Του Δημήτρη Χρήστου
Στην κριτική που ασκείται από όλες τις πλευρές εντός του ΣΥΡΙΖΑ, και, διάολε, είναι πολλές, ομολογούνται με καθυστέρηση οι μεγάλες διαχρονικά οργανωτικές αδυναμίες του κόμματος. Περιορισμένη γείωση με τις τοπικές κοινωνίες, τα συνδικάτα και τους εργαζόμενους, με τη νεολαία, τους επιστημονικούς επαγγελματικούς και καλλιτεχνικούς φορείς, με όλα τέλος πάντων. Και γι’ αυτά ο μόνος (!) που έκανε αυτοκριτική και ανέλαβε τις ευθύνες του ήταν ο Αλέξης Τσίπρας. Αλήθεια, ποια στελέχη πήραν πρωτοβουλίες, υπέβαλαν προτάσεις, ζήτησαν και ανέλαβαν συγκεκριμένα καθήκοντα για να διορθώσουν αυτές τις αδυναμίες; Τι ακριβώς έκαναν, πότε μίλησαν και γιατί απέτυχαν; Από το 2019 και ως τη μεγάλη ήττα του 2023 τους εμπόδισε ο Τσίπρας να ασχοληθούν με όλα αυτά; Δεν νομίζω. Απλώς είχαν την ελπίδα πως μπορεί να βρεθούν πάλι σε τροχιά εξουσίας και άραξαν. Για αυτοκριτική ούτε λόγος! Και όταν πιστοποιήθηκε ο εκτροχιασμός, θεώρησαν πως η συνέχεια στην κομματική εξουσία θα ήταν δική τους με δίκαιη μοιρασιά. Πού να φαντάζονταν πως ο νεοφερμένος θα έκανε τη μεγάλη έκπληξη; Μια επιλογή που ήταν και αποδοκιμασία στο παλαιό κομματικό κατεστημένο.
Και μετά την ευρεία επικράτηση Κασσελάκη αποκαλύφθηκαν χαρακτήρες και προθέσεις. Συμπεριφορές που ουδεμία σχέση έχουν με την «υπερηφάνεια της Αριστεράς», όπως και αν την εννοεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Ύβρεις, προσβολές, συκοφαντίες, καρφώματα, όλα μέσω των συστημικών καναλιών! Προσωπικές διαφορές ντύθηκαν με ιδεολογικό μανδύα! Άρνηση της βασικής αρχής κάθε δημοκρατικού οργανισμού, όπως είναι η αποδοχή της πλειοψηφίας. Και μετά τις παραπομπές στην Επιτροπή Δεοντολογίας ο Ευ. Τσακαλώτος δεν δίστασε να δηλώσει πως δεν γίνεται διάλογος και ενότητα με διαγραφές, χωρίς να σχολιάσει καθόλου (!) τις ύβρεις προς τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο. Θεωρήθηκαν ελευθερία του λόγου και μάλιστα εκτός οργάνων. Τι είδους υπερηφάνεια μπορεί να έχει μια τέτοια Αριστερά;
ADVERTISING
Στην πρώτη μεγάλη διάσπαση, με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, υπήρχαν δύο ουσιαστικά μεγάλες συνιστώσες. Έφυγε το Αριστερό Ρεύμα (και οι μικρές αριστερίστικες ομάδες) υπό τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Και μετά, μην χαθεί χρόνος (!), ξεφύτρωσε μια νέα μεγάλη «τάση», που αρχικά ονομαζόταν «53» και διευρύνθηκε με το όνομα Ομπρέλα με δομή κόμματος μέσα στο κόμμα. Πριν ήταν και αυτοί «προεδρικοί». Και συνεχίστηκε το ίδιο βιολί. Τα κομματικά καθήκοντα και υποχρεώσεις υποτάχθηκαν στα συμφέροντα των «τάσεων». Η γείωση του κόμματος με την κοινωνία ουσιαστικά δεν αφορούσε κανέναν. Η αξιοκρατία πήγε περίπατο. Το κύριο μέλημα ήταν η διεύρυνση της επιρροής της «τάσης» με κάθε τρόπο και μέσο. Η υποδοχή νέων μελών περιορίστηκε σε ρόλο ακροατηρίου, ώστε να μην διαταραχθούν οι αναλογίες και ανατραπούν οι συσχετισμοί. Και τώρα η μειοψηφία ετοιμάζεται για νέο κόμμα που θα κάνει την Αριστερά υπερήφανη, ακόμα και αν δεν καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή, λες και δεν υπάρχουν άλλες «υπερήφανες» αριστερές δυνάμεις εκτός Κοινοβουλίου. Η πραγματική τους νίκη και δικαίωση ίσως δεν θα είναι τόσο η δική τους απήχηση στην κοινωνία, όσο η επιπλέον ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο περιορισμός των αριστερών δυνάμεων στην Ευρώπη και οι αιτίες που συμβαίνει αυτό περνούν απαρατήρητα! Θα διαβιώσουν υπερήφανοι στην ασφάλεια του «ενυδρείου,» από όπου, χωρίς φόβο και κόστος, αλλά με πάθος, θα κάνουν με τα κρεμμυδάκια τον καπιταλισμό και την «κοινοβουλευτική δικτατορία» του Μητσοτάκη.
Ζούμε το τέλος του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ ως συνομοσπονδίας ομάδων και τάσεων. Υπάρχουν, όμως, και αισιόδοξα μηνύματα. Το πρώτο βήμα για την ανανέωση του ΣΥΡΙΖΑ, κατά τον Κασσελάκη, είναι να σχηματιστούν μικρές ομάδες εμπειρογνωμόνων ανά θεματική, οι οποίες θα συνεργάζονται με το κόμμα, και το έργο αυτό ανέλαβε η Διάνα Βουτυράκου. Η ανταπόκριση μέχρι σήμερα ήταν εντυπωσιακή. Πάνω από 3.000 άτομα από Ελλάδα και εξωτερικό εκδήλωσαν το ενδιαφέρον να συνδράμουν, στέλνοντας τα βιογραφικά τους. Μεταξύ αυτών, στελέχη από τη NASA, το MIT, το London School of Economics και από τις κορυφαίες φίρμες των νέων τεχνολογιών. Και όπως σημείωσε σε πρόσφατη ανάρτησή του ο Αντώνης Λιάκος, «Η Αριστερά πρέπει να ανακαλύψει νέους τρόπους για να συνδεθεί και να συμβαδίσει με τα κοινωνικά ρεύματα που παράγουν λύσεις».
Πηγή: Αυγή