσέλευση. Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος πως συμβαίνει λόγω της πληρωμής των συντάξεων, επειδή έτυχε αρχές του μήνα. Όμως, σε παρόμοιες ημερομηνίες και χρόνο δεν έβλεπες την ίδια εικόνα.

   Ακόμα και το τηλέφωνο δεν έμεινε ανεπηρέαστο σε αυτήν την μεγαλειώδη ανταπόκριση. Έδινε κι αυτό με τον ήχο του, το δικό του τόνο, ανάμεσα στην ανθρώπινη οχλαγωγία του κόσμου. Προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση, έπαιρναν οι παρόντες στον χώρο και ύστερα η τηλεφωνική ενημέρωση.

   Για μια στιγμή, το παρατεταμένο κουδούνισμα του τηλεφώνου δημιούργησε στην Κλαίρη την σκέψη πως το άτομο που καλούσε ίσως βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, γι’ αυτό και η επιμονή της κλήσης. Ζήτησε από την Στελίνα να της φέρει την συσκευή του φορητού τηλεφώνου από την άλλη γωνία του πάγκου.

   Η απάντηση της με ορμή, λόγω του φόρτου της εργασίας. Πάντα όμως με το χρώμα της ευγένειας και της καλοσύνης.

   Δεν κοίταξε ούτε τον αριθμό στην αναγνώριση κλήσης αν ήταν κάποιος γνωστός ή όχι. Που να προλάβει!

   «Παρακαλώ;».    

   Ξαφνικά, για την Κλαίρη ήταν λες και σταμάτησε ο χρόνος την ίδια στιγμή. Λες και δεν υπήρχε τόσος κόσμος μπροστά της. Δεν άκουγε τίποτε άλλο, παρά μόνο την φωνή του ανθρώπου στην τηλεφωνική γραμμή.

   «Ναι, Κλαίρη μου. Με ακούς κόρη μου;».

   «Σας ακούω κυρ Γιάννη μου, σας ακούω καθαρά!».

   Η αναφώνηση του ονόματος και, κυρίως, το ύφος και ο τρόπος της Κλαίρης, παρέσυραν αμέσως τις κόρες της και την Σοφία σ’ αυτήν την ιδιότυπη και ξαφνιασμένη ακινησία. Σαν κινηματογραφική ταινία ή βίντεο που κάποιος άθελα του πάτησε την παύση, δημιουργώντας το πάγωμα της εικόνας.

   «Κλαίρη μου, είσαι στη γραμμή; Σ’ έχασα για λίγο».

   «Όχι κυρ Γιάννη, εδώ είμαι. Δεν με χάνετε, μη φοβάστε! Ούτε κι εγώ εσάς, όχι πια».

   «Κλαίρη μου, έστειλα νωρίτερα την κυρία Ειρήνη να πάρει ένα φάρμακο από εκεί, αλλά καθυστερεί στην επιστροφή της και ανησύχησα. Αυτός είναι και ο λόγος του τηλεφωνήματος».

 «Κυρ Γιάννη, θα σας το φέρω  αμέσως. Στην κυρία Ειρήνη έτυχε κάτι έκτακτο που αφορά την οικογένεια της, και χρειάστηκε να φύγει. Έπρεπε να σας ενημερώσουμε αλλά έπεσε αρκετή δουλειά. Το αμελήσαμε, συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη!».

 «Α΄ εντάξει, σε περιμένω τότεή αν έχεις δουλειάνα έρθω εγώ από εκεί;».

   «Όχι, έρχομαι. Σε πέντε λεπτά θα είμαι κοντά σας. Μην κινηθείτε!».

   Η Κλαίρη, ζήτησε συγγνώμη από τους πελάτες και έβγαλε την άσπρη ρόμπα του φαρμακείου. Πήρε από το ράφι το φάρμακο του κυρ Γιάννη και έτρεξε προς την έξοδο, αφήνοντας πίσω τις δύο κόρες για βοήθεια στην Σοφία. Η αδερφή της δεν ρώτησε κάτι παραπάνω. Κατάλαβε πως το τηλεφώνημα αφορούσε τον γυρισμό του κυρ Γιάννη.

   Η πίστη της Κλαίρης δεν διαψεύστηκε. Το ποθητό έγινε πραγματικότητα! Η μεγάλη στιγμή έφτασε.

   Όση ώρα κατηφόριζε για το σπουδαίο αντάμωμα, περνούσαν από το μυαλό της όλες αυτές οι στιγμές αναζήτησης του δικού της κυρ Γιάννη. Οι εθελοντές, ο αστυνόμος, η έρευνα. Ακόμα και οι στιγμές στο λιμάνι. Την ημέρα της κακής είδησης, αλλά και την βραδιά της τεράστιας ανθρώπινης αγκαλιάς στο ίδιο σημείο.

   Όλα άξιζαν! Η αγάπη και η προσευχή τόσων ανθρώπων, γνωστών ή αγνώστων, ήταν που έφεραν πίσω τον άνθρωπο τους. Έφτασαν μέχρι τον ουρανό.

   Σαν έφτασε στην μικρή αυλή του σπιτιού, της φάνηκε πιο όμορφη και λαμπερή από ποτέ. Ακόμη και τα άνθη του κήπου, υπήρχε η αίσθηση πως μύριζαν διαφορετικά, πιο έντονα πιο ζωντανά. Μάλλον, γιόρταζαν κι εκείνα το υπέροχο γεγονός.

   Η πόρτα μισάνοιχτη. Έσπρωξε και μπήκε στο εσωτερικό, ώστε να αντικρύσει αυτό που περίμενε τόσο καιρό.

   «Κλαίρη μου, καλώς ήρθες!».

«Κυρ Γιάννη μου, κυρ Γιάννη μου».

   Η Κλαίρη έτρεξε προς το μέρος του ηλικιωμένου, που βρισκόταν καθισμένος στο κρεβάτι του. Δεν κρατήθηκε, τον αγκάλιασε σφιχτά, με τα δάκρυα να κυκλώνουν το πρόσωπο της.

   «Κλαίρη, τι έπαθες; Μήπως συνέβη κάτι…».

   «Όχι κυρ Γιάννη, τα άσχημα πέρασαν. Όλα καλά τώρα, είστε εδώ».

   «Εδώ είμαι παιδί μου, που να πάω!».

   Ο κυρ Γιάννης την χάιδεψε πατρικά στο κεφάλι, θέλοντας να ανταποδώσει την θέρμη του δικού της αγκαλιάσματος. Μια εικόνα βγαλμένη από τον μαγικό κόσμο του παραμυθιού.

   «Λοιπόν κυρ Γιάννη, αφού έτυχε το επείγον θέμα στην κυρία Ειρήνη μας, θα κοιτάξω να μείνω εγώ μαζί σας απόψε».

   «Παιδί μου, δεν πειράζει. Δεν θα πάθω τίποτα να μείνω και μια βραδιά μόνος. Θα τα καταφέρω!».

   «Όχι κυρ Γιάννη. Απόψε θα κάνουμε παρεϊτσα».

   Ο κυρ Γιάννης φάνηκε να μην θυμάται τίποτα. Το μυαλό του σταμάτησε την βραδιά που άλλαξε την ζωή τους. Ευτυχώς, όχι για πολύ.

   Η Κλαίρη αφού τα είπε για λίγο με τον ξενιτεμένο παππού, που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη, βγήκε στην αυλή. Τηλεφώνησε στο φαρμακείο και στην υπόλοιπη οικογένεια. Στην συνέχεια πήρε τον αστυνόμο, τον Κώστα τον εθελοντή, την κυρία Ειρήνη. Δεν άφησε κανέναν να μην τον ενημερώσει για το χαρμόσυνο γεγονός.

   Όπως όταν γεννιέται ένα παιδί, που οι γονείς αρχίζουν τα τηλέφωνα σε όλους τους συγγενείς. Για την ανακοίνωση του ερχομού ενός νέου ανθρώπου στον κόσμο.

Συμφώνησαν βέβαια να αποφύγουν τις επισκέψεις το ίδιο βράδυ, ώστε μην προκαλέσουν σύγχυση στον κυρ Γιάννη. Μόνο η Σοφία με τις κόρες της Κλαίρης πέρασαν για χαιρετισμό όταν τέλειωσαν με τις εργασίες του φαρμακείου, κι εκείνες αφού έλαβαν πρώτα σαφείς οδηγίες για να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές.

   Η εικόνα του κυρ Γιάννη ως αφορά την όψη ήταν αυτό που έκανε εντύπωση. Η ίδια, όπως την ημέρα που χάθηκε. Μονάχα τα ρούχα του ήταν διαφορετικά, γεγονός που μαρτυρούσε πως βρισκόταν κάπου όπου είχε εξασφαλίσει τα απαραίτητα. Ίσως να το μάθαιναν στην πορεία, ποιος ξέρει.

   Η Κλαίρη, έμεινε τελικά στον κυρ Γιάννη εκείνη τη νύχτα. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Βέβαια, όχι ότι κοιμήθηκε καθόλου, τα μάτια της ορθάνοιχτα και στραμμένα στο μέρος του κυρ Γιάννη. Τον χάζευε μέσα στην ηρεμία που έβγαζε ο ύπνος του, και ταυτόχρονα τον παρατηρούσε μέχρι να χορτάσει την παρουσία του.

   Οι μέρες που έλειψε, ήταν οι δυσκολότερες στη ζωή της Κλαίρης. Δεν έτυχε να περάσει μέχρι τότε παρόμοιο περιστατικό, και μέσα της ευχόταν μην της δώσει ο Θεός τέτοιο βάρος ξανά. Δεν ήταν η σωματική κούραση ή οι ώρες που αφιέρωνε στην προσπάθεια και τον αγώνα των ερευνών για την αναζήτηση του κυρ Γιάννη, η ψυχική εξάντληση και η κόπωση ήταν που την ταλαιπώρησαν παραπάνω. Η μετάβαση από την χαρά στην θλίψη, η αγωνία, η προσμονή και ενίοτε η απογοήτευση.

   Υπήρχε όμως η ελπίδα καλά μπολιασμένη στην ψυχή της, κι αυτό την κρατούσε δυνατή. Η ελπίδα της ζωής.

    Με τούτες τις σκέψεις άρχισε σιγά σιγά να χαράζει και ν’ αχνοφαίνεται το χρώμα της μέρας. Με τις πρώτες χαρούμενες ακτίδες να κάνουν την εισβολή τους από τις μεγάλες χαραμάδες στα παραθυρόφυλλα, θέλοντας να ζεστάνουν ακόμα περισσότερο την ήδη καλή ατμόσφαιρα εσωτερικά του σπιτιού.

   Λίγο αργότερα, η Κλαίρη και ο κυρ Γιάννης βρέθηκαν όρθιοι. Τον βοήθησε να ετοιμαστεί και του έφτιαξε πρωινό. Καφέ ελληνικό σκέτο με πολύ καϊμάκι, μερακλίδικο, και μερικά βουτήματα για συνοδευτικό. Η αλήθεια, τον καφέ τον προτιμούσε γλυκό ο κυρ Γιάννης, με δύο κουταλιές ζάχαρη μάλιστα. Η Κλαίρη, την άλλαξε αυτήν την συνήθεια και τον γύρισε σε σκέτο, για την υγεία του κυρ Γιάννη.

   Ο ηλικιωμένος γκρίνιαζε βέβαια τον πρώτο καιρό, μα στο τέλος έγινε το χατίρι της Κλαίρης, και το κατανόησε και ο ίδιος ότι ήταν για το καλό του.

   Αφού τέλειωσαν μ’ αυτές τις ετοιμασίες του πρωινού, πήραν να ανηφορίσουν το δρόμο προς το φαρμακείο. Εκεί κανονίστηκε να περάσει το μεσημέρι και η κυρία Ειρήνη, να αναλάβει και πάλι καθήκοντα.

    Ευτυχώς, δεν πρόλαβε να την πιάσει κάποιος άλλος στην εργασία του, και είχαν την χαρά να σμίξουν ξανά οι δρόμοι τους. Διαφορετικά, τα πράγματα θα δυσκόλευαν αρκετά. Που να βρεις κατάλληλο πρόσωπο, με εντιμότητα, αξιοσύνη και με περίσσια προσήλωση σε αυτό που καλείται να κάνει.

   Στην διαδρομή, οι κοντινοί της περιοχής έτρεχαν να τον χαιρετίσουν και να του σφίξουν το χέρι. Κάτι σαν το ποίμνιο που προσέρχεται να πάρει την ευλογία του ιερωμένου και πνευματικού τους.

   «Κλαίρη, να σε ρωτήσω κόρη μου;».

   «Ό,τι θέλετε κυρ Γιάννη».

   «Τι έπαθαν σήμερα όλοι οι γειτόνοι εδώ και έρχονται και με χαιρετούν τόσο θερμά. Πρώτη φορά συμβαίνει αυτό! Αν θυμάσαι, ούτε τότε που αρρώστησα και έλειψα για ένα διάστημα στο νοσοκομείο δεν βρέθηκα σε τέτοια υποδοχή.

   «Καθόλου περίεργο κυρ Γιάννη. Απλά συμβαίνει να είστε πολύ αγαπητός στον κόσμο. Ε΄ δεν θέλει και πολύ, βλέπει ο ένας τον άλλον που έρχεται να χαιρετίσει, θα ακολουθήσει και ο επόμενος. Μην φανεί ότι κάτι έχουν οι άλλοι και δεν πλησιάζουν».

   «Ίσως να είναι όπως τα λες».

   «Έτσι είναι, έτσι! Ο καλύτερος στη γειτονία είστε κυρ Γιάννη. Σαν να μου φαίνεται πως πρέπει να αρχίσω να αισθάνομαι κι εγώ σημαντική, που περπατώ δίπλα σας. Πως την λένε την παροιμία κυρ Γιάννη: κοντά στον βασιλικό, ποτίζεται και η γλάστρα».

   «Σωστά τη λες αυτήν την παροιμία, μα στην δική μας περίπτωση μάλλον ισχύει το ίδιο, με αλλαγή στους ρόλους».

   Ο κυρ Γιάννης εννοούσε πως εκείνος πρέπει να νιώθει περήφανος με τη συνοδεία της Κλαίρης, κάτι που πραγματικά αισθανόταν.

   Σαν έφτασαν στο φαρμακείο, κι εκεί μια από τα ίδια. Μόνο που δεν στρώθηκε κόκκινο χαλί να πατήσει ο ηλικιωμένος προτού μπει στο κατάστημα.

   Μέχρι το κλείσιμο, πέρασε κόσμος και κόσμος. Περισσότερο για συνάντηση και χειραψία με τον κυρ Γιάννη. Επί τη ευκαιρία, μη φανούν απρεπείς και άκομψοι στην κίνηση τους, αγόραζαν και κάτι απλό από το φαρμακείο.

   «Είδατε κυρ Γιάννη, μας φέρατε γούρι στο μαγαζί. Πελατεία μεγάλη, και ευτυχώς όχι για σοβαρές ασθένειες μα για ελαφριά πράγματα».

   «Λες κόρη μου, να το προκάλεσα εγώ. Μακάρι να είναι έτσι!».

   Ο κυρ Γιάννης καθόταν στην γνωστή θέση του στον μαύρο καναπέ, με κορμοστασιά και ύφος αρχοντικό, πιότερο από άλλες φορές. Μπορεί να οφειλόταν στην μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου.

   «Α΄ κυρ Γιάννη, ξέχασα να σας πω! Με πήρε  τηλέφωνο χθες ο αστυνόμος. Εκείνος που έκανε την έρευνα για την κλοπή στο σπίτι σας. Τον θυμάστε;».

   «Ναι, πως δεν τον θυμάμαι. Τον Νικολόπουλο λες!».

   «Όχι όχι, τον Αναγνώστου κυρ Γιάννη».

   «Ναι ναι, αυτόν! Πως μου ήρθε το άλλο όνομα δεν ξέρω, από λάθος».

   «Δεν πειράζει, ίσως να είναι κάποιος παλιός αστυνόμος που γνωρίζατε και έγινε μπέρδεμα».

   «Μπορεί να είναι κι έτσι. Μα αυτός ο αστυνόμος, ο δικός μας, για ποιο λόγο θα έρθει; Δεν πρόκειται να κάνω μήνυση. Αυτό δεν συνεννοηθήκαμε τότε!».

   «Καλά θυμάστε κυρ Γιάννη, μα ίσως έρχεται για άλλον λόγο. Που ξέρετε, ίσως  υπάρχουν νεότερα για τα πράγματα που σας έκλεψαν εκείνη τη νύχτα».

   «Τι να πω, δεν ξέρω τι να πιστέψω!».

   «Υπομονή κυρ Γιάννη, το απόγευμα θα τα μάθουμε όλα!».

   Φεύγοντας από το φαρμακείο, πέρασαν από τον φούρνο και πήραν μερικά γλυκίσματα, για κέρασμα στους επισκέπτες του απογεύματος. Μαζί τους και η κυρία Ειρήνη, που έφτασε ακριβώς την ώρα που συνεννοήθηκαν.

   Η Κλαίρη, τους άφησε με την υπόσχεση να βρεθούν πάλι στην συνάντηση με τον αστυνόμο. Προσπαθούσε να δείξει την περιέργεια της με κάθε τρόπο, ώστε μην φανεί πως γνωρίζει οτιδήποτε για την περίπτωση.

   Γύρω στις επτά το βράδυ, οι προγραμματισμένες αφίξεις ξεκίνησαν στο σπίτι του ηλικιωμένου. Η Κλαίρη έφτασε πρώτη, με σκοπό να προετοιμάσει το κλίμα. Είκοσι λεπτά αργότερα, έκανε την εμφάνιση του και ο αστυνόμος. Δεν ήταν μόνος.

   «Καλησπέρα καλησπέρα, τι κάνετε;».

   Ο αστυνόμος μπήκε φουριόζος, κι αφού χαιρέτισε τις δύο γυναίκες, την Κλαίρη και την κυρία Ειρήνη, που βρισκόταν μπροστά στην είσοδο, γύρισε την κατεύθυνση του προς τον ηλικιωμένο.

   «Καλησπέρα αστυνόμε, καλώς ήρθατε στο σπιτικό μου!».

   «Κυρ Γιάννη, με θυμάστε απ’ ότι βλέπω».

   «Σε θυμάμαι, σε θυμάμαι. Είπαμε, είμαι γέρος στην ηλικία μα το μυαλό και τα μάτια, δεν με πρόδωσαν ακόμη».

   «Μπράβο κυρ Γιάννη, μπράβο! Να, έφερα για παρέα κι έναν καλό φίλο, τον Κώστα. Μόλις του είπα για εσάς, ανυπομονούσε να σας γνωρίσει. Δεν πιστεύω να υπάρχει πρόβλημα!».

   «Τι πρόβλημα να υπάρχει, ευπρόσδεκτοι και οι δύο».

   Ο φίλος αυτός, πλησίασε τον κυρ Γιάννη, του έσφιξε το χέρι και τον χτύπησε στοργικά στον ώμο. Δεν ήταν άλλος, από τον Κώστα τον εθελοντή, που ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα στην θέα του κυρ Γιάννη. Ήταν σαν να δικαιώνονταν ολόκληρος ο αγώνας της έρευνας, το προηγούμενο διάστημα.

   Το μεγαλείο της ανθρώπινης ζωής και ψυχής το αντίκριζε με τα μάτια του, στο σεβάσμιο πρόσωπο του κυρ Γιάννη.

   «Άντε παιδιά μου, κοπιάστε να κεραστείτε από τα καλούδια που ετοίμασαν οι κοπέλες του σπιτιού, κι ύστερα μιλάμε για τον λόγο της επίσκεψης».

  «Ναι κυρ Γιάννη, έχετε δίκιο. Όλα στην ώρα τους!».

   Αυτό είπε ο αστυνόμος και προχώρησε στο τραπέζι, κάνοντας νόημα στην Κλαίρη.

   Η Κλαίρη πιάνοντας το μήνυμα, έκανε την κίνηση ν’ ανοίξει μια γενική συζήτηση. Ήθελε να καθησυχάσει τον κυρ Γιάννη, που φαινόταν ν’ αγωνιά για το αίτιο που έφερε τον αστυνόμο στο σπίτι του.

    Μίλησαν για το φαρμακείο και τις δύσκολες ασθένειες του κόσμου, αλλά και για την αυξημένη εγκληματικότητα και τους κινδύνους των ανθρώπων που υπηρετούν στην αστυνομία.

   Μετά από αυτά, ο κυρ Γιάννης επέστρεψε την συζήτηση στο θέμα που τον αφορούσε. Δεν έλεγε να ξεχαστεί ή να το αφήσει.

   «Λοιπόν αστυνόμε, αφού λύσαμε όλα τα υπόλοιπα… για πείτε μας ποιος καλός άνεμος σας φέρνει στα μέρη μας, με τον συνάδελφο σας;».

   «Ο Κώστας κυρ Γιάννη δεν είναι συνάδελφος. Απλά φίλος, που ήρθε για παρέα. Μπερδευτήκατε!».

   «Ναι κυρ Γιάννη, εγώ άκουσα τόσο ωραία λόγια για εσάς και την γνωριμία σας με τον αστυνόμο, και ήρθα μόνο και μόνο  να σας γνωρίσω. Τέτοιους ανθρώπους, αξίζει να τους συναντάς και να κάνεις διάλογο μαζί τους. Δεν χάνεις τίποτα! Αντιθέτως, βγαίνεις κερδισμένος σε πολλά από αυτές τις επαφές».

   «Να είσαι καλά παιδί μου, κι εσύ και ο αστυνόμος για τον καλό του λόγο. Δεν έκαμα και κανένα ανδραγάθημα και με διαφημίζει τόσο. Όπως και να έχει πάντως, σας ευχαριστώ ειλικρινά».

   «Κυρ Γιάννη, και για να μην αφήσουμε αναπάντητο και το άλλο ερώτημα σας. Σήμερα ήρθαμε να σας ενημερώσουμε ότι βρισκόμαστε κοντά στα ίχνη των ατόμων που μπήκαν στο σπίτι και σας έκλεψαν. Αυτών των προσώπων δηλαδή που ευθύνονται για την ταλαιπωρία και την στεναχώρια που πήρατε τότε. Είναι θέμα χρόνου να τους συλλάβουμε. Γι’ αυτό έκρινα σωστό να το γνωρίζετε, και να μη φοβάστε από δαύτους».

   «Κύριε αστυνόμε, καλά κάνατε και ακολουθήσατε αυτή την φροντίδα. Εγώ θα είμαι καλυμμένος αν βρεθούν τα πράγματα. Αν δεν βρεθούν, πάλι δεν πειράζει. Αρκεί αυτά τα άτομα να κατανοήσουν το λάθος τους και να μην το επαναλάβουν».

   «Δηλαδή κυρ Γιάννη, αν κατάλαβα καλά, μένετε σταθερός στην αρχική σας άποψη. Δεν έχετε αλλάξει γνώμη από την πρώτη μας συνάντηση».

   «Ακριβώς, και δεν σκοπεύω να αλλάξω. Σας εξήγησα ήδη».

   «Βεβαίως κυρ Γιάννη, καταλαβαίνω. Να ρωτήσω μιας και βρίσκομαι εδώ… εσείς έτυχε να προσέξετε κάτι περίεργο από τότε ή κάποια ύποπτη κίνηση. Είναι όλα εντάξει στην καθημερινότητα σας;».

   «Τίποτα το ανησυχητικό κύριε αστυνόμε, που να είναι χρήσιμο για τον χώρο σας. Οι δικές μου μέρες, πέρα από ότι περνούν γρήγορα, έτσι δηλαδή μου φαίνεται εμένα, κατά τα άλλα δεν εμφανίζουν άλλο στοιχείο παράξενο. Εδώ, η Κλαίρη και η κυρία Ειρήνη, τα γνωρίζουν από πρώτο χέρι, που έχουν πάρει πάνω τους το βάρος των χρόνων της ηλικίας μου».

   «Κανένα βάρος κυρ Γιάννη! Ίσα ίσα που είσαι ελαφρύς, σαν πούπουλο. Άρα, τι να μας δυσκολέψει».

   Η Κλαίρη το γύρισε στο αστείo, δίνοντας τη δική της απάντηση, με τον μοναδικό όμορφο τρόπο της. Ήξερε πότε να μιλήσει και τι κουβέντες να βάλει στο λόγο της. Λίγοι άνθρωποι, διέθεταν αυτό το ταλέντο.

   Ο αστυνόμος κοίταξε τον Κώστα, ανασηκώνοντας τα πυκνά φρύδια στο σημείο του μετώπου. Κίνηση που έδινε το στίγμα πως πλησίαζε η ώρα να ολοκληρώσουν την επίσκεψη τους.

   Ο Κώστας σηκώθηκε από το κάθισμα του, και επέστρεψε στο μέρος του ηλικιωμένου.  Τον ακούμπησε στην πλάτη και μίλησε με περηφάνια για την γνωριμία τους, ενώ δεσμεύτηκε να ξαναβρεθούν. Μια δήλωση που έμοιαζε περισσότερο με φιλική υπόσχεση.

   Παρόμοια στάση ακολούθησε και ο αστυνόμος στον αποχαιρετισμό του. Πιο συγκρατημένος και τυπικός, λόγω της θέσης του.

   Η Κλαίρη τους ξεπροβόδισε, προχωρώντας μαζί τους μέχρι την αυλή. Τα λόγια που αντάλλαξαν στο εξωτερικό του σπιτιού, αφορούσαν την διαπίστωση των δύο αντρών ότι ο κυρ Γιάννης δεν θυμόταν το παραμικρό από την περιπέτεια που προηγήθηκε. Η μνήμη του δεν φάνηκε να κράτησε κάτι, από τις ημέρες που έλειψε. Τουλάχιστον, κάτι που μπορούσε να θυμηθεί και να φανερώσει στους κοντινούς και συνομιλητές του.

   «Κλαίρη, πάλι καλά που στα υπόλοιπα θέματα είναι καλά. Δεν έχει για παράδειγμα κάποιον τραυματισμό ή άλλη βλάβη».

   «Κώστα έτσι δείχνει, αλλά για να είμαστε καλυμμένοι, έκλεισα ήδη ραντεβού με τον γιατρό που τον παρακολουθεί εδώ και χρόνια.Nα τον εξετάσει και να γίνει ένας γενικός έλεγχος».

 «Σωστά, νομίζω πως χρειάζεται, μήπως υπάρχει οτιδήποτε, και εμφανιστεί ξαφνικά. Εσύ τι λες αστυνόμε;».

   «Παιδιά, η πρόληψη πάντα βοηθά… το ξέρω από πρώτο χέρι, όπως και η Κλαίρη άλλωστε. Όπως και να είναι, εμείς θα είμαστε κοντά και μακάρι να μην κριθεί αναγκαία η βοήθεια μας. Η παρουσία μας να περιορίζεται μόνο σε φιλικές επισκέψεις, από εδώ και πέρα».

   «Έτσι είναι! Σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, και τους δύο. Αν δεν ήσασταν μαζί όλο αυτό το διάστημα, δεν μπορώ να σκεφτώ πως θα εξελισσόταν το πράγμα. Είναι σαν να δώσαμε έναν αγώνα και τον κερδίσαμε. Έτσι αισθάνομαι».

   Λίγο πριν απομακρυνθούν, ο Κώστας γύρισε και ενημέρωσε την Κλαίρη ότι η δημοσιογράφος στην οποία έδωσε συνέντευξη τις μέρες της αναζήτησης εξέφρασε το ενδιαφέρον να παρουσιάσει ξανά το θέμα, με την παρουσία της Κλαίρης στην εκπομπή.

   Η Κλαίρη τον κοίταξε, κοντοστάθηκε  λίγο και μετά απάντησε.

   «Δεν είμαι εγώ για άλλη δημοσιότητα. Αν θέλει, θα σου δώσω ένα γράμμα ευχαριστήριο προς τον κόσμο που κινητοποιήθηκε και μας συμπαραστάθηκε αυτόν τον καιρό. Κι αν γίνεται να το δημοσιεύσει ή να το ανακοινώσει… όχι με το όνομα μου, αλλά εκ μέρους των οικείων του κυρ Γιάννη. Αυτό πες της!».

   Σαν επέστρεψε μέσα, βρήκε τον κυρ Γιάννη να συζητά με την κυρία Ειρήνη, με το πρόσωπο του γεμάτο χαρούμενες ρυτίδες.

   «Έλα Κλαίρη, κάτσε στην παρέα μας!».

   «Θα καθίσω λίγο ακόμα, να βοηθήσω την κυρία Ειρήνη να μαζέψει, κι ύστερα θα σας καληνυχτίσω κι εγώ. Έχουμε πρωινό ξύπνημα αύριο».

   «Όση ώρα θες παιδί μου. Εμείς εδώ θα είμαστε πάντως, δεν φεύγουμε».

   «Αυτό έλειπε να φύγετε κυρ Γιάννη! Μη λέτε τέτοια και μας κάνετε να τρομάζουμε».

   «Μη σκιάζεσαι κόρη μου! Από εδώ θα φύγω μονάχα όταν το θελήσει ο Θεός. Που θα βρω καλύτερα εξάλλου».

   «Αυτό να λέγεται κυρ Γιάννη, κάνουμε καλή ομάδα».

   Με αυτήν την ωραία εικόνα έκλεισε η βραδιά τους. Ένιωσαν πράγματα που κόντευαν να ξεχάσουν, με τη θλίψη σαν επίσημη συνοδό τις μέρες που πέρασαν.

   Δεν θα ήθελε κανένας τους, να ζήσουν ξανά όμοιο περιστατικό. Μέσα της η Κλαίρη ευχόταν να μην βρεθεί άλλος στην ίδια κατάσταση. Κοιτάς τους δείκτες του ρολογιού να γυρνούν και δεν ξέρεις αν το αγαπημένο σου πρόσωπο είναι στη ζωή και που βρίσκεται. Οι δείκτες επιστρέφουν εκεί που ξεκίνησαν, κι εσύ στο ίδιο σημείο, απλά να περιμένεις ένα νέο, που θα απαλύνει τα πάντα.

   Οι επόμενες μέρες ήταν σαν μέρες γιορτής για όλα τα μέλη της οικογένειας Μαυράκη. Η διάθεση τους ήταν τέτοια που έπεφταν για ύπνο με χαμόγελο και ξυπνούσαν πάλι με το χαμόγελο στο πρόσωπο. Ο γυρισμός του κυρ Γιάννη, ήταν λες και έσβησε κάθε προηγούμενη πίκρα ή δυσάρεστο γεγονός. 

   Επιπλέον, είχαν την αίσθηση ότι η παρουσία του κυρ Γιάννη τους έφερνε «γούρι» σε όλα τα επίπεδα, με θετική εξέλιξη των πραγμάτων και ευεργετική επίδραση στις σχέσεις των μελών της οικογένειας. Ήταν δεμένη οικογένεια, αλλά ο κυρ Γιάννης έμοιαζε να τους ενώνει ακόμα περισσότερο.

   Η εβδομάδα στα πάνω της, πρωί Τετάρτης, και οι εργασίες στο φαρμακείο συνέχιζαν σε ρυθμούς γνώριμους. Με την προτίμηση του κόσμου στο συγκεκριμένο κατάστημα να υπερέχει σε διαφορά από τα υπόλοιπα της περιοχής. Γεγονός που γέμιζε με ενέργεια και περηφάνια τις δύο αδερφές, ώστε να προχωρούν σταθερά και δυναμικά το έργο τους, και σ’ αυτό που γνώριζαν να κάνουν καλά και με περίσσια προσήλωση.

   «Σοφία απαντάς στο τηλέφωνο σε παρακαλώ, γιατί βλέπω πως πλησιάζει η κυρία Μάγδα, και αυτή θέλει ιδιαίτερη μεταχείριση».

   Η Κλαίρη ήξερε το ιστορικό της γυναίκας αυτής, από παλιά. Γι’ αυτό έδειξε την προθυμία να εξυπηρετήσει. Και η αλήθεια, υπήρχαν ορισμένοι που λόγω εμπιστοσύνης και μακρόχρονης εμπιστοσύνης, πήγαιναν απευθείας στο μέρος της την περπατησιά τους.

   Δεν έδειχναν διάθεση να την αλλάξουν, παρόλο που και η Σοφία αν και λιγότερο χρόνο στο φαρμακείο, κατάφερε να κερδίσει την συμπάθεια και την εκτίμηση των περισσοτέρων πελατών. Άσε που υπήρχαν φορές που κάποιοι την μπέρδευαν με την αδερφή της, και επέμεναν να την αποκαλούν με το όνομα της Κλαίρης. Όσο κι αν τους διόρθωνε με ευγένεια, δεν το άλλαζαν. Μέχρι που σταμάτησε από διακριτικότητα και κατανόηση.

   Εξάλλου, δεν την μπέρδευαν με κανένα ξένο άτομο! Με την αδερφή της, για την οποία περηφανευόταν και η ίδια. Ίσως να ένιωθε και ευχάριστα με αυτό το λάθος στο όνομα. Ήταν τιμητικό πέρα ως πέρα, και όχι ενοχλητικό.

   «Κλαίρη συγγνώμη που σε διακόπτω, η κυρία Ειρήνη είναι στο τηλέφωνο και ζητά να σου μιλήσει».

   Η καρδιά της πήγε στην κούλουρη. Πήρε μια τρομάρα που δεν λέγεται, μην τυχόν είχαμε πάλι κανένα επεισόδιο εξαφάνισης ή τίποτα τέτοιο.

 «Σοφία επειδή εξυπηρετώ την κυρία Μάγδα, πες της αν δεν είναι κάτι επείγον θα την πάρω σε δέκα λεπτά».

   Η Σοφία μετέφερε την απάντηση της αδερφής της στην κυρία Ειρήνη, και συμφώνησαν να την καλέσει μόλις ολοκληρώσει την εργασία της και διευκολυνθεί από θέμα χρόνου.

   Δεν καθυστέρησε ιδιαίτερα με την κυρία Μάγδα, και αμέσως έτρεξε στο τηλέφωνο. Να προλάβει προτού μπει άλλος γνωστός πελάτης, και αφήσει την κυρία Ειρήνη να περιμένει για ώρα.

   «Κυρία Ειρήνη μου, καλημέρα! Σήμερα με προλάβατε η αλήθεια είναι. Δεν πήρα εγώ να μάθω τα νέα σας, και το κάνατε εσείς. Αντιστράφηκαν οι ρόλοι».

   Η Κλαίρη συνήθιζε το πρωινό πριν αρχίσουν να καταφθάνουν οι πελάτες, από τις επισκέψεις τους στα νοσοκομεία της περιοχής, να κάνει ένα μικρό σε διάρκεια τηλεφώνημα στο σπίτι του κυρ Γιάννη. Φρόντιζε να ενημερωθεί από την κυρία Ειρήνη αν είναι όλα καλά και ήρεμα.

   Την ίδια πρακτική ακολουθούσε και τα βράδια,  πριν το κλείσιμο. Αν και είχε δώσει το ελεύθερο στην κυρία Ειρήνη, και την καλούσε για οποιαδήποτε ανάγκη, ανεξάρτητα από την ώρα.Βέβαια, η κυρία Ειρήνη δεν το έκανε συχνά, από διακριτικότητα και σεβασμό. Μόνο αν αφορούσε κάτι επείγον, που έπρεπε να λάβει γνώση η Κλαίρη.

  «Δίκιο έχετε κυρία Κλαίρη μου, σας πρόλαβα. Δεν θα έπαιρνα, απλά προέκυψε  κάτι».

   Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα της, και η Κλαίρη την έκοψε απότομα.

   «Τι, τι είναι; Νόμιζα ότι δεν ήταν κάτι ανησυχητικό. Πείτε μου, είναι καλά ο κυρ Γιάννης».

   «Κυρία Κλαίρη, ηρεμήστε! Μια χαρά είναι ο κυρ Γιάννης».

   «Τότε, εσείς. Τι συμβαίνει;».

   «Και οι δύο έχουμε την υγεία μας, δόξα το μεγαλοδύναμο».

   «Ωραία, αφού δεν είναι θέμα υγείας, με τι έχει να κάνει;».

   «Να κυρία Κλαίρη, πέρασε νωρίτερα από εδώ μια κυρία, κοινωνική λειτουργός».

   «Α΄ εντάξει, καλό είναι αυτό!».

   «Ναι, μακάρι να είναι για καλό. Με ρωτούσε διάφορα πράγματα για τον κύριο Γιάννη, και για εσάς. Ακόμα και για το διάστημα που τον ψάχναμε».

   «Σου είπε μήπως κάτι περίεργο. Σε ακούω διστακτική ή είναι ιδέα μου;».

   «Όχι δεν είναι ιδέα σας, αναφέρθηκε και σε άλλα σημεία. Γεγονός που με έβαλε σε σκέψεις».

   «Όπως, κυρία Ειρήνη;».

   «Έχει προηγηθεί συνάντηση με τα ανίψια του κυρ Γιάννη λέει, που είναι και οι μοναδικοί συγγενείς, και διάφορα τέτοια».

   «Ναι, αυτό σίγουρα δεν είναι τόσο θετικό. Πως προέκυψαν τα ανίψια; Για πολλά χρόνια απόντες, ούτε το διάστημα της εξαφάνισης δεν ενδιαφέρθηκαν».

   «Της το είπα αυτό, μα παρόλο που το σημείωσε στα χαρτιά της, δεν φάνηκε να στέκεται παραπάνω».

   «Τίποτα άλλο; Σου άφησε όνομα, μήπως τηλέφωνο».

   «Δεν άφησε εκείνη, αλλά μου ζήτησε το δικό σας. Είπε πως θα φροντίσει να επικοινωνήσει μαζί σας, μέσα στην εβδομάδα. Για κάποια συνάντηση αν κατάλαβα καλά».

   «Ας είναι κι έτσι, δεν πειράζει. Τουλάχιστον, να μάθουμε τι συμβαίνει! Να φύγει η αγωνία και να λυθούν οι απορίες μας».

   «Α΄, να σας ενημερώσω ότι μίλησε και με τον ίδιο τον κυρ Γιάννη, αρκετή ώρα. Για θέματα παλιών χρόνων, μα και καινούρια».

   Μετά το τηλεφώνημα, και την συνομιλία με την κυρία Ειρήνη, η Κλαίρη συνέχισε την εργασία της κανονικά. Η σκέψη της όμως, δείχνοντας ανυπακοή, ξέφευγε και εξέταζε τα καινούρια δεδομένα. Δεν πρόλαβαν να σηκώσουν κεφάλι από την τελευταία περιπέτεια, αμέσως να έρθει κάτι άλλο.

   Η Κλαίρη δεν θέλησε να μιλήσει στους δικούς της, μην τους βάλει  και εκείνους σε ταραχή. Σκέφτηκε να περιμένει την εξέλιξη των πραγμάτων και το συμπέρασμα της επίσημης συνάντησης με την κοινωνική λειτουργό. Να τους ενημερώσει συνολικά και με πραγματικά γεγονότα και στοιχεία, και όχι υποθέσεις που σε καμία περίπτωση δεν θα βοηθούσαν, ειδικά στην παρούσα φάση και κατάσταση.

   Η κοινωνική λειτουργός, συνεπής στα όσα είπε στην επίσκεψη της στην οικία του κυρ Γιάννη, τηλεφώνησε στην Κλαίρη την Παρασκευή το μεσημέρι. Δεν συζήτησαν κάτι συγκεκριμένο, αλλά ρύθμισαν ραντεβού να μιλήσουν δια ζώσης. Προτίμησαν από κοινού, η συνάντηση να μην γίνει στο σπίτι του ηλικιωμένου. Θεωρήθηκε ως καλύτερη επιλογή το γραφείο της κοινωνικού λειτουργού στην υπηρεσία που υπηρετούσε.

   Την Δευτέρα το πρωί, η Κλαίρη ενημέρωσε από νωρίς την αδερφή της ότι λόγω κάποιου ξαφνικού θέματος, δεν γινόταν να είναι στην ώρα της στο κατάστημα. Υπήρξε συνεννόηση να ανοίξει η Σοφία εκείνη τη μέρα. Συνήθως, η Κλαίρη λόγω της προετοιμασίας των παιδιών για το σχολείο ξυπνούσε αρκετά νωρίς, κι έτσι βρισκόταν πρώτη στο άνοιγμα του φαρμακείου. 

   Την συγκεκριμένη συνάντηση την γνώριζε από την Παρασκευή, μα προτίμησε να αποκρύψει την αλήθεια. Απλά δικαιολόγησε την αργοπορία της με γενικότητες, χωρίς πολλές εξηγήσεις.

   Μπαίνοντας στην κοινωνική υπηρεσία, αντίκρισε πολλά γραφεία μαζεμένα, και αρκετούς υπαλλήλους, κυρίως γυναίκες να βρίσκονται σε εγρήγορση, παρά το πρωινό της ώρας. Πλησίασε στο πρώτο γραφείο που συνάντησε. Στην θέση εργασίας μια κοπέλα,  νεαρής ηλικίας… μάλλον φοιτήτρια που έκανε την πρακτική της.

   «Καλημέρα σας, μπορώ να κάνω μια ερώτηση;».

   «Καλημέρα και σε εσάς, παρακαλώ… πείτε μου».

   «Ψάχνω την κυρία Σαπουντζάκη, την κοινωνική λειτουργό. Έχουμε ραντεβού!».

   «Ναι βεβαίως, θα προχωρήσετε στο βάθος του διαδρόμου και θα την βρείτε στην τρίτη πόρτα στα δεξιά σας. Αν θέλετε όμως, περιμένετε να σας συνοδεύσω».

   «Να είστε καλά, ευχαριστώ!».

   Η πρόθυμη νεαρά, προχώρησε πρώτη. Φτάνοντας, χτύπησε την πόρτα που ήταν μισάνοιχτη και ενημέρωσε την κοινωνική λειτουργό.

   Η Κλαίρη, περίμενε στο διάδρομο. Δεν μπήκε μαζί της, μέχρι να την φωνάξουν. Η κατάξανθη αυτή κοπέλα, βγαίνοντας προς το σημείο της Κλαίρης, την προσκάλεσε να εισέλθει στο αρμόδιο γραφείο.

   «Καλημέρα κυρία Μαυράκη, πως είστε;».

   Η κοινωνική λειτουργός, στάθηκε όρθια και αφού απομακρύνθηκε κάπως από τη θέση της, άπλωσε το χέρι για χειραψία στην Κλαίρη.

   Από την έκφραση του προσώπου και μόνο, καταλάβαινες ότι πρόκειται για άνθρωπο με ευγένεια και καλοσύνη. Στην ηλικία δεν την έκανες μεγαλύτερη από πενήντα ετών.

   Μόλις κάθισαν και οι δύο τους, ξεκίνησε η συζήτηση για το θέμα που προκάλεσε την συνάντηση αυτή στα γραφεία της κοινωνικής υπηρεσίας.

   «Λοιπόν κυρία Μαυράκη, δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να σας καθυστερήσω από την εργασία σας, γι’ αυτό θα μπω απευθείας στο ζήτημα για το οποίο και θέλησα να μιλήσουμε από κοντά».

   «Ωραία, κι εγώ συμφωνώ. Καλύτερα έτσι!».

   «Όπως θα μάθατε σίγουρα, και όπως σας ενημέρωσα και τηλεφωνικά, πριν λίγες μέρες επισκέφτηκα το σπίτι του κυρ Γιάννη. Μίλησα με τον ίδιο, αλλά και την κυρία Ειρήνη, την γυναίκα που έχει αναλάβει την φροντίδα και επίβλεψη του, κατόπιν συνεργασίας με εσάς».

   «Ναι,  πολύ σωστά!».

   «Η Κλαίρη απέφυγε να δείξει ότι γνώριζε αναλυτικά τα της επισκέψεως. Μην νομίζει ότι έχουν κάτι να κρύψουν και από φόβο της έδωσε λεπτομερή αναφορά η κυρία Ειρήνη, και να μην την εκθέσει στα μάτια της κοινωνικού λειτουργού.

   «Η υπόθεση του ηλικιωμένου είναι αρκετά γνωστή σε όλους μας, λόγω της εξαφάνισης του και της μεγάλης έρευνας. Να σας πω μονάχα ότι για πολλά πρωινά δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης στην υπηρεσία».

   «Ναι, η κινητοποίηση του κόσμου ήταν μεγάλη. Άνθρωποι όλων των ηλικιών και από κάθε σημείο της πόλης, έτρεξαν με ενδιαφέρον να βοηθήσουν. Ας τους έχει ο Θεός καλά. Πάει, πέρασε τώρα!».

   «Ο εθελοντισμός και η ανιδιοτελής προσφορά, κρύβουν μεγαλείο ψυχής. Τέτοιο μεγαλείο όμως φανερώνει και δική σας στάση, και όσον αφορά το διάστημα της εξαφάνισης, αλλά και γενικότερα. Η συμπαράσταση σας προς τον ηλικιωμένο, είναι κάτι το ξεχωριστό!».

   «Σας ευχαριστώ για την ενθάρρυνση και τα υποστηρικτικά λόγια. Όσο έχω τη δύναμη, θα είμαι δίπλα του. Αξίζει νομίζω σε κάθε άνθρωπο, να ξέρει και να αισθάνεται πως υπάρχουν γύρω του άλλοι άνθρωποι που τον νοιάζονται, ότι δεν είναι μόνος του σε τίποτα. Εσείς τα ξέρετε καλύτερα αυτά, η δουλειά σας είναι χρήσιμη για την κοινωνία μας».

   «Με βρίσκεται απόλυτα σύμφωνη κυρία Μαυράκη. Δεν σας κρύβω ότι τα λόγια σας με δυσκολεύουν στο να προχωρήσω στην αποκάλυψη της αιτίας της συνάντησης μας. Κι εγώ η ίδια, στεναχωριέμαι για εκείνα που είμαι υποχρεωμένη να σας μεταφέρω».

   «Πείτε μου κυρία Σαπουντζάκη, δεν καταλαβαίνω. Τι συμβαίνει;».

   «Θα σας εξηγήσω αμέσως! Ο κυρ Γιάννης και η σύζυγος του, δεν απέκτησαν παιδιά. Μάλιστα, εκείνη έχει φύγει από τη ζωή, εδώ και αρκετά χρόνια. Έτσι δεν είναι;».

   «Ναι έτσι είναι, αυτό όμως τι σχέση έχει;».

   «Οι μοναδικοί του συγγενείς εξ αίματος, είναι τα ανίψια του που ζουν στο χωριό. Και να με διορθώσετε παρακαλώ σε ό,τι κάνω λάθος».

   «Μέχρι εδώ καλά, όμως θα ήθελα να συμπληρώσω ότι αυτά τα ανίψια που χαρακτηρίσατε ως μοναδικούς συγγενείς δεν έδειξαν μέχρι σήμερα ούτε το ελάχιστο ενδιαφέρον για τον κυρ Γιάννη, που ουσιαστικά φαίνεται θείος τους μόνο στα χαρτιά, σε τίποτα παραπάνω. Ακόμα και το διάστημα που τον ψάχναμε, δεν πήραν ούτε τηλέφωνο να ρωτήσουν έστω τα τυπικά. Ό,τι είχε και δεν είχε στο χωριό, τα άφησε στα ανίψια του. Ολόκληρη την περιουσία, σπίτι, χωράφια… όλα!».

   «Κυρία Μαυράκη, κατανοώ την αγανάκτηση σας. Όπως σας εξήγησα και νωρίτερα, η θέση μου είναι δύσκολη. Κοιτάξτε, τα ανίψια αυτά ζήτησαν να αναλάβουν την ευθύνη της φροντίδας του ηλικιωμένου, σαν νόμιμοι συγγενείς».

   «Κυρία Σαπουντζάκη, με όλο τον σεβασμό στη θέση και το λειτούργημα που υπηρετείτε, αν πίστευα ότι το ενδιαφέρον τους ήταν ειλικρινές, δεν θα είχα καμία δυσκολία. Ίσα ίσα που θα το επιβράβευα κιόλας, ως πράξη αλληλεγγύης και οικογενειακής αλληλοβοήθειας».

   «Καταλαβαίνω τις ενστάσεις σας. Έχετε δεθεί με τον κυρ Γιάννη και δεν είναι τόσο εύκολο να αποδεχτείτε πως θα πάψει να είναι υπό την προστασία σας».

   «Συγγνώμη κυρία Σαπουντζάκη, μα θα περίμενα περισσότερα από εσάς, και βεβαίως την υποστήριξη σας. Εδώ δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται, ο κίνδυνος για την ατομική υγεία του κυρ Γιάννη είναι ορατός, αν προχωρήσει κάτι τέτοιο».

   «Κυρία Μαυράκη, δεν υποστηρίζω τους άλλους. Όμως, βάσει του νόμου δεν γίνεται να υπάρξει απαγόρευση στην ανάληψη της φροντίδας. Είναι ο θείος τους, κι αυτό κανένα δικαστήριο δεν το προσπερνά… ό,τι αντίθετο κι αν πούμε».

   «Και τι συνεπάγεται αυτό. Τι ζητούν ακριβώς τα ανίψια που όψιμα θυμήθηκαν το θείο τους».

   «Ήρθαν σε συνεννόηση με την υπηρεσία μας, και ζητούν να τον πάρουν στο χωριό, μαζί τους».

   «Τι, αυτό είναι αδύνατον! Καταλαβαίνετε τι μου λέτε; Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν ό, τι χειρότερο για τον κυρ Γιάννη».

   «Μάλιστα, το προτείνουν ως θετικό να είναι στο χωριό, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Σε ήσυχο περιβάλλον, μακριά από το βουητό της πόλης».

   «Κι αν αποφασίσω να εμποδίσω αυτή την διαδικασία, με το σκεπτικό ότι μέχρι σήμερα δεν παρουσιάστηκαν ούτε για επίσκεψη, ούτε προσφέρθηκαν να έχουν μέρος στην φροντίδα του. Αυτό το γνωρίζουν όλοι στην γειτονιά, όχι μόνο εγώ».

   «Κυρία Μαυράκη, και για εσάς ισχύει το ίδιο. Δεν σας απαγορεύει κανείς να διεκδικήσετε εκείνο που θεωρείτε δίκαιο και σωστό από την πλευρά σας, μα δυστυχώς δεν νομίζω να υπάρχουν πολλές ελπίδες. Τόσα χρόνια σε αυτήν την δουλειά, κάτι ξέρω παραπάνω». 

   «Δηλαδή, με συμβουλεύετε να κάνω πίσω αμαχητί. Να αφήσω αβοήθητο έναν άνθρωπο ηλικιωμένο και με τα προβλήματα υγείας που ήδη αντιμετωπίζει. Δεν θα αντέξει εκεί σας το λέω, και αν δεν αντιδράσω τώρα, θα είναι σαν να γίνομαι συνεργός στο κακό που θα ακολουθήσει αργότερα».

   «Τι να σας πω, εγώ σας παρουσίασα τα δεδομένα ως έχουν στη παρούσα φάση. Πέρα από αυτά, υπάρχουν δυσκολίες. Πάντως, αν θέλετε να το ψάξετε παραπάνω, έχετε περιθώριο, περίπου σαράντα ημέρες. Σ’ αυτόν τον χρόνο τοποθέτησαν την μετακίνηση του ηλικιωμένου. Από την πλευρά μου, θα συμπεριλάβω όλα τα στοιχεία στην έκθεση μου και το βλέπουμε ξανά.  Δεν γίνεται να δεσμευτώ για κάτι, ούτε να σας δώσω ψεύτικες ελπίδες».

   «Εντάξει, ας είναι κι έτσι. Δεν πειράζει!».

   Η Κλαίρη, φεύγοντας από τα γραφεία της κοινωνικής υπηρεσίας,  περπάτησε  προς τυχαία κατεύθυνση, αδυνατώντας να πιστέψει αυτά που μόλις άκουσε, και κάνοντας προσπάθεια να σκεφτεί οτιδήποτε θα άλλαζε την κατάσταση».

   Το βράδυ της ίδιας μέρας, συγκάλεσε έκτακτη οικογενειακή συνάντηση. Δεν άφησε κανέναν που να μην απευθύνει κάλεσμα. Το θέμα ήταν σοβαρό και επείγον.

   Κι εκείνοι από την πλευρά τους, έδωσαν το παρών χωρίς απουσίες.

   Οι ανακοινώσεις που έκανε η Κλαίρη, έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία, δημιουργώντας καινούρια αναστάτωση και στεναχώριες.

   «Καταλαβαίνω ότι σας ήρθε ξαφνικό και δεν πήγε το μυαλό σας σε καμία περίπτωση σε αυτού του είδους τα νέα, όταν έγινε το κάλεσμα. Το ίδιο και χειρότερα ένιωσα κι εγώ, όταν το άκουσα από την αρμόδια κοινωνική λειτουργό που ανέλαβε το θέμα».

   «Κόρη μου, η αλήθεια μας έπιασες απροετοίμαστους! Δεν την περιμέναμε τέτοια εξέλιξη».

   «Μπαμπά, έτσι έχουν τα πράγματα δυστυχώς. Γι’ αυτό ζήτησα να μαζευτούμε όλοι μας. Πέρα από την ενημέρωση, μήπως βρεθεί κάποια λύση. Παραπάνω μυαλά, σκέφτονται καλύτερα από ένα. Και αν το παρατηρήσετε, κάθε που μαζευόμαστε, βρίσκουμε λύσεις σε πολλά. Δεν νομίζω να κάνω λάθος!».

   «Κλαίρη δεν κάνεις λάθος, η ισχύς εν τη ενώσει».

   Η Σοφία θέλησε να ενθαρρύνει την Κλαίρη και να δώσει δυναμική στο οικογενειακό κλίμα και στην σύσκεψη αυτή.

   «Κλαίρη χωρίς δεύτερη σκέψη, θα καλέσω στο τηλέφωνο τον δικηγόρο, τον Μεραμβελιωτάκη. Είναι φίλος της οικογένειας από παλιά, και πολύ δραστήριος και καλός στη δουλειά του».

   «Μαμά, την ίδια σκέψη έκανα κι εγώ μόλις ενημερώθηκα για το θέμα. Τα λεγόμενα όμως της κοινωνικού λειτουργού με αποθάρρυναν».

   «Δεν πειράζει, δεν χάνουμε κάτι να ρωτήσουμε! Ίσως προσφέρει στην κουβέντα που κάνουμε η άποψη του, και ξεμπλοκάρουμε κάπως. Τον παίρνω αμέσως…».

   Η κυρία Στέλλα, κάλεσε τον δικηγόρο, βάζοντας τον σε ανοιχτή ακρόαση και όλοι υπόλοιποι σχημάτισαν έναν κλειστό κύκλο στο σημείο. Όπως τα νεογέννητα κουτάβια κοντά στην μαμά τους, την ώρα του φαγητού.

   Αφού τον καλησπέρισε και του εξήγησε σε γενικές γραμμές το νόημα του προβλήματος, τον άφησε να αναπτύξει το σκεπτικό του. Ο λόγος του βαρύς, με στόμφο! Είχε την ικανότητα να σε πείσει για όσα έλεγε, ακόμα κι αν δεν τον έβλεπες δια ζώσης.

   «Αρχικά, θεωρώ χρήσιμο να γίνει μια προσπάθεια προσέγγισης των συγγενών του κυρ Γιάννη. Για διερεύνηση των διαθέσεων τους, και πως σκέφτονται να κινηθούν από εδώ και πέρα».

   «Κύριε Μεραμβελιωτάκη, συγγνώμη που σας διακόπτω, μα η κοινωνική λειτουργός ήταν απόλυτη σε αυτό. Μου δήλωσε ότι τα ανίψια του είναι αποφασισμένα».

   «Δεν πειράζει, ας γίνει η κίνηση και από μέρους μας, να καταλάβουμε ακριβώς που πάει το πράγμα… δίχως μεσολάβηση αυτή τη φορά».

   «Ο ίδιος ο κυρ Γιάννης, αν ερωτηθεί θα είναι αρνητικός. Σε καμία περίπτωση δεν θα δεχτεί την πρόταση τους».

   «Στην προκειμένη, αφού ο ηλικιωμένος αντιμετωπίζει πρόβλημα μνήμης και δεδομένου της πρόσφατης φυγής, η δική του γνώμη δεν δύναται να τύχει βαρύτητας. Επίσης, τα ανίψια του είναι συγγενείς εξ αίματος, και όπως με ενημερώσατε προηγουμένως, τους έγραψε και την περιουσία στο χωριό».

   «Ναι, αλλά αυτό έχει σημασία κύριε Μεραμβελιωτάκη; Άσε που μπορεί να μετρήσει αρνητικά».

   Η Σοφία πήρε κι εκείνη το λόγο, θέλοντας να έχει ενεργό ρόλο στην διαβούλευση.

   «Κοιτάξτε, υπό άλλες συνθήκες μπορεί να είχατε δίκιο, μα τώρα ισχύει το αντίθετο. Την ιδιοκτησία του στο χωριό την παραχώρησε στα ανίψια πριν χρόνια, έχοντας σώας τας φρένας, και χωρίς εξαναγκασμό. Άρα, αυτό και μόνο, μετράει αυτομάτως προς το δικό τους συμφέρον αν κινηθούν δικαστικά».

   «Δηλαδή, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Δεν μας δίνετε ελπίδες;».

   Η Κλαίρη ανέλαβε ξανά τον συντονισμό της συζήτησης αδυνατώντας να δεχθεί ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές, και βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε έναν αδιέξοδο δρόμο.

   «Το τίποτα είναι σχετικό. Προχωρήστε πρώτα στην επικοινωνία με τα ανίψια και μετά βλέπουμε».

   Η τηλεφωνική συνομιλία με τον δικηγόρο, άφησε στην οικογένεια ανάμεικτα συναισθήματα. Και βοήθησε και δεν βοήθησε. Παρουσίασε τα πράγματα σαν το σπίτι με κλειδωμένες όλες τις πόρτες, κι ένα παράθυρο μισάνοιχτο να περνά ο αέρας και το φως του ήλιου.

   Το επόμενο πρωί, η Κλαίρη έχοντας και επίσημα τον ρόλο του διαμεσολαβητή από τη οικογένεια της, τηλεφώνησε σε μία από τις ανιψιές του κυρ Γιάννη στο χωριό.

   Η κατάσταση δεν έδειξε να αλλάζει, ίσα που της έμοιαζε να είναι χειρότερη από πριν. Η ανιψιά, παρά τον ευγενικό τρόπο της Κλαίρης, ήταν επιθετική και προσβλητική. Μέχρι που κατηγόρησε την Κλαίρη ότι τον φροντίζει προς όφελος του φαρμακείου, και πως ήταν δική της ευθύνη που κινδύνεψε η ζωή του όταν έφυγε από το σπίτι.

   Η Κλαίρη δεν θέλησε να την κοντράρει. Αποποιήθηκε των προσβολών και έκλεισε την συζήτηση αφού δεν βρήκε σημείο σύγκλισης και θετικής επαφής για συνεννόηση.

   Τι κι αν της τόνισε επανειλημμένως πως τηλεφωνεί για το καλό του κυρ Γιάννη, εκείνη ήταν κοφτή σε ό,τι έλεγε.

   «Το καλό του το ξέρουμε εμείς, οι δικοί του άνθρωποι… όχι μια ξένη για το θείο μας».

   Πιο πολύ απ’ όλα την πείραξε αυτό το τελευταίο, που την αποκάλεσε ξένη για τον κυρ Γιάννη. Πάλι δεν ανταπάντησε άσχημα, ούτε ανταπέδωσε τις προσβολές. Απλά κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου, απογοητευμένη και από ετούτη την ύστατη προσπάθεια να γυρίσει το πράγμα διαφορετικά.

   Μίλησε ξανά με τον δικηγόρο, ο οποίος την αποθάρρυνε περισσότερο επί του θέματος, και σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Πήρε και τον αστυνόμο, μα κι αυτός δεν πρόσθεσε κάτι καινούριο και διαφωτιστικό.

   Μέσα στον πανικό της, και λόγω του θάρρους και της οικειότητας στο πρόσωπο τους, ρώτησε και τους δύο εμπιστευτικά, αν θα ήταν καλή ιδέα να τον κρύψει για ένα διάστημα στο σπίτι της και να το παρουσιάσει στα ανίψια ως νέα φυγή. Μέχρι να ξεχαστεί το πράγμα, και να μην δώσουν συνέχεια στις προθέσεις τους.

   Αυτό που την διαβεβαίωσαν, όσον αφορά την πρόταση της, ο καθένας με τον δικό του τρόπο αλλά με κοινή κατεύθυνση και ξεκάθαρη, είναι πως μια τέτοια πράξη διώκεται ποινικά παρά τις καλές της προθέσεις. Τα πράγματα θα έφταναν στα άκρα με μια σπασμωδική κίνηση όπως αυτή.

   Τα περιθώρια είχαν στενέψει αρκετά, και έπρεπε να ληφθούν αποφάσεις και γρήγορα. Όταν επικράτησε η ψυχραιμία και η λογική άρχισε να αντιμάχεται και να στέκεται απέναντι στην σύγχυση, η Κλαίρη έφτιαξε το πλάνο για τον περίπου ενάμισι μήνα που ο ηλικιωμένος θα ήταν κοντά τους και στην ευθύνη της.

   Σχεδόν μέρα παρά μέρα, τον έπαιρνε από το χέρι και πότε πεζοί ή άλλοτε με το αυτοκίνητο, αλώνιζαν την πόλη του Ηρακλείου. Μα δεν σταμάτησαν μόνο εκεί βέβαια. Τη σειρά πήρε το Ρέθυμνο, τα Χανιά, η Ιεράπετρα, ο Άγιος Νικόλαος και πολλές άλλες περιοχές της Κρήτης. 

   Πήγαν παντού! Σε μουσεία, λιμάνια. Σε ένα σωρό αξιοθέατα και μνημεία της ιστορίας του τόπου και της παράδοσης. Όποτε το διευκόλυνε ο χρόνος, έπαιρνε και της κόρες της μαζί, να μαθαίνουν και να γνωρίζουν αυτά τα ωραία και σημαντικά.

   Η Κλαίρη, εξηγούσε την περπατησιά τους σε κάθε σημείο, και ανέλυε την διαδρομή τους. Σαν την καλή ξεναγό ένα πράγμα! Ο κυρ Γιάννης άκουγε προσεκτικά σαν τον τουρίστα επισκέπτη που δεν θα ’χει ξανά την ευκαιρία να πατήσει αυτά τα μέρη, και φρόντιζε να γιομίζει με στιγμές και εικόνες, για να φτιάξει καλές αναμνήσεις.

   Με τον ίδιο τρόπο τον αποχαιρέτισε κιόλας, λέγοντας του πως θα πάει μια μεγάλη εκδρομή στο χωριό, με τα ανίψια του. Υποσχέθηκε να τον επισκέπτεται συχνά, μέχρι να έρθει ο καιρός να ανταμώσουν και πάλι στο Ηράκλειο, και το φαρμακείο.    

Η απόσταση

Το προσεχές διάστημα, οι μέρες μουντές και συννεφιασμένες για την Κλαίρη. Μια θλίψη που μεταφερόταν και στην υπόλοιπη οικογένεια.

   Αισθανόταν χειρότερα και από τις μέρες της εξαφάνισης του αγαπημένου της παππούλη. Τότε, η σπίθα της ελπίδας πως θα έσμιγαν ξανά με τον κυρ Γιάννη, της έδινε θάρρος και την γέμιζε γενναιότητα. Αυτό ήταν το κουράγιο της και συνέχιζε τον αγώνα της.

   Τώρα, τώρα όμως! Η κατάσταση φαίνονταν εντελώς διαφορετική. Γνώριζε που βρισκόταν και που ζούσε ο κυρ Γιάννης, αλλά αδυνατούσε να τον πλησιάσει, να του μιλήσει… να ανταλλάξουν σκέψεις και συναισθήματα.

   Στην αρχή, τα ανίψια του κυρ Γιάννη την άφησαν μερικές φορές να επισκεφτεί τον ηλικιωμένο στο χωριό και να τους πάει τα φάρμακα του, και ενημέρωση για όλες τις χρήσιμες οδηγίες που αφορούσαν την καθημερινή του φροντίδα.

   Όπως φάνηκε, το έκαναν από συμφέρον, μέχρι να μάθουν όσα ήθελαν από την Κλαίρη. Αργότερα, έκοψαν κάθε επαφή και της απαγόρευσαν να πηγαίνει στο χωριό. Στο τηλέφωνο, όταν άκουγαν την φωνή της, το έκλειναν απότομα.

   Ακόμα θυμόταν την τελευταία συνάντηση στο χωριό, στο δωμάτιο που τον είχαν περιορισμένο τα ανίψια του. Ένα δωμάτιο μικρό, που ίσα τον χωρούσε να υπάρχει στο χώρο.

   «Κλαίρη μου, πιστεύω πως αρκετά κάθισα στο χωριό. Νομίζω είναι ώρα να φύγουμε παρέα για το σπίτι μου. Μου λείπουν πολύ! ο κόσμος στο φαρμακείο, τα κορίτσια σου, η αδερφή σου, η κυρία Ειρήνη και πολλοί άλλοι στην πόλη».

   Δεν ξεχνούσε κανέναν, την ρωτούσε για όλους. Κι εκείνη φρόντιζε να τον ενημερώνει αναλυτικά και με λεπτομέρειες. Συζητούσαν ώρες ολόκληρες. Πάντα του έδινε την υπόσχεση πως την επόμενη συνάντηση τους ίσως φύγουν για το Ηράκλειο, ίσα να τον καθησυχάσει. Ποτέ δεν κακολογούσε τα ανίψια του, ακόμα και όταν ο ίδιος της έκανε παράπονα για την συμπεριφορά τους.

   Τον καιρό της απαγόρευσης, η Κλαίρη δεν μπορούσε να το δεχτεί χωρίς προσπάθεια. Η εναλλακτική της, αφού το σκέφτηκε αρκετά ήταν η επικοινωνία και προσωπική επαφή με την κυρία Πηνελόπη, την ιδιοκτήτρια του καφενείου που γνώρισε κατά την παλιότερη επίσκεψη της στο χωριό.

   Πήγαινε στα κρυφά την επίσκεψη της στο χωριό, με την κάλυψη της κυρίας Πηνελόπης στο καφενείο. Έτσι μάθαινε νέα για τον παππού, αλλά κουβαλούσε και διάφορα τρόφιμα που ήξερε πως αρέσουν στον κυρ Γιάννη, όπως και χρήσιμα πράγματα για την φροντίδα του.

   Συμφώνησε με την κυρία Πηνελόπη να κρατήσει μυστική την συνεργασία τους, και μην αποκαλύψει τις συναντήσεις τους. Τα πράγματα και τα ψώνια, τα πήγαινε η ίδια, λέγοντας πως είναι προσφορά από κείνη, ως ευγνωμοσύνη για την παλιά βοήθεια του κυρ Γιάννη. Τα ανίψια, δεν το έψαχναν παραπάνω. Τους διευκόλυνε κιόλας, από περίσσια έξοδα.

   Πάνω στο εξάμηνο, κι ενώ η παραμονή του κυρ Γιάννη στο χωριό συνεχιζόταν, τα δεδομένα πήραν άλλη τροπή. Μια τροπή που δυσχέραινε την κατάσταση περισσότερο.

   «Κυρία Κλαίρη, συγγνώμη που ενοχλώ. Γνωρίζω ότι είναι μέρα Κυριακής και αργίας από την εργασία σας, αλλά ήταν ανάγκη να σας καλέσω».

   «Τι έγινε κυρία Πηνελόπη; Μην ανησυχείτε, αφού σας έχω δώσει το ελεύθερο. Τι έγινε, είναι καλά ο κυρ Γιάννης;».

   «Για τώρα, είναι καλά στην υγεία του. Αργότερα δεν ξέρω πως θα είναι!».

   «Τι συμβαίνει, έγινε κάποιο κακό;».

   «Θα σας πω αμέσως! Επέστρεψε από την Αθήνα ο γιος της ανιψιάς του κυρ Γιάννη, της Βασιλάκενας. Έμεινε άνεργος. Η επιχείρηση που εργαζόταν έκλεισε, και καταλαβαίνετε… γύρισε στην οικογένεια και το πατρικό».

   «Ναι καταλαβαίνω, και είναι δυσάρεστο αυτό για έναν νέο άνθρωπο, να μένει χωρίς δουλειά. Στις μέρες μας, τα πράγματα είναι δύσκολα. Αυτό όμως, τι σχέση έχει με τον κυρ Γιάννη;».

   «Σήμερα το πρωί πέρασα από εκεί και είδα ότι τον κυρ Γιάννη. Τον μετέφεραν στην αποθήκη, στον κήπο του σπιτιού. Στο άλλο δωμάτιο, από εδώ και στο εξής θα μένει ο γιος. Ήταν δικό του, από παιδί. Αφήστε, στεναχωρήθηκα πολύ!».

   «Ώχ, αυτό όντως είναι άσχημο. Στην αποθήκη!».

   «Ναι κυρία Κλαίρη, ούτε παράθυρο δεν έχει εκεί. Σαν μπουντρούμι φυλακής μοιάζει ή ακόμα χειρότερα όπως είναι όσοι τους τιμωρούν σε απομόνωση από τον έξω κόσμο, και από την φύση ολότελα. Άσε που η υγρασία στο χώρο αυτό είναι αυξημένη».

   «Κυρία Πηνελόπη, σας ευχαριστώ πολύ που φροντίσατε και με ενημερώσατε άμεσα. Δεν πρόκειται να το αφήσουμε έτσι αυτό».

   «Έχετε κάτι στο μυαλό σας κυρία Κλαίρη, πως να φανούμε βοηθητικοί σε αυτό το θέμα».

   «Αυτή τη στιγμή δεν γίνεται να μιλήσω συγκεκριμένα. Θα σας πάρω για οτιδήποτε. Είστε ο καλός μου σύνδεσμος με τον κυρ Γιάννη, μην το ξεχνάμε αυτό!».

   Ο κόμπος στο λαιμό της Κλαίρης, κόντευε να την πνίξει. Προσπαθούσε να καταπιεί, μα στέγνωσε και το σάλιο της. Γνώριζε καλά ότι η τελευταία εξέλιξη θα επιδείνωνε τα προβλήματα υγείας του κυρ Γιάννη.

   Μέσα στην  νέα εβδομάδα, η Κλαίρη δίχως να το καλοσκεφτεί και να το αναλύσει, ρύθμισε κάποιες υποχρεώσεις στο φαρμακείο και βρέθηκε στο καφενείο της κυρίας Πηνελόπης.

   «Μα κοπέλα μου, είδες… σε έβαλα σε τρεχάματα με το τηλεφώνημα. Αισθάνομαι ντροπή τώρα!».

   «Καμία ντροπή κυρία Πηνελόπη. Τα εξηγήσαμε όλα αυτά. Το σημαντικό είναι να εξετάσουμε τα στοιχεία που προέκυψαν. Έφερα ορισμένα τρόφιμα για τον προστατευόμενο μας παππού, αλλά και για εσάς».

   «Κυρία Κλαίρη μου, ευχαριστώ πάρα πολύ! Να έχετε όλα τα καλά του Θεού στην οικογένεια σας».

   «Τι σύμμαχοι θα ήμασταν εξάλλου, αν δεν υπήρχαν καλές σχέσεις μεταξύ μας».

   «Ναι, εδώ στο χωριό… το λέμε κόμμα αυτό!».

   «Κόμμα;»

   «Ναι, ότι έχουμε κάνει κόμμα μεταξύ μας, και προχωράμε στην ίδια γραμμή και επιλογές».

   «Ωραίο και σωστό κυρία Πηνελόπη μου».

   Έκαναν και τα αστεία τους οι δυο γυναίκες, να διασκεδάσουν λίγο την πίκρα και τη δυσκολία από το πρόβλημα με τον κυρ Γιάννη.

   «Θέλεις να σου βάλω να φας κόρη μου; Έφτιαξα γεμιστά. Δεν ξέρω αν τα προτιμάς!».

   «Όοου… γεμιστά, έ!».

   «Σου αρέσουν κυρία Κλαίρη απ’ ότι αντιλαμβάνομαι».

   Η κυρία Πηνελόπη διέκρινε έναν ενθουσιασμό στο πρόσωπο της Κλαίρης και την αναφορά της, υποθέτοντας έτσι πως τα προτιμά ως φαγητό».

   «Κυρία Πηνελόπη αρέσουν και σ’ εμένα, αλλά πολύ περισσότερο στον κυρ Γιάννη. Γι’ αυτό, ίσως είναι καλύτερα να τα φυλάξουμε για εκείνον».

   «Μη νοιάζεσαι κόρη μου καλή, μα συνηθίζω να φτιάχνω ποσότητα και μένουν πάντα. Μου ’μεινε κουσούρι, από τότε που ζούσε ο συγχωρεμένος ο άντρας μου ο Σήφης, και προτού φύγουν τα παιδιά μου στην πόλη. Βάλε κι άλλα, τα λυπάσαι. Πουλί είμαι! Έτσι έλεγε.

   «Άχ κυρία Πηνελόπη μου, είστε θησαυρός».

   «Κόπιασε, θα σου φτιάξω το σερβίτσιο να δοκιμάσεις και μέχρι να τελειώσεις θα πάω από τον κυρ Γιάννη. Θα κρατάω και τα πράγματα τα δικά σου μαζί».

   «Κυρία Κλαίρη, θέλετε να του μεταφέρω τίποτες λόγια από εσάς. Σαν αυτά τα ωραία που μου μολογάτε κάθε φορά και μπήζω τα κλάματα. Έπρεπε να ήσουν από καμιά μεριά κόρη μου, να τον έβλεπες πως κάνει όταν ακούει τον λόγο τον δικό σου. Γελάνε και τα μάτια του!».

   «Κυρία Πηνελόπη, να σας πω ότι αυτή είναι και η κύρια αιτία που ήρθα σήμερα και σας βρήκα».

   «Τι, θέλεις να μεταφέρω, κάτι σημαντικό απ’ ότι αντιλαμβάνομαι».

   «Ναι, αλλά όχι όπως τις προηγούμενες φορές. Σίγουρα δεν πάει το μυαλό σας!».

   «Για πες, τι καινούριο σκέφτηκες. Είσαι και ξύπνια εσύ, σε παραδέχομαι σε όλα σου».

   «Λοιπόν, τούτη τη μέρα δεν χρειάζεται να μεταφέρεται τα λόγια μου εσείς».

   «Και ποιος κόρη μου, μήπως σε ζάλισε το δρομολόγιο. Δεν γνωρίζεις άλλον στο χωριό, που να είναι στο κόλπο».

   «Κυρία Πηνελόπη, από εμένα την ίδια θα τα ακούσει και θα με δει κιόλας, αν σταθούμε τυχεροί».

   «Κυρία Κλαίρη μου, αυτό είναι δύσκολο. Θα έλεγα μην το ρισκάρουμε. Αν σας δουν, θα εξαγριωθούν! Θα πάρει η μπάλα κι εμένα, και μετά δεν θα έχω δυνατότητα για επισκέψεις στο σπίτι τους».

   «Λάθος καταλάβατε κυρία Πηνελόπη. Δεν θα έρθω μαζί σας, αλλά εσείς θα με βάλετε μέσα στο σπίτι».

   «Μωρέ καλά είπα εγώ νωρίτερα πως ζαλίστηκες, από το μακρύ δρόμο για το χωριό. Φάε όλα τα γεμιστά που σου έβαλα, να πάρεις τα πάνω σου κυρία Κλαίρη».

   Η Κλαίρη, έβαλε τα γέλια. Δεν κατόρθωσε να κρατηθεί από τις απαντήσεις της κυρίας Πηνελόπης. Μα δεν την αδικούσε! Όπως ακούστηκε το πράγμα, τι άλλο θα καταλάβαινε. Νόμιζε πως τρελάθηκε, λέγοντας το διαφορετικά και με κομψό τρόπο, μην την προσβάλλει.

   «Κυρία Πηνελόπη, περιμένετε λίγο».

   Η Κλαίρη κατευθύνθηκε προς την καρέκλα που άφησε την τσάντα της. Ένα αθλητικό σακίδιο, κάτι σαν σχολική τσάντα που είχε στην πλάτη της όταν μπήκε.

   «Τι θα βγάλεις, να αρχίσω να φοβάμαι;».

   «Όχι, δεν έχετε να φοβάστε κάτι. Ορίστε, πάρτε το».

   «Τι είναι τούτο το πράγμα, τηλέφωνο!».

   «Ναι κυρία Πηνελόπη, κινητό τηλέφωνο με κάμερα. Το έφερα επίτηδες! Θα το κρατάτε μαζί σας, και όταν βρεθείτε με τον κυρ Γιάννη και είστε μόνοι σας και σε απόσταση ασφαλείας, θα με καλέσετε στο δικό μου από αυτή την συσκευή με βιντεοκλήση. Έτσι, θα ειδωθούμε ξανά με τον κυρ Γιάννη. Θα τον δω κι εγώ, θα με δει κι εκείνος».

   «Κόρη μου, ωραία σκέψη αυτή. Κι εγώ νόμιζα άλλα πράγματα. Όμως πως θα το κάνουμε από την ώρα που εγώ δεν ξέρω να τα δουλεύω αυτά. Μια φορά μου έδωσε η εγγονή μου και κράτησα ένα τέτοιο, όταν ήρθαν να με δουν τις γιορτές. Από λάθος πήρε τηλέφωνο κάποιον φίλο της. Άκουσα τη φωνή, και από την τρομάρα μου έπεσε από τα χέρια. Και η εγγονή έσκασε από τα γέλια… έπεσε κάτω και χτυπιόταν. Το ίδιο και ο φίλος της, όταν του εξήγησε την περίπτωση».

   «Κυρία Πηνελόπη, θα σας δείξω δύο πραγματάκια και τι κινήσεις θα κάνετε, και όλα θα πάνε καλά. Κι εγώ από την κόρη μου τα έμαθα. Είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρετε. Θα το δείτε!».

   Η καθοδήγηση της Κλαίρης στην εκμάθηση της νέας τεχνολογίας στην κυρία Πηνελόπη, ήταν αρκετά κατατοπιστική και με τρόπο απλό, που έκανε εύκολη την αφομοίωση αυτής της διαφορετικής γνώσης και εμπειρίας.

«Κυρία Κλαίρη, πως σας φαίνομαι, τα πιάνω εύκολα;».

   «Κυρία Πηνελόπη, και με το παραπάνω θα έλεγα. Είστε απολαυστική!».

   Μόλις η Κλαίρη έκρινε ότι η μαθήτρια της ήταν έτοιμη, και αφού προηγήθηκε και μια τελευταία εξέταση, κάτι σαν πρόβα τζενεράλε… έκαναν τον σταυρό τους, με την ευχή και προσδοκία να εξελιχθούν όλα θετικά.

   Λίγο αργότερα, η κυρία Πηνελόπη βρέθηκε μπροστά στον κυρ Γιάννη. Ήταν μόνος του στο δωμάτιο του κήπου. Τα ανίψια, δεν του έδιναν και μεγάλη σημασία. Επικεντρώθηκαν στον ερχομό του γιου τους, και ο κυρ Γιάννης αποτελούσε ξένο σώμα για τους ίδιους.

   «Κυρ Γιάννη, κοιτάξτε τι σας στέλνει πάλι η ψυχοκόρη σας. Με φόρτωσε!».

   «Να είναι καλά όπου κι αν βρίσκεται. Κι εσύ που την βοηθάς, επίσης».

   Τα κενά στην μνήμη του ηλικιωμένου ήταν συχνά. Μόνο την Κλαίρη και την οικογένεια της θυμόταν χωρίς λάθη. Η αγάπη υπερνικούσε την αδυναμία της μνήμης.

   «Κυρ Γιάννη, σήμερα πέρα από τα δώρα σας έχω και μια μεγάλη έκπληξη».

   «Τι; Πες μου… μήπως έρθει η Κλαίρη μου, να φύγουμε από εδώ».

   «Πέσατε μέσα, στο περίπου. Σε μισό λεπτό, θα δείτε».

   Η χαρά του ηλικιωμένου δύσκολα περιγράφονταν με λόγια. Έκανε όπως τα μικρά παιδιά που ετοιμάζονται να ανοίξουν το δώρο που τους άφησε ο Αη Βασίλης, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

   «Ορίστε κυρ Γιάννη, κρατήστε αυτό στο χέρι. Μιλήστε εσείς και εγώ θα σταθώ στην πόρτα, μην τυχόν έρθει κανείς από τους δικούς σας. Δεν το βλέπω πιθανό δηλαδή, αλλά καλύτερα να προσέχουμε. Φύλαγε τα ρούχα σου, να σου μείνουν τα  μισά».

   «Κυρ Γιάννη μου, αγαπημένε μου κυρ Γιάννη».

   «Κλαίρη, κόρη μου. Πως γίνεται αυτό;».

   «Κυρ Γιάννη με βλέπετε καλά; Εγώ σας βλέπω καθαρά!».

   «Κι εγώ, κι εγώ. Σε βλέπω και σε ακούω. Τι μαγικό είναι αυτό το σημερινό…».

   «Από αυτά τα μαγικά που μας αλλάζουν τη ζωή κυρ Γιάννη. Η τεχνολογία παρά τα αρνητικά της σε ορισμένα, καταφέρνει και μας φέρνει πιο κοντά. Στην κυριολεξία, μηδενίζει τις όποιες αποστάσεις μας χωρίζουν».

   «Παιδί μου, πες μου τα νέα σου. Πως περνάς, η οικογένεια σου… όλα καλά;».

   «Κυρ Γιάννη, όλοι τους είναι καλά και σου στέλνουν χαιρετίσματα. Η Στελίνα ετοίμασε πολλές ζωγραφιές να σας τις δωρίσει όταν συναντηθείτε και η μεγάλη, η Ελένη έγραψε ένα γράμμα για εσάς. Δεν αφήνει κανέναν να το διαβάσει, ούτε εμένα. Το έκλεισε σε έναν φάκελο και περιμένει λέει να τον ανοίξει όταν θα είστε κι εσείς μαζί μας».

   «Αυτά τα κορίτσια, πόσο τα αγαπώ και πόσο μου λείπουν δεν λέγεται. Το ίδιο και την Σοφούλα μας βέβαια, για να μην την αφήνω απέξω και πέσω σε διακρίσεις».

   «Κι η Σοφία μας κυρ Γιάννη, όσο πάει εξελίσσεται σε μεγάλη φαρμακοποιό. Τελευταία, όλο και περισσότερο την εμπιστεύομαι να κρατάει μόνη της το κατάστημα. Όπως φαίνεται, της έκανε καλό τότε που ήσασταν στο νοσοκομείο και έπρεπε κάποιες μέρες να βρίσκεται μόνη στην βάρδια του καταστήματος. Μπήκε στα βαθιά και έμαθε κολύμπι. Από την ατυχία τη δικιά σας, πήρε τα πάνω της».

   «Χαίρομαι, χαίρομαι για όσα μου λες. Εσύ όμως, σαν μου φαίνεται πως αδυνάτισες Κλαίρη».

   «Κυρ Γιάννη, μπα… ούτε κιλό! Η εικόνα του κινητού με δείχνει έτσι, σε σμίκρυνση».

   Στην πραγματικότητα ο κυρ Γιάννης ήταν σωστός στην διαπίστωση του. Η Κλαίρη έχασε περίπου στα πέντε κιλά. Η αγωνία και η στεναχώρια της, δεν άφηναν να σκεφτεί το φαγητό. Έβαλε και παραπάνω υποχρεώσεις στην εργασία της. Έτρεχε πέρα δώθε, μήπως και ξεχαστεί από τις δυσάρεστες σκέψεις.

   «Για εσάς θέλω να ακούσω κυρ Γιάννη. Τα δικά σας λόγια έχουν μεγαλύτερη αξία».

   «Κλαίρη μου, εγώ δεν έχω νέα. Εδώ κλεισμένος συνέχεια. Έρχονται που και που τα ανίψια, αλλά κι αυτό δεν είναι για καλό».

   «Γιατί κυρ Γιάννη;».

   «Να, όλο προσβολές είναι και άσχημη συμπεριφορά. Δεν τολμώ να μιλήσω! Φοβάμαι την αντίδραση τους».

   «Υπομονή κυρ Γιάννη, υπομονή!».

   «Κλαίρη, πότε θα με πάρεις να φύγουμε από εδώ. Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα έμενα για πολύ σε αυτό το μέρος».

   «Κυρ Γιάννη, έχετε δίκιο. Θα την τηρήσω την υπόσχεση μου. Σύντομα θα έρθει κι αυτή η μέρα, που δεν θα χρειαζόμαστε αυτόν τον μακρινό τρόπο επικοινωνίας. Θα τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο, εγώ πίσω από τον πάγκο του φαρμακείου, κι εσείς στον αγαπημένο καναπέ σας».

   «Στο στασίδι μου εε! Είναι λες και έχω αγορασμένο αυτό το κάθισμα».

   «Δικό σας είναι κυρ Γιάννη, σας ανήκει! Έβαλα μια κούτα εκεί, και δεν κάθεται κανείς άλλος. Η θέση αυτή περιμένει την επιστροφή σας».

   «Μακάρι παιδί μου, μακάρι!».

   «Μέχρι τότε κυρ Γιάννη, θέλω να τρώτε καλά και να παίρνετε τα φάρμακα σας όπως πρώτα. Έτσι, θα κρατηθείτε δυνατός να φύγουμε σαν έρθει η ώρα».

   «Παιδί μου, αυτά που μου στέλνεις εσύ… τις ωραίες λιχουδιές και τα φρούτα προτιμώ, και το φαγητό της κυρίας Πηνελόπης για να μην την αδικήσω. Τα υπόλοιπα που μου φέρνουν δεν έχουν καμία νοστιμάδα. Ίσως επειδή δεν είναι ετοιμασμένα με αγάπη, ίσως αυτός να είναι ο λόγος».

   «Αχ κυρ Γιάννη μου, αχ!».

   Η Κλαίρη βλέποντας πως η συγκίνηση της θα γινόταν φανερή, βιάστηκε να κλείσει αυτήν την συζήτηση με τον ηλικιωμένο, και μετέφερε την κουβέντα στα γεμιστά της κυρίας Πηνελόπης. Δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει με αυτήν την επικοινωνία, μόνο να του προσφέρει χαρά και ελπίδα. Σ’ εκείνον δηλαδή, μα και στον εαυτό της για να πάρει κουράγιο να συνεχίσει τον αγώνα της.

   Αυτή η επικοινωνία δεν ήταν απλά μια ένωση της φωνής και της εικόνας τους. Αφορούσε την ένωση και βαθιά σύνδεση της ψυχής τους, ολόκληρου του μέσα τους.

   Στο γυρισμό της κυρίας Πηνελόπης στο σπίτι, δεν είπαν πολλά. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και το μόνο που ακούστηκε ήταν η λέξη ευχαριστώ, που αν εκείνη την ώρα την έβλεπες γραμμένη στο χαρτί, σίγουρα θα ήταν με κεφαλαία.

   Στην έξοδο του χωριού, οδηγούσε μηχανικά το αυτοκίνητο της, με την σκέψη να βρίσκεται στον κυρ Γιάννη. Στην εικόνα του προσώπου του, που αντίκρισε έστω και με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο. Κι όσο απομακρυνόταν, τόσο κάτι έντονο την γυρνούσε πίσω.

   Στον δρόμο, είδε μπροστά της έναν παππούλη. Σχεδόν στην ηλικία του κυρ Γιάννη, που περπατούσε προς την κατεύθυνση που ακολουθούσε και η ίδια. Δεν συνήθιζε να παίρνει ξένους με το αμάξι, λόγω φόβου για τους κινδύνους που παραμονεύουν ανά πάσα στιγμή.

   Μα αυτός εδώ ο κυριούλης, ήταν μεγάλος σε ηλικία, φαινόταν και άκακος. Η Κλαίρη μείωσε την ταχύτητα του αυτοκινήτου και πλησίασε παράλληλα με το μέρος του.

   «Κύριε καλησπέρα!».

   «Καλησπέρα και σε εσάς. Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι, μήπως χαθήκατε!».

   «Να, είδα που περπατούσατε στο δρόμο και σκέφτηκα να ρωτήσω μήπως θέλετε να σας πάρω με το αμάξι, μέχρι τον προορισμό σας. Εκτός κι αν πηγαίνετε κάπου κοντά».

   «Ευχαριστώ κοπέλα μου, στο επόμενο χωριό πάω. Αν δεν σε βγάζω από το δρόμο σου, και δεν σου κάνει κόπο».

   Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και η Κλαίρη με ένα θετικό νεύμα και μια κίνηση του χεριού της, έδωσε το ελεύθερο να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο. Δεν κουβαλούσε πολλά πράγματα μαζί του. Μια τσάντα νάιλον, διάφανη, με τρία πορτοκάλια κι ένα νερό. Το κοινό τους ταξίδι ξεκίνησε, αν και μικρό.

   «Κοπελιά χωρίς να με παρεξηγήσεις, δεν σε έχω ξαναδεί στα μέρη μας. Τουρίστρια είσαι ή καμιά εγγονή δικιά μας, που λείπεις χρόνια».

   «Επισκέπτρια είμαι. Ήρθα από την πόλη για μια παραγγελία. Έφερα κάποια πράγματα και έφυγα αμέσως».

   «Α΄, καλή σου ώρα τότε. Κι εγώ επισκέπτης ήμουν σε αυτό το χωριό. Η βάση μου είναι το επόμενο».

   «Μια χαρά, να μου κάνετε και παρέα στο ταξίδι».

   «Με το αμάξι δεν είναι μακριά. Όμως με τα πόδια, φαίνεται μακρύς ο δρόμος. Όλο περπατάς, κι ενώ νομίζεις πως πλησιάζεις, βλέπεις πως έχεις ακόμα απόσταση. Παλιότερα, είχα ένα γαϊδουράκι που ήταν βοήθεια μου στις δουλειές και τις μετακινήσεις, αλλά το έχασα».

   «Κρίμα, λυπάμαι. Το είχατε χρόνια μαζί σας;».

   «Χρόνια… μια ζωή ολάκερη! Δίπλα μου σε κάθε καιρό. Στην βροχή και το κρύο του χειμώνα, και στη ζέστη του καλοκαιριού. Πιστός και τίμιος συνοδοιπόρος σε δύσβατα μονοπάτια».

   «Τα ζώα είναι οι πιο πολύτιμοι φίλοι του ανθρώπου».

   «Ναι κοπελιά μου. Αν είχα τώρα το γαϊδουράκι μου, δεν θα έκανα αυτήν την απόσταση με τα πόδια. Θα έκανα και πιο συχνές επισκέψεις στον φίλο και συγγενή μου τον κυρ Γιάννη, στο χωριό που αφήσαμε ξοπίσω μας».

   «Τον κυρ Γιάννη, είπατε;».

   «Ναι, τον κυρ Γιάννη τον Σταθάκη. Τον ξέρεις του λόγου σου;».

   «Όχι, δεν μου θυμίζει κάτι το όνομα. Εγώ είμαι από την πόλη. Όπως σας είπα, τυχαία βρέθηκα εδώ, λόγω δουλειάς».

   «Α΄, συγχώραμε κοπελιά μου. Στο ρώτησα γιατί έκαμε κι αυτός χρόνια στην πόλη. Εκεί ζούσε, στο Ηράκλειο. Μέχρι τώρα τελευταία, που αναγκάστηκε να επιστρέψει».

   «Αναγκάστηκε είπατε. Πως γίνεται αυτό;».

   «Μη σε ζαλίζω με αυτά κοπελιά μου, ξένα βάσανα».

   «Όχι, δεν με πειράζει. Μ’ αρέσουν οι ανθρώπινες ιστορίες αλήθειας. Πείτε μου, αν θέλετε βέβαια».

   Ο άγνωστος ταξιδιώτης του δρόμου, φάνηκε να ξέρει πράγματα για τον κυρ Γιάννη, και η Κλαίρη ήταν πρόθυμη ν’ ακούσει την κουβέντα του.

   «Να σου πω τότες. Εμένα και τον κυρ Γιάννη, μας συνδέει παλιά φιλία. Από παιδιά κάναμε παρέα στα χωράφια. Μετέπειτα, αποκτήσαμε και συγγένεια από την γυναίκα του την συγχωρεμένη, την Δήμητρα. Ήταν ξαδέρφη μου. Στάθηκε άτυχη, έφυγε νωρίς από την κακιά αρρώστια. Ούτε παιδιά πρόλαβε να φέρει στην ζωή».

   «Ναι, είναι στενάχωρο αυτό. Όταν φεύγει κάποιος σε νεαρή ηλικία, τα πράγματα δυσκολεύουν για όσους μένουν πίσω».

   Η Κλαίρη, θέλησε να επιστρέψει την κουβέντα στο πρόσωπο του κυρ Γιάννη. Την ενδιέφερε να μάθει περισσότερα.

   «Δύσκολα, δεν λες τίποτα. Της στάθηκε πολύ ο κυρ Γιάννης. Υπήρξε καλός σύζυγος. Την αγάπησε αληθινά την ξαδέρφη μου. Εγώ τους έκανα την γνωριμία και δεν χρειάστηκε πολύ να το βρουν ότι ταιριάζουν. Την ζήτησε μέσα σε δέκα μέρες από τους δικούς της. Κι αυτή βέβαια, ήταν θετική για τον κυρ Γιάννη. Το Ναι που είπε, το είπε με την ψυχή της. Ήμουν κι εγώ παρών στο σπίτι τους, ως παρατηρητής και συγγενής από τη μεριά της νύφης. Και τον κυρ Γιάννη, σαν αδερφό μου τον είχα τότες, μετά χαθήκαμε. Τα έφερε έτσι η ζωή βλέπεις».

   «Και μετά, τι έγινε μετά;».

   «Έζησαν για λίγο εδώ, στο πατρικό του κυρ Γιάννη. Έπειτα, πήραν από κοινού την απόφαση να φύγουν στην πόλη. Είχαν κάποιες οικονομίες μαζεμένες στην άκρη και κίνησαν να φτιάξουν το καινούριο σπιτικό τους και τη νέα τους ζωή. Ήθελαν να είναι ανεξάρτητοι και να πατούν στα πόδια τους. Να δεις πως πρόσεχαν ο ένας τον άλλον, ζηλευτό ζευγάρι!».

   «Κι όταν έφυγε η σύζυγος του, εκείνος να φανταστώ με τα χρόνια θα έφτιαξε τη ζωή του ξανά».

   «Όχι, λάθος συμπέρασμα έβγαλες. Αν ήταν άλλος, αυτό θα έκανε. Μα ο κυρ Γιάννης, φέρθηκε αντίθετα. Δεν προχώρησε τη ζωή του με άλλη σύντροφο. Την έφερε εδώ στην τελευταία της κατοικία, μα εκείνος παρέμεινε στην πόλη, στην κατοικία που την θυμόταν ζωντανή. Το σπίτι που έφτιαξαν μαζί».

   «Τι να πω, μεγάλες αγάπες που δύσκολα τις βλέπουμε σήμερα».

   «Έτσι είναι κοπελιά μου, όπως το λες».

   «Κι εδώ στο χωριό, πως και γύρισε; Είπατε νωρίτερα ότι αναγκάστηκε να το κάνει».

   «Ναι, αλήθεια είναι… τον ανάγκασαν!».

   «Πως τον ανάγκασαν και ποιοι;».

   «Τα ανίψια του, οι Βασιλάκηδες!»

   «Τα ανίψια του;».

   «Όταν αποφάσισε να μείνει για πάντα στην πόλη, τους έγραψε όλη την περιουσία που είχε στο χωριό. Τα πάντα: χωράφια, σπίτια… όλα! Δεν τους έφτανε όμως, και σκέφτηκαν τώρα στα γεράματα να τον ταλαιπωρούν».

   «Αν καταλαβαίνω σωστά, τον έφεραν στο χωριό με το ζόρι, όπως μου λέτε!».

   «Ο καημένος ο κυρ Γιάννης, αντιμετωπίζει πρόβλημα με το μυαλό του. Η μνήμη του δεν τον βοηθά πια, λόγω γηρατειών. Εμείς οι γέροι άνθρωποι κοπελιά μου, τα έχουμε αυτά. Φαντάσου τον κυρ Γιάννη που πέρασε και τόσα με την κατάσταση της γυναίκας του. Πάλι καλά! Τα ανίψια του όμως δεν τα δικαιολογώ».

   «Δεν του φέρθηκαν καλά;».

   «Καθόλου καλά. Εκεί στην πόλη όπως μάθαινα κι εγώ από γνωστούς, υπήρχαν άνθρωποι που τον νοιάζονταν πραγματικά και βρισκόταν δίπλα του χωρίς συμφέρον. Αυτοί εδώ, αν και συγγενείς και το αίμα θα του ρουφήξουν ακόμα. Να ’ξερες κοπελιά, πόσο λυπάμαι!».

   «Για τα χρήματα λοιπόν συμβαίνει αυτή η δυσάρεστη κατάσταση που μου περιγράφετε. Δυστυχώς, για κάποιους δεν μετρούν οι άνθρωποι αλλά τα υλικά αγαθά και οι περιουσίες».

   «Αλήθεια είναι, στην αρχή δεν το πίστευα, αλλά τους άκουσα να μιλάνε μπροστά μου. Εκεί έχασα κάθε εκτίμηση γι’ αυτούς. Τόσο φιλοχρήματοι και πονηροί άνθρωποι. Κακόπεσε ο κυρ Γιάννης, τώρα στα βαθιά του γεράματα».

   «Δηλαδή, δεν δίστασαν να αποκαλύψουν τα σχέδια τους μπροστά σας».

   «Καθόλου δεν τους ένοιαξε. Το σκεπτικό τους είναι να λαμβάνουν την σύνταξη του, και να ξοδεύουν όσο πιο ελάχιστα γι’ αυτόν και τις ανάγκες του».

   «Αξιολύπητοι άνθρωποι, που σκέφτονται έτσι για έναν ηλικιωμένο άνθρωπο».

   «Και δεν φτάνει μόνο αυτό κοπελιά!».

   «Τι, υπάρχουν κι άλλα;».

   «Το χειρότερο είναι πως κοιτούν πέρα από τα λεφτά της σύνταξης, να τους μείνει και το σπίτι στην πόλη και να το πουλήσουν, μόλις φύγει ο κυρ Γιάννης από τη ζωή. Κατάλαβες κοπελιά μου;».

   «Κατάλαβα, αν κατάλαβα λέει».

   Με τούτη και την άλλη συζήτηση, έφτασαν στο δίπλα χωριό, το χωριό του ανθρώπου που έτυχε στο δρόμο της Κλαίρης. Απ’ ότι φαίνεται για καλό».

   Πέρασαν την πλατεία του χωριού και έστριψαν στο επόμενο στενό δεξιά, ώσπου βρέθηκαν στον δρόμο έξω από το σπίτι του χωρικού με την καλή καρδιά και ιδιαίτερη καλοσύνη. Αυτός ζήτησε από την Κλαίρη να τον αφήσει κοντύτερα, μην μπερδεύεται στα στενά. Μα εκείνη επέμενε και προχώρησε.

   «Κοπελιά, θες να κατέβεις να σε τρατάρουμε τίποτα. Αλλιώς να πω στη γυναίκα να σου ετοιμάσει κανένα πεσκέσι για τον δρόμο. Το ταξίδι είναι μακρύ ακόμα, και θα πεινάσεις».

   «Σας ευχαριστώ, μα δεν χρειάζεται».

   «Μα κοίτα μια κουζουλάδα, είπαμε τόσα και δεν ρώτησα ούτε το όνομα σου. Να σε μνημονεύω που με βοήθησες, μην περπατώ όλη την διαδρομή. Εμένα με λένε Δημήτρη, όπως την ξαδέρφη. Την γυναίκα του κυρ Γιάννη, που έλεγα την ιστορία πιο νωρίς».

   Η Κλαίρη τον κοίταξε, φέρνοντας στο μυαλό της πως το ίδιο όνομα πέρα από την μακαρίτισσα την κυρία Δήμητρα, είχε και ο φίλος του κυρ Γιάννη, στο νοσοκομείο. Ο κυρ Δημήτρης που έφυγε νωρίς. Τώρα πια ήταν σίγουρη, πως έπρεπε να εμπιστευθεί τον άνθρωπο που στέκονταν μπροστά της.

   Δεν ήταν τυχαία η συνάντηση τους. Μάλλον κάποιο σημάδι του Θεού ή της μοίρας. Αυτά σκέφτηκε και λογάριασε στο μυαλό της, ώστε να κάμει την μεγάλη αποκάλυψη.

   «Κύριε Δημήτρη, το όνομα μου είναι Κλαίρη. Και είπατε και για μένα στην ιστορία σας».

   «Πως κοπελιά μου, αφού πρώτη φορά σε βλέπω και με βλέπεις. Δεν γνωριζόμαστε από πριν».

   «Κι όμως κύριε Δημήτρη, χωρίς να με ξέρετε μιλήσατε με τα καλύτερα λόγια για μένα και την οικογένεια μου».

   «Πάλι δεν κατάλαβα Κλαίρη. Έτσι δεν είπαμε πως σε λένε».

   «Ακριβώς, Κλαίρη είναι το όνομα μου. Είμαι φαρμακοποιός στο επάγγελμα, και τον κυρ Γιάννη τον έχω σαν πατέρα μου. Ήμασταν πολύ κοντά! Μέχρι που τον πήραν στο χωριό, και χωριστήκαμε».

   «Ε τότες, έκαμες λάθος που είπες ότι είσαι ξένη σε τούτο τον τόπο. Είσαι δικός μας άνθρωπος και ευπρόσδεκτη στα μέρη μας. Καλή σου ώρα, για τον τρόπο και την συμπαράσταση στον συγγενή μου».

   Έκαμαν την χειραψία τους θερμά και δυνατά, όπως γίνεται με τους παλιούς γνώριμους που τελειώνουν το αντάμωμα τους, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξανασμίξουν γρήγορα.

   Η Κλαίρη, προτού φύγει ρώτησε τον κυρ Δημήτρη αν ήταν πρόθυμος να την βοηθήσει στην περίπτωση του κυρ Γιάννη, με την αποκάλυψη της αλήθειας για τα πονηρά σχέδια των άλλων συγγενών.

   Δεν της αρνήθηκε τίποτα. Δήλωσε έτοιμος να κάμει το χρέος του οποιαδήποτε στιγμή. Ήξερε πως αυτό είναι το δίκιο, κι αν δεν το ακολουθούσε θα έπεφτε και στον ίδιο μερίδιο ευθύνης για τα δεινά που περνούσε ο κυρ Γιάννης.

   Η Κλαίρη, τράβηξε το δρόμο του γυρισμού στο Ηράκλειο, μα δεν επέστρεφε μόνη της.  Μέσα της κουβαλούσε και την πολυπόθητη ελπίδα, την μεγάλη ελπίδα που αναγεννήθηκε ξαφνικά.

   Κι όσα λένε πως τα άσχημα νέα είναι που ταξιδεύουν γρήγορα, η Κλαίρη φρόντισε να αλλάξει τα δεδομένα και τον κανόνα αυτό. Τα νεότερα έφτασαν σε κάθε ενδιαφερόμενο, και όλοι τους αναθάρρησαν με αυτήν την πόρτα που άνοιξε ως έξοδος διαφυγής από το πρόβλημα τους, και την δυσκολία του ηλικιωμένου.

   Πίστεψαν πολύ σε αυτό, και παρακίνησαν την Κλαίρη να συνεχίσει την προσπάθεια της. Έτσι τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Ήταν να γίνει και έγινε.

   Η κοινωνική λειτουργός, σε συνεννόηση με την Κλαίρη, κατέγραψε τις μαρτυρίες της κυρίας Πηνελόπης και του κυρίου Δημήτρη, οι οποίες ήταν πέρα για πέρα αξιόπιστες και ιδιαιτέρως χρήσιμες. Στην συνέχεια, υπέβαλλε την ολοκληρωμένη  κοινωνική έκθεση στην εισαγγελία, για επανεξέταση της υπόθεσης και τη λήψη μέτρων προστασίας του ηλικιωμένου.

   Στο πλευρό της Κλαίρης, και ο δικηγόρος της οικογένειας αλλά και ο αστυνόμος. Πίεσαν κι αυτοί από τη μεριά τους, για άμεση νομική παρέμβαση επί του θέματος. Αυτή τη φορά, δεν πήγαιναν με άδεια χέρια. Έδιναν τη μάχη με δυνατά χαρτιά.

   Και να που το χαρμόσυνο μαντάτο δεν άργησε να ακουστεί. Το τηλέφωνο της Κλαίρης, δέχονταν τη μία μετά την άλλη τις ειδοποιήσεις. Πρώτα ο δικηγόρος, δεύτερος ο αστυνόμος, και ακολούθησε η κοινωνική λειτουργός.

   Ο καθένας τους παρουσίασε το θέμα με τον δικό του τρόπο, από τη σκοπιά και την θέση του. Μα και οι τρείς επικοινωνίες, είχαν το ίδιο νόημα και ουσία, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. 

   Ο Κυρ Γιάννης, με απόφαση του Εισαγγελέα, έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από το περιβάλλον του χωριού, και τον αναγκαστικό περιορισμό που του είχαν επιβάλλει τα ανίψια του. Τα στοιχεία εξετάστηκαν, και εκτιμήθηκε πως αυτό ήταν το σωστό.

   «Κυρία Μαυράκη, υπάρχει βέβαια και κάτι άλλο στην απόφαση. Δεν ξέρω αν πρόλαβαν να σας ενημερώσουν γι’ αυτό το δεδομένο και προϋπόθεση».

   «Κυρία Σαπουντζάκη, ότι και να είναι δεν πρόκειται να μου κλέψει την χαρά που αισθάνομαι. Ο κυρ Γιάννης επιστρέφει, αυτό είναι η πραγματικότητα».

   «Ναι, πάνω σε αυτό θέλω να αναφερθώ και απ’ ότι καταλαβαίνω δεν έχετε γνώση του θέματος».

   «Κυρία Σαπουντζάκη μου, μην μου τα αλλάξετε τώρα. Αφού εσείς η ίδια μου μεταφέρατε μόλις τα καλά νέα, όπως και ο δικηγόρος και ο Αναγνώστου ο αστυνόμος. Τι θα έπρεπε να γνωρίζω, που αλλάζει τα προηγούμενα;».

   «Κυρία Μαυράκη, δεν αλλάζει η απόφαση. Ο κυρ Γιάννης φεύγει από την επίβλεψη και προστασία των ανιψιών, αλλά η εισαγγελία έκρινε σκόπιμο την μεταφορά και εισαγωγή του σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων. Όχι στο σπίτι του!».

   Η Κλαίρη έκανε μια παύση στην επικοινωνία της, προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτό το δεδομένο που μετέτρεπε τη χαρά της από ολόκληρη σε μισή.

   «Κυρία Μαυράκη είστε εκεί, με ακούτε;».

   «Εδώ είμαι, εδώ! Απλά, χάθηκα για λίγο».

   «Α΄, προς στιγμή νόμιζα πως έπεσε η γραμμή».

   «Δεν έπεσε η γραμμή κυρία Σαπουντζάκη. Ο ενθουσιασμός ο μεγάλος έπεσε. Με επαναφέρατε στην τάξη, με τα καινούρια τα συμπληρωματικά που είπατε. Τελικά, δεν πρέπει να ανακοινώνει ή να εκδηλώνει κάποιος τα συναισθήματα του, αν δεν διαβάσει πρώτα τα ψιλά γράμματα. Συνήθως κρύβουν πολλά, που δεν φαίνονται στην πρώτη ανάγνωση.

   Η Κλαίρη το συζήτησε και πάλι με τους δικούς της, και συμφώνησαν μετά από προσεκτική εξέταση ότι δεν πρέπει να δείχνουν αχαριστία, ούτε να λειτουργούν με πλεονεξία. Η δικαστική απόφαση, έστω κι έτσι, τους έδινε την ευκαιρία να έχουν συχνή επαφή με τον κυρ Γιάννη, και ο ίδιος να ζει σε ένα προστατευμένο πλαίσιο, μαζί με ομηλίκους του για παρέα. Εξάλλου, αυτή η μονάδα φροντίδας βρισκόταν ελάχιστα μόνο χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Ηρακλείου, και την έδρα τους.

   Σε τρείς ημέρες, τα απαραίτητα έγγραφα εκδόθηκαν και η κοινωνική λειτουργός με τη συνοδεία του αστυνόμου, ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν την εισαγγελική εντολή. Ο Αναγνώστου, δεν ανέθεσε σε άλλον την υπόθεση, επέλεξε εκείνος να κινήσει την διαδικασία, ως οικείος της κατάστασης.

   Μάλιστα, πήραν και την Κλαίρη μαζί τους, κατ’ εξαίρεση. Με την προτροπή να μην εμφανιστεί, ούτε να πλησιάσει κοντά στο σημείο. Τους περίμενε στην κρυψώνα τους, στο καφενείο της κυρίας Πηνελόπης, παρέα με τον κύριο Δημήτρη που ενημερώθηκε και βρισκόταν κι εκείνος μαζί τους.

   «Υπομονή κορίτσι μου, υπομονή και θα έρθουν!».

   Ο κύριος Δημήτρης, έβλεπε την Κλαίρη που ήταν νευρική και ανυπόμονη και πήρε την πρωτοβουλία να την καθησυχάσει.

   «Κύριε Δημήτρη, να ξέρατε την προσπάθεια αυτής της κοπέλας όλο αυτό το διάστημα. Εμένα να ρωτήσετε που την έζησα από κοντά. Όμως τώρα κόρη μου δεν αλλάζει το πράγμα, η απόφαση πάρθηκε».

   Η κυρία Πηνελόπη συμπλήρωσε και αυτή το λιθαράκι της υποστήριξης της προς την Κλαίρη, ετούτη τη στιγμή που η αγωνία φάνηκε να την κυριεύει.

   «Σας ευχαριστώ από την καρδιά μου και τους δύο. Αν δεν ήσασταν εσείς, και αν ο καλός Θεός δεν έκανε να σμίξουν οι δρόμοι μας, το σημερινό δεν θα το ζούσαμε. Οκυρ Γιάννης μας, θα συνέχιζε να υποφέρει και να βασανίζεται. Και δεν αξίζει ούτε σ’ αυτόν, ούτε σε κανέναν άλλον άνθρωπο».

   Την ωραία και αληθινή κουβέντα τους που γεννιόταν από το βαθύ μέσα, διέκοψε ο ήχος της κόρνας του αυτοκινήτου και με μιας πετάχτηκαν όρθιοι, βγαίνοντας γοργά προς το δρόμο, έξω από το καφενείο.

   Τα πράγματα πήγαν καλά. Ο κυρ Γιάννης ήταν μαζί τους στο αυτοκίνητο και ευδιάθετος. Στο πίσω κάθισμα, για ασφάλεια. Σαν το επίσημο πρόσωπο με τη συνοδεία του. Και πράγματι, για τους παρευρισκόμενους ο κυρ Γιάννης ήταν το δικό τους τιμώμενο πρόσωπο. Η στιγμή ανήκε μονάχα στον ίδιο και σε κανέναν άλλον.

   Η κυρία Πηνελόπη τους κέρασε μία πορτοκαλάδα για το δρόμο και να ευχηθούν για το ευχάριστο. Με την ελπίδα αυτή η πορτοκαλάδα να είναι η πιο γλυκιά που είχαν δοκιμάσει στη ζωή τους. Την ήπιαν όλη, χωρίς να αφήσουν σταγόνα. Τόσο πολύ διψούσαν, και είχαν ανάγκη αυτό το δροσιστικό.    

Στο ίδρυμα

Η προσαρμογή και ένταξη του κυρ Γιάννη στις δραστηριότητες του ιδρύματος δεν ήταν τελικά τόσο δύσκολη, όσο φάνταζε. Ο κυρ Γιάννης εγκλιματίστηκε μέσα σε λίγες ημέρες.

   Ήταν μια κατάσταση που θύμιζε τα πρωτάκια του δημοτικού που μπαίνουν για πρώτη φορά στην τάξη. Κοιτούν με βλέμμα εξερεύνησης και αμηχανίας τον χώρο, τους δασκάλους, και περισσότερο τους υπόλοιπους μαθητές. Για να τσεκάρουν με ποιους θα κλείσουν για παρέα,μέχρι να πάρουν τα πάνω τους.

   Αυτά τα στοιχεία παρατηρούσες και στον κυρ Γιάννη, στην αρχή της παραμονής του στην μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων ή στο ίδρυμα, όπως συνήθιζε να το αποκαλεί ο έξω κόσμος.

    «Κλαίρη μου, σου έχω νέα, πολλά νέα!».

   «Σοβαρά κύριε μου, για πείτε τα νέα σας. Αμάν και πως κάνω να τα ακούσω».

   «Έκαμα δύο φίλους καλούς εδώ πέρα, τον κυρ Μιχάλη και τον κύριο Όθωνα. Καλοί άνθρωποι, θα σου τους γνωρίσω όποτε βολέψει».

   «Μπράβο σας κυρ Γιάννη, τέτοια θέλω να ακούω να χαίρομαι!».

   «Που να δεις Κλαίρη, μου έμαθαν και κάποια παιχνίδια στα χαρτιά. Εγώ δεν έπαιξα ποτέ και δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά. Αντί για λεφτά, βάζουμε καπάκια από τα πλαστικά μπουκάλια του νερού του εμφιαλωμένου ή ξηροκάρπια όπως στραγάλια, που μας τα δίνει κρυφά η κυρία της κουζίνας. Περνάει η ώρα στο παιχνίδι μας.  Δεν καταλαβαίνουμε πότε ξεκινήσαμε και τελειώσαμε. Τόσο καλά!».

   «Κι εσείς, σε ποιους ανήκετε κυρ Γιάννη. Στους κερδισμένους ή στους χαμένους του παιχνιδιού;».

   «Την πρώτη και τη δεύτερη φορά τους κέρδισα εγώ, ούτε πήρα χαμπάρι πως έγινε. Μετά, όλο με κερδίζουν. Δεν πειράζει, τουλάχιστον πρόλαβα να πανηγυρίσω δύο φορές. Δεν έχω παράπονο! Σαν νέος στο παιχνίδι, μη ζητώ και τα ρέστα. Οι άλλοι δύο παίζουν χρόνια».

   Η Κλαίρη τον κοίταζε ξανά και ξανά όση ώρα μιλούσε. Κι αλήθεια, δεν τον κοίταζε απλώς, μα τον καμάρωνε. Δεν χόρταινε να τον καμαρώνει.

   Η Κλαίρη έφτιαξε το πρόγραμμα της με τέτοιο τρόπο, που δεν υπήρχε Σαββατοκύριακο να μην επισκεφτεί τον κυρ Γιάννη, στον νέο του χώρο διαμονής. Αν το επέτρεπαν οι συνθήκες και η εργασία της δεν αμελούσε την επίσκεψη και στο μέσο της εβδομάδος. 

Σαν περνούσες το κατώφλι και την είσοδο του κτιρίου, εσωτερικά έμοιαζε πολύ με νοσοκομείο, χωρίς την βαβούρα και την οχλαγωγία των ασθενών.Ήταν ήσυχα, και η ηρεμία αυτή μεταφερόταν και στον επισκέπτη σαν ένεση ηρεμιστικού φαρμάκου.

   Πήρε να καλοκαιριάζει εκείνο τον καιρό. Για πότε άλλαξαν οι εποχές, ούτε έγινε αντιληπτό. Τη μία που χάθηκε ο κυρ Γιάννης και τον έψαχναν μέχρι που φθινοπώριασε, την άλλη που όλος ο χειμώνας τον βρήκε στο χωριό με τα ανίψια. Και να σου πάλι το καλοκαίρι, με την καλή του διάθεση και τις ζεστές μέρες, που όσο κι αν θες να κάτσεις σπίτι, δεν το καταφέρνεις. Σε τραβά το χρώμα και το άρωμα της μέρας, και ξεπορτίζεις.

   Η Κλαίρη χαρακτήριζε τον εαυτό της ως παιδί του χειμώνα. Από παιδί της άρεσε η βροχή. Κολλούσε το πρόσωπο της στο τζάμι του δωματίου της, και πάσχιζε να προλάβει το μέτρημα στις σταγόνες της βροχής. Τι κι αν έβαζε σημάδι μια πέτρα που άφηνε επίτηδες στο μπαλκόνι, και κοιτούσε πόσες σταγόνες θα χτυπήσουν πάνω της,δεν κατάφερνε ποτέ να βγάλει αποτέλεσμα.  Ειδικά όταν η βροχή γινόταν πιο έντονη με την συνοδεία και σιγοντάρισμα του αέρα, τότε ήταν που έχανε τελείως τον λογαριασμό και πάλι από την αρχή.

   Για το χατίρι όμως των κοριτσιών της, και αργότερα του κυρ Γιάννη αφέθηκε… και το καλοκαίρι δεν την άφηνε πλέον ασυγκίνητη. Άφησε αμαχητί τις ομορφιές του να μπουν στη ζωή της, και έγινε πιστός ακόλουθος κάθε γλυκού καλέσματος για περίπατο, θάλασσα. Εκδρομές με περιεχόμενο.

   «Πως σας φαίνεται σήμερα κυρ Γιάννη που βγήκαμε στον κήπο. Η μέρα είναι ηλιόλουστη».

   «Κλαίρη, ο καιρός είναι πάντα καλός γύρω μας. Εξαρτάται με την ματιά που διαλέγει να τον κοιτάζει κανείς. Αυτό είναι που παίζει τον ρόλο και την σημασία την μεγάλη».

   «Έτσι έτσι κυρ Γιάννη. Μην ξεχνάμε πως είστε και σοφός άνθρωπος».

   «Κλαίρη, σου αρέσει να με πειράζεις πάντα, μα σε συγχωρώ!».

   Κάθισαν σε ένα παγκάκι στον κήπο, που ήταν ενωμένο στην πλάτη του με ένα δέντρο. Ένα πανύψηλο πεύκο, που η σκιά του έπιανε ολόκληρο το κάθισμα τους.

   «Κλαίρη, δεν σου είπα και το άλλο. Είδες, ξεχάστηκα και δεν στο ανέφερα».

   «Ποιο άλλο, τι σας διέφυγε κυρ Γιάννη. Ας είναι για καλό!».

   «Πριν λίγες μέρες έφεραν ένα καινούριο πρόσωπο, στο κοινόβιο μας».

   «Α΄, κι άλλος κύριος. Γνωριστήκατε;».

   «Όχι κύριος, κυρία. Μια γυναίκα, με το όνομα Ευφροσύνη».

   «Ωραία, και μιλήσατε; Σίγουρα σαν νέα στον χώρο θα χρειαστεί υποστήριξη, μέχρι να προσαρμοστεί και να συνηθίσει. Μην κοιτάτε εσείς που τα καταφέρατε γρήγορα στον τομέα αυτό. Εκείνη ως γυναίκα, θα συναντήσει παραπάνω δυσκολίες».

   «Της ίδιας άποψης και σκέψης είμαι κι εγώ. Γι’ αυτό την πλησίασα. Οι άλλοι δύο από την παρέα μου, δεν έδειξαν διάθεση για συστάσεις. Δίστασαν επειδή είναι γυναίκα, μην παρεξηγηθούν».

   «Εσείς κυρ Γιάννη σωστά πράξατε. Τι σας είπε;».

   «Μιλήσαμε κάνα δυο φορές μέχρι τώρα. Τον σύζυγο της τον έχασε νωρίς, και ο μοναχογιός της και μοναχοπαίδι… έφυγε στα ξένα για δουλειά. Εκεί ζει, δεν επισκέπτεται πια την πατρίδα. Λες και πληγώθηκε από κάτι, και ξεμάκρυνε τελείως».

   «Και θα στεναχωριέται σίγουρα. Όπως και να έχει, θα της λείπει ο γιος της».

   «Ναι, της λείπει πολύ! Το παράπονο της είναι πως δεν μιλούν ούτε στο τηλέφωνο. Δεν μαθαίνει νέα του καθόλου».

   «Ωχ, την καημένη. Είμαι μάνα κι εγώ και την καταλαβαίνω».

   «Κλαίρη, κι εγώ την καταλαβαίνω. Δεν έχω δικά μου παιδιά, μα φαντάσου να έχανα εσένα και να μην λαμβάνω νέα σου. Για την ζωή σου, τους δικούς σου».

   «Άρα, δεν έχετε πρόβλημα να αναλάβετε την προστασία της, και να της κρατάτε συντροφιά».

   «Καλά, για προστασία δεν μας παίρνει σ’ αυτήν την ηλικία, μα συντροφιά οπωσδήποτε».

   Η Κλαίρη φεύγοντας πέρασε από τα γραφεία των νοσοκόμων. Μίλησαν για τον κυρ Γιάννη και την πορεία του. 

   Οι υπεύθυνες κοπέλες για την φροντίδα του, φάνηκαν ευχαριστημένες. Στάθηκαν περισσότερο στο γεγονός πως οι ώρες πνευματικής σταθερότητας του ηλικιωμένου υπερτερούν έναντι των στιγμών που η μνήμη του αιχμαλωτίζεται σε θολές και μπερδεμένες σκέψεις.

   Η Κλαίρη δεν παρέλειψε να ρωτήσει και για την καινούρια κυρία. Όχι για κουτσομπολιό, μα με σκοπό την επιβεβαίωση των λεγομένων και της αναφοράς του κυρ Γιάννη. Αν ισχύει ή είναι γέννημα του μυαλού.

   Η νεότερη σε ηλικία από τις νοσοκόμες, η Ευγενία, ήταν αυτή που έδωσε τις απαντήσεις στην Κλαίρη. Μια γλυκιά μελαχρινή κοπέλα, που το άσπρο της ντύσιμο έκανε ζωηρή αντίθεση με το μελαμψό του δέρματος της.

   «Ναι, η κυρία Ευφροσύνη. Συμπαθέστατη! Δεν διαμαρτύρεται, και δεν γκρινιάζει σε τίποτα. Μονάχα για το γιο της, εκφράζει το παράπονο και τον καημό της. Ανησυχεί πολύ για εκείνον, αν και φροντίζουμε να την καθησυχάζουμε».

   «Μα καλά, παρόλο που δεν μου πέφτει λόγος… τόσο δύσκολη και πολύωρη είναι η εργασία του στο εξωτερικό, που δεν του μένει χρόνος ούτε για ένα τηλεφώνημα».

   «Δυστυχώς, δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Αυτή είναι η αλήθεια που γνωρίζει η κυρία Ευφροσύνη. Η πραγματική αλήθεια, απέχει κατά πολύ από αυτό».

   «Να ξέρατε πόσο λυπάμαι. Κρίμα!».

   «Κρίμα δεν λέτε τίποτα. Μα τι να της πούμε, πως ο γιος της έμπλεξε με ουσίες και χάθηκε στον κόσμο των ναρκωτικών. Ακολουθούμε την ενημέρωση που μας έδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες που την έφεραν. Δεν αλλάζουμε κάτι από όσα ξέρει, ούτε της αποκαλύπτουμε τα σκοτεινά γεγονότα».

   «Καλά κάνετε. Δεν νομίζω πως θα βοηθήσει πουθενά αν μάθαινε την πραγματικότητα».

   «Μάλιστα, σκεφτήκαμε με τις συναδέλφους εδώ για να μειώσουμε την στεναχώρια της, να λέγαμε ψέματα ότι κάλεσε στο τηλέφωνο ο γιος της, την ώρα που εκείνη κοιμόταν και δεν την ξυπνήσαμε. Πως ρώτησε για την ίδια, και ενημέρωσε πως είναι καλά στην υγεία του».

Με αυτήν την σκέψη έφυγε εκείνη τη μέρα από την μονάδα φροντίδας. Πως τελικά, ορισμένες φορές το ψέμα δεν μετράται ως αμαρτία ή λάθος, όταν λέγεται με σκοπό να γαληνέψει την ψυχή του ανθρώπου. Όταν η ομολογία του προσφέρει ελπίδα και δύναμη.

   «Κυρία Ευφροσύνη, να κάτσω μαζί σας;».

   «Καθίστε, δεν υπάρχει πρόβλημα».

   «Πως το βλέπετε, συνηθίσατε τον χώρο και τους ανθρώπους του;».

   «Σιγά σιγά συνηθίζω. Έχει καλούς ανθρώπους εδώ μέσα. Σίγουρα πολύ καλύτερους από όσους κυκλοφορούν έξω».

   «Θα δείτε πως με τον καιρό θα σας αρέσει όλο και περισσότερο. Κι εγώ στην αρχή δυσκολεύτηκα όσο να ’ναι, μα μετά κύλησε μια χαρά το πράγμα. Υπάρχουν άνθρωποι που μας φροντίζουν. Έχουμε την καθαριότητα μας, και τρώμε και το φαγητό μας. Καμιά φορά βέβαια, έρχεται σαν επισκέπτης και η νοσταλγία της παλιάς μας ζωής και τα αγαπημένα πρόσωπα που έμειναν πίσω, μα δυστυχώς δεν γίνεται να τα έχουμε όλα. Έτσι είναι η ζωή, δεν θέλει να σε κακομαθαίνει! Κάτι σου δίνει και κάτι σου παίρνει πίσω. Δεν αφήνει στην τύχη τίποτα».

   «Ξέρετε κυρ Γιάννη, κι εμένα μου λείπει πολύ ο γιος μου, ο Αντρέας μου. Γι’ αυτό σας ζηλεύω λίγο, που βλέπω αυτήν την καλή κοπέλα και σας επισκέπτεται συχνά. Μακάρι να ήταν και για εμένα διαφορετικά τα πράγματα. Όμως, δεν μπορώ να κάνω κάτι να το αλλάξω. Ήταν φαίνεται γραμμένο να γίνουν έτσι».

   «Αχ και να ’ξερες πόσα προβλήματα έχω δημιουργήσει, και σε τι μπελάδες την έβαλα αυτήν την κοπέλα. Άμα στα κάμω ιστορία, θα μου πεις πως και συνεχίζει να έρχεται και να έχει την έγνοια μου. Κι εγώ αναρωτιέμαι πολλές φορές. 

Ο καλός Θεός βλέπεις, βάζει στο δρόμο μας ανθρώπους λογής λογής. Άλλους που θα μας παιδέψουν και γυρέψουν το κακό μας. Όχι πως τους ενοχλήσαμε ή τους πειράξαμε κάπου, μα επειδή έτσι είναι ο τρόπος τους, φθονερός και γεμάτος μίσος.

   Κι άλλους, που με την καλοσύνη τους θα δώσουν νέα ουσία στην ζωή μας. Θα πράξουν και θα πουν το καλό για εμάς, δίχως να περιμένουν ανταλλάγματα. Την πονηριά και το συμφέρον δεν τους έχουν για φίλους. Γι’ αυτούς αξίζει να παλεύεις να κρατηθείς στη ζωή, να κάνεις τα πάντα για να τους έχεις κοντά.      

    «Είδες που λέω πως ζηλεύω. Για όλα αυτά που έκαμες λόγο. Εμένα, σαν να με ξέχασε και ο Θεός. Το λέω, κι ας έχω την αμαρτία».

   «Κυρία Ευφροσύνη, μην αποκρίνεσαι με αυτόν τον τρόπο. Και μόνο που είσαι εδώ αυτή την στιγμή και τα κουβεντιάζουμε, κάτι σημαίνει. Υπομονή χρειάζεται, και κάθε που θα τύχει να βρεθούμε σε δυσάρεστη θέση, ας πάμε την σκέψη σε άλλους ανθρώπους που περνούν δύσκολα στους θαλάμους του νοσοκομείου, και σ’ εκείνους που χάνουν τους ανθρώπους τους νωρίς από τη ζωή, σαν το σβήσιμο ενός σπίρτου».

   «Σ’ αυτή την θέση δεν είμαι κι εγώ κυρ Γιάννη. Έχασα τον γιο μου στα ξένα. Πως μπορώ να έχω ζωή;».

   «Δεν τον έχασες, θα επιστρέψει! μη χάνεις την ελπίδα σου. Η σκέψη της προσμονής θα σε βοηθήσει, αυτό να έχεις στο μυαλό σου και θα δεις πόση δύναμη θα παίρνεις. Να θυμάσαι τα λόγια μου».

   Κι αν έβλεπες την στάση των δύο ηλικιωμένων, σαν εικόνα βγαλμένη από ευχετήρια κάρτα Χριστουγέννων. Από κείνες που μπαίνουν πάνω στο τζάκι ή κοντά στο στολισμένο δέντρο, για να προσφέρουν κι άλλο στην ομορφιά του.

   Στο τέλος της εβδομάδας, η Κλαίρη συνεπής στην καθιερωμένη επίσκεψη. Δεν ήθελε με τίποτα να σκεφτεί ο κυρ Γιάννης πως τον ξέχασε. Όποια άλλη υποχρέωση κι αν εμφανιζόταν, κανόνιζε να περνά… έστω και αν ήταν γρήγορη η παρουσία της.

   «Κυρ Γιάννη, σε βλέπω όλο και καλύτερα. Ξανάνιωσες μου φαίνεται εδώ. Αρχίζω να πιστεύω πως σε προσέχουν καλύτερα από εμένα».

   «Κλαίρη, σαν την δική σου φροντίδα πουθενά. Μα κι εδώ, δεν είμαι παραπονεμένος. Καλά περνάμε!».

   «Μπράβο κυρ Γιάννη, μπράβο!».

   «Κυρ Γιάννη, κυρ Γιάννη…».

   Μια γυναικεία φωνή, μα όχι της νιότης, μελετούσε το όνομα του ηλικιωμένου. Ακουγόταν από μακριά, που όλο και πλησίαζε προς το μέρος τους.

   «Καλώς την κυρία Ευφροσύνη. Κόπιασε στην παρέα μας».

   «Χίλια συγγνώμη, δεν γνώριζα πως είχατε παρέα. Δεν θα ερχόμουν έτσι απρόσκλητη στο δωμάτιο σας».

   «Δεν πειράζει, την Κλαίρη μου ντρέπεσαι; Ευκαιρία να γνωριστείτε κιόλας. Τις προάλλες Κλαίρη, η κυρία είχε τον καλό σου λόγο».

   «Κυρ Γιάννη, τέτοια να λέτε και να νομίζει η κοπέλα πως την κουτσομπολεύουμε».

«Μπα, δεν νομίζω να παρεξηγηθεί. Αφού λέγαμε για καλό!».

   «Δεν πειράζει, αφήστε τα και οι δύο αυτά. Το θέμα είναι ότι κάτι ερχόταν να σας πει η κυρία και την κόψατε. Άμα χρειάζεται να βγω έξω στο διάδρομο να τα πείτε, και μπαίνω μετά».

   «Όχι κορίτσι μου όχι, δεν είναι κανένα μυστικό που δεν πρέπει να μαθευτεί. Ίσα ίσα!».

   «Μα τι έγινε κυρία Ευφροσύνη. Σαν να μου φαίνεσαι αλλαγμένη».

   «Ναι κυρ Γιάννη, μέσα πέσατε. Η μπλούζα που φοράω είναι ολοκαίνουρια».

   «Αλήθεια. Μεγιά σου τότε, με το καλό να την σκίσεις και να πάρεις άλλη. Έτσι δεν μας λέγανε όταν ήμασταν μικρά».

   «Ναι, σας ευχαριστώ. Μα δεν θα ρωτήσετε ποιος μου την δώρισε. Αφού δεν βγαίνουμε έξω, όπως ξέρετε».

   «Δίκιο έχετε, ποιος; Κανένας κρυφός θαυμαστής να υποθέσω!».

   «Κυρ Γιάννη κυρ Γιάννη, με τα ωραία σας αστεία. Να το ακούει και η κυρία Κλαίρη, να βγάλει άλλα συμπεράσματα».

   «Ε΄ ποιος τότε κυρία Ευφροσύνη; Πείτε και μας σκάσατε!».

   «Ο γιος μου, ο γιος μου κυρ Γιάννη. Μόλις μου την έδωσαν από τα γραφεία. Την έστειλε λέει και συστημένη από το εξωτερικό».

   «Είδες που σου τα έλεγα, να μην χάνεις την πίστη και την ελπίδα σου. Για όλους έχει ο Θεός!».

   «Ναι κυρ Γιάννη, ναι! Δεν με ξέχασε η χάρη του μεγαλοδύναμου, σαν θαύμα μου μοιάζει το σημερινό».

   Ο κυρ Γιάννης δεν έπεσε έξω στην πρώτη του παρατήρηση, πως φάνηκε διαφορετική στην εικόνα της η κυρία Ευφροσύνη. Μα εκείνος δεν εννοούσε την μαύρη πλέκτινη μπλούζα και την εξωτερική εμφάνιση, όπως κατάλαβε αυτή. Αναφερόταν στην λάμψη της ευτυχίας που έβγαζε το βλέμμα της, και την χαρούμενη διάθεση που μαρτυρούσαν οι κινήσεις των χεριών της και η γρήγορη ομιλία της. Σε όλα αυτά καθρεπτίζονταν η αλλαγή που είδε ο κυρ Γιάννης… που δεν είχαν μεγάλη σχέση με το έξω, μα με το μέσα της.

   Η Κλαίρη προσκάλεσε την κυρία Ευφροσύνη και κάθισε μαζί τους. Δεν γινόταν ν’ αφήσουν ασχολίαστο ένα τέτοιο γεγονός, χωρίς να του δώσουν την σημασία που του αρμόζει. Συμμετείχαν ενεργά με τον κυρ Γιάννη στην χαρά της ηλικιωμένης. Και όχι για το τυπικό της υπόθεσης, μα σαν δικό τους ποθητό. Ποθούμενο και ανάγκη».

   Η Κλαίρη, στην έξοδο της από την μονάδα, περνώντας από τα γραφεία της νοσηλευτικής υπηρεσίας έκλεισε το μάτι στην νεαρή νοσοκόμα, την Ευγενία, και με το σήκωμα του αντίχειρα έκαμε το σήμα της επιτυχίας.

   Απ’ ότι φάνηκε, οι δυο τους υπήρξαν συνεργοί στο σχέδιο που κατάφερε την επίσκεψη του γέλιου στο πρόσωπο της κυρίας Ευφροσύνης, και το γέμισμα της χαράς σε ολόκληρη την ψυχή της.

   Όσο περνούσε ο καιρός, μέρα με τη μέρα η κατάσταση του κυρ Γιάννη εμφάνιζε επιδείνωση. Ο ηλικιωμένος ξεχνούσε  σημαντικά πράγματα και γεγονότα, περισσότερο από πριν. Ακόμα και η αρχική αισιοδοξία των φροντιστών της μονάδας για την εικόνα του, δεν υπήρχε πια. 

    Για το λόγο αυτό, η Κλαίρη ανέλαβε και πάλι δράση. Δεν ήθελε ν’ αφήνει τον χρόνο να περνάει, χωρίς να τον στολίζει με στιγμές. Στιγμές δυνατές και όμορφες στην θωριά τους, μα πιο πολύ στον σκοπό τους. Έψαχνε πάντα το κάτι παραπάνω σε ό,τι αφορούσε την συμπαράσταση και την προσφορά στον συνάνθρωπο.

   Για όλη την επόμενη εβδομάδα, και τις καθημερινές που μεσολάβησαν μέχρι το Σαββατοκύριακο, κατέστρωσε μια νέα επιχείρηση. Μια σπουδαία επιχείρηση! Με την βοήθεια της Σοφίας και των κοριτσιών της, και φυσικά με την άδεια των υπευθύνων της μονάδας, που διέμενε ο δικός τους κυρ Γιάννης.

   Οι κοπέλες που είχαν βάρδια εκείνο το κρίσιμο Σάββατο, την ημέρα υλοποίησης του μεγαλόπνοου σχεδίου και της δράσης, ήταν αυτές που ανέλαβαν την ειδοποίηση και προετοιμασία των ηλικιωμένων της μονάδας, που δεν θα είχαν απλά συμμετοχή αλλά θα ήταν οι πρωταγωνιστές στην πράξη που ακολουθούσε.

   Δεν τους είπαν πολλά, η ενημέρωση περιορίστηκε στα απαραίτητα. Κανένας από τους διαμένοντες δεν επιτρεπόταν να βγει στον κήπο, μέχρι η ώρα να πάει έντεκα. Επίσης, ζητήθηκε να παραμείνουν κλειστά ως αυτήν την ώρα οι κουρτίνες και τα παράθυρα.

   Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι πανικοβλήθηκαν, μα αρκέστηκαν στην υπόσχεση πως θα τους δοθούν οι ανάλογες εξηγήσεις και πως δεν αφορά κάτι αρνητικό η συγκεκριμένη εξέλιξη. Αυτό όσο να ’ναι τους καθησύχασε, και μείωνε την αγωνία τους. Η περιέργεια όμως, παρέμενε έντονη και αισθητή.

   «Κυρ Γιάννη, λες να κηρύχτηκε πόλεμος και μας το κρύβουν; Θέλοντας να μας το φέρουν σιγά σιγά».

   «Κυρ Μιχάλη, δεν νομίζω τόσο πολύ. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις…».

   «Όσα κουβεντιάζετε περί πολέμου δεν έχουν βάση, θα το ακούγαμε στις ειδήσεις. Αν υπήρχε τέτοιο θέμα θα το ανακοίνωναν άμεσα».

   «Ναι κυρ Γιάννη. Έχει δίκιο ο κύριος Άγγελος. Οπότε το ξεχνάμε αυτό».

   «Θα σας πω εγώ τι γίνεται, για να μη σκάτε».

   Ένας άλλος ηλικιωμένος, που δεν ήταν στην δική τους παρέα, έδειξε να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, και για τα αυστηρά μέτρα περιορισμού.

   «Τι γίνεται λοιπόν, για διαφώτισε μας!».

   Ο κυρ Μιχάλης, απάντησε στο ίδιο υπεροπτικό ύφος με το συνομιλητή του. Επίτηδες,  να ανταποδώσει την ειρωνεία.

   «Αυτό που συμβαίνει είναι ψεκασμός για κατσαρίδες και ψύλλους. Να τον ακούτε τον παλιό!».

   Πραγματικά, τα λεγόμενα του παντογνώστη ηλικιωμένου έδειχναν να έχουν βάση. Μα και πάλι, γιατί δεν ψέκασαν και το εσωτερικό του κτιρίου. Εκτός κι αν το άφηναν για αργότερα.

   Με αυτές τις συζητήσεις και απορίες, έφτασε η ώρα των αποκαλύψεων. Το ρολόι του τοίχου, στην κεντρική τραπεζαρία, έδειξε έντεκα. Τα μυστικά και κρυφά θα γινόταν φανερά, και πάει λέγοντας.

   Η λήξη της απαγόρευσης εξόδου σήμανε και επίσημα δια στόματος της προϊσταμένης, της κυρίας Αρχοντίας. Σοβαρή και δυναμική γυναίκα, αυτή οργάνωνε τα πάντα στο κτίριο. Δεν γινόταν τίποτα αν δεν έδινε την έγκριση της. Ήθελε να γνωρίζει και τις λεπτομέρειες των θεμάτων, γι’ αυτό και ζητούσε καθημερινά αναλυτική αναφορά από όλες τις υφιστάμενες. 

   «Αν δεν συστηθείς και δεν κάμεις καλή γνωριμία με το κάθε πρόβλημα, δεν μπορείς και να το αντιμετωπίσεις με τον σωστό τρόπο».

   Έτσι συνήθιζε να λέει, σαν διδαχή στις μικρότερες σε ηλικία και σε χρόνια εργασίας.

   «Οι πόρτες θα ανοίξουν και όσοι το επιθυμούν μπορούν εξέλθουν του κτιρίου, και να προχωρήσουν στον κήπο».

   Δεν έμεινε κανείς πίσω, ούτε καν οπισθοφυλακή, για να φυλάει τα νώτα των μπροστινών. Βγήκαν στον κήπο άπαντες, με γρήγορη περπατησιά. Όπως λένε, όταν κάτι μπαίνει στα απαγορευμένα… τότε είναι που ξυπνούν τα πάθη και οι πονηροί λογισμοί στον άνθρωπο. Κι αν δεν καταφέρει να τους κόψει την φόρα, θα γίνει δούλος τους και δυστυχής υπηρέτης των κακών προθέσεων και σκοπών τους. Εδώ όμως, η απαγόρευση δεν φαίνονταν για τέτοια. Δεν οδηγούσε στην αμαρτία.

   Η εικόνα που αντίκρισαν οι ηλικιωμένοι, τους έκανε να παύσουν το βάδισμα τους. Στέκονταν στον χώρο σαν μαγεμένοι. Λες και έβλεπαν πρώτη φορά τον κήπο τους. Η στάση τους έμοιαζε με κόρη, την βραδιά που γνωρίζει τον άντρα που της προξενεύουν και έτυχε να είναι του γούστου της.

   «Κλαίρη, τι σκαρφίστηκες πάλι κόρη μου… και τι ετοιμασίες είναι αυτές!».

   «Κυρ Γιάννη, είναι μια έκπληξη για εσάς και όλους τους φίλους και φίλες σας εδώ».

   «Κόρη μου, αυτό είναι δώρο ζωής… πραγματικά!».

   «Δώρο για εσάς, αλλά και για μας. Για ξεχωριστούς λόγους».

   Σε όλη την έκταση του κήπου, που δεν την έλεγες και μικρή, υπήρχαν απλωμένα τραπέζια και καθίσματα. Με τέντες από πάνω τους για προστασία. Τραπέζια γεμάτα φαγητά σπιτικά, και διάφορα γλυκίσματα σε μεγάλες ποσότητες, να φτάσουν για όλους.

   Η Κλαίρη, αρχικά σκέφτηκε να έπαιρνε για βόλτα στην θάλασσα τον κυρ Γιάννη και λίγους φίλους του, όσους χωρούσε δηλαδή το αμάξι της. Μα από δικού της, δεν προτιμούσε κινήσεις που δημιουργούσαν διακρίσεις. Με αυτόν τον τρόπο  θα έκανε τους υπόλοιπους που θα έμεναν πίσω, να αισθανθούν άσχημα. Δεν το άντεχε αυτό! Έτσι, προχώρησε στο σημερινό. Το προετοίμασαν και βοήθησαν πολλά πρόσωπα, που εργάστηκαν με χαρά γι’ αυτό. Και απευθυνόταν όχι σε λίγους, αλλά σε πολλούς. 

   Το πώς διασκέδασαν οι πάντες εκείνη την μέρα, δύσκολα το πιάνουν τα λόγια να το κάνουν εικόνα. Μια παρέα όλοι τους. Ηλικιωμένοι,  φροντιστές, και η Κλαίρη με τα κορίτσια της. Χόρεψαν, τραγούδησαν. Χόρτασαν αρκετά, όχι με τα πολλά φαγητά, μα από την χαρούμενη προσφορά αυτής της πράξης αγάπης. Από αυτό το μεγάλο αγκάλιασμα του κήπου.

   «Κλαίρη, η σημερινή μάζωξη μου θυμίζει έντονα ένα πανηγύρι που βρεθήκαμε καλεσμένοι με την συγχωρεμένη την γυναίκα μου, σ’ ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο. Ούτε κι εγώ θυμάμαι ποια χρονιά ήταν, μα περάσαμε τόσο καλά που το μελετούσαμε για καιρό. Δεν περίμενα να ζήσω ξανά τέτοια παρέα».

   «Και να σας πω κυρ Γιάννη, το σίγουρο είναι πως μας βλέπει η κυρία Δήμητρα από εκεί που βρίσκεται, και χαίρεται κι αυτή μαζί μας. Μπορεί να μην είναι στην δύναμη της να δοκιμάσει τα φαγητά, όμως η εικόνα και μόνο, πιστεύω θα είναι αρκετή να την ευχαριστήσει».

   «Έτσι είναι παιδί μου. Ακριβώς όπως τα μολογάς».

   Ο κυρ Γιάννης, στα σκαμπανεβάσματα του μυαλού του, δεν ξεχνούσε να φέρει καλεσμένη σε μέρες γιορτής την αγαπημένη του σύζυγο. Σαν να ένιωθε ενοχές που γιόρταζε χωρίς αυτήν.

   Πρωί στις έντεκα ξεκίνησε το φαγοπότι, και το γλέντι συνέχισε μέχρι που έπεσε το βράδυ. Η Στελίνα και η Έλενα περνούσαν το κάθε τραπέζι, για το κέρασμα του ιδιαίτερου γλυκού. Κανταΐφι με παγωτό. Η ιδέα και έμπνευση ήταν δική τους, για να είναι γλυκό το κλείσιμο της βραδιάς. Μην μείνει καμία πικρία στο τελείωμα της.

   «Να προτείνω κι εγώ κάτι, που ίσως ταιριάζει με το γλυκό».

   Η κυρία Ευφροσύνη σηκώθηκε όρθια, τραβώντας την προσοχή όλης της παρέας, με το ύφος εκπροσώπου των τραπεζιών.

   «Κυρία Ευφροσύνη, ευχαρίστως. Η βραδιά είναι δική σας, μέχρι το τελευταίο λεπτό».

   Η Κλαίρη της έδωσε το ελεύθερο, σαν είδε πως το κοίταγμα της πήγαινε προς το μέρος της, περιμένοντας έγκριση.

   «Πριν επιστρέψουμε μέσα, τι λέτε να σύρουμε έναν χορό, σιγανό».

   Δεν έφερε κανείς αντίρρηση, σ’ αυτήν την εξαιρετική ιδέα της κυρίας Ευφροσύνης. Οι πιο πολλοί ακολούθησαν στον χορό, κι όσοι δεν μπόρεσαν από δυσκολία σωματική, συνόδευαν με το χειροκρότημα τους που έδινε ρυθμό με τον ήχο του. Ένας ήχος ψυχής και ανάγκης, για υποστήριξη στον κύκλο με τις πολλές γενιές. Ανθρώπων στα πρώτα βήματα της νιότης της ζωής,και άλλων που λαχταρούσαν να επιστρέψουν πίσω, να ξαναζήσουν απ’ την αρχή, έναν χορό ακόμα.

   Για μέρες, δεν είχαν άλλο θέμα συζητήσεων στην μονάδα και τα πηγαδάκια των ηλικιωμένων. Μα και στα κορίτσια του φαρμακείου, η ανάμνηση του Σαββάτου, δύσκολα έφευγε από το μυαλό τους ή μάλλον δεν την άφηναν να φύγει. Την κρατούσαν επίτηδες, να τους θυμίζει πως η ζωή έχει πολλές αλήθειες… με μία όμως να είναι η μεγαλύτερη, την αγάπη.

   Η αγάπη του ενός για τον άλλο, το δόσιμο συναισθημάτων και το μοίρασμα ψυχής. Αυτό το σπουδαίο, που όταν το νιώσεις, παλεύεις να κρατήσει για πάντα.           

   «Κλαίρη, είσαι καλά σήμερα; Σε βλέπω κάπως, γι’ αυτό και ρωτάω».

   «Ναι, το παρατήρησες. Δεν ξέρω, μια περίεργη διάθεση».

   «Αν δεν ήξερα πως είσαι φανατική του χειμώνα, θα έλεγα ότι φταίει ο καιρός που πήρε να χειμωνιάζει σιγά σιγά, και είσαι έτσι λόγω της αλλαγής και τα πρωτοβρόχια».

   «Σοφία μου, δεν νομίζω να ευθύνεται ο καιρός. Ίσως κάποια ίωση ή κρύωμα, που ετοιμάζεται να εκδηλωθεί. Μάλλον αυτό θα είναι!».

   Η Σοφία αποκάλυψε την απορία της για την εικόνα της αδερφής της. Δεν την είχε συνηθίσει σ’ αυτόν τον τρόπο, μονάχα σε σοβαρές δυσκολίες. Πάντα έδινε κουράγιο στους άλλους, ακόμα και όταν η ίδια περνούσε άσχημα. Σπάνια φανερωνότανη όποια ταλαιπωρία της. Τώρα, κάτι παράξενο διαγραφόταν στο πρόσωπο της. Σαν να την βάραινε κάποιο θέμα.

   Στο κλείσιμο του φαρμακείου, τους πρόλαβε ένα τηλεφώνημα. Το κουδούνισμα του επίμονο, δεν άλλαζε τη γνώμη σ’ αυτόν που τηλεφωνούσε η αργοπορία τους να απαντήσουν. Τους γύρισε από την πόρτα.

   Η Κλαίρη ήταν εκείνη που απάντησε, και τα λόγια που ακούστηκαν προς την Σοφία, αφορούσαν την δέσμευση της αδερφής της, για επίσκεψη σε κάποιον. Στην αρχή, δεν φάνηκε ξεκάθαρα ποιον θα επισκεφτεί. Με την ολοκλήρωση της επικοινωνίας, η Κλαίρη ενημέρωσε αναλυτικά την αδερφή της.

   «Κλαίρη ποιος ήταν, και που πρέπει να πας;».

   «Από την μονάδα που μένει ο κυρ Γιάννης με πήραν. Με την προϊσταμένη μιλούσα».

   «Και τι, έπαθε τίποτα ο κυρ Γιάννης;».

   «Όχι όχι, απλά με ενημέρωσε πως σήμερα είναι ανήσυχος από το πρωί, χωρίς να είναι άρρωστος. Ζήτησε κιόλας από τις κοπέλες να με καλέσουν, να μου μιλήσει. Απ’ ότι μου είπε η προϊσταμένη, δεν έδωσαν βάση αμέσως, γνωρίζοντας την κατάσταση του και επειδή δεν ήταν η πρώτη φορά που συμβαίνει τέτοιο περιστατικό. Η διαφορά είναι ότι επιμένει… συνεχίζει να με αναζητά!».

   «Κλαίρη, δεν νομίζω πως είναι κάτι σημαντικό. Όπως είπαν οι κοπέλες που ξέρουν, το έχει κάνει ξανά. Μάλλον οφείλεται στα παιχνίδια του μυαλού του».

   «Σοφία, όπως και να έχει, εγώ πρέπει να πάω μια βόλτα από εκεί. Μπορεί πράγματι να θέλει να μου πει κάτι. Δεσμεύτηκα και στην προϊσταμένη».

   «Κλαίρη, μην σε αγχώνει αυτό. Σήμερα ούτε εσύ φαίνεσαι καλά, από το πρωί. Πάρε πίσω την υπεύθυνη, και μετέφερε την επίσκεψη σου  το Σάββατο. Τότε, δεν θα πήγαινες κανονικά;».

   «Και να αφήσω να περάσουν τρεις μέρες, μέχρι το Σάββατο. Αν υπάρχει σοβαρός λόγος που επιθυμεί να μου μιλήσει;».

   «Κλαίρη, αυτό βγάλε το από το μυαλό σου. Άρρωστος δεν είναι, θα στο έλεγαν σίγουρα τα κορίτσια και η υπεύθυνη. Απλά σε πήραν επειδή γνωρίζουν πως θες να μαθαίνεις τα πάντα για τις κινήσεις του κυρ Γιάννη. Άσε που μπορεί και να τους ζάλισε με την επιμονή του. Που θα μπαίνεις στο δρόμο, με βροχή και αδιάθετη. Κάλεσε να το ακυρώσεις το σημερινό. Δεν νομίζω να σε παρεξηγήσει κανείς».

   «Εντάξει, ίσως και να έχεις δίκιο. Ας φύγουμε, μην καθυστερούμε άλλο. Να σε πετάξω στο σπίτι, και όταν φτάσω στο δικό μου θα τους τηλεφωνήσω. Να είμαι και πιο ήρεμη».

   Η Κλαίρη, αφήνοντας την Σοφία στο πατρικό τους και στην διαδρομή προς το σπίτι της, άλλαξε τη γνώμη και την υπόσχεση που έδωσε στην αδερφή της. Το στοιχείο που την επηρέασε ήταν η σκέψη μην τυχόν πιστέψει ο κυρ Γιάννης πως τον ξέχασε, και δεν τον υπολογίζει. Έκανε αναστροφή στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε την πορεία για την περιοχή της μονάδας, μ’ εκείνο το αρνητικό συναίσθημα να συνεχίζει να της δημιουργεί πίεση και ενόχληση.

   «Μητέρα, καλησπέρα! Πως είστε;».

   «Καλησπέρα Διονύση μου. Καλά είμαστε, εσείς;».

   «Καλά κι εδώ. Σας τηλεφωνώ επειδή  παίρνω την Κλαίρη επανειλημμένως και δεν απαντά στο κινητό της. Μήπως πέρασε από εσάς ή γνωρίζετε αν έτυχε παραπάνω δουλειά και άργησε στο κατάστημα. Συνήθως με ενημερώνει πιο μπροστά, μα αυτή τη φορά δεν μου είπε για την καθυστέρηση της».

   «Περίμενε παιδί μου, μισό λεπτό φωνάζω την Σοφία να μιλήσετε. Αυτή σίγουρα θα ξέρει περισσότερα, ώστε να διαφωτίσει και τους δυο μας. Στο δωμάτιο της είναι!».

   «Εντάξει μητέρα. Περιμένω!».

   «Σοφία, έλα παιδί μου. Ο Διονύσης είναι στο τηλέφωνο και θέλει να σε ρωτήσει για την Κλαίρη».

   «Για την Κλαίρη! Δεν καταλαβαίνω…».

   «Ορίστε, πάρε το ακουστικό και συνεννοηθείτε».

   «Ναι, έλα Διονύση. Τι συμβαίνει με την Κλαίρη;».

   «Σοφία, όπως είπα και στη μητέρα σου, η Κλαίρη δεν επέστρεψε το μεσημέρι στο σπίτι, και στο τηλέφωνο της δεν απαντά. Γι’ αυτό κάλεσα εκεί. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;».

   «Μαζί φύγαμε από τη δουλεία και με έφερε στο σπίτι. Μετά θα ερχόταν στο δικό σας. Πως γίνεται να μην γύρισε!».

   «Κι όμως Σοφία, δεν επέστρεψε στο σπίτι η Κλαίρη. Ούτε τα κορίτσια γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικό. Για την Κλαίρη, είναι ασυνήθιστη συμπεριφορά αυτή. Αρχίζω και ανησυχώ τώρα με αυτά που ακούω από εσένα. Έπρεπε να σε καλέσω νωρίτερα!».

   «Διονύση ηρέμησε… μην ανησυχείς, θα την βρούμε την άκρη. Τα κακά νέα μαθαίνονται γρήγορα να ξέρεις».

   «Και τι συμβαίνει τότε.Γιατί δεν δίνει σημεία ζωής;».

   «Α΄ για περίμενε, για περίμενε…».

   «Τι! θυμήθηκες κάτι που θα ξεδιαλύνει το τοπίο της εξαφάνισης».

   «Είδες, που σου είπα πως άδικα ανησυχείς».

   «Τι, τι είναι; θέλω να μάθω κι εγώ Σοφία».

   Η κυρία Στέλλα έντρομη και σε κατάσταση πανικού, παρενέβη στην τηλεφωνική συζήτηση της Σοφίας με τον γαμπρό τους.

   «Ηρεμήστε! Θα μάθετε και οι δύο. Η Κλαίρη…».

   «Ε΄ πες μας λοιπόν!».

   Η φωνή του συζύγου της Κλαίρης βγήκε εντελώς ξεψυχισμένη. Ίσα που τον κατάλαβε η Σοφία. Μάλλον από το άγχος και την αγωνία.

   «Η Κλαίρη μας βρίσκεται στην μονάδα που φιλοξενεί τον κυρ Γιάννη».

   «Και πως είσαι σίγουρη γι’ αυτό».

   «Διονύση, θα σας πω αμέσως. Μαμά, έλα από κοντά να ακούσεις κι εσύ, να μην τα λέω διπλά. Την ώρα που κλείναμε, της τηλεφώνησε η υπεύθυνη από το ίδρυμα ότι την ψάχνει ο κυρ Γιάννης. Και ξέρετε την Κλαίρη, και πόση αδυναμία έχει στον κυρ Γιάννη. Ανέφερε πως θα επικοινωνούσε με την μονάδα ώστε να προγραμματίσει  άλλη μέρα την επίσκεψη της, μετά και την δική μου προτροπή. Μάλλον, στην πορεία άλλαξε γνώμη».

   «Ωραία Σοφία, και στο κινητό γιατί δεν απαντάει ή γιατί δεν πήρε να ενημερώσει γι’ αυτήν την εξέλιξη».

   «Μπορεί να ξεχάστηκε, δεν ξέρω!».

   «Κι αν υποθέσουμε πως νωρίτερα ξεχάστηκε, τώρα γιατί δεν απαντάει;».

   «Όταν μπαίνει στο ίδρυμα, το βάζει όπως γνωρίζω στο αθόρυβο. Από διακριτικότητα, μην ακουστεί και ενοχλήσει τους ηλικιωμένους εκεί. Και μια μέρα που πήγαμε μαζί για επίσκεψη στον κυρ Γιάννη, το ίδιο έκανε. Άδικα ανησυχείς…».

   «Καλά τότε, ας περιμένουμε την ειδοποίηση της. Τόσες κλήσεις! Όταν τις δει, πιστεύω να καλέσει πίσω».

   «Έτσι θα γίνει, θα το δεις!».

   Σε δύο ώρες, από τη στιγμή της επικοινωνίας με την Σοφία, πράγματι το κινητό του Διονύση δέχτηκε ειδοποίηση, μα όχι από το πρόσωπο που περίμενε. Από άγνωστο αριθμό.

   «Ο κύριος Κουρτάκης;».

   «Ναι, εγώ είμαι. Ποιος είστε;».

   «Κύριε Κουρτάκη, τηλεφωνώ από την υπηρεσία της τροχαίας».

   «Παρακαλώ, πείτε μου. Σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμος;».

   «Η κυρία Μαυράκη Κλαίρη, είναι σύζυγος σας;».

   «Μισό λεπτό κύριε, μισό λεπτό!».

   Ο Διονύσης παρακάλεσε την Στελίνα που βρισκόταν στον χώρο, να μετακινηθεί στο δωμάτιο της. Δεν ήθελε να είναι μπροστά σε αυτήν την επικοινωνία και τον σκοπό που μπορεί να είχε.

   «Κύριε Κουρτάκη, μ’ ακούτε… είστε εκεί!».

   «Ναι ναι, εδώ είμαι. Τώρα μπορώ να σας ακούσω καθαρά. Πείτε μου για την γυναίκα μου, τι συμβαίνει;».

   «Η σύζυγος σας, είχε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο».

   «Και πως είναι, ζει! Απαντήστε μου αμέσως, θέλω να μάθω. Σας παρακαλώ, θέλω να μάθω τα πάντα».

   «Ηρεμήστε κύριε Κουρτάκη. Η σύζυγος σας είναι ζωντανή, αλλά εξαιτίας της κατάστασης της, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο».

   «Μου λέτε αλήθεια ή μου κρύβετε κάτι;».

   «Όχι κύριε, είναι ζωντανή. Όμως…».

   «Τι όμως. Γιατί διστάζετε να συνεχίσετε την κουβέντα σας».

   «Κοιτάξτε, η κατάσταση της υγείας της είναι κάπως σοβαρή, αν και αυτό θα το κρίνουν οι γιατροί που την ανέλαβαν. Όμως, φέρει σοβαρά τραύματα στο σώμα και το κεφάλι».

   Τελικά, η ανησυχία του επαληθεύτηκε με τον πιο άσχημο τρόπο. Δεν είπε τίποτα στα κορίτσια του. Μόλις επανήλθε από το πρώτο σοκ, πήρε τηλέφωνο τους γονείς της Κλαίρης.

   Εκείνοι πέρασαν από το σπίτι της Κλαίρης, άφησαν την Σοφία με τα παιδιά, και έφυγαν με τον γαμπρό τους για το νοσοκομείο. Απέφυγαν να ανέβουν πάνω, μην πάρουν χαμπάρι οι εγγονές τους.

   Στο αυτοκίνητο, στον δρόμο για το νοσοκομείο, δεν βγήκε μιλιά από κανέναν. Ίσως δεν είχαν τη δύναμη να αρθρώσουν λέξη ή να βγάλουν φωνή από μέσα τους. Μονάχα κοιτάζονταν αποσβολωμένοι, κάνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλον με την σιωπή.

   Σαν έφτασαν στο νοσοκομείο, έμαθαν αναλυτικά για όλα. Και ο αρμόδιος γιατρός τους ενημέρωσε πλήρως και ο αξιωματικός της τροχαίας που περίμενε την άφιξη τους.

   Η Κλαίρη, οδηγούσε με κατεύθυνση την μονάδα φιλοξενίας του κυρ Γιάννη, ώσπου ήρθε κατά πάνω της ένα αυτοκίνητο από το αντίθετο ρεύμα, ακολουθώντας τρελή πορεία. Όσο κι αν προσπάθησε να το αποφύγει, δεν γινόταν. Τα περιθώρια αντίδρασης ήταν ελάχιστα. Η σύγκρουση των δύο οχημάτων, χαρακτηρίστηκε ως σφοδρή.

   Το σώμα της Κλαίρης, χρειάστηκε να υποβληθεί σε δύο χειρουργεία. Πολύωρα και δύσκολα στις επεμβάσεις τους. Ένα στο κεφάλι, κι ένα στην σπονδυλική στήλη. Με το πέρας τους, κρίθηκε αναγκαία η παραμονή και φροντίδα της στην μονάδα εντατικής θεραπείας, για αυξημένη παρακολούθηση στην λειτουργία των οργάνων της, μετά τις ιατρικές πράξεις.

   Τις μέρες αυτές, η οικογένεια της ήταν κοντά. Παρόλο που δεν ήταν δυνατή η οπτική επαφή μαζί της, συνέχιζαν να πηγαίνουν και να έρχονται στο νοσοκομείο. Αυτό ακολουθούσαν όλοι οι δικοί της, εκτός από τα κορίτσια της. Την Έλενα και την μικρή Στελίνα.

   Από κοινού αποφάσισαν να τις κρατήσουν μακριά από το νοσοκομείο. Δεν τους είπαν ολόκληρη την αλήθεια, για την υγεία της μητέρας τους. Με σκοπό να τις καθησυχάσουν και να μειώσουν την αγωνία τους, χρησιμοποίησαν διάφορες δικαιολογίες, αφού πρώτα συνεννοήθηκαν ώστε να λένε όλοι το ίδιο πράγμα, στα επίμονα ερωτήματα και απορίες των κοριτσιών.

   «Θεία σε παρακαλώ, πες μου για τη μαμά μου. Γιατί λείπει τόσες μέρες από το σπίτι. Εκείνη ποτέ δεν έφευγε μακριά μας, δεν μας άφηνε πίσω».

   «Στελίνα, τα είπαμε ξανά και ξανά. Μόλις γίνει καλά στην υγεία της, θα επιστρέψει. Μην με φέρνεις σε δύσκολη θέση, και με στεναχωρείς».

   «Ναι θεία μου, το ξέρω. Μα εμείς θέλουμε να την δούμε… να μας πας κοντά της».

   «Στελίνα, ξέρεις ότι δεν γίνεται. Το απαγορεύουν οι γιατροί. Έχει αυτό το σοβαρό κρύωμα, που είναι μεταδοτικό. Δεν αφήνουν τα παιδιά να πλησιάσουν».

   «Και τι, δεν θα τη δω καθόλου. Όχι όχι δεν το δέχομαι…».

   «Στελίνα μου, της δίνουν κάποια φαρμακάκια στο νοσοκομείο, και μόλις αρχίσουν να τη βοηθούν στο κρύωμα, τότε θα μπορέσετε να την επισκεφτείτε. Η Έλενα το κατάλαβε, που της το εξήγησα».

   «Ωραία, κι εγώ λέω αυτά τα φάρμακα δεν τα έχουμε στο φαρμακείο. Αφού όσοι είναι άρρωστοι, έρχονται από το φαρμακείο και παίρνουν τα φάρμακα τους. Η μαμά μου γιατί δεν μπορεί, δεν το καταλαβαίνω!».

   «Ναι Στελίνα μου, έχεις δίκιο σε αυτό που λες. Όμως στο νοσοκομείο την προσέχουν καλύτερα, για να γίνει πιο γρήγορα καλά».

   «Δεν πειράζει, κ εγώ θα την προσέχω καλά. Δεν θα φεύγω από δίπλα της, αρκεί να έρθει πίσω στο σπίτι».

   «Στελίνα μου, πάλι τα ίδια. Ξέχασες ότι είναι μεταδοτικό. Θες να κολλήσεις κι εσύ, και να τρέχουμε μετά. Να έχουμε κι άλλα δηλαδή!».

   «Ας κολλήσω, δεν με νοιάζει. Άμα είναι να με βάλουν μαζί με τη μαμά μου, ας κρυώσω κι εγώ».

   Η Σοφία ήταν εκείνη που ανέλαβε να προσέχει τα κορίτσια, τον περισσότερο χρόνο. Η φροντίδα τους δεν την δυσκόλευε, ήταν αρκετά συνεννοήσιμες και ικανές. Το μοναδικό και μεγάλο πρόβλημα, αφορούσε την ανταπόκριση στις καθημερινές συζητήσεις για την μητέρα τους.

  Στο θέμα αυτό, η Σοφία πολλές φορές  ένιωθε να λυγίζει. Ειδικά στα καλέσματα της Στελίνας, και μπροστά στα δακρυσμένα μάτια της.

   Μια μέρα, περνώντας έξω από το δωμάτιο της Στελίνας, την άκουσε να μιλάει μόνη της και κοντοστάθηκε. Τα λόγια της, προσευχή προς τον Θεό. Παρακαλούσε να γίνει γρήγορα καλά η μαμά της, αλλιώς να αρρωστήσει και η ίδια, για να την πάνε κοντά της. Δεν θέλησε να φανερωθεί πως την άκουσε, και προχώρησε.

   Η Έλενα, κι εκείνη πολύ ευαίσθητη στον χαρακτήρα της. Στο συγκεκριμένο παρίστανε την δυνατή, σαν μεγαλύτερη. Τουλάχιστον μπροστά στους άλλους. Όταν έκλεινε η πόρτα του δωματίου της, ακολουθούσε κι αυτή το δικό της εσωτερικό μονόλογο, την δική της παράκληση στον Θεό.

   Η Κλαίρη, ήταν τα πάντα για τις κόρες της… και τα δύο κορίτσια ήταν τα πάντα για την μητέρα τους. Δεμένες όσο τίποτα. Όχι αυτό το δέσιμο που προκαλεί πνιγμό και ασφυξία και σε κάνει να θες να αποδράσεις. Το άλλο, που σε σπρώχνει να έρχεσαι όλο πιο κοντά, για να μπορέσεις να ζήσεις μέσα από αυτό.

   Στην μονάδα, ο κυρ Γιάννης αναζητούσε συνεχώς το πρόσωπο της Κλαίρης, μα εισέπραττε κι εκείνος την ίδια απάντηση με τις κόρες της Κλαίρης. Αυτή ήταν η οδηγία, από την οικογένεια της Κλαίρης, και οι εργαζόμενες στην μονάδα, το σεβόταν απόλυτα.

   «Ευγενία, σίγουρα μου λες την αλήθεια για την Κλαίρη μου;».

   «Ναι κυρ Γιάννη. Που θα πάει, θα περάσει αυτό το κρύωμα και θα την δείτε πάλι εδώ, στην καθιερωμένη της επίσκεψη».

   «Μακάρι να είναι όπως τα λες. Το εύχομαι κι εγώ κάθε μέρα. Όσο σκέφτομαι πως υποφέρει, παρακαλώ τον Θεό να με έβαζε στην θέση της. Να πάρει από μένα όση υγεία μου έχει μείνει, και να την χαρίσει σ’ εκείνην».

   Η κυρία Ευφροσύνη, περνούσε κι αυτή και ρωτούσε τον κυρ Γιάννη για την Κλαίρη. Ενδιαφερόταν πραγματικά.

   Σε μια βόλτα της στον διάδρομο του ιδρύματος, άκουσε τυχαία τις νοσοκόμες να συζητούν και να περιγράφουν λυπημένες την άσχημη κατάσταση της Κλαίρης, λόγω του τροχαίου. Δεν το αποκάλυψε όμως στον κυρ Γιάννη, το κράτησε μυστικό. 

   Υπήρχαν φορές που πιεζόταν, όταν έβλεπε τον κυρ Γιάννη να ανησυχεί και να της ομολογεί πως δεν πιστεύει τα όσα του έλεγαν οι νοσοκόμες για το κρύωμα της Κλαίρης, μα πάλι δεν έβγαζε κουβέντα. Γυρνούσε το βλέμμα από την άλλη, να αποφύγει το απευθείας κοίταγμα των ματιών. Από ενοχές, που η ίδια γνώριζε την πραγματικότητα, μα και από φόβο μην καταλάβει από το πρόσωπο της πως κάτι ξέρει περισσότερο για την περίπτωση.

   «Να δεις κυρία Ευφροσύνη, που κάτι πολύ κακό έχει συμβεί στην Κλαίρη μου, και δεν μου το λένε».

   Το διαισθανόταν το άσχημο γεγονός, απλά έψαχνε στις κουβέντες των άλλων να το βεβαιώσει. Όχι για να νιώσει πιο ήσυχος ή να ευχαριστηθεί που έπεσε μέσα, μα για να κάνει ακόμα πιο δυνατή την προσευχή του στον Θεό. Ακριβώς σαν την Στελίνα, την μικρή κόρη».

   Στο νοσοκομείο, η αγωνία συνεχιζόταν. Κι όσο οι μέρες μετρούσαν παραπάνω, και όσο μεγάλωναν σε αριθμό, χωρίς την παραμικρή θετική εξέλιξη, τόσο πιο βασανιστική γινόταν η κατάσταση.

    Ο χρόνος αναμονής, τρυπούσε την καρδιά των συγγενών και φίλων της Κλαίρης, την ίδια στιγμή που η ίδια σε άλλο χώρο κοντινό, έδινε την μεγαλύτερη μάχη της ζωής της. Πάλευε να σταθεί δυνατή, να μην παραδώσει τα όπλα με ευκολία. Και αυτό που όλοι δικοί της γνώριζαν καλά, είναι πως τη μάχη αυτήν, δεν την έδινε για τον εαυτό της. Την έδινε για όλους τους άλλους, και τελευταία για εκείνην.

   «Γιατρέ, πέρασαν δεκατέσσερις μέρες και η κόρη μου παραμένει στην εντατική. Σας παρακαλώ, θέλω να ρωτήσω την πρόβλεψη σας για την αποκατάσταση ή μη των δυσλειτουργιών που επέφεραν τα τραύματα στον οργανισμό της. Μην ξεχνάτε, πως κάποτε υπήρξαμε συνάδελφοι. Αρκετές φορές έτυχε να βρεθώ σε παρόμοια θέση, και αυτό που ακολουθούσα πάντα, ήταν να κοιτώ με θάρρος τους οικείους του κάθε ασθενούς και να τους ανακοινώνω την πάσα αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή. Θεωρούσαεπαγγελματική και ηθική υποχρέωση την καλή ενημέρωση των συγγενών, για τον δικό τους άνθρωπο».

   «Κύριε Μαυράκη, έχετε δίκιο σε όσα είπατε. Απλά, ξεκινήσαμε από χθες την χορήγηση νέας αγωγής στην κόρη σας, ώστε να δούμε την αντίδραση του οργανισμού της, και περίμενα λίγες μέρες, για να μην μεταφέρω πράγματα που δεν ισχύουν».

   «Δηλαδή, πότε θα ξέρουμε αν ανταποκριθεί στην καινούρια θεραπεία;».

   «Σε τρεις μέρες κύριε Μαυράκη. Την Πέμπτη το μεσημέρι, θα μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά. Αν και όπως γνωρίζετε, η ακρίβεια σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική».

   «Κάτι άλλο γιατρέ. Μέχρι την Πέμπτη, αν δεν συμβεί η εξέλιξη που επιθυμούμε, κι εσείς από την πλευρά σας, κι εμείς περισσότερο ως οικογένεια…».

   «Αν δεν προχωρήσει όπως περιμένουμε και ευχόμαστε… δυστυχώς τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά, και ελπίζουμε μόνο σε θαύμα. Αυτή είναι η αλήθεια!».

   Τα νεότερα στοιχεία και η πληροφόρηση που έλαβε από τον μικρότερο σε ηλικία συνάδελφο του, μα έμπειρο και καλό επιστήμονα, κατεύθυναν τον πατέρα της Κλαίρης στην επόμενη κίνηση και κρίσιμη απόφαση.

   «Λοιπόν Στέλλα… ενημέρωσε τους όλους. Την Πέμπτη το μεσημέρι, να βρίσκονται εδώ. Να μην λείπει κανείς τους».

   «Γιατί Σπύρο μου, τι έγινε; Σου είπε κάτι καινούριο ο γιατρός για το παιδί μας. Πες μου σε παρακαλώ, μην με αφήνεις απέξω».

   «Στέλλα, την Πέμπτη θα κριθούν όλα για την κόρη μας. Τότε θα φανεί αν δικαιωθεί στην μάχη που έδωσε μέχρι σήμερα, και επανέλθει στη ζωή. Αν γυρίσει κοντά στα παιδιά της και σ’ εμάς, στα αγαπημένα της πρόσωπα».

   Τα μέλη της οικογένειας ειδοποιήθηκαν να βρίσκονται στο νοσοκομείο την καθορισμένη μέρα και ώρα. Σ’ ένα ραντεβού με την ευχή και ελπίδα για ζωή. Μια συνάντηση, που με τη δύναμη της θα μπορούσε να ξορκίσει κάθε κακό. Ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο.

   Το φαρμακείο παρέμεινε κλειστό εκείνη την μέρα. Ποτέ δεν έκλεισε σε όλα τα χρόνια λειτουργίας του. Τώρα όμως, η στιγμή ήταν πάνω από όλους και από όλα.

   Κινήθηκαν όσο γινόταν πιο προσεκτικά, ώστε να μην καταλάβουν τίποτα οι μικρές. Ήταν και η ώρα τέτοια, που τις ήθελε στο σχολείο τους. Το γεγονός αυτό, διευκόλυνε την μεγάλη μάζωξη των συγγενών και φίλων της Κλαίρης, στον πιο δύσκολο χώρο αναμονής του νοσοκομείου.

   Στις έντεκα το πρωί, συγκεντρώθηκαν ήδη οι περισσότεροι. Τα καθίσματα γέμισαν από δικούς της Κλαίρης, ενώ οι υπόλοιποι στέκονταν όρθιοι κοντά στις σκάλες ή ακουμπισμένοι σ’ εκείνους τους τοίχους, που κατάφερναν να παγώνουν το σώμα και την ψυχή.

   Πέρα από τη στενή οικογένεια και τους λοιπούς συγγενείς, δεν έλειπαν και άλλα πρόσωπα. Άνθρωποι που έζησαν την Κλαίρη, σε σημαντικές στιγμές. Ο αστυνόμος, ο Κώστας ο εθελοντής, η κυρία Ειρήνη. Μέχρι και ο κύριος Δημήτρης μετην κυρία Πηνελόπη ήρθαν από το χωριό του κυρ Γιάννη, για συμπαράσταση στην Κλαίρη. Σήμερα, τους χρειαζόταν όλους.

   Στο σημείο που οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν μία μετά μεσημβρίας, τα πρόσωπα των παρευρισκόμενων άρχισαν να εμφανίζουν μία περίεργη χλομάδα, και οι ακούσιες κινήσεις και ο ήχος των κάτω άκρων του σώματος που ανεβοκατέβαιναν στο πάτωμα, φανέρωναν την μεγάλη ανησυχία και προσμονή. 

   Ώσπου τα πράγματα άλλαξαν, παίρνοντας άλλη τροπή. Η μεγάλη πόρτα άνοιξε. Μπροστά ο γιατρός και πίσω οι συνοδοί νοσηλευτές της Κλαίρης, που την έβγαζαν  για μεταφορά στο δωμάτιο και σε κλινική. Στην πραγματικότητα, την έβγαζαν από το σκοτάδι στο φως της ζωής, και την παρέδιδαν στην οικογένεια και στους άλλους δικούς, ως την μεγάλη νικήτρια, που καταχειροκροτήθηκε. Ο κίνδυνος πέρασε, και οι μέρες της εντατικής λες και σβήστηκαν από την μνήμη μέσα σε λίγα λεπτά.

   Όταν δόθηκε η άδεια των γιατρών, ο ένας μετά τον άλλον έμπαιναν στο δωμάτιο της Κλαίρης. Στην αρχή ο άντρας της, και στη συνέχεια οι υπόλοιποι. Όχι ότι μιλούσαν μαζί της με διάρκεια. Ένα άγγιγμα στο χέρι, και λίγα λόγια καρδιάς που ξεχύνονταν σαν κύμα αγάπης στο δωμάτιο.

   Τις επόμενες μέρες που τα πράγματα σταθεροποιήθηκαν, υπήρξε η δυνατότητα  της μεγάλης επίσκεψης των δύο κοριτσιών, της Έλενας και της Στελίνας. Η επίσκεψη δρομολογήθηκε με σύμφωνη γνώμη του συνόλου των μελών της οικογένειας, αλλά και με την συγκατάθεση της ίδιας της Κλαίρης.

   «Κορίτσια μου, για ελάτε στο σαλόνι να σας μιλήσω για ένα θέμα, που σίγουρα σας ενδιαφέρει».

   «Τι είναι θεία, μάθαμε πότε γυρνά η μαμά μου;».

   «Περίμενε Στελίνα, ελάτε και οι δυο… να τα πούμε. Πάντως, κοντά έπεσες!».

   «Γιούπι γιούπι! Έλενα, τρέξε γρήγορα. Πάμε στο σαλόνι, ν’ ακούσουμε για την μαμά».

   Τα δύο κορίτσια, κατέβηκαν την σκάλα με τρόπο κυνηγητού. Δεν τις κυνηγούσε βέβαια κανείς. Οι ίδιες κυνηγούσαν τα νεότερα για την αγαπημένη τους μητέρα. Ένα άκουσμα που περίμεναν για μέρες. Κατάλαβαν από το ύφος του καλέσματος της Σοφίας πως δεν πρόκειται για κάτι στενάχωρο, μα το αντίθετο. Γι’ αυτό και ήταν τόσο χαρούμενες.

   «Λοιπόν κορίτσια… Στελίνα και Έλενα. Έλενα και Στελίνα…».

   «Έλα θεία, θα ξημερώσει όπως το πας».

   «Καλά Έλενα! Πάντα ανυπόμονη, αλλά τώρα έχεις δίκιο που βιάζεσαι. Δίχως άλλη καθυστέρηση, σας ανακοινώνω πως αύριο το πρωί που είναι και Σάββατο, θα πάμε μια βόλτα οι τρεις μας».

   «Καλά θεία, αυτό ήταν. Εγώ δεν θα έρθω. Αν θες, πάρε την μικρή».

   «Όχι, ούτε εγώ θα πάω βόλτα. Με κορόιδεψες θεία, με κορόιδεψες. Νόμιζα πως θα έλεγες για την μαμά μου».

   «Μην απογοητεύεστε, δεν τελείωσα την ανακοίνωση μου. Συνεχίζω από κει που το άφησα. Θα πάμε μια βόλτα οι τρεις μας, αλλά στο μέρος που θα πάμε θα συναντήσουμε αγαπημένα πρόσωπα. Διάφορους, ανάμεσα τους και την μαμά σας και αδερφή μου. Αν θέλετε βέβαια να έρθετε;».

   Τα κορίτσια έπεσαν με ορμή στην αγκαλιά της θείας τους, θέλοντας να την ευχαριστήσουν και να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους για τα καλά νέα που τους έφερε, και γι’ αυτήν την υπέροχη βόλτα που κανόνισαν.

   Το ερχόμενο πρωί, ίσως να ήταν και το μοναδικό πρωινό Σαββάτου που τις βρήκε από νωρίς στο πόδι. Ντυμένες με τα καλά τους ρούχα, και έτοιμες να αναχωρήσουν για την πολυπόθητη συνάντηση.

   «Μαμά μου μαμά μου, πόσο μας έλειψες!».

   «Κι εμένα καρδούλες μου, κι εμένα».

   Τα κορίτσια έτρεξαν στο πλάι της μητέρας τους, με ιδιαίτερη προσοχή μην την επιβαρύνουν. Ακούμπησαν τα κεφάλια τους στους ώμους της, μία από δεξιά και η δεύτερη από αριστερά. Κι όλα έδειχναν αλλιώς. Ξαφνικά, φαίνονταν πιο φωτεινά, πιο χαρούμενα. Λες και δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο με τόσο πόνο τριγύρω. Κάθε θλίψη, υποχωρούσε μπροστά στην θέρμη της ελπίδας και αισιοδοξίας που σκορπούσε η παρουσία των δύο κοριτσιών στον χώρο, και η εικόνα του κουρνιάσματος στις ανοιχτές φτερούγες και την θαλπωρή της μητέρας τους.

   «Μαμά μου, κοίταξε να γίνεις γρήγορα καλά, γιατί τίποτα δεν είναι το ίδιο χωρίς εσένα».

   «Ναι μαμά, σε θέλουμε κοντά μας. Κι εγώ και η Στελίνα».

   «Θα γίνω καλά, θα γίνω καλά για σας θησαυροί της ζωής μου. Σύντομα θα επιστρέψω και πάλι στο σπίτι μας και θα είμαστε όλοι μαζί. Ακόμα πιο δυνατοί».

   «Μαμά, η συμμαθήτρια μου η Παυλίνα… μου είπε πριν λίγες μέρες στο διάλειμμα, ότι άκουσε τη μαμά της να λέει για σένα, πως θα έφευγες ταξίδι πολύ μακριά. Εγώ τότε της απάντησα, πως η δική μου μαμά δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν θα έφευγε από κοντά μας για κανέναν λόγο, γιατί μας αγαπάει και την αγαπάμε. Σωστά δεν της τα είπα μαμά;».

   «Πολύ σωστά Στελίνα μου. Κάποιο λάθος έκανε η συμμαθήτρια σου ή η μητέρα της. Πηγαίνω εγώ πουθενά χωρίς εσάς. Αφού είμαστε ομάδα, ψυχές μου».

   Μίλησαν για το ένα θέμα, μίλησαν για το άλλο, και η συζήτηση έδειχνε να μην τελειώνει. Τα κορίτσια δεν χόρταιναν με τίποτα την μητέρα τους. Όσο κι αν κοίταζαν να αναπληρώσουν τον χρόνο της απουσίας της, δεν γινόταν σε μια συνάντηση. Ήταν ανέφικτο, που να χωρέσει τόση αγάπη;».

   Όταν προχώρησε η ώρα, τα κορίτσια με τη Σοφία έφυγαν. Πρώτα δόθηκε η υπόσχεση αλήθειας, ότι δεν θα αργήσουν να ξαναϊδωθούν. Το χρειαζόταν και η Κλαίρη, όχι μόνο τα παιδιά.

   «Μητέρα, τώρα που έφυγαν τα κορίτσια… να σε ρωτήσω, με τον κυρ Γιάννη τι γίνεται; Πήγατε, τον είδατε. Είναι καλά;».

   «Κλαίρη μου, δυστυχώς μέσα σε όλη αυτήν την στεναχώρια και τη δυσκολία, δεν έμεινε χρόνος και αντοχή να πάει κάποιος από εμάς».

   «Όχι βρε μαμά, ο κυρ Γιάννης θα είναι σε άσχημη κατάσταση τώρα. Θα νομίζει πως τον ξεχάσαμε. Άσε που με αναζητούσε κι εκείνη την μέρα του ατυχήματος».

   «Μην σε ανησυχεί αυτό Κλαίρη. Δεν καταφέραμε να πάμε, ενημερώσαμε όμως την μονάδα και τις υπεύθυνες».

  «Δηλαδή, εξήγησε μου καλύτερα».

   «Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά και ενημερώσαμε την προϊσταμένη».

   «Ωχ, θα έχει τρελαθεί ο κυρ Γιάννης με όλα αυτά. Ποιος ξέρει πως θα είναι μετά από αυτό».

   «Ηρέμησε, ηρέμησε Κλαίρη μου. Έγινε συνεννόηση με την υπεύθυνη, να μην του πουν την αλήθεια».

   «Και τι του είπαν. Πως το δικαιολόγησαν;».

   «Χρησιμοποίησαν την ίδια δικαιολογία που αναφέραμε και στα παιδιά. Το βαρύ κρύωμα που είναι μεταδοτικό».

   «Καλά κάνατε, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα το πίστεψε. Είδες, μέχρι και τα παιδιά κάτι υποπτεύθηκαν».

   «Κλαίρη, μόλις γίνεις καλά πρώτα ο Θεός και σταθείς στα πόδια σου… θα πάμε όλοι μαζί οικογενειακώς. Να την πάρει μαζεμένη την χαρά».

   «Ναι, καλή σκέψη!».

   Άλλες δύο εβδομάδες κράτησε η παραμονή της Κλαίρης στο νοσοκομείο. Οι θεράποντες γιατροί έκριναν πως η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί με την ανάλογη αγωγή και οδηγίες εκτός νοσοκομείου.

   Την ημέρα που ορίστηκε το εξιτήριο, ολόκληρη η οικογένεια και οι δικοί περίμεναν με λαχτάρα στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου. Οι μικρές, κρατούσαν δύο πανέμορφες ανθοδέσμες να προσφέρουν στην μητέρα τους. Ήθελαν να της κάνουν έκπληξη, γι’ αυτό δεν ανέβηκαν στην κλινική. Για την οικογένεια της Κλαίρης, ήταν μέρα γιορτής. 

   Στην εμφάνιση της, την οποία συνόδευε ο άντρας της, έσπευσαν όλοι. Να την αγκαλιάσουν και να ευχηθούν για καλή υγεία, δίνοντας πάντα προβάδισμα στις κόρες της.

   Ο ένας έπεφτε πάνω στο σώμα του άλλου και θα έμεναν για ώρα εκεί αν δεν τους κόρναρε ένα ταξί, που κλήθηκε να πάρει επιβάτη από το νοσοκομείο.

   «Κλαίρη μου, οι χαρές δεν τελειώνουν εδώ. Υπάρχει και συνέχεια το βράδυ».

   «Τι συνέχεια πατέρα;».

   «Να, κανονίσαμε ένα τραπέζι στην ταβέρνα της Τασούλας στην Αμμουδάρα. Με καλεσμένους όλους τους φίλους και κοντινούς, που ήταν δίπλα μας το διάστημα της νοσηλείας σου. Μας συμπαραστάθηκαν πραγματικά. Θα ήταν άκομψο να τους αφήσουμε πίσω και να μην τους δώσουμε την ευκαιρία να σου ευχηθούν. Εκτός αν νιώθεις κουρασμένη. Τότε, το ακυρώσουμε αναγκαστικά».

   «Όχι όχι, να το κάνουμε το τραπέζι. Το θέλω κι εγώ!».

  «Ωραία, πάμε να ξεκουραστείς για λίγες ώρες, ώστε να έχεις δυνάμεις να υποδέχεσαι τον κόσμο αργότερα».

   «Θέλω μια μεγάλη χάρη όμως».

   «Τι χάρη κόρη μου. Δεν σου χαλάμε χατίρι, ότι και να είναι».

   «Προτού πάμε στο σπίτι, να περάσουμε από τον κυρ Γιάννη. Σας παρακαλώ!».

   «Εντάξει κόρη μου, αν και μόλις βγήκες».

   «Σπύρο, θα πάμε όλοι μαζί. Θα συνοδεύσουμε την Κλαίρη στην επίσκεψη της».

   Η μητέρα της, δεν ξέχασε την υπόσχεση που έδωσε στην Κλαίρη, και στάθηκε υποστηρικτής. Τα αυτοκίνητα της οικογένειας, συντάχθηκαν με μορφή αυτοκινητοπομπής. Μπροστά η Κλαίρη με τον σύζυγο και τις κόρες της, πίσω ακολουθούσε το αυτοκίνητο με τους γονείς και την Σοφία, την αδερφή της.

   Στο δρόμο προς την μονάδα, τα γέλια και οι χαρές δεν είχαν σταματημό στο αμάξι της Κλαίρης. Η Στελίνα και η Έλενα έπιαναν το ένα τραγούδι και άφηναν το άλλο. Η παρουσία της μητέρας τους δεν ήταν μόνο σημαντική για εκείνες, μα αυτή που τους έδινε ζωή. Κάτι που ίσχυε και για την Κλαίρη.

   Στο δεύτερο αυτοκίνητο, επικρατούσε ηρεμία. Μια ηρεμία, σαν δώρο σταλμένο από τον Θεό, στην θέση της τρικυμίας του προηγούμενου καιρού.

   «Ευγενία, καλημέρα!».

   «Ω΄ κυρία Κλαίρη μας, καλώς ήρθατε. Σιδερένια! Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι».

  Η συνοδοί της Κλαίρης, προτίμησαν να μείνουν πίσω. Για αρχή προχώρησε μόνη της, να μην φέρουν αναστάτωση όλοι μαζί. Συνεννοήθηκαν να τους φωνάξει η Κλαίρη και να μπουν αργότερα. Σε δύο ομάδες.

   «Να είσαι καλά Ευγενία μου, σ’ ευχαριστώ!».

   «Μισό λεπτό να φωνάξω και τα άλλα κορίτσια που είναι στην βάρδια. Θα ενθουσιαστούν μόλις σας δουν».

   «Ωραία, να σε ρωτήσω… ο κυρ Γιάννης, όλα εντάξει. Τον πετυχαίνω ξύπνιο; Αν και πιστεύω θα σας ταλαιπώρησε αυτόν τον καιρό. Γνωρίζω καλά το πείσμα του!».

   Η Κλαίρη από το άγχος της και την αμηχανία που θα έβλεπε τον κυρ Γιάννη μετά από καιρό, ξεστόμιζε απανωτά τα ερωτήματα που είχαν να κάνουν με τον ηλικιωμένο. Ήθελε με τη μία, με μια ανάσα που λένε, να τα μάθει όλα. 

   Παρατήρησε πως η άλλοτε εύθυμη και πολυλογού με την καλή έννοια, νοσοκόμα, δεν έλεγε να δώσει απαντήσεις.

   «Για περιμένετε κυρία Κλαίρη, να έρθουν και οι υπόλοιπες κοπέλες. Να πάρουμε τηλέφωνο και την προϊσταμένη, να σας ακούσει κι εκείνη. Σας είχαμε έγνοια, όλες μας!».

   «Ευγενία, τι συμβαίνει. Είναι καλά ο κυρ Γιάννης;».

   «Να κυρία Κλαίρη, πώς να σας το πω! Δυσκολεύομαι λίγο».

   «Ευγενία, απάντησε μου. Είναι καλά;».

   Η νεαρή κοπέλα, σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε βουρκωμένη. Αυτή ήταν η απάντηση της.

   Η Κλαίρη, αν και πρώτη μέρα και πρώτη ώρα της εξόδου της από το νοσοκομείο, βγήκε με φόρα από το γραφείο των νοσοκόμων και έτρεξε στο δωμάτιο του κυρ Γιάννη.

   Στο κρεβάτι του, αντί για εκείνον βρήκε άλλον ηλικιωμένο, άγνωστο. Μάλλον καινούριο στον χώρο. Κοίταξε τριγύρω, μα μάταια. Τότε, θυμήθηκε την μεγάλη αυλή. Ήταν κρύος ο καιρός, αλλά μπορεί ο κυρ Γιάννης να έπαιρνε τον αέρα του. Αυτή η σκέψη την οδήγησε στον υπαίθριο χώρο του κήπου.

   Στο παγκάκι που συνήθιζε να κάθεται και να συζητούν ώρες ολόκληρες με τον ηλικιωμένο, αντίκρισε μια γνωστή φιγούρα, στριμωγμένη στη γωνία του ξύλινου καθίσματος. Στριμωγμένη από το ψύχος του καιρού, και από τους λογισμούς της.

   «Κυρία Ευφροσύνη μου, ευτυχώς που σας βρίσκω εδώ. Μόνο εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε. Ψάχνω τον κυρ Γιάννη».

   «Κλαίρη μου, αγαπημένη μου Κλαίρη. Υπάρχει δίκιο σε αυτό που λες. Μόνο εγώ έχω την εξουσία να λύσω τις απορίες σου».

   Η Κλαίρη ακολούθησε την κυρία Ευφροσύνη στο δωμάτιο της, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα στην πορεία τους.

   «Ορίστε, αυτό είναι για σένα κόρη μου!».

   Η κυρία Ευφροσύνη σήκωσε το μαξιλάρι που ήταν για το προσκεφάλι της, και έπιασε έναν φάκελο, που ήταν κλεισμένος με όμορφο τρόπο. Η Κλαίρη το πήρε στα χέρια της, δίχως να γνωρίζει το περιεχόμενο και το σκοπό του.

   «Τι είναι αυτό κυρία Ευφροσύνη, γιατί μου το δίνετε;».

   «Σε αυτό κόρη μου υπάρχουν φυλαγμένες όλες οι απαντήσεις που γυρεύεις. Δεν γνωρίζω ούτε κι εγώ τα γραμμένα του. Ο κυρ Γιάννης το άφησε για σένα και με όρκισε να στο δώσω έτσι κλειστό. Μονάχα στη δική του φεύγα».

   Η Κλαίρη, δεν μίλησε. Δεν απόμεινε δύναμη μέσα της να πει οτιδήποτε. Παρέμεινε ακίνητη, με το γράμμα του κυρ Γιάννη φυλακισμένο στις παλάμες των χεριών της.

   Οι δικοί της που μπήκαν μετά, ξαφνιασμένοι για την αργοπορία της, έμαθαν τις λεπτομέρειες από τις κοπέλες της υπηρεσίας.

   Ο κυρ Γιάννης, έφυγε ημέρα Πέμπτη στη μία το μεσημέρι… έχοντας στην αγκαλιά του την φωτογραφία της Κλαίρης. Την ίδια Πέμπτη, που η Κλαίρη νίκησε το θάνατο και επέστρεψε στη ζωή.

   Ήταν λες και έκανε συμφωνία με τον Κύριο, να δωρίσει τη ζωή του σε αντάλλαγμα με τη ζωή της αγαπημένης του Κλαίρης. Σαν διόρθωμα του άδικου και απονομή δικαιοσύνης.  

Κλεισμένα ρολά

Η Κλαίρη με την οικογένεια της, ακολούθησαν όλα όσα έλεγαν οι παραδόσεις στο θέμα του πένθους. Όχι για ξένο άνθρωπο και μακρινό, μα για δικό και κοντινό πρόσωπο του στενού συγγένειου.

   Τι κι αν το νέο σπίτι του κυρ Γιάννη βρισκόταν μακριά, στο χωριό του, δεν τον ξεχνούσαν. Πήγαιναν τακτικά, χωρίς να αφήνουν την φλόγα του καντηλιού να σβήνει για μέρες. Κι αν δεν ευκόλυνε ο καιρός, έδιναν παραγγελία στους ανθρώπους του χωριού που τον νοιάζονταν.

   Η κοινωνική λειτουργός, ήταν αυτή που προχώρησε στα απαραίτητα για την μεταφορά του, όταν έφυγε. Προτίμησε να μην ενοχλήσει της οικογένεια της Κλαίρης, που τότε περνούσε δύσκολα, με την παραμονή τους στο νοσοκομείο, και την Κλαίρη να μάχεται για την ζωή της.

   Η μόνη σκέψη που έκανε κάπως την Κλαίρη να αναθαρρήσει, ήταν πως ο κυρ Γιάννης δεν είναι μόνος, αλλά παρέα με την αγαπημένη του σύζυγο, που σίγουρα τον ανάμενε με ανοιχτή την αγκαλιά.

   Για εκείνην, συνέχιζε να υπάρχει μέσα από τις αναμνήσεις και τις κοινές τους στιγμές. Όχι επειδή αρνιόταν την πραγματικότητα, από επιλογή περισσότερο.

   Ένα εξάμηνο πέρασε από τη μέρα του μαύρου μαντάτου και η Κλαίρη δεν άνοιγε το γράμμα που άφησε κληρονομιά ο κυρ Γιάννης. Κάτι μέσα της την σταματούσε, βάζοντας φρένο κάθε που έκανε την κίνηση να φανερώσει τα γραμμένα στο φως του ήλιου. Ίσως και να ήταν ο φόβος που την συγκρατούσε, πως αν διαβάσει τα λόγια αυτά, λόγια αποχαιρετισμού της ζωής από έναν άνθρωπο, μην παρθεί και ως δικός της αποχαιρετισμός προς την θύμηση του ηλικιωμένου. Όχι μόνο δεν το ήθελε, το απευχόταν κιόλας.

   «Κλαίρη, καλημέρα! Πως είσαι;».

   «Καλημέρα κυρία Αφροδίτη, περάστε!».

   «Δεν θα κάτσω πολύ Κλαίρη μου,  είμαι βιαστική. Σε ήθελα όμως κάτι σοβαρό».

   «Τι συμβαίνει, πείτε μου!».

   «Να, δύσκολη η θέση μου και τα νέα που φέρνω πρωί πρωί, μα οφείλω να σ’ ενημερώσω από νωρίς. Να κάμεις κι εσύ τα κουμάντα σου!  μιας και η μητέρα σου σε έχει στο πόδι της στο φαρμακείο, και μου ’χει πει μαζί σου να κάνω τις συνεννοήσεις».

   «Σας ακούω κυρία Αφροδίτη. Απ’ ότι κατάλαβα δεν είναι θέμα υγείας, για να μπορέσω να φανώ χρήσιμη».

   «Όχι Κλαίρη μου, δεν έχει να κάμει με θέμα υγείας. Εδώ, το κατάστημα που σας νοικιάζω αφορά».

   «Τι έγινε, μήπως παραλείψαμε κάποια υποχρέωση απέναντι σας και δεν το αντιληφθήκαμε. Μην διστάζετε, να μας το πείτε και να πράξουμε τα ανάλογα. Ξέρετε, έχουμε περάσει πολλά τελευταία».

   «Γι’ αυτό με βλέπεις Κλαίρη μου και δυσκολεύομαι. Επειδή θα σε φορτώσω κι άλλο βάρος».

   «Ας είναι, δεν πειράζει!».

   «Ο γιος μου Κλαίρη, ο Θανάσης, ο μεγάλος. Αυτός που τέλειωσε στο πολυτεχνείο, μηχανικός».

   «Τι έπαθε;».

   «Πήρε απόφαση να ανοίξει την δική του δουλειά, και θα χρειαστεί τον χώρο αυτό να τον κάνει γραφείο».

   «Τι, τι;».

   «Συγγνώμη Κλαίρη, συγγνώμη! Αν ξεστομίσω πως έχω κανένα παράπονο από εσάς τόσα χρόνια, θα πέσει φωτιά να με κάψει… αλλά καταλαβαίνεις. Έτσι δεν είναι Κλαίρη μου, μάνα είσαι κι εσύ, και μπορείς να μπεις στη θέση μου».

   Η Κλαίρη, πρώτη φορά στη ζωή της που έχασε τα λόγια της ή ολότελα την φωνή της. Μονάχα μια ανάσα βαριά βγήκε από μέσα της, κι ένα καθυστερημένο «καταλαβαίνω» ως απάντηση στην επίμονη προσπάθεια της ιδιοκτήτριας του κτιρίου να ελαφρύνει την δική της ψυχική κατάσταση, και τις ενοχές που ένιωθε να την βαραίνουν για το ζήτημα που έφερε για νέο.

   Τρείς μήνες ήταν ο χρόνος που έμενε ν’ αδειάσουν τον χώρο. Τρεις μήνες που πέρασαν δίχως να προλάβουν να συνηθίσουν καν στην ιδέα. Και πώς να συνηθίσει κανείς τέτοια αλλαγή, και πότε να προλάβει να κάμει καινούρια όνειρα που θα στηρίξουν τον δρόμο του από εδώ και στο εξής, που θα του δώσουν ελπίδα να κρατηθεί για τα επόμενα.

«Σοφία, αυτό μην το βάλεις εκεί… στην άλλη κούτα καλύτερα!».

   «Ναι, έχεις δίκιο Κλαίρη. Αν τα βάλω εδώ, θα βαρύνει περισσότερο και πως θα το κουβαλήσουμε μέχρι το αυτοκίνητο».

   «Μαμά μαμά, θα βοηθήσω κι εγώ στο κουβάλημα… γι’ αυτό μη φοβάστε!».

   «Εντάξει Στελίνα μου, θα μεταφέρεις κι εσύ πράγματα. Τα πιο ακριβά μάλιστα! Είναι μικρότερα σε μέγεθος και τα αφήσαμε ξέχωρα από τα υπόλοιπα, επίτηδες».

   Η Κλαίρη με την οικογένεια της, επέλεξαν να κάνουν μόνοι τους το πακετάρισμα και την μεταφορά των προϊόντων στον νέο χώρο που βρήκαν στο κέντρο της πόλης. Ήθελαν να ζήσουν την κάθε στιγμή στο κατάστημα τους, να πουν το αντίο στο δεύτερο σπίτι τους. Όπως αρμόζει και με την σωστή επισημότητα».

   Πόσες και πόσες στιγμές δεν πέρασαν μέσα σ’ αυτό. Αμέτρητοι όμως και οι άνθρωποι που μοιράστηκαν τα θέματα τους. Τις στεναχώριες και τις πίκρες τους, μα και τις χαρές τους κάποιες φορές. Λιγότερες βέβαια οι χαρές, ίσα για να διασκεδάσουν τον πόνο τους. Τα προβλήματα υγείας και η ανάγκη των ανθρώπων – πελατών για βοήθεια, υπερτερούσαν πάντα.

   Δεν είχαν μπροστά τους ν’ αποχωριστούν λίγα λεπτά ζωής, αλλά μια ολόκληρη ζωή, με όλες τις εκφράσεις της.

   «Κλαίρη, εγώ θα έλεγα να μην στεναχωριόμαστε άλλο. Που ξέρεις, στο καινούριο κατάστημα, τα πράγματα ίσως είναι καλύτερα. Κι αφού είναι και κεντρικά, ο κόσμος σίγουρα θα είναι περισσότερος».

   «Σοφία, καλή η προσπάθεια σου αλλά είναι δύσκολο. Το ξέρεις και το ξέρω καλά!».

   «Το ξέρω αδερφούλα μου, το ξέρω. Πρέπει όμως να πω κάτι κι εγώ, μήπως το πιστέψω και κρατηθώ στα πόδια μου».

   «Σοφούλα μου καλή, θυμάσαι όταν πρωτοήρθες και ξεκίνησες το εργασιακό σου ταξίδι εδώ μέσα. Πόσο διστακτική ήσουν, μην γίνει λάθος σε φάρμακο ασθενούς, και πόσο εξελίχθηκες στην πορεία. Καλύτερη φαρμακοποιός από τον καθένα».

   «Κλαίρη, τα θυμάμαι αυτά. Όπως θυμάμαι και την άλλη αλήθεια… τις οδηγίες σου και την υπομονή που έδειξες απέναντι μου, και στις ατέλειωτες απορίες μου».

   «Άστα αυτά τώρα!».

   «Όχι όχι, αν στη σχολή πήρα κάποια εφόδια και γνώσεις στο αντικείμενο, εσύ μου δίδαξες κάτι μεγαλύτερο. Την πραγματικότητα του επαγγέλματος, την ουσία του. Κι όσο γι’ αυτό που είπες ότι έγινα η καλύτερη, αυτό είναι κάτι που δεν ισχύει. Η πρώτη και καλύτερη παραμένεις εσύ, κι ας μην το δέχεσαι».

   «Άστα, που να έβλεπες τα δικά μου… όταν με έφερε πρώτη φορά η μαμά να αναλάβω εργασία. Έτρεμαν τα χέρια και τα πόδια μου, μην γίνει κάτι στραβό. Η μητέρα μας, δεν με άφηνε από τη ματιά της ούτε λεπτό. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να με εμπιστευθεί και να μου δώσει την ευκαιρία να εξυπηρετήσω μόνη μου τον πελάτη που έμπαινε στο κατάστημα».

   «Ναι, και η μαμά η αλήθεια πως είναι ποιο αυστηρή από εσένα. Ακόμα και σήμερα το ’χει αυτό με τον έλεγχο. Φαντάσου τότε τι θα τράβηξες;».

   «Μπα, δεν θα την έλεγα αυστηρή. Περισσότερο τυπική και προσεκτική. Όταν περνάμε αυτήν την πόρτα το πρωί, παύεις να είσαι η κόρη μου, αλλά μια καινούρια συνάδελφος που μαθαίνει τη δουλειά και το λειτούργημα του φαρμακοποιού. Αργότερα, όταν τελειώσουμε και κλείσουμε την πόρτα πίσω, γινόμαστε και πάλι συγγενείς, μέχρι την επόμενη είσοδο μας. Αυτά μου έλεγε στην αρχή μου».

   «Μα καλά, εσείς δεν φτιάχνετε τίποτα. Μόνη μου κάνω όλη την δουλειά. Συνέχεια μιλάτε μιλάτε, δεν κουραστήκατε!».

   «Στελίνα μου, καλά κάνεις και μας επιπλήττεις. Παρασυρθήκαμε και το ρίξαμε στην τεμπελιά. Τώρα, θα βάλουμε τα δυνατά μας».

   «Καλά μαμά, να σας δω όμως… να σας δω! Μην μείνουμε στα λόγια».

   Η μικρή τους έφτιαξε κάπως την διάθεση και ταυτόχρονα τους επανέφερε στην τάξη, όσο κι αν προσπαθούσαν να κερδίσουν παραπάνω χρόνο στο κατάστημα, να χορτάσουν την μυρωδιά του. Η άδεια εικόνα του και τα σκόρπια πακέτα, σε τίποτα δεν θύμιζε τον περιποιημένο και καλαίσθητο χώρο τους.

   Αμέτρητές οι μετακινήσεις που έκαναν από το κατάστημα τους προς τον νέο χώρο που θα στέγαζε τα όνειρα και τη ζωή τους από δω και στο εξής, στο κέντρο της πόλης. Σε κάθε μετακίνηση με τα αυτοκίνητα της οικογένειας που επιστρατεύθηκαν για την μεταφορά, στο γυρισμό έβλεπαν καινούρια πράγματα που έμειναν πίσω.

   Θα έλεγες πως και το ίδιο το κατάστημα δεν ήθελε να τις αποχωριστεί και κρατούσε κρυμμένα πακέτα πίσω, για να προκαλεί την επιστροφή τους. 

Και είναι κάτι που ισχύει, δεν δένονται μόνο οι άνθρωποι με τον χώρο που ζουν ή εργάζονται. Με έναν μυστήριο τρόπο, και ο ίδιος ο χώρος δένεται με τους ανθρώπους του, την ενέργεια, την αύρα, και περισσότερο την καλοσύνη που μπορεί να απλώνεται και να ποτίζει τους άλλοτε ψυχρούς τοίχους ενός κτιρίου, και έτσι να παίρνει ζωή από την ζωή τους και να την βγάζει στον κόσμο με την εικόνα του και τη ζεστασιά του.

   «Επιτέλους Κλαίρη, λίγα πακέτα έμειναν. Με μια διαδρομή την ολοκληρώνουμε την μετακόμιση».

   «Ναι, δυστυχώς μητέρα!».

   «Είδες, ούτε κι εγώ δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσα πολλά μαζεμένα. Θα μου πεις δικαιολογημένα, αν υπολογίσουμε τα χρόνια μας εδώ, και πάλι καλά να λέμε. Αφού καταφέραμε να τα πακετάρουμε και να δρομολογήσουμε την κατάσταση. Έχει ο Θεός παιδί μου, και στο άλλο κατάστημα. Σε αυτόν να έχεις τα θάρρη σου και τις ελπίδες σου».

   «Μαμά, να μου κάνεις μια χάρη».

   «Τι κόρη μου, τι είναι; Που θες τη βοήθεια μου».

   «Δεν θέλω να προκαλέσω ενόχληση, μα θα ήταν εύκολο να προχωρήσετε με την Σοφία και τους υπόλοιπους προς το αυτοκίνητο. Θα ήθελα να κλείσω μόνη μου το κατάστημα. Έχω κάτι σημαντικό να φροντίσω, μια τελευταία υποχρέωση».

   «Κόρη μου, καταλαβαίνουμε. Μην απολογείσαι! Προχωράμε εμείς και σε περιμένουμε μετά. Κορίτσια μου μαζευτείτε, ελάτε μαζί μου».

   Η Κλαίρη ευχαρίστησε την μητέρα της, που δεν μπήκε στην διαδικασία να ρωτήσει τίποτα παραπάνω.

   Στάθηκε για λίγο, ενώ με τη ματιά της έκανε τον γύρο του καταστήματος. Ήθελε να πάρει μαζί της κάθε εικόνα του, έστω και φτωχή, όπως τώρα.

   Ακόμα κι έτσι, δεν έπαυε να είναι το δικό της κατάστημα, το ξεκίνημα της ως φαρμακοποιού, και η εξέλιξη της ως άνθρωπος. Περπάτησε προς την έξοδο, κατέβασε τα σιδερένια ρολά που άλλοτε χρησίμευαν για την προστασία του καταστήματος. Αυτή τη φορά είχαν δύσκολο ρόλο, παράξενο. Ήταν το εμπόδιο που χώριζε την Κλαίρη από την παλιά της ζωή, από τις στιγμές της. Ήταν το εχθρικό στοιχείο που της έδειχνε πως τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο.

   Οι χαρές, οι λύπες, ο ενθουσιασμός, οι δυσκολίες. Όλες οι δακρυσμένες αλήθειες των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί, δακρυσμένες όπως και τα μάτια της Κλαίρης αυτήν την ώρα. Την ώρα του αποχαιρετισμού.

   Τότε ήταν που έκρινε σωστή την στιγμή να ανοίξει το γράμμα του κυρ Γιάννη. Το γραμμένο χαρτί, που της άφησε για ενθύμιο δικό του. Η γνωριμία τους έγινε σε αυτόν τον χώρο, αυτός ο χώρος ήταν η αιτία που δημιουργήθηκε η καλή τους σχέση. Αυτό το σημείο ήταν το κατάλληλο, όπως και ο χρόνος.

   Το ξεδίπλωσε αργά, και άρχισε να διαβάζει τις λέξεις, τα λόγια του κυρ Γιάννη. Δεν το διάβαζε δυνατά, μα ήταν σαν να έβγαινε φωνή μέσα απ’ το χαρτί, η φωνή του κυρ Γιάννη.

   «Καλή μου Κλαίρη, κόρη μου μονάκριβη. Δεν ήθελα να φύγω έτσι, χωρίς έναν χαιρετισμό, χωρίς το αντίο της αλήθειας. Και λέω αλήθειας, γιατί εδώ θα αντικρίσεις γραμμένες κάποιες μεγάλες αλήθειες, που κρατούσα για καιρό μέσα μου. Και θα μου πεις γιατί δεν τις φανέρωσα. Μεγάλο θέμα! Το σκέφτηκα πολλές φορές, μα τελευταίο λεπτό έκανα πίσω. Δεν τολμούσα, φοβόμουν. Φοβόμουν τη μοναξιά Κλαίρη μου. Αν δεν ήσουν εσύ, θα έμενα καταδικασμένος σε αυτήν. Δεν είχα κανέναν, μόνο εσένα. Γι’ αυτό έγιναν όλα.

   Να ξέρεις Κλαίρη, πως τις πιο πολλές φορές που ερχόμουν ως επισκέπτης στο κατάστημα δεν ήταν για καμιά αρρώστια ή φάρμακο, ήταν για την παρέα σου. Ο καλοσυνάτος τρόπος που με δέχτηκες από την αρχή, η ευγένεια στο βλέμμα σου. Η προσοχή που μου έδειχνες, και την αποζητούσα.

   Αυτό ακολούθησα και μετά. Την ίδια τακτική. Την μέρα που έπεσα στο σπίτι, που ήρθες τρέχοντας μέσα στην ανησυχία να με ψάξεις. Θυμάσαι Κλαίρη! Αυτό που νόμιζες για ατύχημα, δεν ήταν ατύχημα. Εγώ ο ίδιος το προκάλεσα, γιατί μέσα μου πίστευα πως θα έρθεις, θα με αναζητήσεις. Το έκανα για να κερδίσω λίγο χρόνο  μαζί σου. Δεν την μπορούσα την μοναξιά Κλαίρη, την φοβόμουν… όπως σου έγραψα ήδη.

   Κι αν σου έκανε έκπληξη αυτό που διάβασες, δεν σταμάτησα μόνο εκεί. Δεν είχα τον Θεό μου! Την μέρα που σου τηλεφώνησαν οι άνθρωποι της αστυνομίας, για την κλοπή στο σπίτι μου. Και πάλι έτρεξες κοντά μου, αφήνοντας πίσω ότι έκανες. Το θυμάσαι Κλαίρη! Σε αδίκησα κι εκεί. Κανένας δεν μπήκε στο σπίτι να με κλέψει. Ούτε τότε, ούτε και αργότερα που κάλεσα στο σπίτι σου νυχτιάτικα. Δεν βρέθηκε κανείς στο σπίτι τότε, πέρα από τη σιωπή της μοναξιάς μου που γέμιζε τον χώρο, κάνοντας τον εχθρικό και τρομακτικό.

   Υπάρχουν κι άλλα κόρη μου, κι άλλα που δεν φέρθηκα εντάξει απέναντι σου. Δεν ήμουν έντιμος, το ομολογώ. Με νίκησε ο φόβος μου, και η αδυναμία μου. Ήθελα, επιδίωκα να είμαι κοντά σ’ εσένα και την οικογένεια σου. Στα κορίτσια σου, που τα αγαπούσα τόσο, σαν εγγονές μου! Την αγαπημένη μου Σοφία, την αδερφή σου. Πόσο την συμπαθούσα, δεν λέγεται.

   Ήξερα πως ήταν δικοί σου άνθρωποι, κοντινοί σου. Και ό,τι ήταν μαζί με σένα, κέρδιζε και τη δική μου εκτίμηση και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Οι γονείς, ο σύζυγος σου. Όλοι τους βρισκόταν στην καρδιά μου. Δεν τους ξεχώριζα.

   Όταν αρρώστησα βαριά, τότε που χρειάστηκε να μπω στο νοσοκομείο με πνευμονία, ίσως σου φανεί αλλόκοτο, μα σ’ εμένα οφείλεται κι αυτό. Σε δικές μου πρακτικές. Έβγαινα στην αυλή με ελαφρύ ντύσιμο, με φανέλα ολότελα. Μέσα στο καταχείμωνο. Έπλενα το σώμα μου με κρύο νερό, που πάγωνε και τα σωθικά μου ακόμα.

   Αλλά το υπέμενα, ήταν βλέπεις η μοναξιά στη μέση. Το μεγάλο θηρίο και παντοτινός εχθρός. Και λογικά, θα σκεφτεί κανείς… με πιο όφελος έκανα κάτι τέτοιο. Αφού κινδύνεψα να πεθάνω.  Για μένα άξιζε, ήμουν κερδισμένος. Μου αρκούσε που θα έφευγα έχοντας ανθρώπους που με νοιάζονται δίπλα μου. Δεν θα έφευγα μόνος κι έρημος, ξεχασμένος!

   Κλαίρη μου, θυμάμαι τώρα και το άλλο, που σε πήγα στο χωριό. Για το δήθεν σπασμένο τζαμάκι στο αιώνιο σπίτι της γυναίκας μου, στον τάφο της. Και λέω δήθεν, γιατί εγώ παρήγγειλα στην ξαδέρφη μου να το χαλάσει, με το σκεπτικό ότι θα το άλλαζα με καινούριο. Γνώριζα καλά, πως αν στο έλεγα για την ζημιά, και την νοσταλγία που ένιωθα, δεν θα με άφηνες έτσι. Δεν θα προσπερνούσες, δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος. Εγώ φάνηκα δειλός!

   Και όμως, ήρθε η ώρα που το πράγμα πήγε αντίθετα απ’ ότι το υπολόγιζα. Μιλάω για τότε που χάθηκα. Βγήκα για έναν κύκλο, μόλις έφυγε από το σπίτι η κυρία Ειρήνη που με φρόντιζε. Η σκέψη μου ήταν να σας ανησυχήσω, μα το πλήρωσα ακριβά! Μετά δεν θυμόμουν να γυρίσω, δεν ξέρω πως έγινε. Τα πόδια μου τραβούσαν σε άλλο δρόμο, ούτε ήξερα για ποιον προορισμό.

   Τα λίγα που έμειναν στην μνήμη από κείνες τις μέρες της απουσίας μου, είναι ένας φίλος. Ένας κύριος που ζούσε στη γωνιά μιας μισοτελειωμένης οικοδομής. Αυτός μου πρόσφερε στέγη και την παρέα του, μέχρι την ημέρα που βρήκα τον δρόμο, χωρίς να γνωρίζω πως και γιατί.

   Αυτό το γράμμα στο γράφω τώρα, που το μυαλό μου είναι στη θέση του, μετά μπορεί να χαθώ πάλι. Να βρεθώ σε άγνωστους δρόμους και μονοπάτια, να βυθιστώ στην συννεφιά μου και σε περίεργες θύμισες από το παρελθόν, που φτάνουν μέχρι τα πρώτα χρόνια της νιότης μου.

   Κόρη μου, σου χρωστάω πολλά. Τα πάντα! Το μόνο που ζητάω από τον Θεό είναι να γίνεις καλά, γιατί μου μετέφεραν πως είσαι άρρωστη. Ελαφρά είπαν, μα δεν τους πίστεψα. Όπως και να έχει, θα γίνεις καλά, θα αντέξεις. Ο Θεός δεν σε εγκαταλείπει, έχεις μέρες μπροστά σου, έχεις ζωή. Εγώ τα απόκαμα τα καλά μου πια, ήρθε η ώρα για το μεγάλο τέλος που λένε. Το διαισθάνομαι, το πιστεύω πλέον.

   Κόρη μου, μη με μισήσεις και μη μου κρατήσεις κακία σε παρακαλώ. Τώρα ξέρεις! Τα ξέρεις όλα. Πίστεψε με, δεν ήθελα να σε βλάψω ποτέ. Ήμουν μόνος και εσύ ήσουν το φάρμακο μου γι’ αυτήν την αρρώστια μου.

   Συγγνώμη Κλαίρη μου, και σ’ ευχαριστώ γιατί ήσουν η ζωή που δεν είχα, η ζωή που απέκτησα. Συγγνώμη!».

   Όση ώρα η Κλαίρη διάβαζε με προσήλωση το γράμμα του κυρ Γιάννη, που από άψυχο χαρτί μετατράπηκε σε ζωντανό κειμήλιο, η μητέρα και η αδερφή της πιο πέρα, συζητούσαν μαζί μου. Τακτικός πελάτης στο φαρμακείο, για ένα χρόνιο πρόβλημα με το στομάχι. Από το άγχος είπαν οι γιατροί. Ήταν ο πρώτος καιρός που ήρθα στο Ηράκλειο, ορμώμενος από τα βόρεια. Από την Καβάλα.

   Δάσκαλος στο επάγγελμα. Καινούριος, στο πρώτο μου σχολείο. Τις ώρες εκτός εργασίας συνήθιζα να γράφω, να γράφω ιστορίες ανθρώπων. Να μεταφέρω τις αλήθειες τους στο χαρτί, δίνοντας τους εικόνα και ζωή.

   Ακούγοντας την ιστορία της Κλαίρης, από τους δικούς της εκείνη τη μέρα, την πλησίασα αμέσως. Την ρώτησα, με το θάρρος και θράσος της νιότης:

   «Θέλετε να γράψω για εσάς, να κάνω βιβλίο την ιστορία σας με τον κυρ Γιάννη;».

   Εκείνη με κοίταξε και χαμογέλασε. Την ίδια στιγμή που τα μάτια της φαίνονταν παραδομένα στη θλίψη. Η απάντηση της, άμεση.

   «Να γράψεις, να γράψεις! Μα όχι για μένα, για τον κυρ Γιάννη. Το αξίζει».

   Τότε, έβαλε το γράμμα ανάμεσα στα κλεισμένα ρολά του φαρμακείου και τράβηξε να φύγει. Την ίδια ώρα, άρχισαν να πέφτουν μεγάλες σταγόνες βροχής. Μια βροχή που έγινε μπόρα αργότερα.

 Την κυνήγησα μέχρι το αμάξι, θέλοντας να την ρωτήσω για τον τίτλο που θα έδινα στο βιβλίο. Αν είχε κάποια προτίμηση. Απλά μου έδειξε το μισοβρεγμένο γράμμα, στα ρολά του φαρμακείου.

   Εκεί βρήκα την απάντηση που έψαχνα, την απάντηση σε μια ιστορία ψυχής.         

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί