Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, πριν 44 χρόνια. Στις 8 Φεβρουαρίου 1980 ο Νίκος Ξυλούρης έφευγε από τη ζωή στα 44 χρόνια του, νικημένος από τον καρκίνο. Όμως η παρουσία του Ψαρονίκου μέσα από την φωνή και το έργο του είναι κάτι περισσότερο από αισθητή και σήμερα.
Δείτε στη συνέχεια μια εκπομπή στην οποία ο δημοσιογράφος Γιώργος Παπαστεφάνου φιλοξένησε τον Νίκο Ξυλούρη. Είναι η εκπομπή “Μουσική Βραδιά”.
Ο μεγάλος Κρητικός ερμηνευτής μιλά για τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη, για το ξεκίνημα του στη μουσική ως λυράρης σε κρητικούς γάμους και πανηγύρια. Αναφέρεται επίσης στις μουσικές συνεργασίες του με γνωστούς Έλληνες συνθέτες, όπως στη γνωριμία του με τον ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ και τη συμμετοχή του στο δίσκο “Ριζίτικα” (1971), και σχολιάζει τη σημασία των παραδοσιακών ριζίτικων τραγουδιών της Κρήτης.
Η ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ μιλάει για τη γνωριμία της με τον Ν. ΞΥΛΟΥΡΗ και το προσωπικό του μουσικό ύφος.
Παρεμβάλλονται τραγούδια που ερμηνεύει ο ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ: το ριζίτικο «ΑΓΡΙΜΙΑ ΚΙ ΑΓΡΙΜΑΚΙΑ ΜΟΥ», «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΠΕΘΑΝΕ» σε μουσική και στίχους ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, «ΤΟΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ» σε μουσική ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΕΟΝΤΗ και ποίηση ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, «ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΟΠΟΥΛΟ» σε μουσική ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ και στίχους Κ. Χ. ΜΥΡΗ, «ΕΒΑΛΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΗΜΑΔΙ» σε μουσική ΣΤΑΥΡΟΥ ΞΑΡΧΑΚΟΥ και στίχους ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ, «ΦΙΛΟΙ ΚΙ ΑΔΕΛΦΙΑ» σε μουσική ΣΤΑΥΡΟΥ ΞΑΡΧΑΚΟΥ και στίχους ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ.
Στη συνέχεια, παρουσιάζεται το μουσικό έργο του ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΑΛΑΡΗ «Ερωτόκριτος» (1976) με αναφορές και στην ομώνυμη θεατρική παράσταση του ΣΠΥΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ (1975).Ο ηθοποιός ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΕΡΤΗΣ διαβάζει αποσπάσματα από το ποιητικό κείμενο του ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ ενώ τραγουδούν ο ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ ως Ερωτόκριτος και η ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ ως Αρετούσα.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ ΣΠΑΝΙΟ ΒΙΝΤΕΟ ΤΟΥ 1961 ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΑΡΟ ΝΙΚΟ ΞΥΛΟΥΡΗ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΛΥΡΑ ΣΕ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Η ζωή και οι δημιουργίες του (με πληροφορίες από theinsider.gr και nooz.gr)
Στις 8 του Φλεβάρη 1980, στο καλύτερο ίσως σημείο της καριέρας του, ο Νίκος αντάμωσε με την επάρατη, με το κακό -όπως λένε στην Κρήτη- με τον καρκίνο. Μετά από σύντομο αλλά μεγάλο και δύσκολο αγώνα, μετά από πολλαπλές εγχειρήσεις και ταλαιπωρία, ο Αρχάγγελος έχασε τη μάχη στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς.
Δεν δάκρυσαν μονάχα τα βουνά που περικλείουν τα Ανώγεια, την πατρώα γη, δεν έκλαψε μόνο η Κρήτη- το μοιρολόι ακούστηκε σε κάθε σπιθαμή της Ελλάδας, μα και όπου υπάρχουν Έλληνες.
Η καλλιτεχνική κοινοτoπία διαπιστώνει ότι ο Νίκος Ξυλούρης είναι μια από τις σπουδαιότερες φωνές της σύγχρονης Ελλάδας. Μόνο αυτό; Όχι προφανώς.
Είναι η γενικότερη αυθεντική και με μοναδικό τρόπο «καθάρια» παρουσία του στη καλλιτεχνική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Μια σπάνια, ευγενική μορφή που 36 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Ξυλούρη ( 8 Φεβρουαρίου του 1980) η έλλειψη της είναι εμφανής και οδυνηρή.
Το ’41 οι Γερμανοί κατακτητές καίνε το χωριό του και αναγκάζετε να φύγει στο Μυλοπόταμο όπου θα επιστρέψει ξανά μετά την απελευθέρωση. Ο μικρός Νίκος είχε ήδη αρχίσει να δείχνει την κλήση του προς την μουσική, σιγοτραγουδώντας και παίζοντας μαντολίνο με τον συγχωριανό του Γιώργη Καλομοίρη.
Η συνάντηση του όμως με τον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο του άλλαξε την γνώμη και έτσι θέλησε να μάθει λύρα από τον ίδιο. Έτσι και έγινε, όπου για περισσότερο από ενάμισι χρόνο ήταν μαθητευόμενος του. Μετά ξεκίνησε μόνος του, όπου μαζί με άλλους γύριζε τα χωριά στους γάμους, σε βαφτίσια, στα πανηγύρια.
Σε ηλικία 17 χρονών κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο , στο κέντρο Κάστρο. Όπως λέει αργότερα σε αφηγήσεις του, εκεί τα πράγματα αρχικά είναι πολύ δύσκολα: “…Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις… Εκεί χόρευαν ταγκά, βάλσα, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι να τα μάθουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ‘μεις, να βγάλουμε τα έξοδά μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν’ αλλάξουνε και ν’ αγαπήσουνε την Κρητική μουσική…”.
Στους χορούς και στα πανηγύρια όπου έπαιζε γνώρισε και την Ουράνια Μελαμπιανάκη κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου την οποία και παντρεύτηκε. Έτσι εγκαθίσταται στο Ηράκλειο. Στις 21 Νοεμβρίου 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση σε δίσκο 78 στροφών, στο τραγούδι “Κρητικοπούλα μου” (“Μια μαυροφόρα οτάν περνά”). Οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, που χάθηκε σε τροχαίο, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ .
Την εποχή εκείνη υπήρχαν δύο ομάδες. Οι “Μουντακικοί” και οι “Σκορδαλικοί” και ο Νίκος Ξυλούρης ήταν ανάμεσα, έχοντας το πλεονέκτημα ότι με τη φωνή που είχε μπορούσε να πει και άλλα πράγματα, εκτός από τα Κρητικά, όπως… βαλς! “Άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φοράνε”, “Του Μπελαμή το ουζερί” και “Νάτανε το ’21” κα.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά τον πρώτο εκείνο δίσκο των ’78 στροφών ηχογράφησε στη Fidelity μια σειρά από τραγούδια σε δίσκους 45 στροφών πλέον. Στη συνέχεια ήρθαν οι ηχογραφήσεις στη Music Box εκ των οποίων μερικά από αυτά ηχογραφήθηκαν την περίοδο Φεβρουάριος ’64 με Ιούλιος ’64 που ο Νίκος Ξυλούρης βρισκόταν στην Αθήνα (μέχρι τότε έμενε στο Ηράκλειο) με άρρωστο το παιδί του και ηχογραφούσε για να πάρει κάποια χρήματα, που τα είχε ανάγκη, με 90 λεπτά το κομμάτι!
Από το 1964 έως το 1967 ηχογραφεί στη Music Box , ενώ σιγά-σιγά τα πράγματα στην Κρήτη άρχισαν να γίνονται καλύτερα. Υπήρχε μήνας που μπορεί να ήταν δύο τα πανηγύρια αλλά τύχαινε κι ένας γάμος, ένα πανηγύρι, ένα γλέντι.
Ακριβώς το 1966, βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ’ ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν Ρέμο και παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο, το πρώτο Κρητικό κέντρο, τον Ερωτόκριτο . Το ’68 με ’69 δούλεψε στα Ζαμάνια και παράλληλα τα καλοκαίρια στην Όαση που είχε 2000 καθίσματα και ο κόσμος καθότανε μέχρι στα καφάσια της μπύρας, για ν’ ακούσει το Νίκο Ξυλούρη.
Τα πράγματα έχουν γίνει αισθητά καλύτερα γι’ αυτόν. Τον Φεβρουάριου του 1969 ηχογραφεί την “Ανυφαντού”, ένα τραγούδι που κυριολεκτικά σπάει τα ταμεία μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της εποχής έρχεται στην Αθήνα, στο κέντρο Κονάκι και τον Σεπτέμβριο εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα.
Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός , με τον οποίο γνωρίζονται στο Κονάκι , μιλά γι’ αυτόν στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο . Ήδη όμως από το 1965, οι δυνατότητες αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA , του Τάκη Λαμπρόπουλου . Μετά την επιτυχία της Ανυφαντούς , το καλοκαίρι του 1970, ο Τάκης Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ’ Ανώγεια και του ζητά να περάσει από το κρητικό στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Ο Νίκος συμφώνησε υπό τον όρο να κάνει δυο δίσκους με κρητικά τραγούδια που είχε διασκευάσει ο ίδιος. Έτσι ξεκίνησε η νέα πορεία.
Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη έντεχνη δημιουργία επώνυμων συνθετών.
Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο “Χρονικό”, μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα “Ριζίτικα” της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ Λήδρα στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. “Πότε θα κάνει ξαστεριά”, “Αγρίμια κι αγριμάκια μου”…
Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η “Ιθαγένεια” και ο “Στρατής ο θαλασσινός” αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο (“Διόνυσε καλοκαίρι μας”, “Συλλογή”), τον Χριστόδουλο Χάλαρη (“Τροπικός της Παρθένου”, “Ακολουθία”) και τον Χρήστο Λεοντή (“Καπνισμένο μου τσουκάλι”). Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, στο θέατρο “Αθήναιον” με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι “Το μεγάλο μας τσίρκο”.
Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επίσημες παρουσίες στο χώρο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών. “Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν χθες στο Πολυτεχνείο” ενημερώνουν, μετατρέποντας τον ήδη “στιγματισμένο” πολιτικά τραγουδιστή, σε “κόκκινο πανί” της νέας δικτατορικής κυβέρνησης που ακολουθεί.
Από τη “Λήδρα”, στην “Αρχόντισσα”, μετά στην “Αποσπερίδα”… Ξανά στη “Λήδρα”, μετά στο “Κύτταρο” και στο “Θεμέλιο”… Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου… Παράλληλα ηχογραφεί τα “Αντιπολεμικά” τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη.
Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον “Αργαλειό”, το “Φιλεντέμ”, τον “Πραματευτή” αλλά και το “Μεσοπέλαγα αρμενίζω” ακούγεται ξανά έντονα η φωνή του. Τώρα λέει και πάλι “τραγούδια ζωής”.
Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται.