Σε γενικότητες και αόριστες καταδίκες του ρατσισμού και της ρατσιστικής βίας, αλλά χωρίς απαντήσεις και χωρίς την παραμικρή διάθεση για πρωτοβουλίες πάταξής της στα σώματα ασφαλείας εμφανίστηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απέναντι στα ερωτήματα του documentonews.gr, αναφορικά με τον θάνατο του 17χρονου Ρομά Χρήστου Μιχαλόπουλου,από πυρά αστυνομικού της ΟΠΚΕ στη Θήβα.
«Όταν υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά, όπως οπουδήποτε, σε οποιονδήποτε επιμέρους κλάδο, οποιοδήποτε επιμέρους Σώμα Ασφαλείας, προφανώς πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα σοβαρότητα, με βάση το τι προβλέπεται, με τις κυρώσεις που προβλέπονται, προφανώς και ν’ απομονώνονται» φρόντισε να υπογραμμίσει, μεταξύ άλλων, ο Παύλος Μαρινάκης στην απάντησή του στο ερώτημα που του έθεσε το documentonews.gr για τον θάνατο του 17χρονου Ρομά στο Λεοντάρι Βοιωτίας, που έχασε τη ζωή του από όπλο αστυνομικού της ΟΠΚΕ.
Η εκδοχή που έχει δώσει η ΕΛΑΣ είναι πως ο νεαρός «προσπάθησε να αποσπάσει το όπλο αστυνομικού, που εκπυρσοκρότησε», όμως οι συγγενείς του 17χρονου αναφέρουν πως εκείνος δεν έφερε καμία αντίσταση, κάνουν λόγο για δολοφονία, ενώ καταγγελίες διαψεύδουν τις αρχικές διαρροές της ΕΛΑΣ.
«Κύριε Εκπρόσωπε, τι έχει συμβεί στην περίπτωση του θανάτου τού Ρομά το Σαββατοκύριακο; Είναι ένα επεισόδιο ακόμα που προβληματίζει παρόμοιο με άλλα προηγούμενα; Αν μπορείτε να μας δώσετε μία εικόνα τι συμβαίνει και τι συμβαίνει και Υπηρεσιακά, αν γίνονται κάποιες έρευνες και επίσης, είστε έτοιμοι να προχωρήσετε σε αυτό που ζητούν οργανώσεις και πολίτες και κινήματα, δηλαδή μ’ έναν τρόπο να μπει ένα όριο, τουλάχιστον στις όποιες υπόνοιες ρατσιστικής βίας από μέρος των Σωμάτων Ασφαλείας;» ζητήσαμε από τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις για το θανατηφόρο περιστατικό.
«Κατ’ αρχάς, από την πρώτη στιγμή ο αρμόδιος υπουργός, ο κύριος Οικονόμου, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, εξέφρασε τα ειλικρινή του συλλυπητήρια στην οικογένεια του θύματος, δεν μπορώ αυτήν τη στιγμή να προβώ σε κάποιον σχολιασμό, γιατί είναι μία εν εξελίξει υπό διερεύνηση υπόθεση από τη Δικαιοσύνη. Προφανώς, λοιπόν, γίνονται οι απαραίτητες ενέργειες από τη Δικαιοσύνη, για να φανεί τι συνέβη στην πραγματικότητα, για ν’ ακουστούν όλες οι πλευρές και τι τελικά συνέβη, για να υπάρχει αυτή η κατάληξη, υπάρχουν εκατέρωθεν ισχυρισμοί, δεν μπορούμε εμείς να πάρουμε αυτήν τη στιγμή θέση, ούτε θα έπρεπε να πάρουμε και ειδικά πολύ περισσότερο, όταν η υπόθεση είναι εν εξελίξει» ανέφερε εισαγωγικά, επιχειρώντας να πάρει αποστάσεις από το περιστατικό, επιδιδόμενος έπειτα σε μία γενικόλογη καταδίκη του… ρατσισμού.
«Νομίζω ότι όχι μόνο στην οποιαδήποτε διαδικασία των οργάνων του Κράτους, αλλά γενικά είναι καθήκον όλων να μην υπάρχει οποιοδήποτε ψήγμα ρατσισμού. Ο ρατσισμός είναι ένα από τα πιο ποταπά κίνητρα και συναισθήματα και πολλώ δε μάλλον, όταν κάποιος ασκεί ένα τόσο σημαντικό λειτούργημα, να προστατέψει δηλαδή όλους τους υπόλοιπους πολίτες από την οποιαδήποτε τέλεση παράνομων πράξεων, προφανώς δεν πρέπει να αφορμάται από τέτοια κίνητρα ή να διαχωρίζει τον ερευνώμενο ή τον οποιονδήποτε πολίτη με βάση την καταγωγή του ή οτιδήποτε άλλο, δεν το συζητάμε αυτό» ανέφερε, ενώ στη συνέχεια, απέκρουσε το ερώτημα που αναφέρεται στο αίτημα τόσο των Ρομά, όσο και πλήθους πολιτών και οργανώσεων για πρωτοβουλίες στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας.
«Γίνονται συνεχείς τέτοιες ενημερώσεις και στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των αστυνομικών, δεν θεωρώ και αποδεδειγμένα, το πιστεύω βαθιά αυτό, ότι τέτοιες συμπεριφορές ―και δεν αναφέρομαι στη συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί ακόμα δεν έχουμε κάποιο πόρισμα να δούμε τι ακριβώς συνέβη― αλλά, νομίζω, η συντριπτική πλειοψηφία των αστυνομικών, των γυναικών και των ανδρών της Ελληνικής Αστυνομίας και συνολικά των Σωμάτων Ασφαλείας, δεν έχουν επιδείξει τέτοια συμπεριφορά, δεν έχουν τέτοια κίνητρα, ίσα ίσα αντιμετωπίζουν με σεβασμό τους πολίτες» υπογράμμισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, κάνοντας στη συνέχεια για «μεμονωμένα περιστατικά», πριν καταλήξει σε μία ακόμα αόριστη καταδίκη τέτοιων συμπεριφορών.
«Όταν υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά, όπως οπουδήποτε, σε οποιονδήποτε επιμέρους κλάδο, οποιοδήποτε επιμέρους Σώμα Ασφαλείας, προφανώς πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα σοβαρότητα, με βάση το τι προβλέπεται, με τις κυρώσεις που προβλέπονται, προφανώς και ν’ απομονώνονται. Δεν έχουν κανένα χώρο ούτε στην Αστυνομία, ούτε οπουδήποτε, αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάποια γενίκευση, πρέπει να πέφτουμε επάνω, όταν υπάρχει κάτι τέτοιο και αυτοί οι οποίοι οφείλουν να το ερευνήσουν, να το ερευνούν και να προχωρούν γρήγορα τις διαδικασίες αυτές, για να έχουμε, εφόσον αποδειχθεί κάτι τέτοιο, και τις προβλεπόμενες κυρώσεις» συμπλήρωσε ο Π. Μαρινάκης, δίχως ωστόσο να επαναλάβει τις διαρροές της αστυνομίας περί «εκπυρσοκρότησης», γεγονός που έχει τη σημασία του.
Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: «Η θανάσιμη συνήθεια των υπηρεσιακών όπλων να εκπυρσοκροτούν»
«Ο θάνατος ενός ατόμου από αστυνομικά πυρά– έχει αρχίσει να κανονικοποιείται και να παίρνει τη μορφή μιας μακάβριας ετήσιας ή και εξαμηνιαίας ρουτίνας της ΕΛΑΣ και μιας ακόμη «δυσάρεστης» είδησης που προβάλλεται στις οθόνες μας». Τα παραπάνω τονίζει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σε ανακοίνωσή της εκφράζοντας τον έντονο προβληματισμό της μετά και τον θάνατο του 17χρονου Χρήστου Μιχαλόπουλου.
Η ΕλΕΔΑ υπενθυμίζει ότι «μετά τον 18χρονο Νίκο Σαμπάνη τον Οκτώβριο του 2021, μετά τον 16χρονο Κώστα Φραγκούλη στις 5 Δεκεμβρίου του 2022, μετά τον 20χρονο Σύρο πρόσφυγα το φετινό καλοκαίρι στις 8 Ιουλίου του 2023, ένας ακόμη 17χρονος, ο Χρήστος Μιχαλόπουλος, Ρομ και αυτή τη φορά, έπεσε νεκρός από σφαίρα αστυνομικού το βράδυ του Σαββάτου, 11 Νοεμβρίου 2023».
Και συμπληρώνει δηκτικά στην ανακοίνωσή της πως «το σκηνικό είναι πλέον γνωστό: ο ανήλικος δεν σταμάτησε στον έλεγχο, έγινε καταδίωξη, το θύμα «απείλησε τον αστυνομικό» και το όπλο «εκπυρσοκρότησε» κάτω από «αδιευκρίνιστες συνθήκες» και – φυσικά – «διενεργείται ΕΔΕ».
«Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκφράζει τον βαθύ αποτροπιασμό της για την κανονικοποίηση της παράνομης αστυνομικής βίας (θανατηφόρας ή μη) η οποία συχνά ενσωματώνει τα πιο άρρωστα ρατσιστικά αντανακλαστικά της κοινωνίας» προσθέτει η Ένωση.
Υπογραμμίζει παράλληλα πως «η σωρεία των περιστατικών, η συγκεκριμένη τυπολογία που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται (παρόμοιες περιστάσεις, συγκεκριμένο προφίλ θυμάτων και θυτών, κοινή επικοινωνιακή διαχείριση από την ΕΛΑΣ και τελικά ατιμωρησία ή αναντίστοιχες με το αδίκημα και τις περιστάσεις του ποινές) για ακόμη μια φορά επιβεβαιώνει, πως δεν έχουμε να κάνουμε με «μεμονωμένα περιστατικά», αλλά με ένα συστημικό και συστηματικό φαινόμενο ανεξέλεγκτης χρήσης βίας από τους αστυνομικούς των δυνάμεων ασφαλείας της ΕΛΑΣ».
Τέλος, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καλεί «να γίνει επιτέλους κατανοητό, τόσο από την πολιτική, όσο και από τη φυσική ηγεσία της ΕΛΑΣ, αλλά και (κυρίως ίσως) από τη Δικαιοσύνη, ότι ο ρόλος της αστυνομίας είναι να προστατεύει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα όσων διαμένουν στη χώρα, όπως για παράδειγμα το αυτονόητο δικαίωμά τους στη ζωή, και όχι να τα απειλεί ή να τα παραβιάζει. Κι αυτό, τελικά, είναι ζήτημα Δημοκρατίας».