Του Σήφη Φανουράκη
Η εικόνα και η ταυτότητα της πόλης
Η εικόνα αυτής της πόλης, το Ηράκλειο, καθορίζεται από την ίδια, αλλά πάντα μέσα από τους πολιτικούς θεσμούς της και τους «εκλεγμένους».
Η ιστορία της προκαλεί μια παράδοξη ερώτηση : «Τι θα είχε συμβεί άραγε σε μια άλλη εκδοχή της ιστορικής εξέλιξης αυτής της πόλης»;
Αυτή η πόλη μπορεί να καταγραφεί από τις «απουσίες» και τις «καταστροφές», ιδιαίτερα της Ενετικής Οχύρωσης.
Άλλωστε, είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της κατάστασης της οχύρωσης στο από 26-3-1955 έγγραφο του Εφόρου Αρχαιοτήτων Κρήτης Ν. Πλάτωνα, προς τη Δ/νση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας με θέμα: «Περί της εξασφαλίσεως δικαιωμάτων της αρχαιολογικής υπηρεσίας επί των προμαχώνων των τειχών του Χάνδακος και γενικώτερον απαλλαγής των ενετικών τειχών από αυθαιρέτους καταλήψεις». Μάλιστα σε αυτό το έγγραφο προτείνεται, μεταξύ άλλων, η υπαγωγή των ενετικών τειχών στην κυριότητα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Είναι ιστορικά καταγραμμένο, ότι οι εκάστοτε «αρχές» και οι κάτοικοι της πόλης, διαχρονικά αντιμετώπισαν την ενετική οχύρωση, ως εμπόδιο για την ανάπτυξή της.
Σύμφωνα με την Χ. Τζομπανάκη : […]στο Ηράκλειο, τη μεταπολεμική περίοδο, για διάστημα πολλών ετών οργανώθηκε από ορισμένες ομάδες κατοίκων έντονη «αντιτειχική εκστρατεία» με τραγελαφικά συνθήματα και αποτελέσματα. Οι πολέμιοι της σημαντικότερης ενετικής οχύρωσης της ανατολικής Μεσογείου, με ομιλίες τους και πύρινα άρθρα στον τοπικό τύπο, κατηγόρησαν τα τείχη για όλα σχεδόν τα αρνητικά που συνέβαιναν στην πόλη. Στο μνημείο καταλόγιζαν την αποκλειστική ευθύνη για την υπερβολική υγρασία της περιοχής, διότι εμπόδιζε τον αέρα να κυκλοφορεί ελεύθερα και εμπόδιζε την πόλη να αναπτυχθεί. Έγιναν υπολογισμοί και διατυπώθηκαν απόψεις σχετικά με την ποσότητα αστικής γης που θα προέκυπτε από την ισοπέδωσή του(…) μετά το 1902 στη συνείδηση των αρχών και των κατοίκων της πόλης το τεράστιο ενετικό φρουριακό συγκρότημα καταγράφεται σαν ένας τεράστιος κλοιός που την περιορίζει ασφυκτικά και εμποδίζει την επέκταση και την ανάπτυξή της[…].
Μάλιστα, το 1946-47 το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης αποφάσισε, την κατεδάφιση των τειχών.
Δείτε:
Ευτυχώς όμως, τα τείχη σώθηκαν διότι το κόστος για την κατεδάφισή τους καθώς και ο όγκος των υλικών κατεδάφισης(μπάζα) ήταν υπερβολικά μεγάλο και δεν υπήρχαν χώροι αποθήκευσής τους ή χρησιμοποίησής των μπάζων.
Ιστορικά λοιπόν προκύπτει ότι, οι «νοικοκυραίοι»-αστοί αυτής της πόλης(το λεγόμενο αστικό Ηράκλειο) δεν κατανοούσαν, ούτε κατανοούν ακόμη και σήμερα, τη διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Αγνοούν ότι, το παρελθόν βιώνεται εν μέρει στο παρόν και ότι η διάρκεια είναι στοιχείο του παρελθόντος, που εξακολουθεί να αποτελεί τμήμα των τωρινών βιωμάτων μας. Ουδέποτε θεώρησαν το παρελθόν ως ένα νέο «ανοικτό» πεδίο, όπου το παρόν εναποθέτει τα μορφή του και ιστορικεύεται, ως εγχείρημα. Ένα εγχείρημα που έχει σαν αφετηρία στις «κρίσεις» της πόλης και της αρχιτεκτονικής της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, από άγνωστο μελετητή συντάχθηκε σχέδιο πόλης στα 1930 σε δύο κυρίως άξονες:
α).Την καθολική προστασία του εντός των τειχών πολεοδομικού ιστού και των ελεύθερων δημόσιων χώρων και την θέσπιση ειδικών όρων δόμησης των αδόμητων ιδιωτικών χώρων. β).Τη μελέτη πολεοδομικού σχεδίου για τη «νέα» εκτός των τειχών πόλη.
Βέβαια, το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ και έτσι η προσπάθεια να κατασκευαστεί νέα πόλη ανάμεσα στην παλιά και στην εκτός των τειχών περιοχή δεν ευδοκίμησε.
Έτσι περίπου μελετήθηκε η πόλη των Χανίων, όπως μνημονεύει εύγλωττα και ο αρχιτέκτονας Δ. Κυριακός.
Σύμφωνα πάντα με τη Χ. Τζομπανάκη «…οι άστοχες πολεοδομικές παρεμβάσεις, συνεχίζονται και μεταπολεμικά. Τα αποτελέσματα των πολεοδομικών ρυθμίσεων υπήρξαν απολύτως απογοητευτικά. Ούτε η παλαιά, εντός των τειχών πόλη αναπλάστηκε, ούτε η νέα, εκτός των τειχών κατέστη δυνατόν να συγκροτηθεί με τρόπο σύγχρονο και λειτουργικά σωστό».
Ένα μεγάλο μέρος αυτών των μετασχηματισμών και των παρεμβάσεων προβλέπεται από το σχέδιο πόλης του 1936, το οποίο ισχύει ακόμα και αποτελεί μια συγκεκριμένη πολεοδομική μορφή, όπου εκδηλώνουν τη δράση τους οι κυρίαρχες «οικονομικές δυνάμεις».
Στο σχέδιο αυτό αναζητείται η αρμονική ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό συμφέρον. Όμως αυτά τα δυο συμφέροντα (δημόσιο και ιδιωτικό) είναι αντιθετικά που δεν επιδέχονται μεσολαβήσεις και σχεδόν πάντα, υπερισχύει το ιδιωτικό.
Η Ιστορία αυτής της πόλης δεν διδάσκει πια, ενώ η λήθη «κατακλύζει» τη μνήμη της. Ότι απόμεινε από την ιστορία της κατεδαφίζεται στο πλαίσιο της γενικότερης κοινωνικής κατεδάφισης, αλλά στο όνομα πάντα της ανάπτυξης.
Η ταυτότητά της «τρέφεται» από τον μύθο της κραταιάς Βενετίας και της καθολικής κυριαρχίας της στην ανατολική Μεσόγειο, με κραταιά κτίσματα όπως: Τα τείχη και η τάφρος που δεν προστατεύουν τίποτα πια και οι ναοί που υπηρέτησαν διαδοχικά πολλές και διαφορετικές θρησκείες και δόγματα. Είναι μια πόλη την οποία τρέφει ο μύθος των ανολοκλήρωτων έργων. Είναι μια πόλη που αντιστέκεται στο χρόνο και είναι «ανοικτή» πολιτισμικά, ενώ περιβάλλεται από περιτείχιση.
Αυτή είναι η πραγματική «ταυτότητα» της πόλης που συσσωρεύει, τον πολιτισμό, την κοινωνική εμπειρία, την συλλογική μνήμη και την κοινωνική συνύπαρξη ή σύγκρουση.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι, το 1965 ολόκληρη η πόλη κηρύχθηκε ιστορικό μνημείο προσδίδοντάς της επί πλέον και την ταυτότητα του «προστατευόμενου τόπου», η οποία κήρυξη ωστόσο δεν κατάφερε να τη διασώσει συνολικά από την δράση των οικονομικών ομάδων με αποτέλεσμα, η πόλη σταδιακά να μετατρέπεται σε τόπο κατανάλωσης αλλά και πεδίο κατανάλωσης του τόπου, αλλοιώνοντας και την συνολική της ταυτότητα.
Μια πρόταση
Στο Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου στις 18-11-2019 υποβλήθηκε μία πρόταση από δημοτική παράταξη(που κυβέρνησε το Δήμο για κάμποσα χρόνια) και εγκρίθηκε από όλες τις παρατάξεις, εκτός από την Λαϊκή Συσπείρωση: Υποβλήθηκε, ως ένταξη στο τεχνικό πρόγραμμα, πρόταση σύνταξης ειδικής μελέτης υπογειοποίησης του παραλιακού μετώπου από τα ύψος των Νεωρίων μέχρι σχεδόν το Παγκρήτιο στάδιο, στο πλαίσιο της κυκλοφοριακής αποσυμφόρησης(!). Επίσης η πρόταση αφορούσε και την υπογειοποίηση της πλατείας Ελευθερίας, στο πλαίσιο εξεύρεσης χώρων στάθμευσης(!). Μάλιστα, αυτές οι “πρωτοποριακές” προτάσεις συμπεριλήφθηκαν τελικά στο Τεχνικό Πρόγραμμα της τωρινής Δημοτικής Αρχής.
Ευτυχώς όμως παρέμειναν στον «κύκλο» των εγκαταλελειμμένων προγραμμάτων και ανολοκλήρωτων έργων της παρούσας Δημοτικής Αρχής.
Αυτές ακριβώς οι προτάσεις, σε πρώτη ανάγνωση μπορεί και να μείνουν απαρατήρητες ή και να εντυπωσιάσουν. Όμως σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, προκαλεί ερωτηματικά η σχεδόν ομόφωνη έγκριση τους.
Η αποδοχή τελικά αυτών των προτάσεων, μαρτυρεί, το λιγότερο, την «άγνοια» των εκλεγμένων, για την ιστορία της πόλης τους.
Αυτές οι δήθεν πρωτοποριακές προτάσεις κατατέθηκαν από εκλεγμένους με «αδύναμη σκέψη», που απευθύνονται σε ένα κοινό εθισμένο στην τηλεοπτική αισθητική της κακογουστιάς. Ένα κοινό αλλοτριωμένο και ανήμπορο να αντισταθεί σε τέτοιες ανώφελες ψευτο-ουτοπίες. Ταυτόχρονα όμως «κλείνουν το μάτι» σε οικονομικές ομάδες(;).
Είναι σαφές ότι οι εκλεγμένοι αγνοούν πως, η ιστορία αυτής της πόλης δεν είναι ευθύγραμμη. Είναι μια πορεία κατακερματισμένη σε διαφορετικές διαδρομές. Είναι μια πορεία με αντιφάσεις μέσα από τις οποίες, η κρίση γίνεται το εγχείρημα ενός προγράμματος «μετεξέλιξης», τόσο της πόλης όσο και της αρχιτεκτονικής της.
Αγνοούν ότι, το να ζήσει η πόλη στο παρόν δεν είναι αρκετό, πρέπει να έχει και τα εφόδια, αλλά και τον σεβασμό στην ιστορία και την ταυτότητά της. Αγνοούν ότι, η ιστορία και η ταυτότητά της δεν πρέπει να επιδέχεται μονοδιάστατες ερμηνείες.
Οι εκλεγμένοι ως «πολιτικοί διαχειριστές» δεν αντιλαμβάνονται ότι, καθημερινά αυτή η πόλη ενσωματώνει την παρακμή της δικής τους πραγματικότητας και της δικής τους πολιτικής ανευθυνότητας.
Μια τέτοια πρόταση υπογειοποίησης του παραλιακού μετώπου ή της πλατείας Ελευθερίας, απαιτεί, ένα έργο αρκετά πολύπλοκο τεχνικά και πολυδάπανο οικονομικά και βέβαια θα απειλήσει και το μνημείο της σημαντικότερης Ενετικής Οχύρωσης της ανατολικής Μεσογείου.
Σε άλλες εποχές, ο φιλόσοφος ήταν ο βασιλιάς της πόλης, σήμερα βλέπουμε να διεκδικούν τον τίτλο του βασιλιά, οι οικονομικές «ομάδες» και ο τουρίστας, ούτε καν οι εκλεγμένοι.
Ωστόσο ο τουρίστας, στη σύγχρονη πόλη, αντικαθιστά πλέον τον άλλοτε «αναγνώστη της πόλης» (flâneur) του Benjamin και του Baudelaire. Αυτό το είδος του τουρίστα δεν επιλέγει να διαβάσει ούτε να ερμηνεύσει την κοινωνικο-ιστορική πορεία της πόλης, αλλά αρκείται σε μια επιφανειακή ανάγνωση της εικόνα της.
Φυσιολογικά σήμερα, τη θέση του βασιλιά θα έπρεπε να την έχουν οι εκλεγμένοι δημοτικοί «άρχοντες», ως εκφραστές της συλλογικής ιδέας, μέσω των πολιτικών θεσμών του Δήμου.
Τελικά, ο Βασιλιάς πέθανε (;) Ζήτω ο νέος βασιλιάς (!)
Μετά από αυτές τις προτάσεις προκύπτουν αυθόρμητα τα ερωτήματα:
Μήπως επανέρχεται «έντεχνα» η πρόταση-απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του 1947, που ήθελε την σταδιακή και τμηματική κατεδάφιση της οχύρωσης με το πρόσχημα και πάλι ότι, αποτελεί εμπόδιο στη σύγχρονη ζωή της πόλης;
Μήπως οι σημερινοί Δημοτικοί άρχοντες δεν σέβονται τη λίθινη ιστορία του σώματος της πόλης;
Θυμάμαι καλά αυτή την τάση που περιγράφει το αρθρο περί προτεινόμενης κατεδάφισης της Οχύρωσης του Μεγάλου Κάστρου .Ήμουν από τους” τυχερούς ,,που είχα λογομαχησει έντονα με πολίτες της πόλης που όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν δεν έχαναν ευκαιρία να διατυπώνουν την άποψη ότι τα τείχη έπρεπε λέει να φύγουν για να πάρει η πόλη αέρα ! Θυμάμαι ότι είχα γίνει έξαλλος όταν άκουσα γονέα μέσα στο λύκειο Ελληνίδων να κηρύττει αυτή την άποψη στους άλλους γονείς ! Ένιωθα σαν να είχα μπροστά μου τον Εφιάλτη ! Ευτυχώς τα τείχη δεν ακολούθησαν την μοίρα του ναού του Σωτήρος ,του μικρού Κουλέ ,των τριών Καμαρών και πλήθος άλλων μνημείων που εξαφάνισε η μανιώδης προσπάθεια μεταμφιεσμου της πόλης σε μοντέρνο στυλ .Βέβαια το Μεγάλο Κάστρο θέλει ακόμα πολύ δουλειά και δυνατή θέληση και ιστορική ενσυναισθηση εκ μέρους της δημοτικής αρχής για να απόκτηση ξανά την μέρος της χαμένης της ταυτότητας .Ένα άλλο.που πρέπει – επιβάλεται να γίνει ,είναι ,κάποιος δεν γνωρίζω ποιος η ποια να γράψει την Μαύρη Βίβλο του Μεγάλου Κάστρου με αναλυτική αναφορά στα μνημεία που εξαφάνισε η σκαπάνη των συνδρομών τυμβωρυχωνν