του Σωκράτη Βαρδάκη*
Τα χρόνια της κρίσης (2010-2014) και των μνημονίων, που οδήγησαν σε κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και ισοπέδωση της κοινωνίας, πιστεύαμε ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Δυστυχώς διαψευστήκαμε.
Όσο και αν ο ΣΥΡΙΖΑ, την περίοδο 2015-2019, κατάφερε μέσα από σκληρό αγώνα να ανατρέψει, κυρίως στο εργασιακό γίγνεσθαι, τις λανθασμένες πολιτικές του παρελθόντος, οι οποίες σημειωτέον ισοπέδωσαν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και αύξησαν την ανεργία, την φτώχεια και τις κοινωνικές ανισότητες, οι εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 και η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, σηματοδότησαν την γενικευμένη ισοπέδωση που θα υφίσταντο για ακόμα μια φορά, οι εργαζόμενοι.
Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, η επαναφορά των οποίων θεσμοθετήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και με τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούσαν ξανά μετά από χρόνια υποβάθμισης της θέσης τους, να διεκδικούν και να πετυχαίνουν καλύτερους μισθούς και καλύτερους όρους εργασίας, υποβαθμίστηκαν πάλι, εν μία νυκτί από την ΝΔ, μετατρέποντας τους εργαζόμενους έρμαια της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Η Κυβέρνηση, που με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου το 2012, κατακρεούργησε τον κατώτατο μισθό κατά 22%, ενώ ειδικά για τους νέους κάτω των 25 ετών η περικοπή ήταν 32%, διαμορφώνοντας τον απαράδεκτο υποκατώτατο μισθό, σήμερα κάνει λόγο για επιβεβλημένη αύξηση του κατώτατου μισθού, διατυμπανίζοντας ότι δήθεν ενδιαφέρεται για τον κόσμο της εργασίας.
Η Κυβέρνηση που απορρύθμισε τις εργασιακές σχέσεις, θεωρώντας αυτά τα μέτρα ως καίριες δομικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να διατηρηθούν, τις συλλογικές συμβάσεις, ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ, απαραίτητη την υπερίσχυση των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων, έναντι των κλαδικών, το 8ωρο και τη σταθερή εργασία ξεπερασμένα μοντέλα, προχωρά σε αύξηση του κατώτατου μισθού, από την 1η Απριλίου.
Μόνο ψηφοθηρική τακτική και προεκλογικό τέχνασμα μπορεί, συνεπώς, να χαρακτηριστεί η αύξηση του κατώτατου μισθού, τη δεδομένη στιγμή από την Κυβέρνηση. Πράγματι, αν αναλογιστεί κανείς τη συγκυρία που επιλέγει ο Πρωθυπουργός της χώρας να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια, πρώτον, μια ανάσα πριν τις εκλογές και δεύτερον, υπό το βάρος της τραγωδίας των Τεμπών, μπορεί να αντιληφθεί την υποκρισία του.
Παράλληλα, πρόκειται για τον απόλυτο εμπαιγμό απέναντι στον κόσμο της εργασίας, αφού έρχεται καθυστερημένα, καθώς το κόστος ζωής έχει αυξηθεί δραματικά για την ελληνική οικογένεια, ήδη από το καλοκαίρι του 2021, με την κατακόρυφη άνοδο των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, των καυσίμων, των ειδών πρώτης ανάγκης και υπηρεσιών, την ώρα που ο πληθωρισμός στα τρόφιμα, διατηρείται σταθερά στο 14,3% και η αγοραστική δύναμη του μισθού έχει μειωθεί αισθητά, με τις ανάγκες των εργαζομένων να είναι ιδιαιτέρως αυξημένες εδώ και μεγάλο διάστημα. Εβδομήντα ευρώ φόρο θα κληθεί να πληρώσει για πρώτη φορά, μετά από μια δεκαετία ο άγαμος εργαζόμενος χωρίς τέκνα, γεγονός που μειώνει την αύξηση κατά περίπου 5 ευρώ το μήνα.
Η οικονομία δεν έχει αναπτύξει δυναμική, όπως θέλει να ισχυρίζεται η Κυβέρνηση. Η δε ανεργία αυξάνεται αντί να μειώνεται, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, όσο και αν η Κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι δημιούργησε σταθερότητα, σοβαρότητα και θετικό κλίμα στην οικονομία.
Είναι λοιπόν κοροϊδία, ο κ. Χατζηδάκης, ο Υπουργός που διέλυσε τις εργασιακές σχέσεις, καταλύοντας κάθε έννοια δικαίου, να μιλάει για επιβεβλημένη αύξηση του κατώτατου μισθού, προχωρώντας σε αύξηση μόλις 9%, την ώρα μάλιστα, που σε συνθήκες σκληρής δημοσιονομικής επιτροπείας η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε τον υποκατώτατο μισθό, αυξάνοντας κατά 11% τον κατώτατο.
Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ωφεληθεί μόλις το 20%, περίπου 580.000-600.000 εργαζόμενοι, του ιδιωτικού τομέα και όχι του δημοσίου. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση οι αποδοχές των χαμηλόμισθων, σε καμία περίπτωση δεν θα βελτιωθούν αισθητά, αφού η κυβέρνηση επιλέγει να κρατά παγωμένες τις τριετίες, μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από το 10%. Καμία αύξηση δεν θα δουν φυσικά ούτε οι εργαζόμενοι με συμβάσεις έργου (μπλοκάκια), που αν και έχουν όλα τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας, αμείβονται με μισθούς πείνας. Ολόκληροι κλάδοι, π.χ. καλλιτέχνες και εργαζόμενοι στον πολιτισμό, μένουν πρακτικά εκτός αυξήσεων.
Η Κυβέρνηση μάλιστα αυτοαναιρείται όταν από την μια ισχυρίζεται ότι από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ευνοηθούν οι εργαζόμενοι στον τουρισμό, από την άλλη εκδίδει υπουργική απόφαση για την εισαγωγή δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων στις αντίστοιχες ειδικότητες, από Τρίτες Χώρες, με σαφή πρόθεση να παρακάμψει την κλαδική συλλογική σύμβαση και να οξύνει τις εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών εργαζομένων.
Αν δεν αναγνωρίζονται οι ουσιαστικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας, αν δεν διασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωση των εργαζομένων και των οικογενειών τους, αλλά διευρύνονται οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, συρρικνώνεται το κοινωνικό κράτος, απαξιώνονται τα δημόσια αγαθά και αν η ανάπτυξη δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας, τότε σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για αναπτυξιακή πορεία στη χώρα μας.
Η συνταγή της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι δοκιμασμένη και αποτυχημένη.
Οι εργαζόμενοι ήταν αυτοί που υπέφεραν περισσότερο στα χρόνια της κρίσης, που βίωσαν την ανεργία, την επισφάλεια και την εργοδοτική ασυδοσία. Είναι αυτοί που επλήγησαν κατά την πανδημία, που βάλλονται από τις υπέρογκες αυξήσεις και των πληθωρισμό, κυρίως λόγω και των ανεπαρκών μέτρων στήριξης από την Κυβέρνηση. Σε αυτούς, λοιπόν, οφείλουμε να ρίξουμε το βάρος, δημιουργώντας καλύτερες προοπτικές για την απασχόληση και την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει δεσμευτεί για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ, ετήσια τιμαριθμική αναπροσαρμογή αυτού, ανάλογα με τον πληθωρισμό, το ξεπάγωμα των τριετιών, κυρίως όμως, όπως έπραξε την τετραετία 2015-2019, με σεβασμό απέναντι στον κόσμο της εργασίας, επιδιώκει την δημιουργία των κατάλληλων και αξιοπρεπών εργασιακών συνθηκών.
Η επιστροφή της εργασιακής κανονικότητας, που μόνο θετική επίδραση στην ζωή των πολιτών και στην ανάκτηση των δικαιωμάτων τους θα έχει, είναι αδιαπραγμάτευτη για τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
* Ο Σωκράτης Βαρδάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Ηρακλείου