Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ήταν μέρες Αποκριάς κάποια χρονιά γύρω στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Ένα φιλάρεσκο μικρό κορίτσι, η Αθηνά, πήγε στο σπίτι της φίλης της, Ευγενίας. Όπως κάθε χρόνο θα ντύνονταν και θα εξορμουσαν σε σπίτια φίλων. Η Αθηνά φόρεσε ένα κίτρινο βαμβακερό υφαντό νυχτικό της μεγάλης της αδελφής, ενώ η Ευγενία ένα μαύρο βελούδινο φόρεμα της μητέρας της, με λευκό, χαριτωμένο γιακά και μια μικρή σειρά από κουμπάκια. Λίγο πριν ξεκινήσουν, η μητέρα της Ευγενίας τις έβαψε με το κόκκινο κραγιόν που είχε αγοράσει για τους αρραβώνες της και με λίγη πούδρα. Μια πούδρα και ένα λίπστικ, ήταν αρκετά.
Η μητέρα της Ευγενίας ήταν μια ψηλή λεπτή γυναίκα με λευκή επιδερμίδα και αυστηρό παρουσιαστικό. Ήταν, όπως και ι σύζυγός της, από ευκατάστατη οικογένεια του χωριού. Πρόσεχε πολύ την εμφάνιση της, ενώ όταν κάποιος πήγαινε στο Ηράκλειο του έδινε χρήματα κρυφά από τον άντρα της, για να της αγοράσει ένα κουτί κρέμα προσώπου. Ήταν κακός άνθρωπος ο άντρας της. Σκληρός, αυστηρός, τύραννος. Καθώς και εκείνη είχε χαρακτήρα αρκετά ανυπότακτο, οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Στη θέση της θα τον φοβόμουν. Θα προτιμούσα να μην έχω ποτέ δίκιο, να δέχομαι ό,τι μου προσφέρει σαν μπόνους και να έχω τους δικούς μου μικρούς στόχους, τα δικά μου ενδιαφέροντα. Όμως εκείνη δεν κατάφερνε να αποφύγει τους ξυλοδαρμούς, πότε με μαυρισμένο μάτι, πότε με μώλωπες σε όλο το σώμα, πότε έλειπαν τούφες από τα μαλλιά της. Οι γείτονες γνώριζαν τι συνέβαινε, τη στήριζαν διακριτικά με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσαν, δεν τολμούσε όμως κανείς να παρέμβει. Αυτά ήταν οικογενειακά ζητήματα. Η ίδια έβρισκε διάφορες δικαιολογίες για την κατάσταση της. Έπεσα και χτύπησα, τέτοια. Έτσι και αλλιώς κάθε σπίτι με την αυλή του και το περιβόλι του ήταν περικλεισμένο από ψηλό πέτρινο τοίχο που εξασφάλιζε την απαραίτητη ιδιωτικότητα και κρατούσε μακριά τα περίεργα βλέμματα.
Πρέπει να φτάσουμε στα άκρα για να βελτιωθεί η κατάσταση των γυναικών στην Ελλάδα. Πρέπει νομίζω να συμπαθησουμε και τις κακές γυναίκες, αυτές που δεν ξέρουν να αγαπάνε και σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους, οι εγωίστριες. Φημολογείται ότι αυτές χαίρονται περισσότερο τη ζωή τους, αλλά ας μην είμαστε μοιρολάτρες. Παράξενο σκληρό παραμύθι η ζωή. Όμως οι άνθρωποι πολύ συχνά είναι φτηνοί και τυχαίοι. Όταν τους προσφέρεις απλόχερα φροντίδα και αγάπη σε θεωρούν δεδομένη, δεν σε σέβονται. Αντίθετα όταν τους σερβίρεις παγωμένη αδιαφορία νιώθουν την ανάγκη να προσπαθήσουν για την αγάπη και την προσοχή σου… Έχει μια λογική όλο αυτό. Men love bitches!
Τέλος πάντων τα κορίτσια ξεκίνησαν χαρούμενα, ενώθηκαν με μία ακόμα χαρούμενη παρέα παιδιών, ένα από τα οποία ήταν αδελφός μιας κοπέλας από το διπλανό χωριό, η οποία είχε παντρευτεί πρόσφατα και το γεγονός γιορταζόταν ακόμη κάθε μέρα. Αποφάσισαν να πάνε στο σπίτι των νεόνυμφων, γνωρίζοντας ότι εκεί θα περάσουν καλά. Τόσο η νύφη όσο και ο γαμπρός ήταν ας πούμε από πλούσιες οικογένειες. Το πλούσιο τραπέζι ήταν στρωμένο στον οντά, ένα ξύλινο δωμάτιο με ξύλινη σκάλα, μέσα στο δωμάτιο της κουζίνας. Όλη μέρα ξαναγέμιζε το τραπέζι με φαγητά, προς ευχαρίστηση των παιδιών. «Πιταράκια» διαφόρων ειδών, δηλαδή πιτουλες με χόρτα ή με τυρί, κρέας, ψωμί ζυμωτό, φρούτα, τυριά, από όλα. Κόσμος μπαινόβγαινε, όμως η παρέα των παιδιών δεν έλεγε να φύγει.
Είχε πια βραδιάσει, όταν η Ευγενία έντρομη θυμήθηκε ότι έπρεπε να γυρίσουν στο χωριό. Ξεκίνησαν αμίλητοι, σε όλο το δρόμο ήταν όλοι αμίλητοι, γιατί όλοι ήξεραν πόσο αυστηρός ήταν ο μπαμπάς της Ευγενίας, για να το πούμε κατ’ ευφημισμό… Ο άνθρωπος ο κακός, ο χειριστικός, είναι ανέντιμος. Όχι μόνο δεν δίνει δεκάρα για την ευτυχία της συντρόφου του, την προτιμά δυστυχή και κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να είναι! Έτσι διασφαλίζει ότι θα διαιωνίζεται η εξουσία του πάνω της, η εξουσία που με τρόπο άρρωστο τον ρυθμίζει συναισθηματικά, τον κάνει να νιώθει κάπως δυνατός, κάπως ικανός, κάπως επαρκής. Δεν χρειάζεται να φτάσει κάποιος μέχρι το ξύλο. Η δουλειά γίνεται και με απλή υπονόμευση της καλής ψυχολογίας του θύματος… Τι δηλαδή έπρεπε να έχει η μητέρα της Ευγενίας για να αξίζει; Και όμορφη ήταν και προίκα είχε και νοικοκυρά ήταν και τίποτα δεν της έλειπε. Είχε πάει και στο γυμνάσιο, αλλά ο αυστηρός πατέρας της αποφάσισε να σταματήσει γιατί φοβόταν πως όσες πάνε εκεί μπορεί να πάρουν τον κακό δρόμο. Ήταν ανήθικο να έχεις αυτοπεποίθηση!!! Έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνεις καταθλιπτική και ταπεινωμένη. Αλλά ακόμα και ένας τύραννος ήταν καλύτερη τύχη από την τύχη της γεροντοκόρης, που αν δεν είχε μεγάλες ψυχικές αντοχές, δεν θα το αντέχε να είναι το μίασμα του χωριού. Δεν είναι εύκολο όταν όλοι σε περιγελούν και σε περιφρονούν να κατορθώσεις να παραμείνεις στο ύψος σου…
Η Αθηνά πήγε στο σπίτι της, ενώ ευχόταν καλή τύχη στη φίλη της. Ήταν και οι δικοί της γονείς αυστηροί φυσικά, όμως όχι βίαιοι, τουλάχιστον συνειδητά. Η βία που ασκούσαν ήταν να μεταδίδουν στα παιδιά το δικό τους άγχος και τη δική τους θλίψη και αγωνία, για την επιβίωση, για τη γνώμη του κόσμου, για το αν είναι αρκετά καλοί χριστιανοί, αρκετά καλοί άνθρωποι. Αν με ρωτάς, είναι άδικο να ανησυχουν τόσο πολύ οι έντιμοι για το αν είναι σωστοί. Δεν φτάνει που ήταν τίμιοι, δεν φτάνει που ήταν φτωχοί, έπρεπε να νιώθουν δηλαδή και τύψεις μήπως δεν ήταν αρκετά φτωχοί και αρκετά δυστυχείς; Όπιο για το μη προνομιούχο τμήμα του πληθυσμού, που όσο σκληρά και να μοχθούσε δεν είχε κανένα μα κανένα δικαίωμα. Και ποιος έχει δικαίωμα, θα μου πεις… Τα δικαιώματα δεν τα έχεις, ακόμα και αν νομίζεις ότι πρέπει να τα έχεις. Αυτό που πιστεύεις ότι σου ανήκει, δεν σου ανήκει αν δεν το πάρεις με κάποιο τρόπο. Αν δεν το πάρεις σου ανήκει μόνο στη σφαίρα της φαντασίας σου και των επιθυμιών σου… Όταν μπήκε στο σπίτι η Ευγενία η μητέρα της ήταν μόνη. Πανικοβλήθηκε. Σκέφτηκε την αντίδραση του κυρίου Γιώργου που θα ερχόταν από λεπτό σε λεπτό. Πάνω στον πανικό της δεν σκέφτηκε ότι ο άντρας της δεν ήταν ανάγκη να μάθει ότι η μικρή είχε αργήσει. Αν δεν του το έλεγαν δεν υπήρχε τρόπος να το μάθει. Ήταν τόσο κλειστός χαρακτήρας, δεν μιλούσε σε κανένα. Πανικόβλητη ξέσπασε πάνω στην άμοιρη Ευγενία. Τη χτύπησε τόσο ανελέητα, όσο χτυπούσε την ίδια ο κύριος Γιώργος. Δεν είχε προσέξει τον τύραννο που γύρισε σπίτι και έβλεπε τη σκηνή αμίλητος. Μόλις τελείωσε ο ξυλοδαρμός, ξεκίνησε δεύτερος. Αυτή τη φορά το ξύλο το έφαγε η μητέρα.
Το επόμενο πρωί στο δράμα για το σχολείο η Αθήνα πρόσεξε ότι η φίλη της ήταν χτυπημένη.
– Αυτή τη φορά με χτύπησε η μαμά μου, όχι ο μπαμπάς μου…
Και η Αθηνά έμεινε να αναρωτιέται αν ήταν όντως έτσι τα πράγματα ή μάλλον την είχαν χτυπήσει και οι δυο… Πρώτα η μαμά και μετά το είπε στο μπαμπά και τη χτύπησε και αυτός. Όμως αλίμονο, η αλήθεια ήταν ακόμα χειρότερη…
Η μητέρα είναι μια ιδέα. Υποτίθεται ότι είναι η ενσάρκωση της άνευ όρων αγάπης και στοργής, είναι αυτή που νοιάζεται και προστατεύει τα παιδιά της. Ανακάλυψα την Αμερική. Υπάρχει μια λεπτομέρεια, αλλά σημαντική λεπτομέρεια. Οι ψυχές των παιδιών πονούν και υποφέρουν, γιατί οι καλές μαμάδες μισούν τους μπαμπάδες. Έτσι γίνεται στις καλές οικογένειες. Είτε είναι κακοί οι μπαμπάδες, είτε δεν είναι, είναι πάντα κακοί γιατί το πλαίσιο του γάμου και της οικογένειας είναι ένα πλαίσιο που κάνει δυστυχισμένες τις γυναίκες έτσι και αλλιώς. Για τις κακές οικογένειες και τις κακές γυναίκες, δεν ξέρω.