Στις 23 Μαρτίου 1929, τηλεγράφημα του Άλμπερτ Αϊνστάιν προς την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο μεγάλος επιστήμονας, μέλος της Επιτροπής Αμύνης των Θυμάτων της Λευκής Τρομοκρατίας στα Βαλκάνια, διαμαρτύρεται για τις αποβολές φοιτητών από το Πανεπιστήμιο Αθηνών για πολιτικούς λόγους, απαιτώντας την ελευθερία της σκέψης των φοιτητών.
Το τηλεγράφημα δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ριζοσπάστης και έχει ως εξής:
«Πρωθυπουργόν Βενιζέλον Διαμαρτυρόμαστε εντόνως ενάντια στην αποβολή φοιτητών από το Πανεπιστήμιο. Απαιτούμε την ελευθερία στην εκδήλωση των σκέψεων ανάμεσα στους φοιτητές. Καθηγητής Αλμπέρ Αϊνστάιν».
Λίγες μέρες αργότερα ,μαζί με συναδέλφους του αποστέλλει επιστολή και στην Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών:
«Σύγκλητον Πανεπιστημίου Αθήνας Διαμαρτυρόμαστε εντόνως ενάντια στην αποβολή των φοιτητών που αγωνίστηκαν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Απαιτούμε την άμεσο επανεγγραφή τους. Καθηγητής Αλμπέρ Αϊνστάιν Καθηγητής Ερρίκος Λέβε Καθηγητής Φριτς». Ο Αϊνστάιν ενημερώθηκε για τις αποβολές αυτές, μέσω πρωτοβουλίας του φοιτητικού κινήματος της χώρας, το οποίο αντέδρασε άμεσα στην ανακοίνωση τους, με το τμήμα της εργατικής βοήθειας να κυκλοφορεί προκήρυξη, διαμαρτυρόμενο εντονότατα κατά της τρομοκρατίας στο πανεπιστήμιο. Ταυτόχρονα απέστειλε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας προς το Αντιφασιστικό Συνέδριο στο Βερολίνο και την Επιτροπή Αμύνης των θυμάτων της λευκής τρομοκρατίας στα Βαλκάνια» Θυμίζουμε ότι η περίοδος εκείνη, ήταν για τους κομμουνιστές, μια περίοδος διαρκών διώξεων ,ενώ αντίστοιχη κατάσταση επικρατούσε και μέσα στα πανεπιστήμια με το Σπουδαστικό της Ασφάλειας να επαγρυπνεί. Λίγο καιρό πριν από αυτές τις αποβολές, υπήρξε απόφαση της Συγκλήτου, με βάση την οποία ακόμα και η απλή παρουσία ενός φοιτητή σε «κομμουνιστικές» συγκεντρώσεις συνεπαγόταν την άμεση αποβολή του από το πανεπιστήμιο. Η δε απόφαση, ελήφθη με βάση το νόμο 4229 του 1929, το περίφημο Ιδιώνυμο Βενιζέλου, που έπληττε ευθέως δημοκρατικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών, αν και τιτλοφορείτο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών».
Το νομοσχέδιο εισήχθη προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο στις 3 Απριλίου 1929 και στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Βενιζέλος είχε δηλώσει μεταξύ άλλων: «Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξη τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, αλλά τη Γ’ Διεθνή και τας μπολσεβικικάς αρχάς αυτής, αίτινες απέχουν πολύ του ιδεώδους κομμουνισμού. Το νομοσχέδιον επιδιώκει τη δίωξιν των οπαδών της Γ’ Διεθνούς. Δε δυνάμεθα να διώξωμεν τον κομμουνισμόν, διότι και ο Χριστός υπήρξε κήρυξ της ιδέας αυτής. Ο Χριστός διεκήρυξε πρώτος τον κομμουνισμόν, αλλά από την υψηλήν ιδεολογίαν του κομμουνισμού μέχρι των ανατρεπτικών ενεργειών των ανθρώπων της Μόσχας, υπάρχει διαφορά». Ελλείψει κομμουνιστικής εκπροσώπησης της Βουλής, το βάρος της αντίθεσης στο νομοσχέδιο σήκωσε η αριστερή πτέρυγα των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τους Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Γεώργιο Παπανδρέου και Γεώργιο Καφαντάρη.