Η τελετή του αγιασμού των υδάτων στο Ηράκλειο άρχισε να γίνεται, επίσημα τουλάχιστο, με την άδεια των αρχών, λίγο μετά το τέλος της επανάστασης του 1821. Η Κρήτη παρέμεινε υπό τον τουρκικό ζυγό, όπως αποφάσισαν οι μεγάλες δυνάμεις και το 1830 πωλήθηκε στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, που ήταν υποτελής στο σουλτάνο. Ο Μεχμέτ Αλή όρισε ένα πιστό υπήκοο της υψηλής πύλης διοικητή του νησιού, τον επίσης Αιγύπτιο Μουσταφά Ναϊλή πασά, τον επονομαζόμενο Γκιριτλή, Κρητικό δηλαδή, εξαιτίας της πολύχρονης παραμονής του στην Κρήτη. Ο Μουσταφά βρισκόταν ήδη στο νησί από τα προηγούμενα πολεμώντας με τις οθωμανικές δυνάμεις.
Διαμαρτυρία των χριστιανών
Σ’ εκείνη την πρώτη εκδήλωση του 1831 φαίνεται ότι οι χριστιανοί βρήκαν την ευκαιρία να διαμαρτυρηθούν, με κάποιο τρόπο, κατά της τουρκοκρατίας, με συνέπεια να μην γίνει άλλη τελετή μέχρι το 1846. Τότε, όταν και πάλι ο Μουσταφά πασάς ήταν διοικητής, έδωσε άδεια εορτασμού, αφού χρειάστηκε να πληρωθούν 48.000 γρόσια προκειμένου να εκδοθεί το αυτοκρατορικό διάταγμα που έδινε την άδεια για την τελετή. Στον δεύτερο εορτασμό μητροπολίτης Κρήτης ήταν ο Χρύσανθος ο Λέσβιος. που βρισκόταν στα Σφακιά εκείνες τις ημέρες. Τοποτηρητής του θρόνου της Εκκλησίας της Κρήτης ήταν ο Ιεροσητείας Ιλαρίων Κατσούλης, από τα Μάλια, που μόλις είχε ανακηρυχθεί, ο οποίος και τέλεσε τον αγιασμό. Αυτή η δεύτερη τελετή έγινε στο ενετικό λιμάνι, όπου γίνεται και σήμερα. Μάλιστα ο μεγάλος τουρκολόγος Νικόλαος Σταυρινίδης, που μας παρέχει τις πληροφορίες στηριζόμενος κυρίως στις σημειώσεις του Στέφανου Νικολαΐδη, αναφέρει ότι κατά τη μαρτυρία του ιερέα Τίτου Φακιολάκη, τα 48.000 γρόσια πλήρωσε αρχικά με τη μορφή δανεισμού προς τον Ιλαρίωνα ο ίδιος ο πασάς. Στη συνέχεια χάρισε το ποσό, εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα του Ιλαρίωνα.
Τις πληροφορίες για τις πρώτες τελετές αγιασμού των υδάτων διέσωσε στα σημειώματά του, που στην ουσία είναι μια μορφή ημερολογίου με σημαντικές πληροφορίες για την εποχή, ο Καστρινός Στέφανος Νικολαΐδης και τις συμπεριέλαβε σε άρθρο του στα «Νέα Χρονικά» στις 7 Ιανουαρίου 1946 ο Νικόλαος Σταυρινίδης. Ο ίδιος ο Νικολαΐδης, όπως αναφέρει στα σημειώματά του, στο γιορτασμό του 1846 είχε σημαντική συνεισφορά, έχοντας την πρωτοβουλία για την τελετή και το ρόλο του τελετάρχη για την αναβίωση του αγιασμού.
Το πρώτο ρεπορτάζ για τα Θεοφάνεια, το 1881
Το πρώτο ρεπορτάζ για την τελετή του αγιασμού των υδάτων στο Ηράκλειο το έχουμε από την εφημερίδα «Μίνως», την πρώτη που εκδόθηκε στην πόλη. Αναφέρεται στην τελετή του 1881, στην οποία μάλιστα συμμετείχε ως τιμητική συνοδεία του στρατού τμήμα του αυτοκρατορικού οθωμανικού στρατού.
Σ’ εκείνη την τελετή μητροπολίτης ήταν ο Μελέτιος Καβάσιλας, από την Κάλυμνο, ενώ είχε λάβει μέρος ο μετέπειτα μητροπολίτης και τότε επίσκοπος Χερρονήσου Τιμόθεος Καστρινογιαννάκης μαζί με τον αδελφό του αρχιμανδρίτη, ακόμη, Διονύσιο, αργότερα επίσκοπο Χερρονήσου.
Όπως σημείωνε η εφημερίδα, μόλις ο Μελέτιος έριξε το σταυρό στο ενετικό λιμάνι, τον τράβηξε ώστε να αποφευχθούν διαπληκτισμοί από τους κολυμβητές που έπεφταν για να τον πιάσουν. Προφανώς ήταν συχνό το φαινόμενο να τσακώνονται!
Η περήφανη στάση του Διονύσιου Καστρινογιαννάκη
Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και κατά την πομπή από τον Άγιο Μηνά, τον μεγάλο σημερινό ή, μέχρι την κατασκευή του, τον μικρό, προς το λιμάνι για τον αγιασμό των υδάτων ο μητροπολίτης ή ο επίσκοπος που τον αντικαθιστούσε σταματούσε έξω από το διοικητήριο, την έδρα του Οθωμανού δηλαδή διοικητή που ήταν στο σημερινό πάρκο «Θεοτοκόπουλος» και έψαλε δέηση υπέρ του σουλτάνου και των τοπικών αξιωματούχων του, δηλαδή του αρχηγού και των αρχών του κράτους στο οποίο ανήκε η σκλαβωμένη Κρήτη.
Στο περιοδικό των Κρητικών της Αθήνας «Κνωσός», το 1954, ο Θρασύβουλος Μαρκίδης παρουσίασε ένα εκπληκτικό επεισόδιο από τελετή των Θεοφανείων, μετά την επανάσταση του 1889. Πρωταγωνιστής ο θαρραλέος επίσκοπος Χερρονήσου Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, που αντικαθιστούσε στη λειτουργία και τη λιτανεία τον ασθενή αδελφό του, Τιμόθεο, που κατείχε τον μητροπολιτικό θρόνο της Κρήτης. Όταν η πομπή σταμάτησε έξω από το διοικητήριο, ο τότε διοικητής Ηρακλείου δεν έδειξε σεβασμό στην τελετή που γινόταν τόσο για το σουλτάνο όσο και για τον ίδιο. Συνέχισε να κάθεται στην πολυθρόνα του και να καπνίζει το ναργιλέ του. Τότε ο Διονύσιος σταμάτησε τη δέηση και οδήγησε το πλήθος που τον συνόδευε στο λιμάνι για τη ρίψη του σταυρού. Ενώ αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει και το άλογο που από παράδοση πρόσφερε ο διοικητής Ηρακλείου στον μητροπολίτη (την πληροφορία για το δώρο αυτό έχουμε και από το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μίνως» του Ηρακλείου που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια). Η στάση του επισκόπου εξόργισε τον πασά της πόλης, που απείλησε με αντίποινα. Τότε ο Διονύσιος έδωσε μια στάση αντάξια ενός πνευματικού ηγέτη ενός λαού σκλαβωμένου. Απάντησε ότι δεν τον φοβίζουν οι απειλές, ενώ αντίθετα ο πασάς θα έπρεπε να φοβάται γιατί την προσβλητική στάση του κατά τη δέηση υπέρ της υγείας του σουλτάνου. Ο πασάς τρομοκρατήθηκε και αντί αντιποίνων, δικαιολογήθηκε στους χριστιανούς του Μεγάλου Κάστρου ότι δεν σηκώθηκε από την πολυθρόνα του επειδή δεν είχε αντιληφθεί ότι άρχισε ο ντοάς, δηλαδή η δέηση.
Στο σημερινό αφιέρωμα αναδημοσιεύουμε το κείμενο του Νικολάου Σταυρινίδη από τα «Νέα Χρονικά» της 7ης Ιανουαρίου 1946 για τα Θεοφάνεια επί αιγυπτιοκρατίας και τουρκοκρατίας, βασισμένο κυρίως στα σημειώματα του Στέφανου Νικολαΐδη.
Η τελετή της καταδύσεως του Σταυρού στα χρόνια της σκλαβιάς
Μια από τις πλέον επίσημες εορτές της χριστιανικής θρησκείας είναι και η εορτή των Θεοφανείων της 6ης Ιανουαρίου. Στην εορτήν όμως αυτή η Ορθόδοξος Εκκλησία δίδει μεγαλύτερη σημασία και σπουδαιότητα με την μεγαλόπρεπη και επιβλητική τελετή της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού και του αγιασμού των υδάτων.
Και το επίσημο όμως Κράτος δεν μένει αμέτοχο κατά την τελετήν αυτή και βλέπει κανείς με ευχαρίστηση και υπερηφάνεια ότι και αυτό λαμβάνει ενεργόν μέρος με τους επισήμους αντιπροσώπους του, τον στρατόν και τους άλλους εκπροσώπους του, οι οποίοι ακολουθούν και παρίστανται στο πλευρό της Εκκλησίας κατά την επίσημη αυτή εορτή της. Νομίζει κανείς ότι την ημέρα αυτή των Θεοφανείων και της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού, η Πολιτεία, το επίσημον δηλαδή Κράτος, επωφελείται της ευκαιρίας για να ευχαριστήση την Εκκλησία για όσες θυσίες προσέφερεν αυτή και για όσα υπέφερε για την σωτηρία και την επιβίωσι του σκλαβωμένου γένους μας κατά τους μακρούς σκληρούς αγώνες της σκλαβιάς.
“Ιδιαίτερα εδώ στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο) στην πρωτεύουσα άλλοτε της ξακουσμένης Κρήτης, η τελετή αυτή της καταδύσως παίρνει μια εξαιρετική αίγλη και ακτινοβολία με την μεγαλειώδη πομπή των θρησκευτικών λειτουργών, εκπροσώπων του Κράτους, των ψαλτών, του στρατού και του λαού που ακολουθεί. Μας θυμίζει παλαιές εορτές και λιτανείες που γίνονταν εδώ σ’ αυτή τη χιλιόχρονη μεσαιωνική πόλι όπου είχε εκκλησίες υψηλές και παρεκκλήσια τόσα όσα δεν είχε καμμιά άλλη” όπως λέγει και ο ποιητής.
Πολλά μου έχουν διηγηθή με συγκίνηση και λαχτάρα οι γέροι Καστρινοί για την εορτήν αυτή και την τελετή της καταδύσεως, όπως γίνονταν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τον κυπαρισσόκορμο και επιβλητικό Μητροπολίτη Κρήτης Τιμόθεο Καστρινογιάννη που του έστελνε ο Πασάς το άσπρο του άλογο το “ντουά” (ευχή) που ανέπεμπε με την βροντώδη φωνή του στην κάθοδο της λιτανείας, μπροστά στην “Πόρτα του Πασά για το Σουλτάνο”, τους ενόπλους νιζάμιδες τον ψυχικόν ανασασμό που αισθάνονταν οι σκλαβωμένοι χριστιανοί την ημέρα εκείνη και πόσα άλλα ακόμη. Μου έχουν δείξει και χαρακτηριστικές φωτογραφίες της πομπής αυτής που αποθανάτισαν την όμορφη και επιβλητική αυτή εορτή της χριστιανοσύνης.
Από πότε όμως ξαναζωντάνεψε αυτή η παληά τελετή στο Μεγάλο Κάστρο; Και ποιά χρονολογία και επί ημερών τίνος φιλελευθέρου και ανεξιθρήσκου Πασά επετράπη στους χριστιανούς του Κάστρου να εορτάζουν τα Θεοφάνεια τόσο εκφαντικά και την τελετή της καταδύσεως με τόση μεγαλοπρέπεια και παράταξι; Και σε ποιό σημείο της παραλίας ερρίπτετο άραγε ο Σταυρός; Θα προσπαθήσωμε να απαντήσωμε στα ερωτήματα αυτά βασιζόμενοι στις ανέκδοτες πολύτιμες ιστορικές σημειώσεις και ενθυμήσεις που μας άφησε ο αείμνηστος Στέφανος Νικολαΐδης. Μνημονεύοντας όμως τον Στέφανο Νικολαΐδη δεν μπορούμε να παραλείψουμε και ένα ταπεινό λειτουργό του υψίστου, τον φιλογενή και πατριώτη Επίσκοπον Ιερωμένο Σητείας Ιλαρίωνα στον οποίο και οφείλεται κατά μέγα μέρος το ξαναζωντάνεμα αυτό της τελετής της καταδύσεως και η τόνωσι του εθνικού φρονήματος των χριστιανών. Ο Ιλαρίωνας (ως κοσμικός Ιωάννης) ήταν από τα Μάλλια Πεδιάδος από την οικογένεια Κατσούληδων και είχε γεννηθή στα 1808.
Δύο φορές είχε πωληθή ως σκλάβος, μια φορά στα 1821 και την άλλη στα 1828, στον δεύτερον “αρπεντέ” του Αγριολίδη. Και τις δύο φορές αγοράσθηκε από το ανθρωποπάζαρο από ευπόρους Χριστιανούς και στο τέλος αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Στα 1839 μετά τον θάνατον του δραστήριου Οικονόμου του Σιναϊτικού Μετοχίου του Αγίου Ματθαίου Ηρακλείου Μελχισσεδέκ (+3 Ιουνίου 1838) διωρίσθηκε Οικονόμος του Μετοχίου τούτου.
Στα 1846 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας. Οπως μάλιστα μας λέγει στα σημειώματά του ο μακαρίτης Παπά Τίτος Φακιολάκης ο οποίος ήταν πνευματικό ανάστημα του Ιλαρίωνος, ο αφιλοκερδής και αφιλοχρήματος αυτός Ιεράρχης δεν είχε το απαιτούμενο ποσόν των 48 χιλιάδων γροσίων για την έκδοσι του αυτοκρατορικού του Μπερατίου, τα οποία και τα έδωσε ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης Μουσταφά Ναϊλή Πασάς και εν τέλει του τα εδώρησε εκτιμώντας τον άνθρωπον αυτόν.
Η ιστορία όμως της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού είναι συνεφασμένη και με ένα άλλο πρόσωπον. Τον Μητροπολίτην Κρήτης Μελέτιον Νικολετάκην, ο οποίος διετέλεσε Μητροπολίτης κατά τα χρόνια της Αιγυπτιακής κατοχής από τα 1831-1839, οπόταν πάλιν Γενικός Διοικητής Κρήτης ήταν ο Μουσταφά Ναϊλή Πασάς.
Τότε στα 1831 πρώτη φορά επετράπη στους Καστρινούς από τον φιλελεύθερον Μουσταφά Πασά να ρίψουν τον Σταυρόν στη θάλασσα. Και το μέρος όπου ερρίφθη ο Σταυρός ήταν η Τρυπητή. “Συνέβησαν όμως πολλαί αταξίαι”-λέγει ο Στ. Νικολαΐδης και φαίνεται ότι έκτοτε μέχρι του 1846, δεν χορηγήθηκε η σχετική άδεια της τελετής.
Στα 1846 όμως, οπότε Μητροπολίτης Κρήτης ήταν ο Χρύσανθος ο Λέσβιος, τοποτηρητής του δε ο εν τω μεταξύ χειροτονηθείς Επίσκοπος Ιεροσητείας Ιλαρίων Κατσούλης επετράπη πάλιν εις τους χριστιανούς του Κάστρου να ρίψουν τον Σταυρόν στη θάλασσα και μάλιστα αυτή τη φορά στο λιμάνι. Στην κίνησιν αυτή και στην προσπάθεια της επαναλήψεως της τελετής συνέτεινε πάρα πολύ και ο Στέφανος Νικολαΐδης. Μα ας αφήσουμε όμως αυτόν τον ίδιο να μας διηγηθή τα πράγματα όπως έχουν:
“1846-6 Ιανουαρίου ερρίφθη κατά πρώτον ο Σταυρός εις τον λιμένα Ηρακλείου επί Ιλαρίωνος Επισκόπου Ιεροσητείας χειροτονηθέντος. Πρότερον ερρίπτετο εις την Τρυπητήν έξω της Πύλης Λαζαρέτου και προ της τελετής επόριζεν εις Χουδετσανός αξιωματικός Ρώσσος οφικίαλος λεγόμενος.
Εις τα 1831 επί των ημερών Μελετίου Κρήτης πολυπληθής λαός ηκολούθη έφιππος συμποσούμενος εις μέγα πλήθος εκ των επαρχιών και συνέβησαν πολλαί αταξίαι. Υστερον όμως του Μητροπολίτου Χρυσάνθου διατρίβοντος εις Σφακία (;) και επιτροπεύοντος ενταύθα του ανωτέρω Ιεροσητείας εγώ έλαβον την πρωτοβουλίαν της εν τω λιμένι τελετής και δια πολλών μέσων και κόπων συνέτεινα τότε εις αυτό. Επέτυχα το τοιούτον βήμα και οι χριστιανοί εχάρησαν πολύ και με ηυχαρίστησαν”.
“1876-Ιανουαρίου 11, ημέρα Κυριακή, ερρίφθη ο Σταυρός εις το λιμάνι επειδή των Θεοφανείων έβρεχν ακαταπαύστως επί ημέρας τρεις και έγινε το τοιούτον δια πρώτην ήδη φοράν”.
“1880-τη 6η Ιανουαρίου ερρίφθη ο Σταυρός εις τον λιμένα προπορευομένων δύο σημαιών, τούτο ήδη πρώτην φοράν γινόμενον μετ’ άκρας ησυχίας”.
“1882-Ιανουαρίου 10 ερρίφθη ο Σταυρός εις την θάλασσαν ένεκα όπου την 6 ήτον βροχή και χιών κατά μίμησιν του φιλοδόξου Σωφρονίου όστις εδημιούργησεν ατύπως την τοιαύτην αρχήν”.
Αυτή είναι σε σύντομες γραμμές η Ιστορία της τελετής της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού κατά τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς που τόσο τόνωνε και εμψύχωνε τις βασανισμένες ψυχές των σκλαβωμένων χριστιανών της πολύπαθης Κρήτης.
“Νέα Χρονικά”
7/1/1946