Νέα έκθεση για το έγκλημα των Τεμπών κάνει λόγο για λάθη και παραλείψεις των αρχών, αναφορικά με το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα, ενώ προκρίνει ως «ορθότερο σενάριο για την έκρηξη – ανάφλεξη» την ύπαρξη «μεγάλης ποσότητας εύφλεκτου υλικού».
δείτε επίσης:
Η έκθεση που συνέταξε ο αντιστράτηγος ε.α., πρώην υπαρχηγός της Πυροσβεστικής και δικαστικός πραγματογνώμονας της τραγωδίας στο Μάτι, Ανδριανός Γκουρμπάτσης -και την οποία δημοσιεύει το documentonews.gr– αναμένεται να παραδοθεί στον ειδικό εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη από συγγενείς θυμάτων της τραγωδίας.
Ο κ. Γκουρμπάτσης «ανέλυσε και αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία» που έχουν προκύψει μέχρι στιγμής από βιντεοληπτικό υλικό, φωτογραφίες, εκθέσεις του Γενικού Χημείου του Κράτους, πορίσματα πραγματογνωμόνων κτλ. Κατά τον κ. Γκουρμπάτση το «ορθότερο σενάριο για την έκρηξη – ανάφλεξη» που έλαβε χώρα το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου του 2023 μετά τη σύγκρουση των δύο τρένων, σχετίζεται με «μεγάλη ποσότητα εύφλεκτου υλικού και μάλιστα σε υγρή μορφή» την οποία μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία, με τον ίδιο να συμπεραίνει ότι η έκρηξη που προκλήθηκε «δεν μπορεί να οφείλεται στα έλαια σιλικόνης των μετασχηματιστών των τριών ηλεκτραμαξών».
Μάλιστα ο κ. Γκουρμπάτσης υπογραμμίζει ότι το εύφλεκτο υλικό, ήταν αποθηκευμένο «σε παλετοδεξαμενές (δοχεία μεταλλικά ή πλαστικά) χωρίς να αποκλείεται και άλλος τρόπος φόρτωσης αυτού του φορτίου, με εμφανή ρηκτικά και βλητικά αποτελέσματα». «Λόγω της ανίχνευσης από το Γ.Χ.Κ. σε επτά δείγματα της ύπαρξης ξυλολίου, το πιθανότερο η εύφλεκτη ύλη να αποδίδεται στον διαλύτη αυτό χωρίς να αποκλείεται η παρουσία και άλλων διαλυτών» αναφέρει στην έκθεση.
Επίσης ο κ. Γκουρμπάτσης επιρρίπτει ευθύνες στις προανακριτικής αρχές που μετέβησαν στο σημείο της τραγωδίας και ερεύνησαν τον τόπο του δυστυχήματος. Δηλαδή την Τροχαία Λάρισας, το ανακριτικό γραφείο της ΔΙ.Π.Υ.Ν. Λάρισας και τη Δ.Α.Ε.Ε. της Πυροσβεστικής, σημειώνοντας ότι οι αρχές αυτές «δεν ενήργησαν και δεν μερίμνησαν ως όφειλαν εκ του νόμου (λχ άρθρα 180 και 280 Κ.Π.Δ.) άμεσα και συγκεκριμένα κατά το στάδιο της αυτοψίας στη σκηνή του εγκλήματος, πέραν άλλων σοβαρών λαθών και παραλείψεων, να εντοπίσουν, συλλέξουν, κατασχέσουν χρήσιμα πειστήρια και την αποστολή τους προς εξέταση στα αρμόδια εγκληματολογικά ή κρατικά εξειδικευμένα εργαστήρια, όπως λχ του ΕΜΠ για την πιστοποίηση της μιας εκ των δύο προεκτεθέντων και αντιτιθέμενων θέσεων».
Το αποτέλεσμα είναι «να μην υπάρχουν αποδείξεις, ει μη μόνον ενδείξεις προκαλώντας με τον τρόπο αυτό σημαντικές δυσχέρειες κατά την ανάκριση και ουσιαστικά υπήρξε επιχείρηση αποπροσανατολισμού (παραπλάνησής) της».
Ο δικαστικός πραγματογνώμονας υποστηρίζει ακόμη ότι «οι αρμόδιες αρχές επέτρεψαν να υπάρξει άμεση, συντονισμένη και με την (ρητή ή σιωπηρή) συναίνεση των αρχών, χωρίς βέβαια την οφειλόμενη έγκρισή του κ. Εισαγγελέως, να γίνει εσπευσμένα εξαφάνισή τους με την πρωτοφανή για αυτής της έκτασης και σπουδαιότητας για το κοινωνικό σύνολο εθνικής εγκληματικής τραγωδίας, αλλοίωση (μόλυνση) της σκηνής του εγκλήματος και την εξαφάνιση κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων ακόμη και βιολογικού υλικού ταυτοποίησης των θυμάτων».
Επίσης, επισημαίνει, μεταξύ άλλων στην έκθεση, ότι «εκτός άλλων αδικημάτων για τα οποία ήδη έχει ασκηθεί ποινική δίωξης και έχει παραγγελθεί κύρια ανάκριση, στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η τέλεση κακουργηματικών αδικημάτων και πιο συγκεκριμένα των εγκλημάτων του εμπρησμού (άρθρο 264 ΠΚ) κατ΄ (αληθινή) συρροή με της έκρηξης (άρθρο 270), από τα οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου και είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο πολλών εκ των 57 θυμάτων».