Το επικαιρο ποίημά του για την Παλαιστίνη μας έστειλε ο Μανόλης Γιακουμάκης, ευχόμενος κάποτε να μην χρειάζονται τέτοια ποιήματα…
Το όνειρο ενός Παλαιστίνιου
Τούτο το ξεκολλημένο χεράκι που κρατώ, είναι το
χέρι του παιδιού μου
αυτοί οι πήλινοι βόλοι που συγκρούονται μέσα στην
τσέπη μου στης εξορίας τον δρόμο, είναι τα μάτια του
αυτή η πεθαμένη λάμψη στα δικά μου τα μάτια,
είναι η αντανάκλαση από τις λάμψεις των βομβών,
που πέφτουν πάνω στα σπίτια μας.
Είδα τ’ άντερα του πατέρα μου να σέρνουν τα σκυλιά
τη μάνα μου να την πνίγει το μαντίλι της σαν φίδι
τα στήθη της γυναίκας μου να τρέμουν σαν τα ψάρια στη στεριά
άκουσα κραυγές να σβήνουν στα ερείπια.
Οι φλέβες μας στέγνωσαν πια.
Πίνουμε τα πολυκαιρισμένα μας κάτουρα,
γεμάτα βδέλλες, καταβροχθίζουν τα σπλάχνα μας,
όπως ακριβώς κι ο εχθρός μας με του βδελυρούς του συμμάχους,
με τα μεταλλικά τους πουλιά να στριφογυρίζουν στον πανάρχαιο ουρανό μας
κι όταν μας ανοίγουν την καρδιά τους, πέφτει η ψυχή
τους, με τη μορφή του θανάτου απάνω μας
εδώ ήταν κάποτε ένα νοσοκομείο, εκεί μια γέφυρα,
πιο πέρα ένα σχολείο.
Η πίστη μας χάθηκε κι αυτή μες στους μακρόστενους τάφους.
Ω ποντικάκια της ερήμου, δώστε μας λίγη απ’ την τροφή σας
δώστε μας το δάκρυ σας να σβήσουμε τη δίψα μας
και λίγο απ’ το κουράγιο σας ν’ αντέξουμε τον πόνο
που διαλύει τις ζωές μας.
Φυλακές ποτισμένες με μελάνι και αίμα
τρύπιο μπαλόνι το δέρμα μας
μα η ψυχή μας ασιδέρωτη μένει ακόμα
κι οι αγκώνες μας, πυλώνες σταθεροί του μέλλοντός μας.
Ακόμη κι αν μας πάρουν όλη τη γη μας,
την ανθρώπινη φύση μας, δεν μπορούν να μας την πάρουν
τις γλυκές παραμυθίες στα πεζούλια των αυλών κάτ’ από τ’ άστρα
τη φλόγα των βλεμμάτων μας που έλειωνε
την κρούστα της αγάπης μας
στις αυλακιές του κόρφου
και έτρεμε τ’ αφάλι μας στου πόθου την ορμή.
Κάθε που συλλογίζομαι τις όμορφες στιγμές,
το αίμα των σκοτωμένων μου προγόνων συσκοτίζει τα φρένα μου,
στάζοντας πάνω στον τσίγκο της φυλής μου,
νύχτες και νύχτες, ώρες ατέλειωτες· ο ύπνος μας,
όμοιος με τον ύπνο του λαγού, κάτω από τη φτέρη που αναδεύει ο άνεμος,
το βρόμικο χνώτο του σκύλου και η μπότα τ’ αφέντη·
με διακατέχει μονίμως η αίσθηση, πως για όλα είναι πλέον αργά
ακούω τα βήματα αυτών που ξέρουν να σταυρώνουν,
έρχονται, στα χέρια τους κρατώντας τις γραφές,
που ξεκολλήσαν ξαφνικά από αόρατους καθρέφτες,
ανάποδα γράμματα, σαν αδίστακτες σκιές σιδηροδρόμων,
(περνούν λοιπόν σαν σκιές, ―διαβάζουμε:
Ο Λύσανδρος καραδοκώντας στα στενά
πάντα με δόλο, κατώτερος και το ʼξερε
αεροπλανοφόρα, ο Κανάρης, ο Κριτίας
κυβερνήσεις υποπόδια του μεγάλου κεφαλαίου η νάκμπα,
η καλντέρα, η νάκμπα ξανά συγκεχυμένες έννοιες, συγκεχυμένοι λαοί)
καθώς θροΐζουν τα φύλλα της μνήμης,
αγωνία τα χέρια μου δεμένα με φίδια·
θα προλάβω να βγω από τ’ όνειρο, πριν τη σελήνη;
Ουρανοστάλαχτη αγάπη, ηλιοστάλαχτη…
Δεῖν ἐξιέναι.