Η εμπειρία ενός μεγάλου, πολύνεκρου δυστυχήματος, μιας φυσικής καταστροφής ή μιας τρομοκρατικής ενέργειας που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο, ή που επέφερε το θάνατο άλλων, αφήνει το αποτύπωμά της στον ψυχισμό όσων βίωσαν το τραυματικό γεγονός. Μια τέτοια εμπειρία (near death experience), εκθέτει τους επιβιώσαντες σε πολύ στρεσογόνες καταστάσεις και επιφέρει εναλλασσόμενα αισθήματα θλίψης, άγχους, θυμού και μια αίσθηση απειλής, που ενδέχεται να οδηγήσουν αργότερα σε παθολογικά συμπτώματα, όπως αυτά της διαταραχής μετατραυματικού στρες. Από την πλευρά τους, οι συγγενείς των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους, έχουν αυξημένες πιθανότητες να περιέλθουν σε κατάσταση επιπλεγμένου πένθους, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο το πένθος της ξαφνικής απώλειας, αλλά και τον θυμό για ό,τι και όπως συνέβη, ενώ είναι υποχρεωμένοι να υποστούν και τη βάσανο της αναγνώρισης των νεκρών συγγενών τους.
Μιλώντας στο iatronet.gr με αφορμή την πολύνεκρη τραγωδία των Τεμπών, ο ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής, μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου των Ψυχιάτρων Μ. Βρετανίας, Θεόδωρος Μπαργιώτας (φωτογραφία), αναλύει τα ευρήματα μελετών από τη διεθνή βιβλιογραφία.
“Για όσους επέζησαν από παρόμοια σιδηροδρομικά δυστυχήματα, η βιβλιογραφία αναφέρει ότι γενικά όσο πιο κοντά ήσουν στα πρώτα βαγόνια και ήρθες σε επαφή με αυτά που συνέβησαν, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να αναπτύξεις παθολογικές μορφές αντίδρασης στο στρες αργότερα, όπως η λεγόμενη διαταραχή μετατραυματικού στρες”, αναφέρει εισαγωγικά, προσθέτοντας πως οι επιβάτες των πίσω βαγονιών είχαν κατά μέσο όρο μικρότερη επιβάρυνση.
Οι διαδοχικές φάσεις
Στην πρώτη φάση, την στιγμή του συμβάντος, ο επιβάτης βιώνει αίσθημα απώλειας ελέγχου, προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί και δίνει αγώνα επιβίωσης. “Πολλοί επιζήσαντες σε μελέτες περιγράφουν αυτόν τον λεγόμενο αγώνα επιβίωσης ως ιδιαίτερα τραυματικό. Συχνά έχουν σκόρπιες αναμνήσεις από αυτήν την φάση για πολλά χρόνια”, επισημαίνει ο κ. Μπαργιώτας και προσθέτει πως σε αυτή την κατάσταση λειτουργεί ανακουφιστικά η βοήθεια στους άλλους. “Υπάρχουν ανάλογες εμπειρίες από επιζήσαντες και σε τρομοκρατικές επιθέσεις. Περιγράφουν αργότερα ως λυτρωτικό και βοηθητικό το ότι με το που σηκώθηκαν άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους πώς μπορούν να βοηθήσουν έναν ηλικιωμένο, ή κάποιον συνάνθρωπο που έχει χτυπήσει ή έχει εγκλωβιστεί”.
Στην επόμενη φάση, τις πρώτες ώρες ή και μέρες από τη διάσωση, ο άνθρωπος συχνά αναφέρει ένα συναισθηματικό μούδιασμα. Δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται, τι μέρα είναι, και έχει παροδική αμνησία, γεγονός που ενέχει και μια μορφή προστασίας του ψυχισμού, έναν αμυντικό μηχανισμό που καταστέλλει προσωρινά την ανάκληση τραυματικών εμπειριών. “Σε αυτό το διάστημα μπορεί κάποιος να διακατέχεται από έντονα και εναλλασσόμενα αισθήματα θλίψης, άγχους, θυμού και μια αίσθηση απειλής”, παρατηρεί ο ψυχίατρος και υποστηρίζει ότι σε αυτή τη φάση καλύτερο είναι να μην λαμβάνονται από τις Αρχές λεπτομερείς καταθέσεις, λόγω του συναισθηματικού μουδιάσματος.
Τις επόμενες μέρες, ο διασωθείς μπορεί να παρουσιάσει αυξημένο θυμό, παραίτηση ή άγχος, να είναι πιο ευερέθιστος ή και να καταφύγει στο αλκοόλ.
Διαταραχή μετατραυματικού στρες
Σε ένα ποσοστό των διασωθέντων, αυτές τις αντιδράσεις των πρώτων ημερών, ενδέχεται να διαδεχτούν παθολογικές μορφές απόκρισης στο στρες, όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες. (Post Traumatic Stress Disorder- PTSD) Αυτές μπορεί να εμφανιστούν από μέρες ή εβδομάδες ως και έξι ή παραπάνω μήνες μετά από το τραυματικό γεγονός, ενώ είναι πιθανό να διαρκέσουν για χρόνια.
“Είναι στην πραγματικότητα μια δυσκολία του ψυχισμού να επανασυγκροτήσει και να καταχωρήσει με ολοκληρωμένο τρόπο μια τέτοια εμπειρία, που ήταν απειλητική είτε για τη ζωή του είτε τη λειτουργικότητά του”, εξηγεί ο κ. Μπαργιώτας και προσθέτει: «Επειδή ο εγκέφαλος αδυνατεί να διαχειριστεί το μέγεθος του σοκ και του στρες, αρχίζει να διαταράσσεται ο τρόπος με τον οποίο το θυμάται και το ανακαλεί.
Τα συμπτώματα της διαταραχής από την συναισθηματική σφαίρα είναι η υπερδιεγερσιμότητα και επαγρύπνηση, η ευαισθησία απέναντι σε συγκεκριμένα ερεθίσματα και η αποφυγή τους, οι δυσκολίες στον ύπνο, εφιάλτες σχετιζόμενοι με το συμβάν, ελαττωμένη συγκέντρωση.
“Αισθητηριακά ερεθίσματα, όπως εικόνες, μυρωδιές, ήχοι που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός του προκαλούν αυξημένο άγχος κάθε φορά που εκτίθεται σε αυτά. Για παράδειγμα, κάθε φορά που βρίσκεται κοντά σε τρένο ή σιδηροδρομική διάβαση, που ακούει τρένο να φρενάρει, που μυρίζει καπνό τρένου ή που ακούει έναν ήχο παρόμοιο με την ώρα του δυστυχήματος ή λίγο πριν από αυτό”, εξηγεί και προσθέτει: Για πολύ καιρό, μπορεί να επανέρχονται παρά τη θέλησή μας σκόρπιες αναμνήσεις του γεγονότος ως flashbacks, δηλαδή μιας τρόπον τινά επαναβίωσης της εμπειρίας, ή ως πολύ έντονες εικόνες και σκέψεις. Επίσης, συχνά οι εμπειρίες επανέρχονται ως εφιάλτες κατά τον ύπνο”.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα παραπάνω συνοδεύονται και από καταθλιπτικά συμπτώματα, όπως η συνεχής θλίψη, η δυσκολία στην εργασία και η έλλειψη ενδιαφέροντος για ασχολίες και χόμπι και μια απώλεια της λειτουργικότητας του προσώπου.
Η ενοχή επιβιώσαντος
Οι επιβιώσαντες από μεγάλα δυστυχήματα ή καταστροφές, όπως πολύνεκρα δυστυχήματα, καταστροφές τύπου τσουνάμι, σεισμούς, πυρκαγιές κλπ, αναφέρουν στις συνεντεύξεις τους στο πλαίσιο επιστημονικών μελετών πως έχουν αισθήματα ευγνωμοσύνης που τους δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία ζωής. Δεν είναι σπάνιο, ωστόσο να βιώνουν και αισθήματα ενοχής που δεν πέθαναν, όπως άλλοι στο ίδιο ατύχημα. “Η λεγόμενη ενοχή επιβιώσαντος έχει περιγραφεί στη βιβλιογραφία: Γιατί εγώ επέζησα ενώ ο άλλος δίπλα μου πέθανε; Είμαι άξιος εγώ που επέζησα;”, σημειώνει ο κ. Μπαργιώτας και προσθέτει: “συχνά αργότερα, ιδίως όταν τα πράγματα στη ζωή τους πάνε στραβά, κάποιοι μπορεί να αναφέρουν ότι εγώ ζούσα για χρόνια με το βάρος και την ενοχή ότι «επέζησα, ενώ ο συμφοιτητής μου στο ίδιο βαγόνι όχι”.