Διάκριση των έργων του ηλεκτρικού συστήματος σε περισσότερο και λιγότερο αποδοτικά, ενάντια στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, επιχειρείται το τελευταίο διάστημα, σύμφωνα με κύκλους του ΑΔΜΗΕ.
Το ζήτημα του ισόποσου επιμερισμού (50% – 50%) του κατασκευαστικού κόστους των έργων σύνδεσης των παραγωγών ή των καταναλωτών Υψηλής Τάσης στο σύστημα, με τον Διαχειριστή, προβλέπεται με σχετικό νόμο εδώ και περίπου 1,5 χρόνο (άρθρο 98 του ν. 4951/2022).
Ο συγκεκριμένος νόμος προέκυψε λόγω της ανάγκης επιτάχυνσης των επενδύσεων σε ΑΠΕ, προκειμένου να «πρασινίσει» το ενεργειακό μείγμα, και να επιτευχθούν οι στόχοι που έχει θέσει η Ελλάδα για την πράσινη μετάβαση. Ο ΑΔΜΗΕ υπέβαλε στην ΡΑΑΕΥ έναν πλήρη μηχανισμό ο οποίος πετυχαίνει τους στόχους του συγκεκριμένου νόμου, διασφαλίζει ότι οι καταναλωτές δεν θα κληθούν να επωμισθούν υπέρογκες δαπάνες και ότι ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής θα αναλάβει τις εν λόγω επενδύσεις με έναν τρόπο οικονομικά βιώσιμο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις υπόλοιπες επενδύσεις που καλείται να υλοποιήσει.
Στην τελευταία επιστολή που εστάλη από την Ρυθμιστική Αρχή στον ΑΔΜΗΕ, τίθεται θέμα ανταποδοτικότητας των εν λόγω επενδύσεων για τους καταναλωτές και προτείνεται η θέσπιση μιας Ειδικής Περιουσιακής Βάσης, ούτως ώστε αυτές να αποζημιώνονται με μια διαφορετική (χαμηλότερη) απόδοση και όχι με το εγκεκριμένο WACC που ισχύει σε όλα τα έργα του εθνικού συστήματος μεταφοράς. Η Αρχή στην επιχειρηματολογία της υπέρ της ανάγκης διαφορετικής απόδοσης αναφέρει ότι ο Διαχειριστής φέρει μειωμένο βαθμό κινδύνου, καθώς τα εν λόγω έργα υλοποιούνται στο σύνολό τους από τους παραγωγούς, και όχι από τον ΑΔΜΗΕ, ο οποίος (απλά) καταβάλλει απολογιστικά το κόστος.
Σε απαντητική επιστολή, ο ΑΔΜΗΕ αναφέρει ότι η εισήγηση αυτή κινείται ενάντια στο πνεύμα του νομοθέτη, καθώς ο νόμος δεν κάνει καμία μνεία στη δημιουργία διακριτής περιουσιακής βάσης για τα έργα επέκτασης του συστήματος ούτε και οποιαδήποτε αναφορά περί διακριτής απόδοσης έναντι των υπόλοιπων έργων.
Ο σχετικός νόμος μάλιστα έχει λάβει ειδικές πρόνοιες για το κατασκευαστικό κόστος των έργων επέκτασης των δικτύων, ορίζοντας ότι μέρος του κόστους των σχετικών δικτύων θα χρηματοδοτηθεί από του μεγάλους παραγωγούς ΑΠΕ και τους βιομηχανικούς καταναλωτές, για την σύνδεση τους στο σύστημα.
Ως εκ τούτου η ανταποδοτικότητα των σχετικών επενδύσεων έχει ήδη θεμελιωθεί από το νομοθέτη χωρίς να τίθεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση.
Επιπλέον θα ήταν ασυνεπές να θεωρηθεί ότι τα έργα ενίσχυσης του συστήματος μεταφοράς ενέργειας για τη σύνδεση παραγωγών/καταναλωτών στην υψηλή και υπερυψηλή τάση, είναι ανταποδοτικά, ενώ τα έργα επέκτασης του συστήματος (ιδίως όταν πρόκειται για σύνδεση σταθμών ΑΠΕ), τα οποία αποτελούν τη λογική και τεχνική συνέχεια των έργων ενίσχυσης και αυτονόητη προϋπόθεση για τη σύνδεση των σταθμών πράσινης ενέργειας στο σύστημα μεταφοράς, δεν είναι ανταποδοτικά. Για τον λόγο αυτό άλλωστε τα έργα ενίσχυσης, εντάσσονται στην περιουσιακή βάση του ΑΔΜΗΕ για το σύνολο της αξίας τους, λαμβάνουν εύλογη απόδοση και χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου μέσω των Χρεώσεων Χρήσης Συστήματος.
Ο ισχυρισμός ότι ο Διαχειριστής φέρει μειωμένο βαθμό κινδύνου είναι εντελώς άστοχο, καθώς για τα συγκεκριμένα έργα ο βαθμός κινδύνου είναι αντίστοιχος, εάν όχι μεγαλύτερος, σε σχέση με τα υπόλοιπα έργα του Διαχειριστή, τόσο από πλευράς χρηματοδότησης, όσο και από άποψη κατασκευαστικής επάρκειας. Αναφορικά με την χρηματοδότηση, ο Διαχειριστής μπορεί να εκτιμήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη χρονική στιγμή που θα απαιτηθούν τα κεφάλαια για την κατασκευή λοιπών έργων του συστήματος που κατασκευάζει ο ίδιος, σε σχέση με έργα που καλείται να αποκτήσει με την ολοκλήρωσή τους, το χρονοδιάγραμμα κατασκευής των οποίων μπορεί μόνο να εκτιμήσει και όχι να γνωρίζει, καθώς υλοποιούνται από τρίτους. Επίσης, σχετικά με την κατασκευαστική επάρκεια τους, παρότι κατασκευάζονται βάσει προδιαγραφών του Διαχειριστή και παραλαμβάνονται κατόπιν δοκιμών, η ευθύνη της κατασκευής τους δεν παύει να ανήκει σε τρίτο.
Τέλος, τα συγκεκριμένα έργα δεν διαφέρουν σε τίποτα από όλα τα υπόλοιπα και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του Συστήματος και οποιοσδήποτε διαφορετικός μηχανισμός αποζημίωσης θα καθιστούσε τις συγκεκριμένες επενδύσεις μη βιώσιμες για τον ΑΔΜΗΕ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διαχειριστή, οι επενδύσεις σε αυτά τα έργα θα αποβούν ζημιογόνες, στην περίπτωση που αυτές αποζημιώνονται με WACC ίσο με το κόστος δανεισμού, οδηγώντας τελικά σε υπονόμευση την ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα.
Τα έργα του Διαχειριστή, είτε πρόκειται για έργα επέκτασης, είτε για έργα ενίσχυσης του συστήματος, δεν διαφοροποιούνται ως προς τα εγγενή χαρακτηριστικά τους και κατά συνέπεια δεν δικαιολογείται η διακριτή κατηγοριοποίηση και η διαφορετική ρυθμιστική μεταχείριση τους, αφού κάτι τέτοιο κινείται ενάντια στο πνεύμα του νομοθέτη και αντιβαίνει τις αρχές της ισότητας.