Οκτώβριος 1926: Ο Καζαντζάκης ονειρεύεται και διακηρύττει την καταστροφή του δυτικού αστικού πολιτισμού!

Μια πολιτικό-φιλοσοφική πραγματεία του Καζαντζάκη, εξτρεμιστική «διακήρυξη καταστροφής» του αστικού κράτους, που δημοσίευσε τον Οκτώβριο του 1926, με τον τίτλο «Η νέα Πομπηία». Ο «ξαφνικός θάνατος» της Πομπηίας των κατοίκων που ευδαιμονούσαν, και γι αυτό ήταν ανυποψίαστοι και υποτιμούσαν το ενδεχόμενο μιας καταστροφής, στις 24 Αυγούστου του έτους 79 μ.Χ., εμπνέει τον Καζαντζάκη, που οραματίζεται μια ανάλογη, αιφνίδια καταστροφή για τον δυτικό αστικό πολιτισμό. Η «Νέα Πομπηία» θα δημοσιευτεί τον Οκτώβριο του 1926 στην «Αναγέννηση» του μεγάλου παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού, και η «Ασκητική» θα δημοσιευτεί σε μια πρώτη της μορφή μερικούς μήνες αργότερα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1927 σε συνέχειες επίσης στην «Αναγέννηση». Άρα όταν γράφει την «Πομπηία» έχει και κατασταλαγμένες σκέψεις της «Ασκητικής» που μπορεί να καταθέσει

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη

andrikakisalekos@gmail.com


Θα μπορούσε να θεωρηθεί-με δεδομένες τις συνθήκες της εποχής- ένα κείμενο που θα προσδιόριζε το συντάκτη του ως έναν τρομοκράτη! Μια απειλή για το αστικό σύστημα. Βρισκόμαστε στα 1926 κι ο Νίκος Καζαντζάκης, που περνά τη φιλοκομμουνιστική του περίοδο, προκαλεί τον συντηρητικό πολιτικό και πνευματικό κόσμο δημοσιεύοντας μια πολιτικό-φιλοσοφική μελέτη με τον τίτλο «Η νέα Πομπηία», στην οποία διακηρύττει ότι θα χαιρόταν πολύ να έβλεπε την καταστροφή του αστικού συστήματος και της κυριαρχούσας (και αμέριμνης στην ευδαιμονία της) αστικής τάξης, να συντρίβεται, όπως ακριβώς έγινε η συντριβή της ιταλικής πόλης από την έκρηξη του Βεζούβιου, στις 24 Αυγούστου του 79 μ.Χ. Ο «ξαφνικός θάνατος» του δυτικού πολιτισμού, που μετέτρεψε τον άνθρωπο σε γρανάζι του, ήταν το δικό του όραμα. 

Ένα κείμενο ασφαλώς προκλητικό για την ωμότητα με την οποία ο κορυφαίος διανοητής και συγγραφέας διατυπώνει τις σκέψεις του ενάντια στο υπάρχον πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, αλλά παράλληλα βαθειά ανθρωπιστικό – όπως όλο το έργο του- καθώς μέσα από την οραματική για εκείνον καταστροφή, θα σωθεί ο άνθρωπος – δεσμώτης του βιομηχανοποιημένου συστήματος του δυτικού πολιτισμού. 

Έχουμε να κάνουμε στην πραγματικότητα με μια κομμουνιστική διακήρυξη του Καζαντζάκη για την καταστροφή της δυτικής αστικής τάξης και του πολιτισμού της, και την απελευθέρωση των φτωχών κι αδικημένων απ’ τα δεσμά τους.

Μια «διακήρυξη καταστροφής του δυτικού πολιτισμού», όπως είχε συμβεί με την Πομπηία.

Όπως προαναφέραμε, είναι η φιλοκομμουνιστική περίοδός του. Δεν αισθάνεται ακριβώς κομμουνιστής, είναι όμως κοντά στις σοσιαλιστικές ιδέες, που έχει προσεγγίσει από το 1922, όταν βρίσκεται στο Βερολίνο και γνωρίζει την Εβραία σοσιαλίστρια Ραχήλ Λιπστάιν. Είναι τότε που με την πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια Αλεξίου ουσιαστικά έχει χάσει κάθε ουσιαστική επαφή, και ο χωρισμός θεωρείται δεδομένος. Με τη Ραχήλ θα συνδεθεί πολιτικά αλλά και ερωτικά. Θα τον επηρεάσει σημαντικά στις ιδεολογικές αναζητήσεις του εκείνη την εποχή. Ήδη τον συγκινεί και το πείραμα του Λένιν στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία. Όταν ο Καζαντζάκης θα βρίσκεται στο Βερολίνο θα αρχίσει και τη συγγραφή της «Ασκητικής», της κορυφαίας φιλοσοφικής πραγματείας του, ψήγματα από την οποία διακρίνουμε και στη μελέτη «Η νέα Πομπηία». Οι αναφορές που συναντούμε στο δοκίμιο το οποίο αναδημοσιεύουμε σήμερα στην ουσία είναι οι υπό επεξεργασία σκέψεις, τα «ιδεολογήματα» που σκάρωνε στο νου του και στο χαρτί για την «Ασκητική», από το 1922, όταν πρωτάρχισε το γράψιμό της ως ένα έργο καθαρά θεολογικό, όπως έγραφε από τη Βιέννη στις 9 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς στη Γαλάτεια, σύζυγό του ακόμη.

Η «Νέα Πομπηία» θα δημοσιευτεί τον Οκτώβριο του 1926 στην «Αναγέννηση» του μεγάλου παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού, και η «Ασκητική» θα δημοσιευτεί σε μια πρώτη της μορφή μερικούς μήνες αργότερα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1927 σε συνέχειες επίσης στην «Αναγέννηση». Άρα όταν γράφει την «Πομπηία» έχει και κατασταλαγμένες σκέψεις της «Ασκητικής» που μπορεί να καταθέσει.

Η Πομπηία, την οποία έχει επισκεφτεί δυό χρόνια νωρίτερα, εκφράζει εκείνη την εποχή έναν ισχυρό συμβολισμό για τον Καζαντζάκη. Η κατάρρευση μια ευημερούσας πολιτείας, που συντρίβεται και μαζί της χάνονται οι αλαζόνες και ευδαίμονες κάτοικοι, που υποτιμούν ακόμη και τον κίνδυνο του ηφαιστείου το οποίο είναι έτοιμο να σπείρει το θάνατο πάνω από τα κεφάλια τους. Έτσι φιλοδοξεί να δει να χάνεται κι ο δυτικός πολιτισμός, η κυρίαρχη αστική τάξη. Μέσα στη σιγουριά και την ευδαιμονία της.

Αργότερα, το 1933, θα ασχοληθεί και πάλι με την καταστροφή της Πομπηίας, διασκευάζοντας το έργο του Έντουαρντ Τζώρτζ Μπούλβερ – Λύττον (Edward George Bulwer-Lytton) «Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας», που κυκλοφόρησε το 1933 από τον εκδοτικό οίκο Ελευθερουδάκη.

Οραματιστής της καταστροφής!

Ο Καζαντζάκης εμφανίζεται ως ένας «εξτρεμιστής», ένας οραματιστής της απόλυτης καταστροφής του κόσμου της αδικίας, του δυτικού πολιτισμού της μηχανής και του κέρδους, που καταστρέφει τον ίδιο τον άνθρωπο, χρησιμοποιώντας τον ως ένα γρανάζι, το οποίο αντικαθίσταται όταν χαλάσει. Οραματίζεται τη συντέλεια αυτού του πολιτισμού, του δυτικού, μαζί με εκείνους που κερδίζουν και ευδαιμονούν απ’ αυτόν. Όπως έγινε στην Πομπηία. Και χαίρεται ακόμη περισσότερο γιατί αυτοί που κερδοσκοπούν από τα ανθρώπινα γρανάζια δεν αντιλαμβάνονται την καταστροφή που έρχεται και θα χαθούν ανυποψίαστοι και χορτασμένοι, πάνω στη διασκέδαση. Όπως είχε γίνει με τους κατοίκους της Πομπηίας, που έτρωγαν κι έπιναν, χωρίς να καταλαβαίνουν ή να σπουδαιολογούν την καταστροφή που ερχόταν. Ή επειδή νόμιζαν πως η ευδαιμονία τους θα τους έσωζε, θα ήταν πιο ισχυρή από την επερχόμενη συντέλεια.

Η Πομπηία – την οποία επισκέφτηκε το 1924 και επέστρεψε μάλλον χαρούμενος για την καταστροφή αυτού που εκπροσωπούσε σ’ έναν παρακμασμενο, κατά τον ίδιο πολιτισμό- είναι ένα σύμβολο για τον Καζαντζάκη. Είναι ο στόχος γι’αυτό που εκείνη την εποχή πιστεύει. Την ανατροπή του διεφθαρμένου και φθαρμένου ήδη αστικού καθεστώτος. Μην ξεχνάμε ότι αυτή είναι η «κομμουνιστική περίοδος» του διανοητή. Τον έχει συνεπάρει αυτό που συμβαίνει στη Σοβιετική Ρωσία. Στα τέλη του 1927, της επόμενης δηλαδή χρονιάς αυτής που γράφει την «καταστροφολογική» διακήρυξη, θα επισκεφτεί και θα περιδιαβεί τη νεαρή σοσιαλιστική δημοκρατία του Λένιν, όταν πλέον ο ίδιος ο ιδρυτής της θα έχει χαθεί και θα αρχίζει η κυριαρχία του Στάλιν. Θα την επισκεφτεί μαζί με τον, ακόμη, φίλο του κομμουνιστή – τότε κι αργότερα φιλοφασίστα- Ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, καλεσμένοι κι οι δύο της σοβιετικής κυβέρνησης, στο γιορτασμό των δεκάχρονων της Οκτωβριανής Επανάστασης. Επιστρέφοντας τον Γενάρη του 1928 θα μιλήσουν κι οι δυό τους για τα όσα θαυμαστά, όπως διέκριναν, συνέβαιναν εκεί. Κι αυτή η εκδήλωση, οργανωμένη από τον Φιλεκπαιδευτικό Όμιλο του πρωτοπόρου παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού, θα γίνει η αιτία να απελαθεί ο Ιστράτι και να διωχθούν ποινικά Καζαντζάκης και Γληνός, ως κομμουνιστές. Όπως στα 1924 που ο Καζαντζάκης συνελήφθη στο Ηράκλειο ως αρχικομμουνιστής.

Στην πραγματικότητα, όμως, ο Καζαντζάκης δοκίμασε, προσέγγισε, τον κομμουνισμό, αλλά ουδέποτε υπήρξε κομμουνιστής. Βαθειά ανθρωπιστής καθώς ήταν όμως, με απόλυτη συναίσθηση του ανθρώπινου χρέους και της ευθύνης, αλλά με απόλυτη απέχθεια και μίσος σε ό,τι προκαλούσε την αδικία, ειδικά στους αδύναμους και στους ανθρώπους του μόχθου, ήταν πολύ φυσικό να τον συγκινήσει και να τον συνεπάρει το πρωτοποριακό εγχείρημα του Λένιν και των μπολσεβίκων. Βέβαια αυτή η συγκίνηση δεν κράτησε για πολύ, καθώς στο ταξίδι του 1927 στη Σοβιετική Ρωσία εντόπισε στοιχεία στρέβλωσης σ’ αυτό που ο ίδιος οραματιζόταν και πίστευε. Στρέβλωση που αναφερόταν κυρίως στα οικονομικά μέσα παραγωγής και στην κομματική γραφειοκρατία, που άρχιζε να κυριαρχεί υπό τον Στάλιν.

Η εκδικητική μα και ανθρωπιστική ευχή της καταστροφής!

Στο κείμενό του «Η νέα Πομπηία», ο Καζαντζάκης για πρώτη φορά φαίνεται να χαίρεται, να ηδονίζεται για μια καταστροφή. Όχι γενική και αόριστη. Δεν κάνει καταστροφολογία. Δεν είναι μηδενιστικές απόψεις τούτες εδώ. Αναφέρεται στην κατάρρευση του παλιού κόσμου, του πολιτισμού που μετέτρεψε τον άνθρωπο σε τμήμα της μηχανής του, που ανέδειξε την αδικία σε κεντρικό στοιχείο της πολιτικής επιβίωσης του καπιταλισμού. Είναι παραδοξολογία, αλλά η ηδονή μπροστά σε μια καταστροφή που εύχεται, που οραματίζεται, είναι βαθειά ανθρώπινη, συνεπής προς όλη την πορεία του. Ακόμη κι αν εκφράζεται με τόσο αντιφατικό τρόπο. Ο Καζαντζάκης, δια της αναφοράς κάποιου άγνωστου μπροστά στα ερείπια της Πομπηίας, εκφράζει την επιθυμία του για την κατεδάφιση του δυτικού πολιτιστικού προτύπου, που ξέχασε τον άνθρωπο, που τον έχασε απ’ το επίκεντρο του ενδιαφέροντός του: «Έτσι να δώση ο Θεός να περπατήσω στο Παρίσι και στη Λόντρα και να μιλώ ρούσικα στους συντρόφους». Είναι τόσο σκληρή η ευχή, που κι ο ίδιος ανατριχιάζει. Είναι εκδικητική. Αλλά η εκδίκηση είναι εκ μέρους των αδικημένων. Γι αυτό είναι δικαιωμένη, ιερή. Η «εξτρεμιστική» αυτή αναφορά του μοιάζει να «πατάει» πάνω στις αντιλήψεις του σύγχρονού του, Γερμανού ιστορικού και φιλοσόφου Όσβαλντ Σπένγκλερ (Oswald Spengler, 1880 – 1936), ο οποίος από το 1919 είχε περιγράψει την πτώση του δυτικού πολιτισμού, που παραμέρισε τα πνευματικά, την πραγματική ουμανιστική πολιτιστική αντίληψη, ώστε να κυριαρχήσουν τα στοιχεία του τεχνικού πολιτισμού, του κέρδους και της αδικίας. Ο Γερμανός φιλόσοφος είχε «προφητέψει», στο περίφημο έργο του «Η παρακμή της δύσης», το τέλος του πολιτισμού της Δύσης, καθώς, όπως έγραψε, κανένας από τους πολιτισμούς της ιστορίας -τους οποίους προσδιόριζε σε οκτώ- δεν είναι αιώνιος, αλλά καθένας τους έχει ζωή διάρκειας περίπου χιλίων ετών. Ως σημάδια κατάρρευσης είχε εντοπίσει την επικρατούσα δύναμη του χρήματος, την κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την έλλειψη πρωτότυπων διανοουμένων και δημιουργών σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και της παιδείας.

«Ο τεχνικός πολιτισμός είναι το αδήριτο πεπρωμένο ενός πνευματικού πολιτισμού», συμπέραινε ο Σπένγκλερ. «Με το ξεκίνημα του τεχνικού πολιτισμού σβήνει τελικά το γνήσιο διακοσμητικό στοιχείο και κατά προέκταση η μεγάλη τέχνη γενικά».



Σαν Πομπηία, πριν την έκρηξη

Επτά χρόνια αργότερα ο Καζαντζάκης ερχόταν να διακηρύξει κάτι ανάλογο: «Όλη η Γης σήμερα μού φαίνεται μια Πομπηία, λίγη ώρα πριν από την έκρηξη», γράφει. «Τι χρησιμεύει μια τέτοια γης με τις άθλιες γυναίκες, με τους άπιστους άντρες, με τις φάμπρικες, με τις αρρώστειες; Γιατί να ζούνε όλοι τούτοι οι έξυπνοι έμποροι, γιατί να μεγαλώνουν όλα τούτα τα παιδιά και να καθήσουν κι αυτά στη θέση, που κάθουνταν οι γονέοι τους, στις ταβέρνες, στις φάμπρικες, στα πορνεία; Όλη τούτη η ύλη εμποδίζει το πνέμα να περάση. Ό,τι πνέμα είχε, το ξόδεψε δημιουργώντας ένα λαμπρό πολιτισμό-ιδέες, θρησκείες, ζωγραφιές, μουσική, πράξη. Τώρα ξεθύμανε. Ας έρθουν οι βάρβαροι να καθαρίσουν το σωρό τούτο, ν’ ανοίξουν καινούργια κοίτη στο πνέμα».

Η ηδονή με την οποία «βλέπει» την καταστροφή αυτού του κόσμου προκαλεί κατάπληξη όμως και στον ίδιο τον Καζαντζάκη. Η έκφρασή του, η χαρά του μπροστά στο όραμα που έχει περιδιαβαίνοντας τα ερείπια της Πομπηίας, τον τρομάζει. Το λέει ο ίδιος, περιγράφοντας τη διαπάλη του παλιού και του νέου κόσμου: «Μέσα στο στήθος μου ένοιωσα για πρώτη φορά ένα όρνιο σκληρό, αρπαχτικό, που πεινάει και δεν αγαπάει τους ανθρώπους. Είδα με καθαρό, χαρούμενο μάτι το σημείο του ανθρώπινου ξετυλιμού, όπου έλαχε να γεννηθώ, τη φοβερή τούτη κρίσιμη στιγμή, όπου ένας κόσμος σαπίζει κι είναι έτοιμος να πέση κι ένας άλλος κόσμος, σκοτεινός, άγριος, συντάζεται ν’ ανέβη».

Αυτή τη διαπάλη έχει περιγράψει ήδη από τον Φεβρουάριο του 1925, στην «Ομολογία πίστεως», στη γραπτή δηλαδή απολογία του ενώπιον της ανακριτικής αρχής του Ηρακλείου, όταν είχε συλληφθεί ως αρχηγός των κομμουνιστικών ομάδων της πόλης. Τότε ο λόγος του ήταν πιο «διαλλακτικός», αφού φυσικά απευθυνόταν στις αρχές. Ο Καζαντζάκης με την «Ομολογία πίστεως», η οποία συμπληρώθηκε σε σειρά κειμένων του στη «Νέα Εφημερίδα» του Ι. Μουρέλλου (τα είχαμε δημοσιεύσει στο πλαίσιο της στήλης, στις 4 Απριλίου 2011), ουσιαστικά διακήρυττε τότε τη νέα ιδεολογία του, αυτή στην οποία προσχώρησε την περίοδο της παραμονής του στο Βερολίνο, το 1922, σύμφωνα με την οποία ήταν νομοτέλεια να καταρρεύσει το παλιό αστικό καθεστώς, μαζί με την κυρίαρχη αστική τάξη. Τη θέση του στην κοινωνική κυριαρχία θα έπαιρνε η τάξη των εργαζομένων, όπως έγραφε, δηλαδή οι εργάτες, οι αγρότες και οι πνευματικοί παραγωγοί, όπως προσδιόριζε τη σύνθεσή της. Σημείωνε, μάλιστα, ότι αυτή η αναπόφευκτη αλλαγή των πραγμάτων αφορούσε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και φυσικά στα μικρά, όπως ανέφερε, πράγματα της Ελλάδας. Ουσιαστικά, δηλαδή, υιοθετούσε την αντίληψη του Λένιν, που υποστήριξε ότι μετά την επιβολή του σοσιαλισμού ανά κράτος, σ’ ολόκληρο τον πλανήτη θα επικρατήσει νομοτελειακά το νέο παγκόσμιο σύστημα, ο κομμουνισμός.

Τώρα μιλάει πλέον καθαρά για βίαιη ανατροπή του αστικού καθεστώτος. Για την καταστροφή του. Μια καταστροφή όμως γόνιμη, μέσα από την οποία θα έλθει το καινούργιο και το δίκαιο. Μάλιστα στην «Πομπηία» κάνει λόγο για πρώτη φορά και για την «προλετάρικη τάξη», η οποία βγαίνει από το σκοτάδι της και ανεβαίνει την ανηφόρα της κυριαρχίας και της δημιουργίας του νέου, του δικού της συστήματος και του πολιτισμού. Την ανηφόρα, το δύσκολο αυτό δρόμο, τον περιγράφει φυσικά και στην «Ασκητική». Χρέος έχει ο άνθρωπος να την ανέβει και να φτάσει στο στόχο.

Από την «Ομολογία πίστεως» του Ηρακλείου, τον Φλεβάρη του 1925, έχει διατυπώσει την άποψη ότι η ζωή έχει μια αρχή κι ένα τέλος στην αποστολή του καθενός. Κάποτε η αστική τάξη, γράφει στην «Πομπηία», όπως και στην προηγούμενη «Ομολογία», ήταν αυτή που επαναστάτησε και πήρε τη θέση της ως κυρίαρχης στον κόσμο. Τώρα έκλεισε ο κύκλος της, το χρέος της το έκανε, και θα γκρεμιστεί από τους νέους επαναστατημένους, τους προλετάριους, τους εργάτες.

Το σύγχρονο χρέος, το νέο χρέος της των δεδομένων της εποχής- γράφει ο Καζαντζάκης- είναι: «Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό, ενάντια στην αστική τάξη. Έκαμαν το χρέος τους, τώρα γινήκαν εμπόδια στο πνέμα». Κι επειδή η επανάσταση αυτή βλέπει ότι δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αν οι καταπιεσμένοι εργάτες, οι άνθρωποι – γρανάζια της μηχανής του σύγχρονου πολιτισμού που παραμέρισε το πνεύμα και τις ανθρώπινες ανάγκες για να προχωρήσει, ενωθούν, σπάζοντας τα σύνορα των χωρών. Η επανάσταση, η κατάρρευση ενάντια στην κυρίαρχη αστική τάξη, θα γίνει μόνο αν είναι παγκόσμια. Θα γίνει από μια νέα τάξη πιστών, τους Συντρόφους, όπως τους ονομάζει, ξεκαθαρίζοντας την φιλοκομμουνιστική τοποθέτησή του εκείνη την περίοδο. Αυτοί οι Συντρόφοι έχουν κοινές ελπίδες και κοινό μίσος. Και υποτάσσονται στο συλλογικό, βασική προϋπόθεση του οργανωμένου αγώνα. «Πειθαρχούν – σημειώνει- όπως όλοι όσοι πιστεύουν: η προσωπικότητά τους υποτάζεται στο σύνολο. Νοιώθουν, ετοιμάζονται για έφοδο».

Το χρέος και ο συνεχής αγώνας

Είναι χρέος ο συνεχής αγώνας, διακηρύττει ο διανοητής. Χρέος να ανέβει ο άνθρωπος την ανηφόρα, αφού οι μεγαλύτεροι άθλοι της ανθρωπότητας στη σκέψη, στην τέχνη και στην πράξη τελέστηκαν στο ορμητικό τούτο ανηφόρισμα του ανθρώπου. Χρέος ο αγώνας να απελευθερωθεί ο άνθρωπος.
Παράλληλα καλεί τις άλλες κοινωνικές ομάδες, τους διανοούμενους, τους αγρότες, στο δικό τους χρέος ∙ να συνεργαστούν μ’ αυτούς που ονομάζει Συντρόφους, αυτούς που έχουν ως χρέος τη δική τους εξέγερση. Τους προλετάριους. Για να σπάσουν τα γρανάζια της μηχανής του στρεβλού, δυτικού πολιτισμού. Για να κάνουν κι αυτοί το δικό τους κύκλο στην ανθρώπινη ιστορία. «Καμιά αηδία κι απογοήτευση από την συνεργασία μας με τους προλετάριους», συμβουλεύει και προτρέπει, απευθυνόμενους στις «σύμμαχες ομάδες». «Είναι σκοτεινοί, σκληροί, ακάθαρτοι, θέλουν να πάρουν την εξουσία για ν’ αδικήσουν και αυτοί, να γλεντήσουν σαν τους άλλους. Μα τι σημαίνει; Είναι τα σύγχρονα θεοφόρα μεταγωγικά. Θα ξελαγαρίση η βαρειά τούτη ύλη, θα γίνη πνέμα, θα δημιουργήση νέον πολιτισμό- πριχού ξαναγυρίση στο χτήνος».

«Σέβας με κυριεύει – γράφει αλλού ο Καζαντζάκης. Μέσα στις μάζες τούτες καθαρά ξεχωρίζω την κραυγή του Αόρατου, που ανεβαίνει. Αν ζούσα άλλους αιώνες, την κραυγή τούτη θα την ξεχώριζα μέσα στις μάζες των νοικοκυραίων, των βιομηχάνων, των εμπόρων, που ανέβαιναν τότε, και θα συμμαχούσα μαζί τους. Μια προσπάθεια αιώνια, ανώτερη από τον άνθρωπο πιάνεται από κορμιά, από γένη, από τάξεις ∙ τις δουλεύει, τις μετουσιώνει όσο μπορεί, κι ύστερα, όταν πια εξαντληθούν, τους αφήνει και πιάνεται από άλλο ακατέργαστο υλικό. Η δύναμη τούτη σπρώχνει το κάθε τι να υψωθή και να καρπίση κι ύστερα το συντρίβη σαν άχρηστο.

Αυτή την αιώνια προσπάθεια μέσα από διάφορες εποχές, από πλήθος εναλλαγές και πάθη, χρέος έχουμε να ακολουθούμε, να βοηθούμε, να συνεργαζόμαστε μαζί της. Σήμερα έχει αρπάξει τα πλήθη, που δουλεύουν και πεινούν- τα πλήθη αυτά σήμερα είναι το ακατέργαστο υλικό της».

Ακολουθεί το κείμενο.

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ – Η ΝΕΑ ΠΟΜΠΗΪΑ

Πρόπερσι, μιάν ανοιξιάτικη μέρα, ένοιωσα απροσδόκητη χαρά πλανώμενος στα ερείπια της Πομπηΐας: Ο ουρανός ήταν αλαφρά συνεφιασμένος, τ΄ανοιξιάτικα χόρτα είχαν σκεπάσει τα κατώφλια και τις αυλές, οι δρόμοι ήταν όπως μου αρέσουν έρημοι κι εγώ γύριζα ολομόναχος στην αδειανή πολιτεία, χτυπώντας το ραβδί μου στις πέτρες, σφυρίζοντας.

Τα σπίτια ήταν ανοιχτά, χωρίς πόρτες, χωρίς σκύλους, χωρίς νοικοκύρηδες. Εμπαινα, έβγαινα, ήμουνα ευτυχής. Οι ταβέρνες, οι ναοί, τα θέατρα, τα λουτρά, όλα έρημα. Στους τοίχους κρατούσαν ακόμα, μέσα σε ξέθωρες μπογιές, γυμνές χορεύτρες, ηλίθια ερωτόπουλα, πετεινοί και σκύλοι, θεοί κι αδιάντροπες χτηνοβασίες.

Κάποιος ήρθε πλάϊ μου και μου είπε ξαφνικά: “Ετσι να δώση ο Θεός να περπατήσω στο Παρίσι και στη Λόντρα και να μιλώ ρούσικα στους συντρόφους”.

Ανατρίχιασα και φοβερό προαίσθημα κυρίεψε την καρδιά μου.

Τα κελάρια της Πομπηΐας ήταν γιομάτα· οι γυναίκες ήταν ξετσίπωτες, νιολουσμένες και στείρες· οι άντρες ήταν έμποροι πονηροί, ειρωνικοί και κουρασμένοι. Οι θεοί όλοι-Ελληνες, Αφρικανοί κι Ασιάτες ήταν εκεί μπουλούκι, μαζωμένοι σε δημοκρατικήν αθλιότητα, άπιστοι, δειλοί και μοίραζαν μεταξύ τους, πονηρά χαμογελώντας, τα πρόσφορα και τις ψυχές των ανθρώπων. Ολη η πολιτεία ήταν ξαπλωμένη στα πόδια του Βεζούβιου και χαχάριζε ανέγνοιαστη.

Ολη η Γης σήμερα μου φαίνεται μια Πομπηΐα, λίγη ώρα πριν από την έκρηξη. Τι χρησιμεύει μια τέτοια γης με τις άθλιες γυναίκες, με τους άπιστους άντρες, με τις φάμπρικες, με τις αρρώστειες; Γιατί να ζούνε όλοι τούτοι οι έξυπνοι έμποροι, γιατί να μεγαλώσουν όλα τούτα τα παιδιά και να καθήσουν κι αυτά στη θέση, που κάθουνταν οι γονέοι τους, στις ταβέρνες, στις φάμπρικες, στα πορνεία; Ολη τούτη η ύλη εμποδίζει το πνέμα να περάση. Ο,τι πνέμα είχε, το ξόδεψε δημιουργώντας ένα λαμπρό πολιτισμό-ιδέες, θρησκείες, ζωγραφιές, μουσική, πράξη. Τώρα ξεθύμανε. Ας έρθουν οι βάρβαροι να καθαρίσουν το σωρό τούτο, ν’ ανοίξουν καινούργια κοίτη στο πνέμα!

Μέσα στο στήθος μου ένοιωσα για πρώτη φορά ένα όρνιο σκληρό, αρπαχτικό, που πεινάει και δεν αγαπάει τους ανθρώπους. Είδα με καθαρό, χαρούμενο μάτι το σημείο του ανθρώπινου ξετυλιμού, όπου έλαχε να γεννηθώ, τη φοβερή τούτη κρίσιμη στιγμή, όπου ένας κόσμος σαπίζει κι είναι έτοιμος να πέση κι ένας άλλος κόσμος, σκοτεινός, άγριος, συντάζεται ν’ ανεβή.

Βλέπω τα πλήθη, που υποφέρουν και πεινούν, να χυμούν στο στρωμένο τραπέζι, όπου οι αφεντάδες κάθουνται ναρκωμένοι, δυσκίνητοι από το βαρύ φαγοπότι. Η στιγμή τούτη είναι η πιο γόνιμη και τη γεύομαι αργά, βαθύτατα: Η χίμαιρα φλογίζει τα πρόσωπα, που κάνουν έφοδο· οι άλλοι, εκείνοι που κάθουνται, γρικούν ξάφνου τη βουή και στρέφουνται. Στην αρχή γελούν, ύστερα χλωμιάζουν σκύβουν ανήσυχοι κάτου και διακρίνουν-οι δούλοι τους, οι εργάτες, οι κολίγοι, οι παραμάνες, οι μαγέρισσες, οι δούλες ανεβαίνουν. Ιερή στιγμή! Οι μεγαλύτεροι άθλοι στη σκέψη, στην τέχνη και στην πράξη τελέστηκαν στο ορμητικό τούτο ανηφόρισμα του ανθρώπου.

Ευθύς ως στρωθούν στα τραπέζια και τούτοι, θ’ αρχίσουν να παχαίνουν και να ναρκώνουνται. Κι άλλα πλήθη τυραννισμένα θα σηκωθούν πάλι από το χώμα και θα πηγαίνουν πάλι μπροστά η Πείνα, η Χίμαιρα, η Αδικία-οι Αρχηγίνες των ψυχών.

Κι έτσι αιώνια, ρυθμικά, ακατάπαυτα.

Οταν πολεμώ ν΄ αγκαλιάσω, όσο μπορώ, αλάκερο τον κύκλο της ανθρώπινης ενέργειας και να μαντέψω τον άνεμο, που ανεβάζει και σπρώχνει όλα τούτα τα κύματα των ανθρώπων-δέος με κυριεύει.

Πώς μπορώ να βρω ένα ρυθμό μέσα σε όλη τούτη την καταιγίδα, που να σιγάζη τα φοβερά προαισθήματα της καρδιάς μου;

Σκύβω, περιορίζω τη ματιά μου στο μικρό τούτο αδιόρατο τόξο του απέραντου κύκλου, στην εποχήν όπου ζω, και μάχομαι να δω καθαρά το σύγχρονο χρέος. Ετσι ίσως μονάχα ο άνθρωπος μπορεί μέσα στην εφήμερη στιγμή της ζωής του να εχτελέση κάτι αθάνατο, γιατί συνεργάζεται με τον αιώνιο ρυθμό. Βαθύτατα νοιώθω: ένας Αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, στα ζώα, στους ανθρώπους, και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος τούτος παίρνει και νέα όψη. Σήμερα η όψη του είναι τούτη: Είναι αρχηγός της σκοτεινής προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει.

Μια πίστη καινούρια, που καμιά σχέση δεν έχει με τις αναγνωρισμένες θρησκείες, πνέει απάνου στη γης. Σιγά αδιόρατα, οι επαφές των ανθρώπων αλλάζουν. Η ηθική, η αγωγή, οι δεσμοί έργου και εργάτη, ατόμου και συνόλου, μάχουνται να πάρουν νέαν όψη.

Κρίσιμη, οδυνηρή είναι τούτη η στιγμή, που περνούμε. Ο άνθρωπος από κύριος εκατάντησε δούλος της μηχανής. Πιάστηκε στους τροχούς της, δε μπορεί πια να ξεφύγη. Ξαπόλυσε τις δαιμονικές δυνάμεις της ύλης και τώρα δε μπορεί πια να τις υποτάξη στη μυστική ποιότητα, στην ψυχή του. Το πνέμα που λευτέρωσε την ύλη, τώρα υλοποιείται αυτό, γίνεται παράρτημα της μηχανής που εφεύρε, την ακολουθάει σαν ύλη.

Πολλοί ονειροπόλοι προτείνουν: – “Η μόνη σωτηρία είναι να γυρίσωμε στην παλιάν απλότητα, να λιγοστέψωμε τις ανάγκες μας, να ξορκίσωμε την πολυπλοκότητα τούτη της ζωής, που δε μας αφήνει μιας στιγμή ελεύτερους. Ετσι μονάχα το κάθε κομμάτι της ύλης, που θα δουλεύη ο άνθρωπος θα γιομίζει ψυχή. Πως δούλευαν στον μεσαίωνα; Η πέτρα, το ξύλο, το μέταλλο ζωντάνευαν, αλάφρωναν, γίνονταν πνέμα κάτου από την υπομονετικήν, ερωτικήν αναπνοή του εργάτη. Ας ακολουθήσωμε και μεις το δρόμο τούτο· ας γυρίσωμε πίσω!”.

Ολα ταύτα μου φαίνονται ρωμαντικές, επιπόλαιες λαχτάρες. Ν’ απλοποιήσωμε τη ζωή μας, να γυρίσωμε πίσω στο μεσαίωνα, στις αγάπες των πρώτων χριστιανών ή ακόμα πιο πίσω στην πρωτόγονη κοινοχτημοσύνη και κοινογαμία των άγριων-όλα τούτα είναι φαντασίες ανίκανων ανθρώπων-. Η ζωή ποτέ δε γυρίζει πίσω· πάει μπροστά, συντρίβοντας όσους δε μπορούν ν’ ακολουθήσουν. Ας πάμε μαζί της! Κι ακόμα πιο πολύ: ας τη σπρώξωμε να πάη πιο πέρα! Ετσι μονάχα θα τη βοηθήσωμε να περάση την περίοδο τούτη της μηχανοποίησης και να λευτερωθή. Η λύση πάντα βρίσκεται μπροστά, ποτέ πίσω.

Ο εργάτης δε μπορεί σήμερα, όπως στο μεσαίωνα, ν’ αγαπήση το έργο του. Το μεσαίωνα δούλευε με υπομονή, με έρωτα, την ύλη. Αμοιβή του θεωρούσε όχι μονάχα το μεροκάματο, μα πολύ περισσότερο: την αναγνώριση των ανθρώπων, ή της πολιτείας, που τούδωκαν την παραγγελία. Κι ακόμα μεγαλύτερη αμοιβή ένοιωθε την ίδια του εσωτερική χαρά, δημιουργώντας ένα ωραίο ή ένα χρήσιμο έργο.

Σήμερα ο εργάτης καμιά τέτοια εσωτερική σχέση δεν έχει με το έργο του. Πώς είναι δυνατό νάχη; Δουλεύει χρόνια, από το πρωί έως το βράδυ, κάνει την ίδια κίνηση, εχτελεί μηχανικά μια λεπτομέρεια, μήτε τον μέλει για την ωραιότητα ή την ωφέλεια της δουλειάς του. Γιατί να τον ενδιαφέρη; Δουλεύει κι η προσωπική του συνεισφορά καμιάν αξία δε μπορεί νάχη θεμελιώδη στην ποιότητα του όλου έργου.

Ακόμα πιότερο: μισεί το έργο, που κάνει· γιατί νοιώθει πως ολοένα το έργο τούτο τον αποχτηνώνει, του σκοτώνει την ψυχή και το σώμα. Το μισεί ακόμα, γιατί ξέρει, πως όλοι του οι κόποι παχαίνουν και πλουτίζουν δυό τρεις κεφαλαιούχους. Αυτός, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, γενεές γενεών, θ’ αποχτηνώνουνται και θα φτωχοζούν, μεροδούλι-μεροφάϊ. Επομένως η μόνη του φροντίδα είναι να λιγοστέψη όσο μπορεί τις ώρες της εργασίας του και να μεγαλώση όσο μπορεί το μεροκάματό του. Πουλάει την ψυχή και το σώμα του μονάχα για υλική συντήρηση, για να μην πεθάνη της πείνας. Αλλη αμοιβή δε μπορεί να περιμένη από το έργο του.

Μην του πήτε για να τον παρηγορήσετε, πώς δουλεύει για την κοινωνία και για το κράτος. Μισεί την κοινωνία τούτη, που τόσο άνομα έχει μοιράσει τις απολαυές και τους κόπους, που έχει θεσπίσει την αδικία, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση της πείνας, την εξαχρείωση της γυναίκας. Μισεί το Κράτος, που υποστηρίζει ωρισμένη κοινωνική τάξη, τους κεφαλαιούχους και τους αστούς, ίσα-ίσα τους ανθρώπους, που κερδοσκοπούν κι εκμεταλλεύουνται την πείνα του.

Τι πρέπει να γίνη; Οπως γρηγόρεψε ο ρυθμός της ζωής, ανάγκη άπειροι άνθρωποι να δουλεύουν στις φάμπρικες, κάτου στη γης, στη θάλασσα. Να γυρίση πίσου ο εργάτης στη μεσαιωνική απλότητα κι αγάπη, αδύνατο. Ν’ ανεχτή τη σημερινή αδικία και φρίκη, αδύνατο. Καμιά ελπίδα πια μεταθανάτιας αμοιβής δεν τους ξεγελάει· τίποτα πια δε μπορεί να τους δώση εγκαρτέρηση κι υπομονή. Η γη τούτη είναι κόλαση, η γη τούτη είναι κι η Παράδεισο. Εδώ πρέπει να ξεσπάση η αμοιβή κι η τιμωρία.

Στα φοβερά εργαστήρια της σάρκας τους, που είναι ακόμα όλο βάρος και μίσος, δουλεύονται μέσα στη δυστυχία τα νέα οράματα. Μετατοπίζουνται οι αρετές, δημιουργούνται καινούργιες, τρεκλίζουν οι παλιές ελπίδες, η πατρίδα παίρνει νέο πρόσωπο.

Αργά μέσα στα σκεβρωμένα τούτα από τη δουλειά κι από τη θλίψη στήθεια, ουρμάζει ο νέος δεκάλογος. Ο παλιός γάμος έχασε πια τη γοητεία του· δεν έχει πια καιρό το αντρόγυνο ν’ απομείνη μονάχο του, δίχως έγνοιες-η πείνα, η δουλειά, η αμάθεια, το κρασί, τα παιδιά, παίρνουν ξοπίσου τους ανθρώπους. Πώς να κοιταχτούν ήσυχα, γλυκά, πολλήν ώρα, όπως στις παλιές ιστορίες;

Τα παιδιά δουλεύουν από μικρά, στρεβλώνουνται τα τρυφερά σώματα η ψυχή ξεχνουδίζει. Οι γυναίκες αφήνουν τα σπίτια τους ξημερώματα, δουλεύουν με άλλες γυναίκες, με άλλους άντρες, γυρίζουν κουρασμένες τη νύχτα. Σβήνει το πατροπαράδοτο τζάκι, η γυναίκα χάνει την πιο μυστική της αξία.

Η πατρίδα δεν είναι πια η γλυκύτατη γωνιά της γης-ο εργάτης είναι δεμένος με τη φάμπρικα και με τη μηχανή, γυρίζει από τόπο σε τόπο, νοιώθει, πως αυτό που λεν οι αστοί πατρίδα είναι τα χωράφια, τα σπίτια, οι φάμπρικες των ανθρώπων, που μισεί.

Ετσι “λευτερώνουνται”, αδειάζουν από την έγνοια της πατρίδας και της οικογένειας. Και όχι μονάχα οι εργάτες. Σιγά, σιγά κι άλλες τάξες φτωχές, που δουλεύουν, παρασέρνουνται μέσα στο σύχρονο στρόβιλο. Στηρίζουνται μονάχα στους εαυτούς των-μήτε στο Θεό, μήτε στην πατρίδα, μήτε στην οικογένεια. Ξέρουν, αν δεν έχουν δύναμη να δουλέψουν, θα πεθάνουν στο δρόμο. Είτε άντρες, είτε γυναίκες, είτε παιδιά. Η ικανότητα των χεριών και του μυαλού τους-τίποτα άλλο δε μπορεί να τους σώση.

Τίποτα άλλο; Γρήγορα νοιώθουν πώς ένας μονάχος δεν έχει καμιά δύναμη. Μα αν σμίξη με άλλους, όμοιους με αυτόν, αν γίνουν ένα πλήθος μεγάλο, τότε οι άλλοι-οι πλούσιοι εκμεταλλευτές, οι εχτροί-θα φοβηθούν και θα σεβαστούν το δίκιο του. Κι αρχίζει η οργάνωση, σμίγουν οι αδύνατοι κι οι αδικούμενοι γίνεται η φοβερή ετοιμασία.

Κάτου από τα σύνορα της πατρίδας λαγούμια ανοίγουνται, κατακόμπες καινούργιες και σμίγουν, αλλόφυλοι, αλλόγλωσσοι γύρω από το κρασί της νέας κοινωνίας. Οπως οι χριστιανοί δε ρωτούσαν αν είσαι ιουδαίος ή έλληνας, λεύτερος, γή σκάβος, μα χώριζαν τους ανθρώπους σε δύο, σε πιστούς και σε άπιστους όμοια σήμερα συντάζεται μια νέα τάξη πιστών-οι Συντρόφοι. Κοινές ελπίδες τους σμίγουν, κοινό μίσος. Πειθαρχούν, όπως όλοι όσοι πιστεύουν: η προσωπικότητά τους υποτάζεται στο σύνολο. Νοιώθουν, ετοιμάζουνται για έφοδο.

Ομως υπάρχουν πλήθος χωριάτες, που είναι έτοιμοι να ριψοκιντυνέψουν τη ζωή τους για την πατρίδα· γιατί μέσα στην πατρίδα είνε το χωράφι τους. Υπάρχουν και άλλοι, που κάθουνται στα τραπέζια και χαίρουνται, δυνατά ωργανωμένοι. Ολοι τούτοι στη μεγάλη στιγμή θ’ αντισταθούν, όσο χρειάζεται για να γίνη με την αντίσταση και με το αίμα πιο γόνιμη η νίκη. Μα όλη η φόρα του Σύμπαντος είναι ενάντιά τους-έφαγαν, ήπιαν, δημιούργησαν ένα πολιτισμό, ξεθύμαναν. Εφτασε η στερνή μορφή του χρέους των: να εξαφανιστούν.

Ετσι αγναντεύοντας το σύνολο και τοποθετώντας την εποχή μας, βλέπομε πιο είναι το σύγχρονο χρέος μας: α) Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό, ενάντια στην αστική τάξη. Εκαμαν το χρέος τους, τώρα γινήκαν εμπόδια στο πνέμα. β) Καμιά αηδία κι απογοήτευση από την συνεργασία μας με τους προλετάριους. Είναι σκοτεινοί, σκληροί, ακάθαρτοι, θέλουν να πάρουν την εξουσία για ν’ αδικήσουν και αυτοί, να γλεντήσουν, σαν τους άλλους. Μα τί σημαίνει; Είναι τα σύχρονα θεοφόρα μεταγωγικά. Θα ξελαγαρίση η βαρειά τούτη ύλη, θα γίνη πνέμα, θα δημιουργήση νέον πολιτισμό-πριχού ξαναγυρίση στο χτήνος.

Σέβας με κυριεύει. Μέσα στις μάζες τούτες καθαρά ξεχωρίζω την κραυγή του Αόρατου, που ανεβαίνει. Αν ζούσα άλλους αιώνες, την κραυγή τούτη θα την ξεχώριζα μέσα στις μάζες των νοικοκυραίων, των βιομηχάνων, των εμπόρων, που ανέβαιναν τότε και θα συμμαχούσα μαζί τους. Μια προσπάθεια αιώνια, ανώτερη από τον άνθρωπο πιάνεται από κορμιά, από γένη, από τάξεις τις δουλεύει, τις μετουσιώνει όσο μπορεί, κι ύστερα, όταν πια εξαντληθούν, τους αφήνει και πιάνεται απο άλλο ακατέργαστο υλικό. Η δύναμη τούτη σπρώχνει το κάθε τι να υψωθή και να καρπίση κι ύστερα το συντρίβει, σαν άχρηστο.

Αυτήν την αιώνια προσπάθεια μέσα από διάφορες εποχές, από πλήθος εναλλαγές και πάθη, χρέος έχομε ν’ ακολουθούμε, να βοηθούμε, να συνεργαζόμαστε μαζί της. Σήμερα έχει αρπάξει τα πλήθη, που δουλεύουν και πεινούν-τα πλήθη αυτά σήμερα είναι το ακατέργαστο υλικό της.

Την αδυσώπητη τούτη προσπάθεια δε μπορούν οι μάζες να τη διακρίνουν. Της δίνουν διάφορες μικρές ονομασίες, για να μπορέσουν να την κάμουν νοητή στο στενό μυαλό τους κι αγαπητή στις ταπεινές τους ανάγκες.

Την ονομάζουν ευτυχία, δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη. Μα ο αόρατος Αγωνιζόμενος, αφίνοντας τα δολώματα τούτα να γοητεύουν και να γκαρδιώνουν τις μάζες, μάχεται σκληρός κι ανήλεος να διαπεράση τις σάρκες τούτες, να δημιουργήση απ’ όλες τις σύγχρονες κραυγές της πείνας και της οργής ένα λόγο ελευθερίας.

(“ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ”) φυλλάδιο 2 Οκτώβρης 1926

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί