Του Γιώργου Σαριδάκη*
Ένα δυσάρεστο και δύσκολο φαινόμενο αποτελεί, πλέον, η συμπεριφορά ορισμένων ατόμων που πράττουν, ηθελημένα, ενάντια σε αδύναμα και ανυπεράσπιστα ζώα, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που εικόνες ακραίας κακοποίησης ζώων κατακλύζουν το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προκαλώντας το κοινό αίσθημα.
Κατά βάση, πρόκειται για κινήσεις βίαιων και απρόκλητων επιθέσεων (χτυπήματα με κλωτσιές, τραύματα με χρήση αιχμηρών ή βαρέων αντικειμένων, απαγχονισμός, τοποθέτηση επιβλαβών φαρμακευτικών ουσιών σε τροφή) σε βάρος, οιοδήποτε, ζώου και περιστατικά που, ούτε κατ’ ελάχιστο, δεν συνδέονται με θέματα ανθρώπινης κατανάλωσης και διατροφικής αξίας.
Συνεπώς, μια τέτοια ακολουθία ανάρμοστων και επικίνδυνων στάσεων με κυρίαρχα στοιχεία την άσκηση βίας και την επιθυμία πρόκλησης σοβαρής βλάβης (ή θανάτου του ζώου) δημιουργεί, ουσιωδώς, μια παρεκκλίνουσα κατάσταση και φανερώνει, εκτός των άλλων, μια παθογενή ατομική συμπεριφορά.
Αναλυτικότερα, τα άτομα που εμπλέκονται ως θύτες σε μια αξιόποινη δραστηριότητα όπως η κακοποίηση ζώων, συνήθως, διακατέχονται από διαστροφικά πάθη και λειτουργούν υπό το πρίσμα μη ισορροπημένης προσωπικότητας και διαταραγμένης ψυχικής υγείας.
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιοι οι ενεργούντες κατ’ αυτόν τον νοσηρό και εγκληματικό τρόπο φιγουράρουν (με καλυμμένα ή μη τα χαρακτηριστικά τους) σε βιντεοσκοπημένες σκηνές βασανιστηρίων, κυρίως, σκύλων… θέλοντας, έτσι, να αναδείξουν (ως διασκέδαση) το χρονικό της πράξης τους και να ικανοποιήσουν, περισσότερο, τα άγρια ένστικτα τους.
Ακόμα, με την επίδειξη δύναμης και εξουσίας σε όντα με μειωμένες αντιστάσεις επιδιώκουν, υποσυνείδητα, να καλύψουν τις πολυποίκιλες ανασφάλειες και αδυναμίες τους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι, αυτομάτως, γίνονται ρυθμιστές του «παιχνιδιού» και άρα υπολογίσιμοι και ισχυροί.
Επί τούτου, η εκδήλωση κακοποίησης ζώων εμφανίζει υψηλή συνάφεια με την κακοποίηση ανθρώπινων μονάδων (παιδιών, γυναικών) όχι τόσο, βέβαια, στη σημειολογία της πράξης αλλά, περισσότερο, ως προς τη ψυχοσύνθεση και το προφίλ του δράστη.
Συχνά, τα ζώα που πέφτουν θύματα σκληρής κακοποίησης ανήκουν στην κατηγορία των αδέσποτων και επιδέχονται αυτή την αρνητική μεταχείριση με την πρόφαση και το συγκεκαλυμμένο επιχείρημα ότι αποτελούν σημαντικό κίνδυνο και απειλή για την ιδιωτική ζωή ή τη δημόσια υγεία.
Έτσι, κρίνεται αναγκαίο να υπάρξει σχεδιασμός ανάσχεσης αυτού του δυσάρεστου φαινομένου και να τεθούν, με υπευθυνότητα, οι προϋποθέσεις για ουσιαστικότερη και καταλληλότερη σύνδεση του ανθρώπου με τα ζώα.
Ειδικώς, απαιτούνται δεδομένα όπως: εκμάθηση των παιδιών για τη φυσική συνύπαρξη ανθρώπων – ζώων αλλά και των ευεργετικών στοιχείων της συσχέτισης με τα ζώα (φύλαξη, συντροφιά, υγιή ανάπτυξη προσωπικότητας), δημιουργία νέων μονάδων φιλοξενίας και φροντίδας ζώων και προώθηση συνθηκών υιοθέτησης, οργανωμένο εθελοντικό δίκτυο εντοπισμού και υποστήριξης απροστάτευτων και τραυματισμένων ζώων. Στο πεδίο της δικαιοσύνης έχουν γίνει, σημαντικά, βήματα σε ό,τι αφορά τις συγκεκριμένες υποθέσεις και επί των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας.
Κλείνοντας, όταν ο άνθρωπος επιτίθεται σ’ένα ζώο χωρίς να συντρέχουν, άμεσοι, λόγοι ατομικής υπεράσπισης ή επιβίωσης τότε δεν νοείται δυνατόν κάποιοι με, περίσσια, ευκολία και άνεση να ακολουθούν την εκλογίκευση τέτοιων καταστάσεων. Αντιθέτως, όταν ο άνθρωπος σκοτώνει «το φίλο του», θα πρέπει να δηλωθεί σε όλους τους τόνους ότι η απειλή που προφασίζεται για να διαπράξει (και να δικαιολογήσει) το έγκλημα του δεν αντιστοιχεί, εν τοις πράγμασι, στα ζώα αλλά σ’αυτόν τον ίδιο και τον άφρονα εαυτό του.
*O Γιώργος Σαριδάκης είναι κοινωνικός λειτουργός