«Αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό έχουν χάσει το 40 % της αγοραστικής τους αξίας» αναφέρει ο πρόεδρος της Ένωσης Εργαζόμενων Καταναλωτών Απ. Ραυτόπουλος – «Καθαρά προεκλογικές οι εξαγγελίες» αναφέρει η τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Μ. Ξενογιαννακοπούλου
Ακόμη και στο καλύτερο από τα σενάρια αύξησης του κατώτατου μισθού που προωθεί προεκλογικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη, το συνολικό όφελος για τους εργαζόμενους δεν καλύπτει ούτε τις μισές από τις απώλειες που υπέστησαν από την έκρηξη της ακρίβειας και την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία, όπως εξήγησε στην κρατική τηλεόραση παραθέτοντας αναλυτικά στοιχεία ο πρόεδρος της Ένωσης Εργαζόμενων Καταναλωτών Απόστολος Ραυτόπουλος.
Οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ήδη τον Σεπτέμβριο του 2022 είχαν χάσει το 40% της αγοραστικής τους δύναμης, δύο μισθούς για να καλύψουν το κόστος της ακρίβειας, της ενέργειας, των καυσίμων, όπως εξήγησε,.
Ακόμη και στο καλύτερο σενάριο αύξησης του κατώτατου στο επίπεδο των 760 ευρώ, «μια τέτοια αύξηση θα καλύψει μόνο το 50% του πληθωρισμού. Η αγορά το 2022 έδειξε ότι οι αυξήσεις σε είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης ήταν 40%».
Εξανεμίστηκαν ήδη οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για τον κατώτατο μισθό
«Οι εξαγγελίες περί αύξησης του κατώτατου από την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι «καθαρά προεκλογικές», τόνισε χτες η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου. «Πρόκειται καθαρά για προεκλογική ανακοίνωση η αύξηση του κατώτατου μισθού, αύξηση που είναι καθυστερημένη και μικρή και έχει ήδη εξανεμιστεί» τόνισε χτες η τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Όπως επανέλαβε, η πρόταση και δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ αφορά «αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ και θέσπιση μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό για τους μισθούς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα», μαζί με μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στο 6% και του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
Με συνδυασμό προτάσεων για ικανοποιητική αύξηση του εισοδήματος με παράλληλη όμως μείωση των τιμών των προϊόντων, απαντά ο ΣΥΡΙΖΑ στις κυβερνητικές εξαγγελίες για αύξηση του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο, την οποία θεωρεί ξεκάθαρα προεκλογική. Αντιπροτείνει για το 2023 ο κατώτατος μισθός να φτάσει τα 880 ευρώ ενσωματώνοντας την τιμαριθμική αναπροσαρμογή απαιτώντας παράλληλα μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσης στην κατανάλωση.
Στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν πώς γίνεται προεκλογικό παιχνίδι με την ένδεια που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά, ιδίως όταν το εισόδημά τους βασίζεται στον κατώτατο μισθό. Θεωρούν ότι η αύξηση στην οποία αναφέρεται η κυβέρνηση, παρότι δεν έχει ανακοινωθεί συγκεκριμένο ποσοστό, θα είναι κατά πάσα πιθανότητα μικρότερη από αυτή που δόθηκε το 2022, δηλαδή δεν θα ξεπεράσει το 2 με 3%. Ένα ποσό που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καλύψει την μείωση της αγοραστικής δύναμης που έχει δημιουργήσει η ακρίβεια.
Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε σε τηλεοπτική της συνέντευξη η τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, «πρόκειται καθαρά για προεκλογική ανακοίνωση η αύξηση του κατώτατου μισθού, αύξηση που είναι καθυστερημένη και μικρή και έχει ήδη εξανεμιστεί. Ο κατώτατος μισθός έχει χάσει 19% της αγοραστικής του δύναμης, ενώ από σήμερα, αρχή της χρονιάς, θα υπάρξουν επιπλέον αυξήσεις 20% στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης. Το διπλό πρόβλημα στη χώρα μας είναι η συνεχής αύξηση της ακρίβειας, η μείωση της αγοραστικής δύναμης και οι χαμηλοί μισθοί».
Με βάση αυτά τα δεδομένα ο ΣΥΡΙΖΑ προκρίνει για το 2023 την αύξηση του κατώτερου μισθού στα 880 ευρώ. Ένα ποσό που «περιέχει» τόσο την πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ ώστε ο κατώτερος μισθός να πάει στα 800 με την αντίστοιχη αύξηση στα υπόλοιπα κλιμάκια με την επιπρόσθετη ενίσχυση την κάλυψης του τιμάριθμου, ο οποίος υπολογίζεται σήμερα με βάση έναν πληθωρισμό της τάξης του 10%. Θυμίζουμε ότι την πρόταση αυτή για έναν μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής δημοσιοποίησε για πρώτη φορά ο Αλέξης Τσίπρας κατά την παρουσίαση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ στην Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.
Παράλληλα όμως ο ΣΥΡΙΖΑ τονίζει πως η αύξηση του μισθού πρέπει να είναι η μία πλευρά του σχεδίου αντιμετώπισης της ακρίβειας. Η δεύτερη πρέπει να σχετίζεται με την μείωση του ΦΠΑ και των Ειδικών Φόρων. Ενδεικτικά η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου επισήμανε ότι «πρόταση και δέσμευση μας είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ και η θέσπιση ενός μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό για τους μισθούς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και, ταυτόχρονα, η αναγκαία μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στο 6% και του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, όπως έχουν κάνει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες και πρόσφατα η Ισπανία».
Έχοντας τις προτάσεις αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά θα αποφύγει την αντιπαράθεση στο «μέτωπο» των μισθολογικών αυξήσεων. Αντιθέτως θα επιμείνει στο να βρεθεί το θέμα στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας, εκτιμώντας πως η κυβέρνηση μπορεί να αντιπαρατάξει μόνον επικοινωνιακές κορώνες. Επιπρόσθετα στην Κουμουνδούρου έχουν εδώ και καιρό διαπιστώσει από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων ότι προκύπτει πώς την ακρίβεια οι πολίτες την χρεώνουν όχι απλά στην κυβέρνηση αλλά προσωπικά στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Όπως άλλωστε ανέφερε ο τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ, Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος σε ραδιοφωνική του συνέντευξη «τα ποιοτικά χαρακτηριστικά δείχνουν ότι ένα συντριπτικά μεγάλο μέρος των πολιτών χρεώνουν την ευθύνη της ακρίβειας στη κυβέρνηση, θεωρούν υπεύθυνο τον πρωθυπουργό».