Στα 1914, πριν από 110 χρόνια, στην Κρήτη που είχε μόλις αποκατασταθεί εθνικά με την ένωσή της με την Ελλάδα, γίνονταν τα πρώτα βήματα συγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος για τη διεκδίκηση και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργατών, που πραγματικά δυστυχούσαν. Στο Ηράκλειο στα 1914 συναντάμε 6 εργατικά σωματεία, τα οποία στις αρχές του 1915 θα δημιουργήσουν το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου, ενώ στα Χανιά ήδη λειτουργούσε ανάλογη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, πριν καν ακόμη ιδρυθεί η Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών, στα 1918.
Στο Ηράκλειο δημιουργήθηκε ένα από τα πρώτα Εργατικά Κέντρα της χώρας. Και μάλιστα της ίδρυσής του προηγήθηκε, στις 26 Ιουνίου 1914, η κυκλοφορία εργατικής εφημερίδας στην πόλη, η οποία αρχικά ονομάστηκε «Ο Εργάτης» και μετά την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου, κατ’ αίτημα της Εκτελεστικής Επιτροπής του, πήρε το όνομα «Ο Λαός». Μετά την ίδρυση του Κέντρου η εφημερίδα ήταν στην ουσία το δημοσιογραφικό του όργανο.
Πριν το Ε.Κ.Η. λειτουργούσαν, ήδη, Κέντρα στον Βόλο, που είναι και το πρώτο στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, στην Αθήνα, αλλά και στα Χανιά. Πάντως αυτή η πρώτη προσπάθεια, ενώ εξελισσόταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και τη χώρα συντάρασσαν φοβερά γεγονότα, όπως ο Εθνικός Διχασμός και στη συνέχεια η Μικρασιατική Καταστροφή, δεν μπορούσε να έχει την ανάλογη συνέχεια.
Το Ε.Κ.Η. ανασυστάθηκε δύο φορές μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Στα 1934, κυρίως με τη δραστηριοποίηση των Μικρασιατών, και με πρώτο πρόεδρο τον Θοδωρή Παπάζογλου- Πάγκαλο, αλλά και μετά την κατοχή, με πρόεδρο τον Στρατή Περγαλίδη και αντιπρόεδρο τον Θ. Πάγκαλο. Και στις δύο φάσεις έχομε σημαντική δραστηριότητα του Κέντρου, με κυριότερες τις μεγάλες απεργίες του Αυγούστου του 1935 και της Πρωτομαγιάς του 1936, αλλά και τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν τις εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς του 1947, και οδήγησαν στη δολοφονία του Στρατή Περγαλίδη και των αδελφών Χατζηγεωργίου. Τη δεύτερη αυτή περίοδο της ανασύστασης του Ε.Κ.Η μετά την κατοχή είχε εμφανιστεί και η πρώτη γυναίκα μέλος της διοίκησης του Κέντρου, η Ευαγγελία Μαρκοπούλου.
Μετά απ’ αυτή την περίοδο και σχεδόν μέχρι τη μεταπολίτευση, δεν είναι και οι λαμπρότερες σελίδες του εργατικού κινήματος στο νομό Ηρακλείου, καθώς οι περισσότερες διοικήσεις δεν εκφράζουν στην πραγματικότητα τις διαθέσεις των εργαζομένων. Είναι η φάση των λεγόμενων «δοτών διοικήσεων» και στη Γ.Σ.Ε.Ε.
Όπως προαναφέραμε, το Ε.Κ.Η. ιδρύθηκε την Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 1915 με τη συμμετοχή 6 εργατικών σωματείων: των εργατών λιμένος, των σανδαλοποιών, των καπνεργατών, των κτιστών, των ξυλουργών και των υποδηματοποιών. Ουσιαστικά, πάντως, η πρωτοβουλία ανήκε στην εφημερίδα «Ο Εργάτης», στα γραφεία της οποίας έγινε η ιδρυτική συνάντηση και υπογράφηκε το καταστατικό. Μάλιστα ο συντάκτης της Αριστείδης Α. Κόντος, που διατηρούσε παράλληλα δικηγορικό γραφείο, ένα μήνα μετά την ίδρυση του Κέντρου ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρός του για τη βοήθειά του στη σύσταση του φορέα των εργατών. Πρώτος πρόεδρος στην ιστορία καταγράφεται ο Εμμανουήλ Αντωνακάκης. Τότε βέβαια ο επικεφαλής του Ε.Κ.Η. δεν ονομαζόταν πρόεδρος, αλλά προϊστάμενος, και η θητεία του ήταν μηνιαία.
Ο «Εργάτης»
Σημειώσαμε προηγουμένως ότι στην ουσία η πρωτοβουλία της ίδρυσης του Ε.Κ.Η. ανήκε στην εφημερίδα «Ο Εργάτης», το πρώτο φύλλο της οποίας κυκλοφόρησε το Σάββατο 29 Ιουλίου 1914. Από το δεύτερο φύλλο η έκδοση της τετρασέλιδης εφημερίδας γινόταν κάθε Παρασκευή. Στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη υπάρχει η σειρά μέχρι και το 56ο φύλλο, που κυκλοφόρησε στις 12 Σεπτεμβρίου 1915. σ’ αυτό το τελευταίο φύλλο δημοσιεύεται και η είδηση ότι ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υπέγραψε το διάταγμα της επιστράτευσης με το οποίο οι Έλληνες καλούντο στα όπλα και η Ελλάδα έμπαινε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Πιθανώς αυτό είναι και το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας, που είχε εκδότη τον Εμμανουήλ Γ. Κακουδάκη, πιθανότατα εφαπλωματοποιό, σύμφωνα με μια διαφημιστική καταχώρηση που υπήρχε σε κάθε φύλλο.
Στο πρώτο φύλλο και σε κείμενο με τον τίτλο «Το πρόγραμμά μας», η εφημερίδα ξεκαθάριζε αμέσως της θέση της δίπλα στους εργάτες, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Κατερχόμενοι εις τον δημοσιογραφικόν αγώνα δεν επιδιώκομεν να ικανοποιήσωμεν κενής φιλοδοξίας αίσθημα, προσθέτοντες εις τον ήδη υπάρχοντα εν τη πόλει μας αριθμόν εφημερίδων και την ιδικήν μας, ουδέ να βαδίσωμεν την οδόν της κατ’ αποκοπήν υποστηρίξεως των συμφερόντων και των πράξεων ωρισμένων ανθρώπων, αλλ’ ήχθημεν εκ του σκοπού να υποστηρίξωμεν αληθώς και πράγματι τα συμφέροντα ων λαϊκών ιδία και εργατικών τάξεων, των οποίων την ηθικήν ανύψωσιν και την οικονομικήν βελτίωσιν εθέσαμεν ως τον πρώτον όρον του προγράμματος ημών». Κάτω από τον τίτλο της εφημερίδας υπήρχε μονίμως το επιμύθιο «Ο Εργάτης ευρίσκει το συμφέρον του μόνον εις την συνένωσιν του με τους άλλους εργάτας», φανερώνοντας και την κατεύθυνση στην οποία θα δώσει τη δική της μάχη η εφημερίδα. Δηλαδή στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος των εργατών, την ίδρυση σωματείων και την ένταξη των εργατών σ’ αυτά, αλλά και τη δημιουργία Εργατικού Κέντρου. Μάλιστα στην 3η σελίδα υπήρχε ένα ακόμη άρθρο με τον τίτλο «Εργάται συναπισθήτε», στο οποίο μεταξύ άλλων σημειώνονταν τα πρωτοποριακά, για την εποχή: «Η εποχή που σαν σκλάβος ο εργάτης επερίμενε να ζήση από τα ψυχία της τραπέζης του αυθέντου του παρήλθεν ανεπιστρεπτεί και σήμερον υπό το δένδρον των συνταγματικών ελευθεριών έχει και αυτός την θέσιν δια να σκιασθή, την οποίαν έχουν και οι εκμεταλλευταί του ιδρώτος του.
Αλλά δεν αρκεί μόνον τούτο. Αι συνταγματικαί ελευθερίαι ετέθησαν, δια να ανοίξουν εις όλους μας ελεύθερον τον δρόμον της επαγγελματικής δράσεως και της προασπίσεως των συμφερόντων μας, τον δρόμον δε τούτον, δια να διαβώμεν μέχρι του τέρματος αυτού, έχομεν ανάγκην συντόνου εργασίας».
Αλλά και σε άλλη στήλη με τον τίτλο «Από την εργατική μας κίνησιν» έκανε αναφορές στα προβλήματα συγκεκριμένων κλάδων εργαζομένων. Των υποδηματοποιών, που εργάζονταν 14 ώρες καθημερινώς, όπως ανέφερε, και οι οποίοι λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν οργανωθεί σε σωματείο, του συνδέσμου των εργατών ξυλουργών, που μόλις είχαν καταφέρει να μειώσουν τις ώρες εργασίας από 15 σε 11 και να εξασφαλίσουν την υπόσχεση των εργοδοτών για αύξηση 20% στο ημερομίσθιο, και των εργατών του λιμένος, που είχαν αντιπαράθεση με τους πράκτορες. Ενώ σε άλλη στήλη ενημέρωνε ότι ο σύλλογος καπνεργατών πραγματοποίησε αρχαιρεσίες, στις οποίες εξελέγη πρόεδρος ο διευθυντής της «Νέας Εφημερίδος», ο γνωστός δημοσιογράφος και ιστορικός Ιωάννης Μουρέλλος! Πάντως «Ο Εργάτης», και στη συνέχεια «Ο Λαός», μετά από λίγο καιρό θα έλθει σε σφοδρή σύγκρουση με την εφημερίδα του Μουρέλλου, ίσως εξαιτίας του ποιος είχε τον πρώτο λόγο στην υπεράσπιση των εργατών!
Στο δεύτερο φύλλο της 8ης Αυγούστου 1914 δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο «Το άσμα του εργάτου», με το οποίο και πάλι η εφημερίδα προέτρεπε σε συνένωση των εργατικών δυνάμεων. Το «άσμα», με υπογραφή το αρχίγραμμα «Μ.», είχε ως εξής:
ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΟΥ
Πέρασαν γοργά τα χρόνια
που με δείλια και σιγή
πήγαινα δουλειά να πιάσω
όταν χάραζ’ η αυγή·
Πάψανε τα καρδιοχτύπια,
όταν έμπαιν αφεντικός
κι έρριχνε άγριο το βλέμμα
μουρμουρίζοντας διαρκώς.
Για ξερό ψωμί πειά δεν δουλεύω
έμαθα να ζω καλά
και στον κόσμο αυτό για να γυρεύω
πλάστηκα τη Λευτεριά.
Τώρα περήφανος, λεβέντης
με το κεφάλι αψηλά,
μιλώ με θάρρος στον αφέντη
και ο αφέντης θαρρετά
μου κουβεδιάζει για δουλειές του
και’γω του δίνω συμβουλή.
Τι ευτυχείς πούμαστε τώρα!
τι δυστυχείς οι πειό παλοί!
Μα τους συντρόφους μ’ όλους
έχω τώρα
κοντά, γιατί εδώκαν όρκο σταθερό,
τη ΣΥΜΠΡΑΞΙ για νάχωμε
σε κάθε ώρα
σύμβολο, πίστι, δόγμα ιερό.
Μ.
Στο ίδιο φύλλο με άρθρο της υπό τον τίτλο «Η δύναμις εν τη ενώσει» στη συνένωση των εργατικών δυνάμεων» επέμενε στην ανάγκη οργάνωσης των εργατών, ενώ περιελάμβανε και την είδηση για τη δημιουργία του σωματείου υποδηματοποιών και την εκλογή του πρώτου συμβουλίου, στο οποίο είχαν αναδειχτεί οι Δημ. Σαλούστρος, πρόεδρος, Νικόλαος Τσαφαντάκης, αντιπρόεδρος, Μιχαήλ Μακάκης, ταμίας, Μανούσος Τσαγκαράκης, γραμματέας, και σύμβουλοι οι Ηρακλής Βαριτάκης, Γ. Στεφανάκης, Μουχαρέμ Γιαλαδάκης, Αντώνιος Μπελιμπασάκης, Αλέξανδρος Μεσαριτάκης, Γεώργιος Μηλαθιανάκης, Γεώργιος Κλαδισκάκης, Ιωάννης Ανδρουλάκης, ενώ μέλη της Εξελεγκτικής Επιτροπής οι Βασίλειος Τσικροκονάκης, Ε. Βρετάκης και Εμμ. Αμαργιανιτάκης.
Η ανάγκη ίδρυσης του Ε.Κ.Η.
Στο φύλλο 4 της 29ης Αυγούστου 1914 «Ο Εργάτης» έθεσε για πρώτη φορά ανοικτά το θέμα της ίδρυσης Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου, περιγράφοντας παράλληλα την άσχημη θέση των εργατών. Σε κείμενο με τον τίτλο «Έννοια του συνασπισμού των εργατών και τα διδάγματα της σήμερον», σημείωνε: «Δυστυχώς οι εργάται μας δεν έχουν συνασπισθή ακόμη εις εν εργατικόν κέντρον ενταύθα, το οποίον θα υποδείξη εις την Κυβέρνησιν τα μέτρα εκείνα, τα οποία είναι απαραίτητα εις τας παρούσας κρισίμους περιστάσεις προς προστασίαν των εργατικών τάξεων εν Κρήτη, όπου αι συνθήκαι της εργασίας είναι διαφορετικαί από τας εν τη Παλαιά Ελλάδι. Τα διάφορα μέτρα τα οποία πρόκειται να λάβη η Κυβέρνησις κατ’ αυτάς υπεδείχθησαν υπό του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, το οποίον φυσικά είχεν υπ’ όψιν του το συμφέρον των μελών των αποτελούντων αυτό εργατικών συνδέσμων. Τοιουτοτρόπως σήμερον οι εργάται μας δοκιμάζουν όλας τας συνεπείας του μη συνασπισμού αυτών εισέτι, με τον οποίον θα ημπορούσαν τώρα να εμποδίσουν αποτελεσματικώτερον τον κίνδυνον της πείνης».
Το άρθρο αυτό ήταν η σπίθα για να ανοίξει η συζήτηση περί της δημιουργίας του Εργατικού Κέντρου. Στο αμέσως επόμενο φύλλο της 5ης Σεπτεμβρίου 1914 δημοσιευόταν κοινή επιστολή των προέδρων των συνδέσμων τεχνιτών ξυλουργών Νικολάου Σαλούστρου και εργατών λιμένος Γ. Ζ. Κυπριωτάκη, των δύο εργατικών σωματείων που κατά φαινόμενα ήταν από τα πλέον οργανωμένα. Οι δύο πρωτοπόροι συνδικαλιστές του Ηρακλείου δήλωναν έτοιμοι «να ταχθώμεν εις το πλευρόν σας, όπως σας ενισχύσωμεν δι όλων μας των δυνάμεων εις τον ευγενή αυτόν αγώνα καθ’ όσον ούτος αποβλέπει αληθώς την σωτηρίαν των εργατικών τάξεων». Και τόνιζαν: «Οι εργατικοί σύνδεσμοι, των οποίων έχομεν την τιμήν να είμεθα πρόεδροι, χαίρουν επί τη ιδέα της ενώσεώς των εις έν εργατικόν κέντρον ενταύθα όπως έγινε και εις τα Χανία, δεν αμφιβάλλομεν δε ότι και τα λοιπά σωματεία είναι της αυτής γνώμης με ημάς».
Στο ίδιο φύλλο γινόταν αναφορά σε απεργία των καπνεργατών του Ηρακλείου, των εργατών δηλαδή των καπνεργοστασίου της πόλης.
Με ανάλογη θεματολογία και με θερμή αρθρογραφία υπέρ των εργατικών δικαιωμάτων συνεχίστηκε η έκδοση της εφημερίδας και το επόμενο διάστημα, ενώ στο φύλλο 22 της 31ης Δεκεμβρίου 1914 δημοσιεύεται το πρακτικό της ίδρυσης του σωματείου των ελαιοχρωματιστών, αλλά και οι εκλογές του σωματείου εργατών κτιστών. Το πρακτικό είχε ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου και τα πρώτα μέλη του ήταν τα εξής: Στυλ. Σελάκης, Εμμ. Α. Σαριδάκης, Εμμ. Κοκκίνης, Μ. Ορφανουδάκης, Στυλ. Παντελάκης, Μ. Σεμερτζάκης, Π. Σταμελούδης, Κ. Διαμαντάτος, Ι. Σαρρής, Σ. Καλλιατάκης, Εμμ. Ζαφειράκης, Σ. Σωτηρόπουλος, Α. Μακριγιαννάκης, Γ. Κ. Μπενέτος, Λεων. Τρίτσος, Ν. Βορδοναράκης, Ι. Κασαβέτης, Γ. Παλαιολόγος, Εμμ. Ρέμας, Χαρ. Κνιάμης, Γεωρ. Αλισμαργιαννάκης, Γεωρ. Ψυμόπουλος.
Ενώ η διοίκηση των κτιστών είχε την ακόλουθη σύνθεση: Γεώργιος Πολυχρονάκις, πρόεδρος, Κωνστ. Λυράκις, αντιπρόεδρος, Γεώργιος Σημαιάκις, ταμίας, Νικόλαος Λαμπράκις, γραμματέας, και σύμβουλοι οι Νικόλαος Μπρας, Εμμ. Τσιγώνης και Ανδρέας Δασκαλάκις.
«Εξ είναι ήδη τα εργατικά σωματεία, τα οποία μέχρι της στιγμής έχουν οργανωθή εν τη πόλει μας», σημείωνε η εφημερίδα. «Τα σωματεία ταύτα δύνανται τώρα αξιόλογα να συγκροτήσουν ένα μεγάλο και ισχυρόν εργατικόν Κέντρον. Προς τούτο δε δεν έχουν ή να συνέλθουν κατ’ αυτάς τα Προεδρεία των σωματείων τούτων, όπως μελετήσουν το καταστατικόν του εν Ηρακλείω Εργατικού Κέντρου – αντίτυπον του οποίου έχει στείλει εις τα γραφεία μας το Μέγα Εργατικόν Κέντρον Αθηνών- και αφού λάβουν γνώσιν των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτών απέναντι της Πανελληνίου Εργατικής Ενώσεως, να καλέσουν τας συνελεύσεις των σωματείων, όπως υποβάλουν εις αυτάς το Καταστατικόν προς έγκρισιν». Και συμπλήρωνε: «Μετά την εις σωματεία οργάνωσιν των εργατών ξυλουργών, των εργατών υποδηματοποιών, των εργατών κτιστών, των εργατών σανδαλοποιών, των εργατών λιμένος, των καπνεργατών, των εργατών ελαιοχρωματιστών, μία τάξις εργατών απομένει ακόμη ανοργάνωτος, η τάξις των εργατών και υπαλλήλων Καφενείων, Ξενοδοχείων, Εστιατορίων και Ζαχαροπλαστείων, οίτινες δύνανται να συνενωθούν όλοι εις μίαν τάξιν ως και εν Αθήναις και να αποτελέσουν και αυτοί σωματείον».
Η ιδρυτική συνέλευση του Ε.Κ.Η.
Όπως έχομε σημειώσει, η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου έγινε στις 25 Φεβρουαρίου 1915. Την πληροφορία αυτή μας δίνει «Ο Εργάτης» στο 30ο φύλλο της 27ης Φεβρουαρίου 1915, στο οποίο δημοσίευσε σχετικό κεντρικό άρθρο με τον τίτλο «Μετά εξ μήνας», εννοώντας ότι μετά από προσπάθειες έξι μηνών έγινε δυνατή η ίδρυση του Ε.Κ.Η. Στο κείμενο αυτό η εφημερίδα μάς έδινε τις πληροφορίες της ίδρυσης, σημειώνοντας:
«Μεγάλης σημασίας γεγονός εις την εξέλιξιν του εν Ηρακλείω εργατικού αγώνος έλαβε χώραν την εσπέραν της παρελθούσης Τετάρτης εις τα γραφεία του «Εργάτου». Οι πρόεδροι των εργατικών σωματείων της πόλεώς μας εξουσιοδοτημένοι από τας συνελεύσεις των, συνήλθον αθορύβως περί ώραν 8 μ.μ. και εψήφισαν το καταστατικόν της μεγάλης πανεργατικής ενώσεως, που θα ονομάζεται ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ.
Τα εργατικά σωματεία Ηρακλείου ήλθον τοιουτοτρόπως δια των προέδρων των να τείνωσι την χείρα προς άλληλα και να αναπτύξωσι μεταξύ αυτών νέους δεσμούς αλληλεγγύης, τους οποίους θα καθιστά ολοέν ισχυροτέρους η διαρκής συνάφεια μεταξύ αυτών και η συναίσθησις της εν παντί και πάντοτε επιβαλλομένης αδελφικής συμπράξεως. Αλλ’ εάν οι πρόεδροι των εργατικών σωματείων έθεσαν προχθές δια της ιδιοχείρου αυτών υπογραφής κάτωθι του νέου μεγάλου καταστατικού την στέγην του οικοδομήματος του Εργατικού Κέντρου, ο «Εργάτης» είναι υπερήφανος, διότι αυτός έθεσε τα θεμέλια. Διότι τα εργατικά της πόλεως μας στοιχεία, ασύντακτα κατ’ αρχάς, εγκλείοντα όμως εν εαυτοίς το ιερόν πυρ της προόδου και της δράσεως, κατώρθωσαν εντός εξ μηνών, χειραγωγούμενα και υπό της ημετέρας εφημερίδος να συμπυκνωθούν είτε δια της οργανώσεως αυτών εις αυτοτελείς επαγγελματικάς ενώσεις είτε δια της τονώσεως του διέποντος τας ήδη υφισταμένας οργανικού συστήματος. Υπό την επίδρασιν δε των θαλπερών ακτίνων, αίτινες, ως από ζωογόνου ηλίου, εξεχύθησαν υπό του νεωτέρου περί σωματείων νόμου, προέβησαν εις την ταχείαν ανασύνταξιν των δυνάμεων αυτών εισελθόντα εις οδόν νέας ζωής, ζωής που υπόσχεται να καταλύση τους ανυπερβλήτους φραγμούς, τους παρεμβαλλομένους εις την κοινωνικήν ισοπέδωσιν.
Η εσπέρα της προχθεσινής Τετάρτης αποτελεί τον σπουδαιότατον σταθμόν της εργατικής μας κινήσεως. Το όνειρον του εργατισμού εν Ηρακλείω, όπως ηνωμένος ούτος και αδιάσπαστος βαδίση μίαν ημέραν προς τα εμπρός, κρατών υψηλά το έμβλημα της χειραφετήσεως και κοινωνικής δικαιοσύνης, κατέστη πραγματικότης. Μακράν δε παντός επηρεασμού και εξαρτήσεως από των ποικίλων ψευδοπροστατών θα δημιουργήση αυτός εκ των σπλάγχνων του τους αληθείς του προστάτας.
Η ημετέρα εφημερίς, ήτις μέχρι σήμερον ηγωνίσθη παρά το πλευρόν των εργατών, δοκιμάζει ιδιαιτέραν χαράν δια την πραγματοποίησιν του ονείρου των εύχεται δε εις αυτούς να εξακολουθήσουν εν συμπνοία το μέγα έργον, του οποίου τας βάσεις έθεσαν κατά την ιστορικήν εσπέραν της παρελθούσης Τετάρτης».
Στο ίδιο φύλλο, μάλιστα, δημοσιεύτηκε πρόσκληση προς τα μέλη των σωματείων εργατών λιμένος, σανδαλοποιών, καπνεργατών, κτιστών, ξυλουργών και υποδηματοποιών, οι εκπρόσωποι των οποίων υπέγραψαν, ως ιδρυτικά μέλη, το καταστατικό του Ε.Κ.Η., προκειμένου να ενημερωθούν για την ανάπτυξη του οργανισμού του Κέντρου από το συντάκτη του «Εργάτη» Αριστείδη Κόντο. Η συνέλευση είχε προγραμματιστεί για την Κυριακή 1η Μαρτίου 1915 «περί ώραν 10 ½ π.μ. εις την μεγάλην αίθουσαν του του σχολείου του Αγίου Μηνά». «Η ίδρυσις του Εργατικού Κέντρου- έγραφε η εφημερίδα στις 6 Μαρτίου, αναφερόμενη στη συνέλευση των μελών των εργατικών σωματείων, στην οποία, όπως σημείωνε, συμμετείχαν υπερτριακόσιοι εργάται- ήτο το κοινόν όνειρον των εργατών και η τελική κατεύθυνσις του αγώνος των. Είναι ο καρπός του αειθαλούς δένδρου της οργανώσεως, το οποίον ερριζοβόλησεν επί τέλους και εβλάστησεν εις τας εργατικάς συνειδήσεις. Δια τούτο δε και προώρισται να ζήση εσαεί μαζί με την ατέρμονα εξέλιξιν».
Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας έχομε την πληροφορία και για τα μέλη της πρώτης διοίκησης του Ε.Κ.Η., της Εκτελεστικής Επιτροπής, όπως ονομάστηκε από την πρώτη στιγμή. Η Ε.Ε. συνεδρίασε την Τετάρτη 4 Μαρτίου 1915, και απαρτιζόταν από τους Εμμ. Αντωνακάκη, Γεωρ. Κυπριωτάκη, Γεωρ. Πολυχρονάκη, Γεωρ. Συνατσάκη, Δημ. Σαλούστρο, Νικ. Μαυράκη, Νικ. Μπρα, Γεωρ. Στεφανάκη, Γεωρ. Τζερνιά, Αδάμ Καλλιατάκη, Χουσεΐν Αρμουτάκη. Προϊστάμενος, όπως ονομαζόταν ο πρόεδρος, εξελέγη παμψηφεί ο Εμμ. Αντωνακάκης πρόεδρος του σωματείου των καπνεργατών, ταμίας ο Γ. Πολυχρονάκης, γραμματέας ο Γ. Τζερνιάς και έφορος ο Δ. Σαλούστρος.
Με τη συγκρότησής της η Ε.Ε. ανήγγειλε την ίδρυση του Ε.Κ.Η με τηλεγράφημα προς το Ε.Κ. Αθηνών. Ο προϊστάμενος του Ε.Κ.Η Εμμ. Αντωνακάκης έγραφε στο συνάδελφό του των Αθηνών Π. Γκρέτση: «Εργατικόν Κέντρον Ηρακλείου επ’ ευκαιρία συστάσεως αυτού αποστέλλει αυτόθι συναδέλφοις εγκάρδιον χαιρετισμόν». Στις 9 Μαρτίου το Ε.Κ.Α απαντούσε:
«Κύριε Προϊστάμενε,
Ελάβομεν το τηλεγράφημά σας, δι ου μας αναγγέλλετε την σύστασιν του Υμετέρου Κέντρου, αναγνωσθέν δ’ εν συνεδριάσει της Ε.Ε. εδόθη εντολή όπως σας συγχαρώμεν και σας ευχηθώμεν ολοψύχως καλήν πρόοδον προς επιτυχίαν των σκοπών μας, ευχόμενοι συνάμα εν συνεργασία μετά των λοιπών Εργατικών Κέντρων φέρωμεν εις πέρας τα εργατικά μας ζητήματα».
Λίγο μετά το Ε.Κ.Η διορίζει γιατρό του Κέντρου τον Κωστή Χαριτάκη και ανακηρύσσει επίτιμο πρόεδρό του το δικηγόρο και συντάκτη του «Εργάτη» Αριστείδη Κόντο και επίτιμα μέλη τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας Εμμ. Κακουδάκη καθώς και τον Ιωάννη Κόντο.
Μια από τις πρώτες ενέργειες του Κέντρου ήταν να εμβολιάσει τα μέλη του, με εμβόλια τα οποία παραχώρησε ο δήμος, και την Κυριακή 19 Απριλίου το Ε.Κ.Η. κάνει και την πρώτη του παράσταση για τα προβλήματα των εργατών του νομού, όταν επισκέπτεται το νέο νομάρχη Μιχαήλ Σγουρό και με την ευκαιρία συζητά μαζί του όλα τα θέματα.
Στις 3 Μαΐου νέος προϊστάμενος για ένα μήνα αναδείχτηκε ο πρόεδρος των εργατών λιμένος Γεώργιος Κυπριωτάκης, στη θέση του πρώτου προϊσταμένου Εμμ. Αντωνακάκη και στις 7 του ίδιου μήνα απηύθυνε το πρώτο υπόμνημα του Κέντρου προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης Δημήτριο Γούναρη, αντίπαλο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Μια σύμπτωση της ιστορίας. Τον Φεβρουαρίου 1915 ο Βενιζέλος είχε υποβάλλει την παραίτησή του, διαφωνώντας με το βασιλιά Κωνσταντίνο για τις συμμαχίες της Ελλάδας στον παγκόσμιο πόλεμο, και στις 25 Φεβρουαρίου, μετά τις αρνήσεις των Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη να σχηματίσουν κυβέρνηση, ο Γούναρη συγκρότησε τη δική του κυβέρνηση. Ήταν η ημέρα της ίδρυσης του ΕΚΗ, όταν ο Γούναρης διαδεχόταν τον Βενιζέλο!
Το υπόμνημα, το οποίο δημοσιεύομε ολόκληρο στη συνέχεια καθώς ιστορικά ήταν το πρώτο που εκδόθηκε από το Ε.Κ.Η., αφορούσε στους καπνεργάτες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα ανεργίας, αλλά και στην ανάγκη ενίσχυσης του τοπικού καπνεμπορίου.
Από την αρθρογραφία της εφημερίδας σημειώνομε ακόμη ότι μετά τον Γ. Κυπριωτάκη τρίτος προϊστάμενος του Κέντρου αναδείχτηκε ο Αδάμ Καλλιατάκης.
Στις 12 Ιουλίου ιδρύεται ένα ακόμη εργατικό σωματείο, το οποίο πάντως θεωρείται αρχικά διασπαστικό. Πρόκειται για τη Λιμενεργατική Ένωση, με πρόεδρο τον Ανδρέα Ρουμπελάκη και διοικητικούς συμβούλους τους Ιωάννη Χισκάκη, Αλή Τσαουσάκη, Γιουσούφ Οσμανάκη, Γελωργιο Θαλασσινό, Ράδο Μαλεβυζιώτη, Αλή Μαχμουτάκη, Ιωάννη Χελιδονόπουλο, Ρετζέπ Μουρτζάκη.
Στις 31 Ιουλίου αναγράφεται ότι οι υπάλληλοι καφενείων, ζυθοπωλείων, εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων αποφάσισαν την ίδρυση συνδέσμου.
Στις 14 Αυγούστου δημοσιεύεται η είδηση της ίδρυσης του σωματείου των λεμβούχων. Η ίδρυση γίνεται στις 9 Αυγούστου. Πρόεδρος αναδεικνύεται ο Νικόλαος Ζ. Κυπριωτάκης, ίσως αδελφός του προηγούμενου προέδρου του Ε.Κ.Η. και προέδρου των εργατών λιμένος, γενικός γραμματέας ο Γεώργιος Γρ. Τζερνιάς, ταμίας ο Αντώνιος Εγγλέζος, σύμβουλοι οι Απόστολος Γαϊτανόπουλος, Νικόλαος Παπαδάκης, Εμμανουήλ Δροσουλάκης, Αντώνιος Σαατσάκης, Μπεχάς Ταχηράκης και Μουσταφάς Χατζάκης.Το πρώτο υπόμνημα στις 7 Μαΐου 1915
Το πρώτο ιστορικά υπόμνημα του Εργατικού Κέντρου αφορούσε στα προβλήματα των καπνεργατών, των εργαζομένων, δηλαδή, στις βιομηχανίες καπνού. Το υπόμνημα αυτό ήταν το πρώτο που απηύθυνε το νεοσύστατο Κέντρο στον τότε πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη.
“ΤΟ
ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ
ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΠΡΟΣ
ΤΟΝ Κον ΠΡΟΕΔΡΟΝ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΚΥΡΙΕ ΠΡΟΕΔΡΕ,
Το Εργατικόν Κέντρον Ηρακλείου λαμβάνει την τιμήν να υποβάλη Υμίν ευσεβάστως τα ακόλουθα:
Η προκάτοχος Κυβέρνησις μεριμνώσα περί της βαθμιαίας φορολογικής αφομοιώσεως των Νέων χωρών προς την παλαιάν Ελλάδα εισήγαγε μεταξύ άλλων εν Κρήτη από των μέσων του παρελθόντος Ιανουαρίου τον “Περί καπνών και σιγαρέττων των Νέων Χωρών” Νόμον, δι’ ου, ως γνωστόν, καταρτίσασα τρεις ποιότητας σιγαρέττων ώρισε συνάμα και την τιμήν των δύο κατωτέρων ποιοτήτων, της πρώτης, ως πολυτελούς αφεθείσης αδιατιμήτου. Ούτω δε τα μεν σιγαρέττα της τρίτης ποιότητος – περί ων και ο λόγος ενταύθα – ώρισε να πωλώνται προς 14 δρ. κατά χιλιόγραμμον, τα δε της δευτέρας προς 20 δρ. συμπεριλαμβανομένων εννοείται εν αμφοτέραις ταις τιμαίς ταύταις, ήτοι των 14 δρ. δια τα σιγαρέττα της Γ’ και των 20 δρ. δια τα σιγαρέττα της Βας, και όλων εκείνων των δαπανών, αίτινες παρακολουθούσι αναγκαίως την κατασκευήν ενός χιλιογράμμου σιγαρέττων, ήτοι της αξίας του καπνού, της αξίας του σιγαροχάρτου, της αξίας των κυτίων, των εργατικών κατασκευής, της φθοράς μαχαίρας κ.λ.π.
Δεδομένου όμως, Κύριε Πρόεδρε, ότι όλαι αι αναγκαίαι αύτα δαπάναι προς ας δέον να προστεθή και ο φόρος των 7 μεν δραχ. για τα σιγαρέττα της Γ’ ποιότητος και των 10 δραχ. δια τα της Βας, φόρος, ον εισπράττει η Πολιτεία εφ’ εκάστου χιλιογράμμου των δύο άνω κατηγοριών σιγαρέττων δεδομένου, λέγομεν, ότι όλαι αι δαπάναι αύται ανέρχονται κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς δια μεν τα σιγαρέττα της Γ’ ποιότητος εις το ποσόν των 14,40 δραχ. ήτοι – 6 δρ. φόρος και 7,40 έξοδα – δια δε τα της Βας εις τον ποσόν των 19,40 δρ. – ήτοι 10 δρ. φόρος και 9,40 δρ. έξοδα – ερωτάται:
Είναι δυνατόν ο καπνέμπορος να εξακολουθή να κατασκευάζη σιγαρέττα, καθ’ όν χρόνον από μεν τα σιγαρέττα της Γης ποιότητος ζημιούται 40 λεπτά κατά χιλιόγραμμον χωρίς να υπολογίσωμεν και το κέρδος του μεταπωλητού, το οποίον φυσικώς μετατρέπεται εις ζημίαν δια τον καπνέμπορον, από δε τα της Βας κερδίζει μόνον 60 λεπτά; (!)
Και όσον αφορά μεν τα σιγαρέττα της Βας ποιότητος δυνατόν να υποστηριχθή ότι ο καπνέμπορος δύναται επιτέλους να αυξήση κατά τι το 60λεπτον κατά χιλιόγραμμον κέρδος του εκλέγων ποιότητα καπνού ολίγον κατωτέραν εκείνης, ην απαιτούσι τα σιγαρέττα της Βας ποιότητος κερδίζων ούτω διαφοράν της αξίας του καπνού. Οσον αφορά όμως τα σιγαρέττα της Γης ποιότητος, ουδείς υπάρχει τρόπος όπως δυνηθή ο καπνέμπορος να καλύψη την ζημίαν των 40 λεπτών.
Διότι το ποσόν των 7,40 δρ. το οποίον αντιπροσωπεύει τας δαπάνας ενος χιλιογράμμου σιγαρέττων Γης ποιότητος, είναι ποσόν απορρέων εκ του μετά μαθηματικής ακριβείας γινομένου υπολογισμού των πραγματικών δαπανών δύναται δε τούτο εις οιανδήποτε στιγμήν να αναλυθή ως εξής:
Δαπάναι δι εν κοιλόν
σιγαρέττων
Γ’ ποιότητος
1) Αξία καπνού (κατ’ ελάχιστον) Δρ.2,-
2) Εργατικά κατασκευής Δρ. 3-
3) Κοπή καπνού Δρ.0,50
4) Αξία κυτίων Δρ.1,20
5) Αξία σιγαροχάρτου Δρ.0,50
6) Φθορά μαχαίρας Δρ.0,20
————-
Εν όλων Δρ. 7,40
Ούτω δε εκείνο, το οποίον ώφειλε να συμβή ήτο η κατασκευή των σιγαρέττων ιδία των της Γ’ ποιότητος να περιορισθή εις το ελάχιστον όριον. Και πράγματι. Εκ των 400 επί τοις χιλίοις κοιλών καπνού, που εχρησιμοποιούντο άλλοτε δια σιγαρέττα σήμερον, χρησιμοποιούνται μόνον 20 επί της χιλίοις κοιλά, και τούτο μόνον και μόνον δια να μη κλείσωσι τα καταστήματά των μερικοί καπνέμποροι, των οποίων η πελατεία συνίσταται αποκλειστικώς από καταναλωτάς σιγαρέττων. Κατόπιν όμως της τοιαύτης διαρρυθμίσεως των πραγμάτων που άγεται η βιομηχανία αύτη των Κρητικών σιγαρέττων; Και μετ’ αυτής οποία θα είνε η τύχη των εξ αυτής αποζώντων εργατών;
Επιτρέψατε, Κύριε Πρόεδρε, να απαντήσωμεν δι’ ολίγων εις τα ερωτήματα ταύτα.
Και εν πρώτοις η βιομηχανία των Κρητικών σιγαρέττων η εν αυξούση ακμή ευρισκομένη προ της εισαγωγής εν Κρήτη του νέου Νόμου, καθ’ όσον και επιτόπιος κατανάλωσις εγίνετο μεγίστη αυτών και εξαγωγή τούτων ετελείτο τότε εις τε το άλλο ελληνικόν και εις το εξωτερικόν – δεν υπάρχει ουδ’ η ελαχίστη αμφιβολία ότι περισταλείσα ως περιεστάλη, θέλει εκλείψει καθ’ ολοκληρίαν μίαν ημέραν. Είναι δε τούτο εις άκρον θλιβερόν λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η Κρήτη – και ιδία ο Νομός Ηρακλείου – ως τόπος κατ’ εξοχήν καπνοπαραγωγός, προώριστο να αναπτύξη βαθμηδόν επί μάλλον και μάλλον την βιομηχανίαν ταύτην προς μέγα όφελος αυτού τε και της όλης Πατρίδος, ης η ακμή και η πρόοδος ως γνωστόν εξαρτάται εκ της ακμής και προόδου των κατ’ ιδίαν τμημάτων.
Αλλ’ εάν ο θάνατος της βιομηχανίας ταύτης κρινόμενος από της απόψεως της βλάβης ην θα επιφέρη εις τα γενικώτερα της Πατρίδος συμφέροντα δεν συγκινεί τόσον λόγω της αρνητικής όψεως των ζημιών, ας συνήθως οι πολλοί ούτε καν αντιλαμβάνονται, από της απόψεως όμως της βλάβης ην θα επιφέρη εις τα συμφέροντα των εξ αυτής αποζώντων εργατών ου μόνον συγκινεί ημάς – και μεθ’ ημών σύμπασαν την Κοινωνίαν Ηρακλείου – αλλά και θορυβεί ημάς και ταράσσει και εμβάλλει εις σκέψεις περί του μέλλοντος 500 και πλέον ψυχών αίτινες απολαμβάνουν σήμερον τον άρτον αυτών εκ της βιομηχανίας ταύτης.
Το μέλλον των ανθρώπων τούτων, ειδικών τεχνιτών εις την σιγαροποιΐαν και αγνοούντων κατά συνέπειαν άλλο επάγγελμα διανοίγεται προ ημερών μαύρον και ζοφερόν και ιδία κατά την παρούσαν περίοδον της παντελούς απραξίας εις όλα τα επαγγέλματα. Χωρίς δε να θέλωμεν να γίνωμεν μάντεις κακών θα ερωτήσωμεν απλώς: Πώς είναι δυνατόν εις εργάτης να αντιμετωπίση μέχρι τέλους νομιμοφρόνως μίαν κατάστασιν, ήτις στερεί και αυτόν και τα τέκνα του αυτού του επιουσίου άρτου;
ΚΥΡΙΕ ΠΡΟΕΔΡΕ
Συναισθανόμενοι πλήρως το ιδιαζόντως λεπτόν της θέσεως Υμών ως Κυβερνήτου της χώρας κατά τας παρούσας κρισίμους στιγμάς θα επιθυμούμεν όπως μη προσθέσωμεν εις τας τόσας υψηλάς μερίμνας υμών και μίαν επί πλεον αφορώσαν την τύχην ολίγων καπνεργατών. Αλλ’ έιναι τόση η οικονομική δυσπραγία των ανθρώπων τούτων και τόσος ο εκ ταύτης πόνος ημών ως συναδέλφων αυτών, ώστε υποχωρεί ασυναισθήτως προ αυτού η ιδέα του προς τας υψηλάς υμών μερίμνας οφειλομένου καθήκοντος και ακουσίως ημών – ας επιτραπή η έκφρασις – υψούμεν την φωνήν ημών υπέρ αυτών. Εχοντες δε υπ’ όψιν τα αισθήματα συμπαθείας αφ’ ων ανέκαθεν ενεφορείσθε υπέρ των εργατικών εν γένει τάξεως και τα οποία μας δίδουν το θάρρος να παρίδωμεν την παράλειψιν του ως άνω ρηθμέντος καθήκοντος, τολμώμεν να ελπίζωμεν ότι μολις ηθέλετε γίνει κοινωνός του πόνου μας τούτου δεν θα παρελείπετε από του να προβήτε άνευ δυσταγμού εις την θεραπείαν αυτού.
Δύναται δε να επέλθη η θεραπεία αύτη δια μιας μεταρρυθμίσεως του ειρημένου νόμου εις το κεφάλαιον της φορολογίας των σιγαρέττων της Γ’ ποιότητος υποβιβαζομένου του φόρου αυτών από 7 δραχ. εις 5 κατά χιλιόγραμμον η αφιεμένης της τιμής αυτών ελευθέρας οπότε και μόνον θα δυνηθή ο καπνέμπορος να κατασκευάση σιγαρέττα Γ’ ποιότητος και να δώση άρτον εις τους λιμώττοντας καπνεργάτας.
Αλλά δεν είναι μόνον το καλόν τούτο το οποίο θέλει επέλθει δια της ειρημένης τροποποιήσεως. Δι’ αυτής θα επιτευχθή προσέτι και το έτερον, το οποίον ανωτέρω είπομεν, η αναβίωσις τουτέστι της νεκράς ήδη βιομηχανίας των Κρητικών σιγαρέττων, βιομηχανίας την οποίαν εμάρανεν, ως είπομεν, και ενέκρωσε από των μέσων του παρελθόντος Ιανουαρίου ο ειρημένος “περί καπνών και σιγαρέττων των Νέων Χωρών” Νόμος.
ΚΥΡΙΕ ΠΡΟΕΔΡΕ
Ευελπιστούντες ότι η πλήρης πόνου φωνή ημών αύτη θέλει τύχει ευμενούς προσοχής από μέρους Υμών και της λοιπής Σεβαστής Κυβερνήσεως.
Διατελούμεν μετά του προσήκοντος σεβασμού.
Ο Προϊστάμενος
του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου
Ο Γραμματεύς
(Επονται οι υπογραφαί)”.
Βιβλιογραφία-πηγές
-Τμήμα Εφημερίδων και Περιοδικών Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου
-Εφημερίδες «Ο Εργάτης» και «Ο Λαός» Ηρακλείου 1914-1915, τεύχη 1-56,
-«Πατρίς», Μάιος (6-13) 1997
-«Πατρίς», 4 Αυγούστου 2008
-Candia