“Eίτε η ρύθμιση κινδυνεύει να παραμείνει ανεφάρμοστη, είτε να εφαρμοστεί με τέτοιο τρόπο που να θίγει το δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμών μας”
Την έντονη αντίθεση τους για την απόφαση της κυβέρνησης να αποκλείσει το κόμμα Κασιδιάρη δια μέσω του Αρείου Πάγου, εκφράζουν, οι Καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Ιφιγένεια Καμτσίδου και Κώστας Χρυσόγονος.
Μιλώντας στο ethnos.gr η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Ιφιγένεια Καμτσίδου σημειώνει «η ρύθμιση αυτή γεννά επιφυλάξεις και προβληματισμούς αφενός διότι προκειμένου να διαπιστωθεί ποια είναι η πραγματική ηγεσία του κόμματος, ένα κρατικό όργανο όπως είναι ο Άρειος Πάγος θα πρέπει να διεισδύσει στην εσωκομματική ζωή. Αφετέρου επειδή τόσο η προθεσμία όσο και η διαδικασία καθιστούν πρακτικά ανέφικτη τη συλλογή αξιόπιστων αποδείξεων σχετικά με την συνδρομή αυτή της προϋπόθεσης. Επομένως είτε η ρύθμιση κινδυνεύει να παραμείνει ανεφάρμοστη, είτε να εφαρμοστεί με τέτοιο τρόπο που να θίγει το δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμών μας».
Σχολιάζοντας την συμπαράταξη του πρώην ανώτατου δικαστικού Αναστάσιου Κανελλόπουλου με τον νεοναζιστικό κόμμα της χώρας επισημαίνει την ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη προκειμένου να μην διεισδύουν στο Σώμα της πρόσωπα τα οποία εμφορούνται από αντιδημοκρατική ιδεολογία που είναι εχθροί της δημοκρατίας».
Σε κάθε περίπτωση, η κ. Καμτσίδου εκτιμά ότι θα είναι εξαιρετικά δυσμενής εξέλιξη αν οι νεοναζί κατορθώσουν να ξαναμπούν στη Βουλή.
Την λύση, όπως λέει, πρέπει να την δώσουν οι πολίτες. «Αυτοί είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να θέτουν στο πολιτικό περιθώριο τα αντιδημοκρατικά κόμματα, τα κόμματα που είναι εχθροί του πολιτεύματός μας. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου θα πρέπει να εξαντλείται σε προϋποθέσεις διαδικαστικής νομιμότητας».
Την ίδια ώρα η κ. Καμτσίδου τονίζει ότι η κίνηση της κυβέρνησης να καταθέσει τροπολογία και με διαδικασία εξπρές συζήτηση αυτής, να βάλει μπλόκο στο κόμμα Κασιδιάρη είναι «αδιανόητη». «Δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει πρόσθετη νομική παρέμβαση. Η Βουλή κλείνει σε λίγες μέρες. Η ρύθμιση αυτή έχει υιοθετηθεί πριν δύο μήνες. Τι άλλαξε μέσα σε δύο μήνες για να χρειαζόμαστε νέο νόμο;
Ατυχή χαρακτηρίζει στην ίδια ιστοσελίδα την ανάθεση στο Α’ τμήμα του Αρείου Πάγου της αρμοδιότητας να αποφαίνεται για την αποδοχή ή μη των δηλώσεων συνδυασμών κομμάτων και υποψηφίων για τις βουλευτικές εκλογές, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κώστας Χρυσόγονος.
Θα ήταν προτιμότερο, όπως λέει, η αρμοδιότητα αυτή να ανατεθεί στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος με τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών όχι μόνο από τον Άρειο Πάγο αλλά και από το ΣτΕ και το Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς και καθηγητών Νομικής στη διευρυμένη σύνθεσή του.
Ο καθηγητής του ΑΠΘ κάνει ένα βήμα παραπέρα, σημειώνοντας ότι η σχέση του Αρείου Πάγου και των μελών του με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελεί ένα διαχρονικά ανοιχτό ζήτημα. Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Χρυσόγονος παραθέτει μια σειρά από ιστορικά γεγονότα και περιστατικά:
«Μπορεί να θυμηθεί κανείς ότι ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας ανέλαβε την πρωθυπουργία στην πρώτη κυβέρνηση της Χούντας των Συνταγματαρχών στις 21/4/1967, ενώ μέλη της («υπουργοί») ήταν οι Αρεοπαγίτες Λεωνίδας Ροζάκης, Κωνσταντίνος Καλαμποκιάς, Νικόλαος Οικονομόπουλος και Δημήτριος Οικονομόπουλος, όπως και ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Τσαρούχης.
Επίσης ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θεράπος ανέλαβε το υπουργείο Δημόσιας Τάξης στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη και παρέμεινε στη θέση αυτή κατά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973
Από τα πεπραγμένα του ανώτατου δικαστηρίου στην περίοδο της μεταπολίτευσης ξεχωρίζει η κρίση της Ολομέλειας του ότι οι διατάξεις του αντιρατσιστικού νόμου (927/1979) πρέπει να ερμηνεύονται σταλτικά και αυστηρά, ενόψει των άρθρων 14 παράγραφος 1, και 16 παραγραφος1 του Συντάγματος και 10 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατά τρόπο ώστε να θεωρείται ότι «ερμηνεύει και αξιολογεί τα ιστορικά γεγονότα» συγγραφέας ο οποίος υποστήριξε ότι «ο Χίτλερ κατηγορήθη για κάτι που αληθώς δεν συνέβη…. το παραμύθι του Άουσβιτς», ενώ διακήρυσσε «καταφρονώ τους Εβραίους, που θεωρώ υπανθρώπους» (A.P. 3/2010).
Σε άλλη περίπτωση, οι εκφράσεις «νεοναζιστής» και «υποστηρικτής της “Χρυσής Αυγής” που χρησιμοποίησε δημοσιογράφος σε βάρος εκπαιδευτικού της μέσης εκπαίδευσης ο οποίος καλούσε τους πολίτες διαδικτυακά να υπερψηφίσουν το συγκεκριμένο κόμμα θεωρήθηκαν από τον Άρειο Πάγο ότι συνιστούσαν συκοφαντική δυσφήμιση (ΑΠ.686/2017).
Η συνέπεια ήταν να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης του καταδικασθέντος δημοσιογράφου (απόφαση 5/11/2020, υπόθεση Μπαλάσκα).
Η ανάληψη από πρώην αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου της προεδρίας κόμματος στο οποίο θα μετάσχουν ως υποψήφιοι ο κ. Ηλίας Κασιδιάρης και άλλοι ομόφρονές του μπορεί να αναγνωστεί υπό το φως των ανωτέρων γεγονότων».
Τι προβλέπει ο νόμος
Ο νόμος όπως ισχύει σήμερα απαγορεύει τη συγκρότηση συνδυασμών σε κόμματα τα οποία ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, ο νόμιμος εκπρόσωπος, η εκτελεστική επιτροπή ή η πραγματική ηγεσία ή υποψήφιοι βουλευτές έχουν καταδικαστεί για αδικήματα που στρέφονται κατά της πολιτειακής εξουσία, των πολιτειακών οργάνων ή της διεθνούς θέσης της χώρας. Επίσης απαγορεύεται η ανακήρυξη συνδυασμών αν τις παραπάνω θέσεις κατέχουν πρόσωπα τα οποία έχουν καταδικαστεί για τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης ή της διάπραξης τρομοκρατικών πράξεων.