Του Σήφη Φανουράκη
Η ανάπτυξη
Η εκπομπή περισσοτέρων αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, προκαλεί την υπερθέρμανση του πλανήτη και σχεδόν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί επηρεάζονται.
Ιστορικά, η συνολική απόδοση των οικονομικών συστημάτων αλλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς, δεδομένων των περιορισμών της τεχνολογικής ανάπτυξης και των οικονομικών κινήτρων κάθε συστήματος.
Οι οικονομικές δραστηριότητες καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια, αλλά μεγάλο μέρος αυτής της επιπλέον κατανάλωσης ενέργειας, χάνεται με τη μορφή των αποβλήτων και διαχέεται στο περιβάλλον και έχουν ήδη διαταράξει βαθιά ολόκληρη το οικοσύστημα του πλανήτη μας.
Όμως, η εμμονή για την ανάπτυξη και η έμφαση στη σταθερότητα της ενέργειας δεν συμβαδίζει με τις τρέχουσες οικονομικές δομές.
Η οικολογική κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν πολύ πλούσιων χωρών και εταιρειών, που εκμεταλλεύονται τους πόρους του πλανήτη για το δικό τους οικονομικό όφελος.
Ο καπιταλισμός προκαλεί την «οικολογική υποβάθμιση» επειδή χρειάζεται να εξάγει γρήγορα μεγάλες ποσότητες φυσικών πόρων, να κατασκευάζει τα αντίστοιχα προϊόντα και στη συνέχεια να τα εμπορευματοποιεί στις παγκόσμιες εμπορικές αγορές. Σε αυτή την αλυσίδα οι εταιρείες δεν μπορούν να μειώσουν γρήγορα τις ενεργοβόρες μεθόδους παραγωγής, χωρίς να απειλήσουν τα ποσοστά κέρδους τους.
Είναι σαφές ότι, οι κυρίαρχοι οικονομικοί «όμιλοι» έχουν σαν κύριο στόχο, τη μείωση του κόστους παραγωγής και την αύξηση της κερδοφορίας. Και ούτε τους απασχολεί καθόλου, η ασφάλεια της εργασίας, η μείωση της φτώχειας και η μακροοικονομική σταθερότητα.
Το τέλος των πόρων
Ήδη από τη δεκαετία του ΄70 εμφανίζεται ένας νέος προβληματισμός: Το τέλος των «ανεξάντλητων» πόρων, που όμως σταδιακά είχαν αρχίσει να εξαντλούνται.
Έτσι, άρχισαν πρώτες σκέψεις για την ανάγκη «προσαρμογής», σε ένα νέο τρόπο ζωής.
Ήδη από τότε, οι πιέσεις που δέχεται το περιβάλλον είναι ισχυρότερες και ασκούνται από «δυνάμεις» που υποβαθμίζουν συνεχώς το περιβάλλον σε ατέρμονες καταστροφές.
Τα σημερινά κρίσιμα προβλήματα του περιβάλλοντος είναι αποτέλεσμα αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, αποφάσεων και δράσεων που συνθέτουν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο παιχνίδι «κάποιων» (πολεοδόμων-προγραμματιστών-επιχειρηματιών-πολιτικών), ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών παραμένει απλός θεατής.
Είναι γνωστό ότι, οι σημερινές συνθήκες ανάπτυξης των βιομηχανικών κρατών δεν μπορούν να διαρκέσουν απεριόριστα, δεδομένου ότι είναι μια ανάπτυξη που βασίζεται ακόμη στην κατανάλωση πρώτων υλών.
Οι υποστηρικτές αυτού του μοντέλου όσο και οι πολέμιοί του, συμφωνούν ότι είναι ανάγκη να ελεγχθεί η ρύπανση του πλανήτη, να αυξηθεί η ανακύκλωση τω υλικών και να αναπτυχθούν οι νέες πηγές ενέργειας που θα αντικαταστήσουν σταδιακά τα ορυκτά καύσιμα.
Πέραν από τη «ρητορική φασαρία» για ένα καθαρότερο περιβάλλον, μαίνεται και μια ιδεολογική διαμάχη δυο αντιμαχόμενων ομάδων :
● Η πρώτη ομάδα, πιστεύει ακόμη και σήμερα ότι, το πρόβλημα της κλιματικής κρίσης μπορεί να αντιμετωπιστεί με την «προσαρμοστική τεχνολογία» και ότι, οι οικονομικοί μηχανισμοί θα στηρίξουν και πάλι αυτή την προσαρμογή.
Έτσι όμως, με την ενεργοποίηση της «προσαρμοστικής τεχνολογίας» γίνεται αποδεκτή η υπάρχουσα υλική ανάπτυξη και εκθειάζεται η δύναμη της τεχνολογίας η οποία και θεωρείται το μοναδικό εργαλείο υπέρβασης της περιβαλλοντικής κρίσης. Τέλος, θεωρεί ότι η καλύτερη θεραπεία για την ανισοκατανομή του πλούτου και για τη θεραπεία της φτώχειας μπορεί να είναι η προσαρμογή της ανάπτυξης στη δύναμη της τεχνολογίας.
● Η δεύτερη ομάδα, έχοντας ως αφήγημα, το «μετριασμό της ανάπτυξης» (Limits to growth) δεν περιγράφει απλώς μια αμείλικτη πραγματικότητα της περιβαλλοντικής κρίσης, αλλά μελετά και ωθεί σε «άλλες» μορφές ανάπτυξης με στόχο, μια νέα οικολογική πραγματικότητα, των φυσικών πόρων. Δεν πιστεύει ότι, η «υψηλή τεχνολογία» είναι πανάκεια για τον τερματισμό της αλόγιστης εκμετάλλευσης της γης και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου. Ουσιαστικά, πιστεύουν στην σταδιακή κατάργηση των «ρυπογόνων τεχνολογιών».
Από τα παραπάνω, προκύπτουν δυο βασικά ερωτήματα :
–ποιό είδος ανάπτυξης μπορεί να έχουμε;
–ποιό είδος πολιτισμού μπορούμε να έχουμε στον πλανήτη;
Στο πρώτο ερώτημα, εκθειάζεται η υπάρχουσα ανάπτυξη και στηρίζεται η τεχνολογική προσαρμοστικότητα, χωρίς να θίγονται οι «κατεστημένες ισορροπίες». Και είναι ένα ερώτημα βαθιά συντηρητικό.
Στο δεύτερο ερώτημα, προτάσσονται οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Και είναι ένα ερώτημα βαθιά πολιτικό και ταυτόχρονα ριζοσπαστικό.
Η σημερινή περιβαλλοντική πραγματικότητα είναι ζοφερή : Άνθρωποι ήδη πεθαίνουν από «κλιματικές καταστροφές». Η θερμοκρασία οδεύει προς αύξηση κατά 2,4°C τουλάχιστον, που είναι αρκετό για μια κλιματική καταστροφή, ικανή να αφανίσει πολλά είδη φυτών και ζώων και αναγκαστικές μεταναστεύσεις πληθυσμών.
Οι Διασκέψεις του Ο.Η.Ε. για την κλιματική αλλαγή(COP)
Κοινό χαρακτηριστικό των διασκέψεων, από το 1992, είναι ότι, οι συμμετέχοντες συχνά προχωρούν σε φιλόδοξες διακηρύξεις, αλλά αναλαμβάνουν ελάχιστες δεσμεύσεις.
Στην ιστορία του θεσμού, ξεχωρίζει η διάσκεψη του Κιότο το 1997. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, οι σύνεδροι κατέληξαν στο περίφημο Πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο και έθετε δεσμευτικούς στόχους για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Περισσότερες από 37 βιομηχανικές χώρες υπέγραψαν, όμως Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα δεν επικύρωσαν το Πρωτόκολλο.
Λίγα χρόνια αργότερα, η διάσκεψη του Παρισιού κατέληξε στη φιλόδοξη συμφωνία για την Κλιματική Αλλαγή: Την μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε επίπεδα κάτω των 2 βαθμών κελσίου, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Σύμφωνα με τη δέσμευση αυτή, οι χώρες της ΕΕ συμφώνησαν ότι η ΕΕ θα γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη οικονομία και κοινωνία έως το 2050. Την ίδια στιγμή, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όρισε τον δεσμευτικό στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, το 55% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Όμως μέχρι σήμερα, ελάχιστα βήματα έχουν γίνει ώστε να περιοριστούν οι δραματικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Για παράδειγμα, στην 26η Διάσκεψη του Ο.Η.Ε.(31/10 έως12/11/21) στην Γλασκώβη, για την κλιματική αλλαγή, τα κείμενα που εγκρίθηκαν είναι ένας συμβιβασμός και αντανακλούν πολυποίκιλα συμφέροντα. Είναι αποτέλεσμα αντιφάσεων της παγκόσμιας πολιτικής βούλησης, ενώ η συλλογική βούληση δεν κατάφερε να επηρεάσει καίρια τις αποφάσεις. Οι δεσμεύσεις για μειώσεις εκπομπών δεν επιτρέπουν να υλοποιηθεί ο «ιδανικός» στόχος της συμφωνίας των Παρισίων.
Μάλιστα, ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε. Γκουτέρες, δήλωσε ότι : « Η κλιματική καταστροφή εξακολουθεί να χτυπά την πόρτα. Ο εύθραυστος πλανήτης μας κρέμεται από μια κλωστή».
Αξιοσημείωτο γεγονός αποτέλεσε, η πρόταση της Ινδίας να αλλάξει τη διατύπωση στη συμφωνία, ζητώντας, την «σταδιακή μείωση» αντί για την «σταδιακή κατάργηση» της ρυπογόνου ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Μάλιστα η Ε.Ε. χαρακτήρισε αυτή την πρόταση ως μια «περαιτέρω απογοήτευση».
Έτσι στη Γλασκώβη δεν επιτεύχθηκε:
– το τέλος των επιδοτήσεων των ορυκτών καυσίμων, ούτε η έξοδος από τον άνθρακα.
– Ο ορισμός μιας τιμής για τον άνθρακα.
– Η οικονομική βοήθεια στις φτωχές χώρες.
Το βασικό ερώτημα και πάλι δεν είναι, ποιό είδος ανάπτυξης μπορεί να έχουμε, αλλά : Ποιό είδος πολιτισμού μπορούμε να έχουμε στον πλανήτη»;
Αντί επιλόγου…
Τα αποτελέσματα της κλιματικής κρίσης τα βιώνουμε κάθε τόσο και με καταστροφικό τρόπο: Η χώρα μας καίγεται από τους πρωτοφανείς καύσωνες και δοκιμάζεται από την ξηρασία και μετά, πνίγεται από τις πρωτοφανείς πλημμύρες.
Βέβαια, η υπερθέρμανση αφορά ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά η πρόβλεψη και η αντοχή των υποδομών αφορά τις χώρες μεμονωμένα. Η μείωση των τις εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου είναι συλλογική ευθύνη.
Από την άλλη, κάθε χώρα οφείλει να προνοήσει και να κάνει ανθεκτικές τις υποδομές της, να τις προσαρμόσει στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης και να μην παραμένει απροστάτευτη.
Ένα είναι βέβαιο : Η κλιματική κρίση «επιμένει» να μας απειλεί. Προβλέπεται ότι, μάλλον θα ξεπεράσουμε το όριο του 1,5 βαθμού Κελσίου.