Δήλωση του Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ / The Left και μέλους της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Κώστα Αρβανίτη, σχετικά με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου:
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου στα κράτη μέλη της ΕΕ αναδεικνύει για μια ακόμη χρονιά τις σοβαρές δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η απρόσκοπτη λειτουργία του στη χώρα μας.
Παρά την αγωνιώδη προσπάθεια της Κυβέρνησης να πείσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μια δήθεν «κοσμογονία» Δημοκρατίας και θεσμικού εκσυγχρονισμού, στην Έκθεση καταγράφεται περιορισμένη ή και καθόλου πρόοδος σε πλήθος κρίσιμων τομέων.
Όχι τυχαία, ο Επίτροπος Δικαιοσύνης Ντιντιέ Ρέιντερς κατά τη σημερινή παρουσίαση της έκθεσης συμπεριέλαβε την Ελλάδα στις λιγοστές χώρες στις οποίες επέλεξε να αναφερθεί ονομαστικά ως αρνητικό παράδειγμα. Συγκεκριμένα εξέφρασε τη σταθερή ανησυχία της Κομισιόν για τη θέση των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών και ιδιαίτερα εκείνων που ασχολούνται με το Μεταναστευτικό, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Ελληνική Κυβέρνηση για την ποινικοποίηση της ανθρωπιστικής δράσης που στην πράξη έχει νομοθετήσει, υιοθετώντας πρακτικές Σαλβίνι.
Ωστόσο, για μια ακόμη χρονιά οι σοβαρότερες ανησυχίες εκφράζονται για το χώρο της Ενημέρωσης. Παρά τις κυβερνητικές απόπειρες να διασκεδαστούν οι ανησυχίες της Κομισιόν, στην έκθεση επισημαίνεται με έμφαση πως «Οι απειλές και οι επιθέσεις κατά δημοσιογράφων εξακολουθούν να αποτελούν πρόβλημα», ενώ αμέσως αναφέρεται αναλυτικά πως «Τα καταγεγραμμένα περιστατικά αφορούν σωματικές επιθέσεις, λεκτικές προσβολές, αυθαίρετη κράτηση και χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού εις βάρος δημοσιογράφων. Επιπλέον, οι δημοσιογράφοι συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν καταχρηστικές αγωγές και να εργάζονται σε επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Αναφέρθηκε επίσης ότι αρκετοί δημοσιογράφοι έχουν γίνει στόχος του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator. Η παρακολούθηση δημοσιογράφων επισημάνθηκε ως θέμα που προκαλεί ανησυχία και από τον μηχανισμό ταχείας αντίδρασης για την ελευθερία των μέσων μαζικής επικοινωνίας (Media Freedom Rapid Response), καθώς αποτελεί μείζονα παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των δημοσιογράφων, της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών και της ελευθερίας του Τύπου».
Αξίζει να σημειωθεί πως η μείωση του κινδύνου για τους δημοσιογράφους στη χώρα συνδέεται με το γεγονός πως στη διάρκεια του 2022 δεν υπήρξε …δολοφονία λειτουργού της Ενημέρωσης, όπως η δολοφονία Καραϊβάζ το 2021.
Στην ίδια έκθεση παρουσιάζονται εκτενώς οι κυβερνητικές προσπάθειες για τη θέσπιση διασφαλίσεων με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της σωματικής ασφάλειας των δημοσιογράφων, ωστόσο σε ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα, αυτό των καταχρηστικών αγωγών (SLAPP), τονίζεται με έμφαση πως πέρα από τη σύσταση και λειτουργία της γνωστής «task force Γαλαμάτη», «απαιτούνται πιο συγκεκριμένα βήματα για τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος των δημοσιογράφων, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις καταχρηστικές αγωγές εις βάρος δημοσιογράφων και την ασφάλειά τους.»
Με άλλα λόγια, κομψά και διπλωματικά αλλά με σαφήνεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει την απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής βελτίωσης στον ζήτημα των SLAPP, ένα θέμα για το οποίο τα κράτη μέλη έχουν ήδη μια σειρά από θεσμικά εργαλεία στα χέρια τους.
Οι συστάσεις προς την Ελλάδα, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζουν την ανάγκη για:
α) περισσότερες διώξεις και τελεσίδικες αποφάσεις σε υποθέσεις διαφθοράς,
β) θέσπιση νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δημοσιογράφων από καταχρηστικές αγωγές και από επιθέσεις κατά της ζωής και της σωματικής τους ακεραιότητας,
γ) εντατικότερη, αποτελεσματικότερη, και πιο έγκαιρη διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς κατά τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, και
δ) λήψη επιπλέον μέτρων για τη δημιουργία μητρώου Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.
Συμπερασματικά, η πρώτη αποτίμηση της έκθεσης αποκαλύπτει ότι, δυστυχώς, για την πατρίδα μας ο δρόμος προς την ανάκτηση «δικαιοκρατικής βαθμίδας» παραμένει μακρύς και δύσβατος και πως η κυβέρνηση αρκείται σε μια άνευ ουσίας επίδειξη προθυμίας να προβεί σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, μια προθυμία που προς το παρόν αφήνει μικρό και δυσδιάκριτο αποτύπωμα στην καθημερινότητα της λειτουργίας του Κράτους Δικαίου στη χώρα μας.