Ήταν Ιανουάριος του 1906. Ο αρθρογράφος και αρχισυντάκτης της αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός», ο φτασμένος, ήδη, και μεγάλος λογοτέχνης, Ιωάννης Κονδυλάκης, έπαιρνε στα χέρια του ένα μικρό κόκκινο βιβλιαράκι, που είχε τον τίτλο «Όφις και κρίνο» και με περίεργο όνομα συγγραφέα, που δεν ξεκαθάριζε καν αν επρόκειτο για άνδρα ή γυναίκα: Κάρμα Νιρβαμή.
Ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα ο Νίκος Καζαντζάκης. Φυσικά ο Κονδυλάκης δεν γνώριζε ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας. Αλλά και να ήξερε το πραγματικό όνομά του, μάλλον δεν θα του έλεγε τότε τίποτε. Ο Καζαντζάκης δεν είχε κλείσει ακόμη τα 23 χρόνια, κι ο Κονδυλάκης, ο «Διαβάτης», όπως υπέγραφε τα χρονογραφήματά του στην εφημερίδα «Εμπρός», ήταν ένας ώριμος άνδρας 44 ετών και απ’ τους κορυφαίους στην πνευματική Ελλάδα. Το έργο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα δεν πέρασε απαρατήρητο από τον «Διαβάτη», που έγραφε:
«Eκείνος όστις έγραψε το ημερολόγιον αυτό έχει αναγνώσει Δανούντσιον πολύ ή ολίγον, απ’ ευθείας ή διά του Έλληνος συγγραφέως των “Διηγημάτων του Δειλινού” και του “Ασματος των Ασμάτων”• και εις τον Δανούντσιον ανεκάλυψε το συγγραφικόν του ιδεώδες και μίαν συγγένειαν αισθημάτων και ιδεών, ήτις το έρριψεν εις την τροχιάν του Ιταλού ποιητού, όπως οι διάττοντες παρασύρονται εις την τροχιάν των μεγάλων άστρων, εις τα οποία πλησιάζουν.
Αλλ’ ο συγγραφεύς του ημερολογίου δεν είνε ανάξιος εκείνου τον οποίον εξελέξεν ο θαυμασμός του ως οδηγόν και ως πρότυπον».
Και πρόσθεσε, σε άλλο σημείο:
«Το ύφος έχει κάτι το βιβλικόν, κάτι τι ωρισμένως, από το “Άσμα των Ασμάτων”• και διά τούτο μία περικοπή εκ τούτου παρεισαγομένη ει τον μονόλογον του καλλιτέχνου, θα ηδύνατο σχεδόν να παρέλθη απαρατήρητο αν δεν την διέκρινεν η γλώσσα».
Ο Κονδυλάκης, βέβαια, δεν γνώριζε ποιος ήταν ο συγγραφέας, ή αν ήταν άνδρας ή γυναίκα.
«Είπα – σημείωσε- τόσα διά τον βιβλίον (και δεν είπα αρκετά) και δεν ανέφερα το όνομα του συγγραφέως. Αλλά μήπως το γνωρίζω; Αντί ονόματος, εις την επικεφαλίδα του βιβλίου υπάρχει δυσπρόφερτον γυναικείον ψευδώνυμον «Κάρμα Νιρβαμή». Αλλ’ είνε πρόδηλον ότι ο συγγραφεύς ανήκει εις το άσχημον φύλλον, και εκ της γλώσσης του φαίνεται ότι δεν είνε Αθηναίος.»
Το πρώτο βιβλίο του Καζαντζάκη ήταν ερωτικό, στο οποίο κατέθετε όμως και τις πρώτες φιλοσοφικές αντιλήψεις που διαμόρφωνε ακόμη. Περιγράφει τον έρωτα ενός νέου με μια Ιρλανδέζα, παπαδοπούλα, δασκάλα της αγγλικής, που δεν ήταν άσχετη προς τα καθολικά ερωτήματα για τον προορισμό του ανθρώπου.
Ένας Κρητικός και μια Ιρλανδέζα συναντήθηκαν και ο αγέρας έπαιρνε φωτιά ανάμεσά τους και τελικά τύλιξε και τους ίδιους. Όφις εκείνος, Κρίνο εκείνη, «Οφις και Κρίνο» η συγκλονιστική συνεύρεση και αφήγηση…
Ακολουθεί το κείμενο του Κονδυλάκη για τον πρωτοεμφανιζόμενο Καζαντζάκη
• Το Κόκκινον Βιβλίον
Ιδού μια ερωτική αυτοκτονία την οποίαν παρέλειψαν να μας διηγηθώσιν οι δημοσιογράφοι. Μας την διηγείται εις κομψόν νεοτυπωμένον και πολύ ωραία τυπωμένον βιβλιαράκι άγνωστος πεζογράφος.
Εις την έπαυλίν του ευρέθη νεκρός ο ζωγράφος…. (δεν έχει όνομα• είνε πολύ ότι έχει έπαυλιν). Όταν ηνοίχθη η θύρα του κοιτώνος του, ήλθεν έσωθεν κύμα αρώματος ανθέων αποπνικτικού. Πλησίον ενός των παραθύρων ευρέθη νεκρά η νεαρά ερωμένη του, και παρ’ αυτήν ο ζωγράφος, πτώμα και αυτός. Ο θάνατός του είχε προέλθει εξ ασφυξίας από το πυκνωθέν εις τον κλειστόν θάλαμον άρωμα των ανθέων. Εκείνη φαίνεται ότι αισθανθείσα τον θάνατον επερχόμενον, είχε συρθή προς το παράθυρον δια να το ανοίξη. Αλλ’ ο ζωγράφος την ηκολούθησε και την ημπόδισε. Συνήφθη δε πάλη μεταξύ των, ως εμαρτύρουν τα καταπατημένα γύρω των άνθη, οι αιματωμένοι δάκτυλοι και η αγωνιώδης έκφρασις του προσώπου της ερωμένης, ενώ εις το πρόσωπον του εραστού διετηρείτο, ως να το επάγωσεν ο θάνατος, ήρεμον μειδίαμα.
Με αυτήν την εντελώς δημοσιογραφικήν είδησιν τελειώνει το μικρόν βιβλίον, με το πορφυρούν εξώφυλλον, επί του οποίου είνε τυπωμένος με βυζαντινά γράμματα ο τίτλος: “Όφις και Κρίνο”. Αλλ’ εις τον πεζόν τούτον επίλογον προηγείται το ημερολόγιον του καλλιτέχνου, εις το οποίον αναλύονται τα αισθήματα και αι ιδέαι δια των οποίων ο ζωγράφος έφθασεν εις την απόφασιν ν’ αποθάνη μετά της ερωμένης του, όπως απέθανεν.
Εκείνος όστις έγραψε το ημερολόγιον αυτό έχει αναγνώσει Δανούντσιον πολύ ή ολίγον, απ’ ευθείας ή δια του Έλληνος συγγραφέως των “Διηγημάτων του Δειλινού” και του “Άσματος των Ασμάτων”• και εις τον Δανούντσιον ανεκάλυψε το συγγραφικόν του ιδεώδες και μίαν συγγένειαν αισθημάτων και ιδεών, ήτις τον έρριψεν εις την τροχιάν του Ιταλού ποιητού, όπως οι διάττοντες παρασύρονται εις την τροχιάν των μεγάλων άστρων, εις τα οποία πλησιάζουν.
Αλλ’ ο συγγραφεύς του ημερολογίου δεν είνε ανάξιος εκείνου τον οποίον εξελεξεν ο θαυμασμός του ως οδηγόν και ως πρότυπον. Υπάρχουν εις το μικρόν αυτό βιβλίον μερη τόσον ωραία, ώστε και εις τα έργα του ποιητού του “Τέκνου της ηδυπαθείας” δεν θα επεσκιάζοντο και δεν θα παρήρχοντο απαρατήρητα. Αναγινώσκων, εσημείωνα τας περικοπάς εις τας οποίας ακτινοβολεί η ποιητική σκέψις και το αίσθημα• και ολίγαι σελίδες του βιβλίου έμειναν χωρίς σημεία μολυβδίδος. Αι ανακαλύψεις δε αύται με βοήθησαν να παρακολουθήσω μέχρι τέλους την ψυχικήν αυτοβιογραφίαν του ήρωος του βιβλίου, της οποίας η μονοτονία θα ήτο, χωρίς αυτά, ανυπόφορος. Και είνε μόλα ταύτα αρκούντος πληκτικός αυτός ο μονόλογος εις τον οποίον μερικά πράγματα και μερικαί λέξεις επαναλαμβάνονται υπέρ παν μέτρον.
Το ύφος έχει κάτι το βιβλικόν, κάτι το ωρισμένως, από το “Άσμα των Ασμάτων”• και δια τούτο μια περικοπή εκ τούτου παρεισαγομένη εις τον μονόλογον του καλλιτέχνου, θα ηδύνατο σχεδόν να παρέλθη απαρατήρητος, αν δεν την διέκρινεν η γλώσσα• “…Ως δυο νεαροί δίδυμοι δορκάδες οι νεμόμενοι εν κρίνοις, έως αν διαπνεύση η ημέρα και κινηθώσιν αι σκιαί…”.
Αλλ’ η ηδυπάθεια ήτις διαπνέει τας σελίδας του ημερολογίου δεν έχει την υγείαν και την ειδυλλιακήν απλότητα του “Άσματος των Ασμάτων” της Γραφής. Είνε ηδυπάθεια των αισθήσεων και της διανοίας συγχρόνως, ηδυπάθεια περίτεχνος, όσον και άπληστος και αγρία, εις την οποίαν χορταίνουν αι αισθήσεις, χωρίς η φαντασία να κορεσθή, χωρίς η σκέψις να ευρίσκη ό,τι ζητεί. Και επί τέλους, αφού απήλαυσεν ό,τι δύναται να δώση η ζωή εις τον έρωτα και την απόλαυσιν των αισθήσεων, αρχίζει να ποθή τον έρωτα και την απόλαυσιν εις τον θάνατον.
Ολίγον κατ’ ολίγον αυτή η νοσηρά ιδέα γίνεται έμμονος και σταθερά εις τας σκέψεις του καλλιτέχνου. Εις τας πρώτας επισκέψεις αυτής της ιδέας γράφει ότι κατά την νύκτα επάλαιψε με τον θάνατον.
«Ήθελα να ζήσω και μ’ έκαμε γίγαντα ο πόθος της ζωής. Ώ πόσο μ’ έσφιγγεν ο Άγγελος που δεν έχει οίκτον και δεν έχει έλεος και λάμπουν στα μάτια του οι άγριες αναλαμπές των νικών. Νοιώθω ακόμη επάνω μου την αναπνοή του την άγρια και θερμή σαν τις βαθειές αναπνοές των άμμων της ερήμου».
Αλλ’ έκτοτε η αγάπη προς την ζωήν διαγκωνίζεται με την περιφρόνησιν προς την ζωήν εις τας σελίδας του ημερολογίου. “Πού βρίσκονται λοιπόν τόσοι κόσμοι σιγής που πλένε και χαμογελούν στα μάτια σου τα μεγάλα”; Αλλ’ ευθύς μετά την σκέψιν αυτήν, εις την οποίαν ανοίγεται τοιούτον πέλαγος αγάπης, η απογοήτευσις του εξεγείρεται πικρά. Βλέπει την ανθρωπότητα οντάρια μικροσκοπικά “να τρέχουν βιαστικά σ’ ένα απέραντο και αχόρταγο λάκκο. Και βλέπω να πέφτουν ένας ένας και το γέλοιο των να κόβεται στη μέση…».
Η μελαγχολία του ότε μεν αναλύεται εις τρυφερότητα, ότε δε πτύει κατά πρόσωπον της ζωής:
«Λυγίζει το λουλούδι όταν πολλή δροσούλα του δώση ο ουρανός. Λυγίζει από την αγάπη η ψυχή μου».
Αλλ’ έπειτα τα κάλλη της ερωμένης του, του φαίνονται δρόμοι πατημένοι και αιώνιοι «που διάβηκεν ο πόθος μου».
Και έπειτα:
«Απόστασα. Σταλαγματιές αιμάτων σημειώνουν το διάβα μου στη γη… Από καλλίτερους κόσμους έρχεται η ψυχή μου κι έχω αγιάτρευτη τη νοσταλγία των άστρων».
Εις την μελαγχολίαν του λέγει ωραίους λόγους: «Συλλογούμαι για τάστρα πώς χύνονται σαν δάκρυα αοράτου Θεού που κλαίει».
Επί τέλους η ιδέα του θανάτου επικρατεί εις το πνεύμα του: «Έγινα χλωμός και η ψυχή μου αρρώστησε και μαραίνεται από την αγία δίψα του θανάτου».
Και έπειτα:
«Ω! όταν συλλογούμαι πως μπορώ να πεθάνω όταν θέλω, μια χαρά αγρία πλημμυρίζει το εγώ μου, νοιώθω μια παντοδυναμία πάνω στα χέρια μου».
Μιαν δε ημέραν προς του τέλους του σημειόνει μόνον τα εξής εις το ημερολόγιόν του:
Είμαι ήσυχος.
Είμαι ήσυχος, γιατ’ είμαι απελπισμένος.
Είπα τόσα δια το βιβλίον (και δεν είπα αρκετά) και δεν ανέφερα το όνομα του συγγραφέως. Αλλά μήπως το γνωρίζω; Αντί ονόματος, εις την επικεφαλίδα του βιβλίου υπάρχει δυσπρόφερτον γυναικείον ψευδώνυμον “Κάρμα Νιρβαμή”. Αλλ’ είνε πρόδηλον ότι, ο συγγραφεύς ανήκει εις το άσχημον φύλλον• και εκ της γλώσσης του φαίνεται ότι δεν είνε Αθηναίος.
ΔΙΑΒΑΤΗΣ («Εμπρός», 18 Ιανουαρίου 1906)