Του Αντώνη Σκεπεταράκη,
Γ.Γ. της ΕΛΜΕ Ηρακλείου
Σε σχολείο της Κρήτης προ ημερών, έγκυος αναπληρώτρια καθηγήτρια δέχτηκε μπουνιά στην κοιλιά από μαθητή και μονάχα από τύχη δεν προκλήθηκε κάποια επιπλοκή στην κύηση. Λίγο πριν τις γιορτές, σε άλλη σχολική μονάδα του νησιού, επίσης αναπληρώτρια καθηγήτρια υπέστη σοβαρό κάταγμα μετά από ατύχημα κατά την διάρκεια της εφημερίας της – μαθητής την έσπρωξε κατά λάθος στο διάλειμμα – με αποτέλεσμα να μη μπορεί να επανέλθει στην υπηρεσία της πριν την πάροδο πολλών εβδομάδων. Τα παραπάνω αποτελούν μικρά ή μεγάλα περιστατικά που συμβαίνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στα σχολεία της χώρας μας.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι παθούσες είχαν την «ατυχία» να είναι αναπληρώτριες. Αυτό σημαίνει ότι δε δικαιούνται άδεια επαπειλούμενης κύησης, ούτε αναρρωτική άδεια πέραν των 15 ημερών. Μάλιστα, στην περίπτωση αναρρωτικής άδειας, η νομοθεσία προβλέπει ότι τις τρεις πρώτες ημέρες ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός θα λάβει μειωμένο το ημερομίσθιό του, θαρρείς ως μια ιδιότυπη τιμωρία που τόλμησε (!) να αρρωστήσει.
Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζονται διαχρονικά από την Πολιτεία ως εργαζόμενοι δεύτερης κατηγορίας, παρόλο που αποτελούν εδώ και χρόνια τους στυλοβάτες του εκπαιδευτικού συστήματος (ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές) και το εβδομαδιαίο εργασιακό τους ωράριο συνήθως είναι μεγαλύτερο από των μόνιμων εκπαιδευτικών. Καλούνται –ακόμη και μεσούσης της χρονιάς – να μετεγκατασταθούν με δικά τους έξοδα ώστε να υπηρετήσουν για λίγους μήνες μόλις, με ένα μηνιάτικο που δεν επαρκεί για να καλύψει ούτε τα στοιχειώδη. Μάλιστα, αν αρνηθούν μια τοποθέτηση ή αν παραιτηθούν επειδή δεν καταφέρνουν να τα βγάλουν πέρα με το αυξημένο κόστος ζωής και μεταστέγασης στην περιοχή τοποθέτησης, τιμωρούνται και με διετή (!) αποκλεισμό από τους πίνακες· με λίγα λόγια, η Πολιτεία τούς αποβάλλει από τη διαδικασία τοποθετήσεων!
Επιπρόσθετα, οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί συχνά καλούνται να καλύψουν κενά σε περισσότερα από δύο ή τρία σχολεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό τους έργο. Φυσικά, κανείς δεν ενδιαφέρεται αν διαθέτουν μεταφορικό μέσο ή αν έστω υπάρχει σχετικό δρομολόγιο από τα μέσα μαζικής μεταφοράς που να καλύπτει τις απαιτούμενες μετακινήσεις μεταξύ των πολλών σχολείων και των διαφορετικών περιοχών όπου καλούνται να υπηρετήσουν.
Η αντιμετώπιση των αναπληρωτών εκπαιδευτικών από την Πολιτεία, πέρα από την ασέβεια προς το πρόσωπό τους και την απουσία στοιχειώδους μέριμνας για έναν λειτουργό της εκπαίδευσης, είναι ενδεικτική και της επιπολαιότητας –αν όχι της αδιαφορίας – με την οποία αντιμετωπίζεται η Δημόσια Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Όσο συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς ως αναλώσιμους εργαζόμενους μιας χρήσης, ως αποπαίδια στην κυριολεξία, ουσιαστικά εγκληματούμε και απέναντι σε επιστήμονες με υψηλά τυπικά προσόντα και απέναντι στο Δημόσιο Σχολείο. Ήδη οι άνθρωποι αναζητούν αλλού (συχνά στο εξωτερικό) μια πιο σταθερή εργασία με καλύτερες απολαβές και συνθήκες, με αποτέλεσμα ο όγκος των παραιτήσεων των αναπληρωτών εκπαιδευτικών να βαίνει αυξανόμενος από χρονιά σε χρονιά. Έτσι, τα παχιά λόγια των κυβερνώντων για επένδυση στη Δημόσια Παιδεία, για brain gain και για αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος, μοιάζουν πιο κούφια από ποτέ.
Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει άμεσα η Πολιτεία, είναι η εξίσωση των εργασιακών δικαιωμάτων των αναπληρωτών εκπαιδευτικών με αυτά των μονίμων συναδέλφων τους. Παράλληλα, η νομοθέτηση από την Πολιτεία σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος προκειμένου οι συνάδελφοι να μην κινδυνεύουν με περικοπή μισθού και προϋπηρεσίας θα ήταν ελάχιστη ένδειξη ενδιαφέροντος, έστω σε ανθρώπινο επίπεδο. Τέλος, ο μαζικός διορισμός των αναπληρωτών εκπαιδευτικών που καλύπτουν κάθε χρόνο πάγιες ανάγκες του δημοσίου σχολείου, θα άμβλυνε την εργασιακή τους ανασφάλεια και θα αποτελούσε γενναία πράξη αναγνώρισης από το κράτος και ταυτόχρονα θα κάλυπτε όλες τις χρόνιες ανάγκες της εκπαίδευσης.