Της Άννας Μανουκάκη – Μεταξάκη
Μεσημέρι της Παρασκευής, 22 Μαρτίου, κηδεύτηκε στη Λέρο – νησί των πολιτικών εξόριστων – ο Ναπολέων Περγαλίδης, ο φίλος που έφερε τα βαθιά σημάδια της ιστορίας και το βαρύ φορτίο της. Στενός συγγενής του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, γεννήθηκε το 1946, δύο μόλις χρόνια μετά την εκτέλεσή του (Καισαριανή, Πρωτομαγιά του 1944), και τού ҆δωσαν το ιστορικό του όνομα οι πρόσφυγες γονείς του.
Ο πατέρας του, Στρατής Περγαλίδης, ήρθε, αποσταμένο παιδί του πολέμου και του διωγμού, το Σεπτέμβριο του 1922 από την κωμόπολη Σιγή της Προύσας μαζί με το φούρναρη πατέρα του Κωνσταντίνο (Κώτσος) και τη μάνα του Ασημίνα, το γένος Ασημακούδη. Έγινε κουρέας στο Ηράκλειο, παντρεύτηκε την προσφυγοπούλα Άρτεμη Αντύπα από τη Σιγή επίσης και με τις μεγάλες δυσκολίες του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα των προσφύγων μεγάλωναν τα τρία τους παιδιά και συγχρόνως ασχολούνταν λόγω και των εμπειριών τους με τα οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά θέματα της εποχής.
Ο Στρατής αναδιοργάνωσε το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου μετά τον πόλεμο και τον Ιούλιο του 1947, στη φωτιά του Εμφυλίου, έπεσε στον αγώνα για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων της εργατικής τάξης, ως πρόεδρος του ΕΚΗ από το 1946. Από τις 11 έως τις 14 Ιουλίου βασανιζόταν απάνθρωπα στην Ασφάλεια, για να παραδώσει την εσωτερική του ελευθερία. Να αρνηθεί τις ιδέες και την πίστη του για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο, χωρίς τους πολέμους και την προσφυγιά που βίωσε ο ίδιος. Του κομμάτιασαν τα πόδια, η μέγγενη στο κεφάλι πέταξε τα μάτια του έξω, το σώμα του παραμορφώθηκε, αλλά αυτός «δεν συνεμορφώθη».
Είχε γλυτώσει από τη Δικτατορία του Μεταξά, όταν του βρήκαν, το 1938, ταχυδρομικά δελτάρια του Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Για να χάσουν τα ίχνη του, εξαφανίστηκε στην Αθήνα για δύο χρόνια.
Το 1942 τον κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Έφυγε κρυφά στην Νεάπολη, όπου όλη η οικογένεια έμεινε ως το τέλος του πολέμου.
Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του Ναπολέοντα σημαδεύτηκαν από την τραγική απώλεια του πατέρα τους. Σε ένα γράμμα που μου έστειλε η κόρη του Εριέττα το 2011 αφηγείται πώς την αντιμετώπιζαν οι φρουροί της Ασφάλειας, όταν τους παρακαλούσε να δει τον πατέρα της, με τί προστυχόλογα.
Ο Ναπολέων, αν και έχασε τον πατέρα του μόλις ενός χρόνου, τον είχε βαθιά μελετήσει, τον γνώριζε καλά και ένιωθε το βάρος και του ονόματος και του επιθέτου του. Το πόσο δύσκολα μεγάλωσε τό ҆βλεπες στο κλάμα του την ώρα των αφηγήσεών του. Τα βιώματά του στην Αθήνα, όπου η δύστυχη μάνα, για να γλυτώσουν απ’ το κυνηγητό τους έφερε και τους μεγάλωσε δουλεύοντας σκληρά όλη τη μέρα, είναι πολύ τραγικά. «Η μάνα μου δούλευε σε ένα γουναράδικο από νύχτα σε νύχτα. Έμενα μόνος μου στο σπίτι και όταν σχολούσαν τα αδέρφια μου από το σχολείο, με πήγαιναν στη μάνα μου, για να τη δω και να με δει, γιατί, όταν θα επέστρεφε από τη δουλειά, εγώ θα είχα κοιμηθεί.»
Τον συνάντησα για πρώτη φορά στην Αθήνα στο καλόγουστο σπίτι τους, όπου η αρμονική σχέση του με τη γυναίκα του τη Στελλίτσα, έδενε απόλυτα με την αισθητική του χώρου. Όλα σ’ αυτούς και το χώρο τους ήταν υψηλά και ευγενικά. Όπως φανταζόμουν τους ανθρώπους, που, ενώ έζησαν την αδικία και τη φρίκη του πολέμου και όλα τα παρεπόμενα του πρόσφυγα, όμως ζούσαν μέσα σε πεντακάθαρα σπίτια και είχαν μεταξύ τους τις καλύτερες ανθρώπινες σχέσεις, επιδιώκοντας μια ζωή ποιότητας. Είχαν επίσης το κουράγιο να αγωνιστούν, ακόμη και να δώσουν τη ζωή τους για την ελευθερία και τη δημοκρατία της νέας τους πατρίδας. Άνθρωποι που αγαπούσαν το ηθικό και το ωραίο.
Είχα έρθει κατευθείαν από το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του Ν. Σουκατζίδη, της φιλολόγου Χαράς Λιουδάκη – Σουκατζίδη, γιατί ήθελα, ακολουθώντας την ιστορική συνέχεια, να τους συναντήσω την ίδια μέρα.
Όταν αργότερα μετακόμισαν στο Ηράκλειο, είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα. Η χαρά και η συγκίνησή τους στο Συνέδριο της ΙΛΑΕΚ Χανίων παρακολουθώντας την ανακοίνωσή μου «Το ΕΚΗ από το 1944 ως το 1947», ήταν μεγάλη και οι πληροφορίες του πάνω στο θέμα εξαιρετικές. Γέμισε η ψυχή της Αργυρώς και του Νίκου Κοκοβλή από τη συγκίνηση, όταν τον γνώρισαν και τον άκουσαν.
Στο θάνατο του Μανώλη Μεταξάκη οι φίλοι και οι συγγενείς συγκέντρωσαν ένα μεγάλο ποσό για τον ανδριάντα του Ν. Σουκατζίδη δίπλα στο σπίτι του στο Αρκαλοχώρι. Λίγες μέρες μετά δημιουργήθηκε η Επιτροπή για την ανέγερσή του από ανθρώπους διαφορετικών πολιτικών απόψεων, με πρόεδρο το Γιώργο Ψαράκη. Αμέσως μπήκε ο Ναπολέων. Και, όπως και ο αείμνηστος φίλος Πέτρος Καλομοίρης, αν και έρχονταν από το Ηράκλειο, δεν έλειψαν ποτέ επί ένα χρόνο από τις συνεδριάσεις. Και ήταν προμαχώνες στις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε.
Στο χρόνο αυτό φάνηκε το ήθος του καθαρά. Ήταν μια αξέχαστη αναλαμπή ηρωικού ανθρωπισμού και υψηλού αγωνιστικού πνεύματος, που μας κάνει να νιώθομε όλοι περήφανοι για ό,τι ζήσαμε και καταφέραμε.
«Μη σε νοιάζει που δε γράφεται πουθενά η αφορμή που μας ένωσε. Όλοι ξέρουν πως μόνο ο Μεταξάκης θα μπορούσε να ενώσει ανθρώπους διαφορετικών πολιτικών θέσεων.» Έτσι μου έλεγε ο Ναπολέων, όταν κλαίγαμε αγκαλιασμένοι τον Οκτώβριο του 2000 την ημέρα των αποκαλυπτηρίων.
Ύστερα ήρθε το βιβλίο του «Νουρεντίν». Η πρώτη του διόρθωση με οδήγησε στο συμπέρασμα πως οι προγονικοί άνθρωποι και τόποι εγγράφονται μέσα μας. Όλη η τοπογραφία, η ιστορία, η λαογραφία, η γλώσσα της ελληνικής Μικρασίας από τους μυθικούς χρόνους ως τη μέρα της φυγής με την ψυχή στο στόμα είναι μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Το ήθος και η ευαισθησία του είναι όχι μόνο στην άκρη της γραφίδας, αλλά μέσα στην ψυχή του Ναπολέοντα. Πρωταγωνιστής σε πολλά σημεία ο παππούς του, Κώτσος Περγαλίδης. Μέσα από τα κείμενα του Ναπολέοντα που αναλυτικά παρουσιάζουν τη Μικρασία που δεν έζησε, ξεπροβάλλει το συναισθηματικό παιδί που δε χάρηκε την παιδική του ζωή, γιατί του τη ρήμαξαν. Στο ταιριαστό περιβάλλον του Τεκέ Αλατσάτων, όπου παρουσιάστηκε το βιβλίο του Ναπολέοντα Περγαλίδη από τον Νίκο Ανδριώτη και εμένα, η μουσική του Ρος Ντέιλι, φίλου του Ναπολέοντα και της Στέλλας, οδηγούσε στους χώρους της Μικρασίας ακριβώς.
Όταν έφυγαν, πρώτα στην Αθήνα και ύστερα στη Λέρο οι αγαπημένοι φίλοι, έμειναν στη σκέψη και στην ψυχή όλων των φίλων τους εδώ.
Ο Ναπολέων εκπροσωπεί την ζωντανή ιστορία του μικρασιατικού πολέμου, του ελληνικού Μεσοπολέμου, της Κατοχής και του φοβερού Εμφυλίου που μεθοδικά σχεδίασαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, για να επιβάλουν τα συμφέροντά τους στη χώρα μας. Εκπροσωπεί τα χιλιάδες αθώα παιδιά που υπήρξαν θύματα της βίας, των πολέμων, της πολιτικής των αδίστακτων αμοραλιστών της Γης, που διαχρονικά σκοτώνουν τη ζωή μας. Μας δείχνουν πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, αν και εικόνα του Θεού, αλλά και πόσο ψηλά, όπως εκείνοι που έδωσαν τη ζωή τους για έναν υψηλό σκοπό, έναν κόσμο καλύτερο.
Στο νησί τω εξορίστων, στη Λέρο, πιο κοντά στην πατρίδα των προγόνων σου που περιγράφεις σαν μαγεμένο παιδί στα βιβλία σου, είμαστε μαζί σου σήμερα με τον νου και την ψυχή μας και σε συνοδεύομε στο ξόδι σου, Ναπολέων.
Θα σε σκεφτόμαστε πάντοτε εκεί στη Λέρο, όπου θα μελετάς τα πείσματα και τα ψιθυρίσματα του ανέμου, θα νιώθεις το ρίγος του θριάμβου των χρωμάτων όλης της φύσης και θ’ ακούς τους κελαηδισμούς μυριάδων πουλιών με τα ονόματα των αγαπημένων σου και με τα ξεφωνήματα της καινούριας ελπίδας που θα ανατείλει παρά τη συννεφιά της εποχής μας.
Θά ҆σαι πάντα μέσα μας και εμείς οι φίλοι σας, νά ҆σαι σίγουρος, πάντοτε δίπλα στην αγαπημένη σου Στέλλα, στον κλυδωνιζόμενο κόσμο, όπου ζούμε.