Toυ Γιώργου Σαριδάκη*
Σύνηθες αλλά όχι, ιδιαιτέρως, προβεβλημένο αποτελεί το φαινόμενο όπου οι έχοντες την επιμέλεια και γονική ευθύνη ενός παιδιού υστερούν – σε υψηλό βαθμό – στην κάλυψη των υποχρεώσεων που επιτάσσει ο ρόλος τους, εμφανίζοντας μειωμένη ικανότητα ν’ ανταποκριθούν σε ενέργειες και πρακτικές που απαιτεί η ανατροφή και η φροντίδα του παιδιού.
Ενίοτε, οι συνθήκες παραμέλησης που υφίσταται σε βάρος των ανήλικων ατόμων της οικογένειας είναι τόσο έντονες σε σημείο, μάλιστα, να δημιουργούνται καταστάσεις που καθιστούν, εντελώς, ακατάλληλο το οικογενειακό περιβάλλον ή, ακόμα, και επικίνδυνο για την σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού.
Ακριβέστερα, πρόκειται για περιπτώσεις αποκλίνουσας γονεϊκής συμπεριφοράς την εικόνα της οποίας συνθέτουν στοιχεία όπως ανεπαρκή ή ανορθόδοξη σίτιση του ανήλικου, μη τήρηση των στοιχειωδών κανόνων ατομικής υγιεινής και διαβίωσης (μπάνιο, καθαρά ρούχα), μη πρόνοια για ιατρική φροντίδα, αλλά και έκθεση σε διάφορους παράγοντες με επιβλαβείς συνέπειες (παραμονή του παιδιού στην οικία χωρίς επίβλεψη μεγαλύτερου ατόμου)…φτάνοντας, έτσι, σε μια ξεκάθαρη μορφή κακοποίησης ανηλίκου.
Επιπλέον, η παραμέληση είναι δυνατόν να επεκτείνεται και στο συναισθηματικό πεδίο με τους γονείς να εμφανίζουν μια στάση αδιαφορίας ή απροσφορότητας, προβάλλοντας έντονη άρνηση ώστε να καλύψουν τις ανάγκες του παιδιού στον τομέα αυτό και επιδεικνύοντας απροθυμία να μετέχουν ενεργά στην συναισθηματική αμοιβαιότητα που προβλέπει η σχέση γονέα-παιδιού.
Εκ των πραγμάτων, μια ακολουθία όπως η περιγραφόμενη καταδεικνύει ένα είδος νοσηρότητας που αιτιολογικά απαντάται μ’ ένα σύμπλεγμα γενεσιουργών εκδοχών που αφορούν, κυρίως, την κοινωνική ανωριμότητα και μη ετοιμότητα των γονέων ν’ ανταπεξέλθουν στην ανάληψη ευθυνών και προστασίας του παιδιού, την προσωπικότητα και το χαρακτήρα των γονέων (δυσκολία προσαρμογής, αστάθεια επιλογών και αποφάσεων) καθώς και την πιθανότητα το παιδί να προήλθε από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
Ακόμα, συνδέεται – σημαντικά – με την συστηματική κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ουσιών από τους γονείς αλλά και το ενδεχόμενο καθοδηγούμενης αντίδρασης λόγω τραυματικών εμπειριών παρελθούσης ηλικίας, καταλήγοντας σ’ ένα σκηνικό, πλήρους, εγκατάλειψης του παιδιού το οποίο θεωρείται «βαρίδιο» και εισβολέας στην δική τους κοσμοθεωρία και ατομικότητα.
Ωστόσο, τις περισσότερες φορές γίνεται, από τους γονείς, μια προσπάθεια συγκάλυψης ή εκλογίκευσης της ανάρμοστης και κακοποιητικής συμπεριφοράς έναντι του παιδιού με το πρόσχημα, τυχόν, κοινωνικών συνθηκών και δυσκολιών που αντιμετωπίζουν (ανεργία, φτώχεια), ενώ την ίδια στιγμή οι επιπτώσεις στις αθώες παιδικές ψυχές αποκτούν αναδρομική υπόσταση με δυσμενείς επιρροές που μπορεί να εκδηλωθούν σε μελλοντικό χρόνο και στη μετέπειτα ενήλικη ζωή (χαμηλή αυτοεκτίμηση, αδυναμία ανάπτυξης σχέσεων εμπιστοσύνης).
Κατά συνέπεια, η θέαση και αντίληψη – καθοιονδήποτε τρόπο – σημείων ή ενδείξεων που μαρτυρούν αυτή τη μορφή κακοποίησης χρειάζεται να ενεργοποιήσει, τάχιστα, το ευρύτερο οικογενειακό δίκτυο, τον κοινωνικό περίγυρο, το σχολείο ώστε σε αγαστή συνεργασία με τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες και κρατικές αρχές να υπάρξει ανάλογη μέριμνα και δρομολόγηση όλων των απαραίτητων πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων (συμβουλευτική υποστήριξη οικογένειας, έμφαση στις αιτίες που πυροδοτούν τη δυσλειτουργία, φιλοξενία παιδιών σε μονάδες παιδικής προστασίας, νομικές κυρώσεις).
Κλείνοντας, η παραμέληση ανηλίκων συνιστά μια δυσάρεστη παθογένεια της οικογένειας με ποικίλες κοινωνικές διαστάσεις, ενώ (με μια διαφορετική προσέγγιση) θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την αγάπη δίχως ανταπόκριση, με το αγνό συναίσθημα που εκφράστηκε αλλά δε βρήκε αποδοχή, με την αγκαλιά που ζητήθηκε όμως δεν άνοιξε – ποτέ – τις πόρτες της… επιλέγοντας να μείνει κλειδωμένη, φορώντας το μουντό προσωπείο της ψυχρότητας.
*O Γιώργος Σαριδάκης είναι κοινωνικός λειτουργός