Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιός του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει στο Γολγοθά του.
Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δεν φτάνουν στη κορφή του Γολγοθά-θέλω να πω στη κορφή του χρέους τους-να σταυρωθούν, ν’ αναστηθούν, να σώσουν τη ψυχή τους. Λιποψυχούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης. Άλλον δεν έχει.
Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματηρή πορεία μου, από τη μια από τις μεγάλες αυτές ψυχές στην άλλη, τώρα που ο ήλιος βασιλεύει, μάχουμε στο οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω. Έναν άνθρωπο ν’ ανεβαίνει, με τη ψυχή στο στόμα, το κακοτράχαλο βουνό της μοίρας του. Αλάκερη η ψυχή μου μια Κραυγή. Κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στη Κραυγή αυτή.
Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε. Η λέξη Ανήφορος. Τον ανήφορο αυτόν θα ‘θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω. Και τις κόκκινες πατημασιές που αφήκε το ανηφόρισμά μου. Και βιάζουμαι, προτού φορέσω το «μαύρο κράνος» και κατέβω στο χώμα, γιατί αυτή η αιματοβαμμένη γραμμή θα ‘ναι το μόνο αχνάρι που αφήκε το διάβα μου απάνω στη γης. Ότι έγραψα ή έπραξα γράφτηκε και πράχτηκε επάνω στο νερό και χάθηκε…
… Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχιζα ν’ ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη σαν τη ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;…
…. Χτίζεται ο θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Έχετε γεια.
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν’ ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. Δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’ αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. Λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δεν θέλω τίποτα πια, τέλεψα το χρέος και φεύγω. Μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες και τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συμβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δεν θέλουν πια, και σηκώνονται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα»!
Νίκος Καζαντζάκης (2009). Αναφορά στον Γκρέκο
Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη
“Το Νικολιό, Ο Ιούδας”
Τη Μεγάλη Παρασκευή, ο δάσκαλος, μας πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο.
Μας γύρισε ύστερα στο σχολειό να μας ξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε
και τι θα πει Σταύρωση.
Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστημένοι, γιατί δεν είχαμε φάει παρά λεμόνι
και δεν ήπιαμε παρά ξύδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού.
Άρχισε λοιπόν, με βαριά επίσημη φωνή να μας ξηγάει
πως ο Θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε
για να μας σώσει από την αμαρτία.
Ποια αμαρτία;
Δεν καταλάβαμε, μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα μαθητές
κι ένας, τον πρόδωσε. Ο Ιούδας.
– Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; Σαν ποιον;
Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον έναν μας στον άλλο, ζητώντας να βρει
με ποιον από εμάς έμοιαζε ο Ιούδας.
Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε, μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό πάνω μας.
Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή, και το δάχτυλό του στάθηκε σ’ ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι
με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά.
Ήταν το Νικολιό, που ‘χε φωνάξει πέρυσι:
”Σώπα δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί”.
Να σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος.
Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά,
κόκκινα σαν τις φλόγες της Κόλασης!
Το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυνο,
τον αγριοκοιτάζαμε με μίσος, και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο,
άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο, που πρόδωσε τον Χριστό.
Ευχαριστημένος ο δάσκαλος, που έτσι μας έδειξε χειροπιαστά πως ήταν ο Ιούδας,
μας σχόλασε, κι εμείς, βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο,
αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε.
Πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγούσαμε με τις πέτρες.
Τον προγκούσαμε ”Ιούδα! Ιούδα!”, ωσότου έφτασε στο σπίτι του και τρύπωξε μέσα.
Το Νικολιό, δεν ξαναφάνηκε στην τάξη.
Δεν ξαναπάτησε στο σχολειό.
Ύστερα από τριάντα χρόνια, που είχα γυρίσει από τη Γαλλία στο πατρικό σπίτι
κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι
ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά.
Έφερνε τα καινούρια παπούτσια που ‘χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας
για τη Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος.
Με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
– Δε με γνωρίζεις; Δε με θυμάσαι;
Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
– Το Νικολιό! φώναξα.
– Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.
Νίκος Καζαντζάκης
Απόσπασμα από το βιβλίο:
”Αναφορά στον Γκρέκο”