Η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στην επέτειο εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1985.
Ο 27χρονος τότε αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας πυροβόλησε τον 15χρονο μαθητή Μιχάλη Καλτεζά στο πίσω μέρος του κεφαλιού από απόσταση είκοσι μέτρων, καθώς ο νεαρός έτρεχε μαζί με άλλους διαδηλωτές προς την πλατεία Εξαρχείων.
Η πορεία ξεκίνησε και τελείωσε ομαλά χωρίς κανένα επεισόδιο αφού η περιφρούρησή της από τους διοργανωτές ήταν επιτυχής. Μετά το τέλος της πορείας και ενώ οι διαδηλωτές διαλύονταν σε κάποια ψησταριά των Εξαρχείων σταματά για φαγητό μια ομάδα ΜΑΤ. Από το σημείο περνά μια παρέα αναρχικών που ειρωνεύτηκαν τους αστυνομικούς, ενώ την ίδια στιγμή κατέφθαναν συνάδελφοι των τελευταίων οι οποίοι περίμεναν σε σταθμευμένη κλούβα των ΜΑΤ. Εν τω μεταξύ πολλαπλασιάζονταν και οι αναρχικοί και άρχισαν να καταδιώκουν τους αστυνομικούς, με τα επεισόδια να εξαπλώνονται στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή, ομάδα διαδηλωτών συμπεριλαμβανομένου του Καλτεζά, έβαλαν φωτιά με βόμβες μολότοφ στην κλούβα των ΜΑΤ στην οποία ήταν μέσα και ο Μελίστας. Μετά από αυτή την πράξη και ενώ οι διαδηλωτές αποχωρούσαν τρέχοντας προς την Πλατεία Εξαρχείων, στη διασταύρωση των οδών Στουρνάρη και Μπόταση, ο Μελίστας πυροβόλησε και σκότωσε από πίσω τον Καλτεζά. Ασθενοφόρο μετέφερε το θύμα στον Ευαγγελισμό όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Αμέσως μετά τον θάνατο του Καλτεζά καταλήφηκε από αναρχικούς σε ένδειξη διαμαρτυρίας το παλιό Χημείο στη Σόλωνος και το Πολυτεχνείο. Το πρωί της 18ης Νοεμβρίου δόθηκε η άδεια από την Επιτροπή Πανεπιστημιακού Ασύλου, με πρόεδρο τον πρύτανη Μιχάλη Σταθόπουλο, να μπει η Αστυνομία στο Χημείο. Η εισβολή έγινε με χρήση δακρυγόνων, για πρώτη φορά μετά το 1976,και οι αστυνομικοί συνέλαβαν 37 άτομα τα οποία ξυλοκόπησαν, ενώ λίγοι κατάφεραν να διαφύγουν και να φτάσουν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου μέσα από τους υπονόμους. Αυτή ήταν και η πρώτη άρση ασύλου από την επίσημη θεσμοποίησή του το 1982. Τα επεισόδια στην Αθήνα συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες.
Ύστερα από τα γεγονότα υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους για λόγους ευθιξίας ο υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης Μένιος Κουτσόγιωργας και ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης Θανάσης Τσούρας, τις οποίες ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου δεν έκανε δεκτές. Με απόφαση του Τσούρα απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας Γεώργιος Ρωμοσιός, ο κλαδάρχης Ασφάλειας Τάξης Μανώλης Μποσινάκης και ο γενικός διευθυντής Αστυνομίας Αττικής Στέλιος Τζανάκης, προκειμένου να προχωρήσει η έρευνα σε βάθος. Στις 30 Νοεμβρίου, μετά από εισήγηση του Θανάση Τσούρα, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να επανέλθουν στις θέσεις τους οι Ρωμοσιός και Μποσινάκης με το αιτιολογικό πως δεν έφεραν καμία ευθύνη. Τον Στέλιο Τζανάκη στα καθήκοντα του Αττικάρχη αντικατέστησε ο αστυνομικός διευθυντής Νίκων Αρκουδέας.
Στις 26 Νοεμβρίου του 1985 η 17 Νοέμβρη, σε αντίποινα για τη δολοφονία του Καλτεζά, επιτέθηκε με βόμβα σε κλούβα των ΜΑΤ κοντά στο Ξενοδοχείο Κάραβελ, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο αρχιφύλακας Νίκος Γεωργακόπουλος και να τραυματιστούν δεκατέσσερις συνάδελφοί του.
O Μελίστας καταδικάστηκε πρωτόδικα σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση με αναστολή και σε δεύτερο βαθμό αθωώθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1990 από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο με ψήφους 6-1. Από τους δικαστές που τον έκριναν αθώο, πέντε υποστήριξαν πως επρόκειτο για ανθρωποκτονία από πρόθεση εν βρασμώ ψυχικής ορμής σε κατάσταση άμυνας (τρεις υποστήριξαν πως έγινε υπέρβαση των ορίων της άμυνας λόγω φόβου, ταραχής και πανικού) και ένας πως επρόκειτο για ανθρωποκτονία ενσυνείδητης αμέλειας καθ’ υπέρβαση των ορίων άμυνας λόγω φόβου και ταραχής. Συνήγορος υπεράσπισης ήταν ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος ενώ στην πολιτική αγωγή συμμετείχαν ο Φώτης Κουβέλης και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. Η αθώωσή του προκάλεσε νέα σοβαρά επεισόδια με κατάληψη του Πολυτεχνείου από δυνάμεις της Αριστεράς και αναρχικούς.
Τα γεγονότα γύρω από τη δολοφονία Καλτεζά είχαν σαν συνέπεια να τερματίσει το κλίμα συναίνεσης μεταξύ αστυνομίας και πολιτικά ανήσυχων πολιτών όπως αυτό επικρατούσε στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Κατέρρευσε ο μύθος της αστυνομίας που βρίσκεται στην υπηρεσία του πολίτη, αλλά και η εντύπωση πως δεν είναι στην αρμοδιότητά της η καταστολή των πολιτικών και κοινωνικών εκδηλώσεων.