Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου, ο οποίος διαμόρφωσε με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη τον ρόλο του «σκληρού άντρα». Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ πρωταγωνίστησε σε κλασικές ταινίες τις δεκαετίες του 40 και ‘50 και αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους σταρ του 20ού αιώνα. Mε τα θλιμμένα μάτια, τον μόνιμο μορφασμό στα χείλη και τη βραχνάδα στη φωνή, έπλασε την εικόνα ενός «καραβοτσακισμένου» τυχοδιώκτη, που συνδύαζε όμως μια δόση ιδεαλισμού κρυμμένη πίσω από ένα ψυχρό προσωπείο. Tον κυνηγούσαν ο νόμος και οι γυναίκες, ήταν κυνικός, λίγο απειλητικός και αφάνταστα ερωτικός. «Ο Μπόγκαρτ μπορούσε να είναι σκληρός και χωρίς όπλο» είχε πει για’ αυτόν ο διάσημος συγγραφέας Ρέιμοντ Τσάντλερ.
Με το τσιγάρο να κρέμεται επικίνδυνα από το στόμα και το καπέλο χαμηλά κατεβασμένο στα μάτια, ο «σκληρός» ήρωας των φιλμ-νουάρ ήταν μια αυτόφωτη προσωπικότητα που πολλοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μιμηθούν. Εκτός σκηνής, ήταν ασυμβίβαστο άτομο, που δεν έκανε παρά μόνο μηδαμινές παραχωρήσεις στις συμβατικότητες του Χόλιγουντ και μάλιστα υπερασπίστηκε τους συναδέλφους του που διώκονταν για τις πολιτικές τους ιδέες, θέτοντας και ο ίδιος σε κίνδυνο την καριέρα του.
Ο Χάμφρεϊ ντεΦόρεστ Μπόγκαρτ γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη τα Χριστούγεννα του 1899, από εύπορη οικογένεια της «καλής κοινωνίας». Ο ολλανδικής καταγωγής πατέρας του Μπελμόντ ντεΦόρεστ Μπόγκαρτ ήταν χειρουργός στο Μανχάταν και η μητέρα του Μοντ Χάμφρεϊ γνωστή εικονογράφος και καλλιτέχνης.
Ακολουθώντας τον δρόμο που του υπέδειξε ο πατέρας του και του επέβαλε η καταγωγή του, φοίτησε σε ακριβά σχολεία και γράφτηκε στην Φίλιπς Ακάντεμι για να προετοιμαστεί να σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Πλην όμως αποβλήθηκε από τη σχολή για ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους διδάσκοντες και μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει κατατάχθηκε στο Ναυτικό και υπηρέτησε στην Ευρώπη κατά το τελευταίο στάδιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Στα 18 ο πόλεμος ήταν ένα υπέροχο πράγμα. Το Παρίσι! Οι σέξι γαλλιδούλες!» θυμόταν αργότερα. Ο ναύτης Μπόγκαρτ ήταν τυχερός, καθώς δεν πήρε μέρος σε μάχες. Υπηρετούσε σε πλοίο το οποίο μετέφερε πίσω στην πατρίδα τους αμερικανούς στρατιώτες. Μοναδικό ενθύμιο από τον πόλεμο ήταν μια ακίδα ξύλου που καρφώθηκε στο πάνω χείλι του και του έδωσε μιαν ακινησία γκριμάτσας, η οποία έγινε το μόνιμο χαρακτηριστικό τού προσώπου του και αργότερα το επαγγελματικό του σήμα, ως ηθοποιού.
Όταν γύρισε πίσω στην Νέα Υόρκη βρήκε κατεστραμμένη οικονομικά την οικογένειά του, εξαιτίας λανθασμένων επενδύσεων του πατέρα του. Με την βοήθεια κάποιων οικογενειακών φίλων του πατέρα του άρχισε την σταδιοδρομία του ως ηθοποιός με εμφανίσεις σε θεατρικές σκηνές, παίζοντας ρόλους ζεν-πρεμιέ, σε κωμωδίες «μπουλβάρ». Έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο στην ταινία μικρού μήκους του Έντμουντ Λόρενς «The Dancing Town», παραγωγής 1928. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘30 είχε μια μάλλον ασήμαντη παρουσία στην μεγάλη οθόνη
Απογοητευμένος από τη στασιμότητα της καριέρας του και με δυο γάμους στο ενεργητικό του με τις ηθοποιούς Χέλεν Μένκεν (1926-1927) και Μαίρη Φίλιπς (1928-1937), άρχισε να πίνει και να κλείνεται στον εαυτό του. Και ο δεύτερος γάμος ήταν σχεδόν διαλυμένος, ώσπου το 1935 διακρίθηκε στον ρόλο ενός δολοφόνου στο θεατρικό έργο του Σέργουντ Άντερσον «Το Πετρωμένο Δάσος» («The Petrified Forest»), που ανέβηκε με επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ. Ο συμπρωταγωνιστής του Λέσλι Χάουαρντ (ο υπέροχος Άσλεϊ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος»), έπεισε τη Γουόρνερ να του δώσει έναν σημαντικό ρόλο στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον σκηνοθέτη Άρτσι Μέιο. Ήταν η ευκαιρία που ζητούσε.
Εγκαταστάθηκε οριστικά στο Λος Άντζελες και από εκεί και πέρα αρχίζει η σπουδαία καριέρα του με την οποία είναι γνωστός μέχρι σήμερα. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 ο Μπόγκι ήταν ένας δημοφιλής τύπος γκάνγκστερ σε ταινίες του είδους, όπου πρωταγωνιστούσαν ο Έντουαρντ Ρόμπινσον, ο Τζέιμς Κάγκνεϊ κ.ά.
Το 1941 αναδείχθηκε σε κινηματογραφικό αστέρα πρώτου μεγέθους παίζοντας τον γηραλέο γκάνγκστερ στον «Δραπέτη της Σιέρα» «(High Sierra», 1941) του Ραούλ Γουόλς, σε σενάριο του Τζον Χιούστον και τον σκληροτράχηλο ιδιωτικό ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ στο «Γεράκι τής Μάλτας» («The Maltese Falcon», 1941) του Τζον Χιούστον, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα τού Ντάνιελ Χάμετ.
Ακολούθησαν και άλλες ξεχωριστές στιγμές του, όπως ο ρόλος του Ρικ, του εκπατρισμένου ιδιοκτήτη καμπαρέ στην θρυλική «Καζαμπλάνκα» (Casablanca, 1942) του Μάικλ Κέρτιζ, του αρπακτικού χρυσοθήρα Φρεντ Ντομπς στον «Θησαυρό της Σιέρα Μάδρε» («The Treasure of the Sierra Madre», 1948) το νεο-γουέστερν του Τζον Χιούστον, του μέθυσου βαρκάρη στη περιπέτεια του Τζον Χιούστον «Η Βασίλισσα της Αφρικής«» («The African Queen», 1951), ταινία που του χάρισε το πρώτο και μοναδικό Όσκαρ, του νευρωτικού πλοιάρχου Κουίγκ στην «Ανταρσία του Κέιν («The Cane Mutiny», 1954) τού Έντουαρντ Ντμίτρικ και του ξοφλημένου δημοσιογράφου στο «Έπεσαν σκληρά» («The Harder They Fall», 1956) του Μαρκ Ρόμπσον, που ήταν και το κύκνειο άσμα της σπουδαίας καριέρας του.
Το 1943 γνώρισε στα γυρίσματα της ταινίας του Χάουαρντ Χοκς « Η Σειρήνα της Μαρτινίκας» («To Have and Have Not») την 19χρονη Λορίν Μπακόλ. Ο έρωτάς τους υπήρξε κεραυνοβόλος και θυελλώδης. Ο Μπόγκι χώρισε την τρίτη του σύζυγο, την ηθοποιό Μέιο Μέθοτ (1938-1945), και δύο χρόνια παντρεύτηκε την νεαρή μοντέλα και εκκολαπτόμενη ηθοποιό, με την οποία αποτέλεσε ένα εντυπωσιακό κινηματογραφικό ζευγάρι σε πολλές ταινίες, όπως: «Ο μεγάλος ύπνος» («The Big Sleep», 1946) του Χάουαρντ Χοκς, «Σκοτεινό πέρασμα» («Dark Passage», 1947) του Ντέλμερ Ντέιβς και «Στη βοή τής καταιγίδας» («Key Largo», 1948) του Τζον Χιούστον.
Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ πέθανε από καρκίνο του οισοφάγου στις 14 Ιανουαρίου 1957 στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 57 ετών. Ο Μπόγκι είχε αδυναμία στο ποτό, στις γυναίκες, στα τσιγάρα Chesterfield και στο σκάφος του, το «Santana». Από τον γάμο του με την Λορίν Μπακόλ απέκτησε δύο παιδιά.