Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ξεκινήσαμε νωρίς και είναι μεσημέρι! Πρέπει να προλάβουμε, μην πάθουμε αυτό που έπαθε ο Δημητρός στο διήγημα «η εκδρομή του Δημητρού» στο ανθολόγιο. Θα πάρω μόνο ένα σακίδιο πλάτης. Σαν το μετανάστη, σαν το νεοσύλλεκτο, που χρειάζεται εκπληκτικά λίγα από τα αγαθά αυτού του κόσμου. Εσείς μπορείτε αν θέλετε να κουβαλάτε βαλίτσες. Τι απέγινε το King Minos; Έχει γίνει σίδερα, απάντησε ο ταξιτζής. Πόση συγκίνηση όταν βρέθηκα στο πλοίο Πειραιάς – Ηράκλειο ξεκινώντας για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές μετά το πρώτο εξάμηνο των σπουδών μου, το πρώτο μεγάλο διάστημα μακριά από την Κρήτη… Η γλώσσα που ήξερα καλά. Υποτίθεται αν μιλήσεις σε ένα κομπιούτερ θα καταγράψει τα λόγια σου σε κείμενο, μπορεί και να τα μεταφράσει… Δεν ξέρει όμως πως κάθε τόπος, κάθε χωριό, έχει τη δική του διάλεκτο. Δυσκολεύεται εκεί το ρομπότ, τα βρήκε μπαστούνια όταν του υπαγόρευαν τα… ξαδερφάκια μου! Φαντάσου τώρα τι έχει να γίνει αν προσπαθήσεις να ελέγξεις ανθρώπους και φυλές που κατοικούν στις αχανείς εκτάσεις της μακρινής Ανατολής… Οι επιχειρήσεις των δυτικών σε αυτές τις περιοχές έχουν αποδείξει ότι όσο καλές προθέσεις και αν υπάρχουν για εκπολιτισμό, εκδημοκρατισμό, δεν υποδουλώνεται ο ελεύθερος. Ας μην σχολιάσουμε και την υποκρισία με τα μαλλιά που έκοβαν οι διασημότητες ως φεμινιστική υποτίθεται δήλωση αυτοπροβολής και υποστήριξης στις γυναίκες των ισλαμιστών…
Τέλειο το πλοίο, μοιάζει σαν τον Τιτανικό! Κολλημένα στα κινητά και στις οθόνες της τηλεκπαίδευσης χρόνια τώρα, τα παιδιά άρχισαν να νομίζουν ότι ζωή είναι μόνο αυτό που βλέπουν στις τηλεοράσεις, στα κομπιούτερ και στα κινητά. Δεν φτάνει που κάποια παιδιά της πόλης μπορεί να μην έχουν δει ποτέ αληθινό αρνάκι, κατσικάκι, γαϊδουράκι… Δεν έχουν δει το εσωτερικό ενός αληθινού πλοίου… Μια φορά ένα παιδί μεταναστών της Γερμανίας είχε δει στον κήπο μας μπάμιες και έλεγε τι ωραία λουλούδια, πως λέγονται; Μοιάζει σαν μικρός ιβίσκος το άνθος της μπάμιας, είναι όντως ωραίο. Πάμε στο εστιατόριο self – service. Ωραία τα φαγητά, φρέσκα και ποιοτικά… Παλιότερα στη γραμμή Κέρκυρα – Πάτρα μου είχαν σερβίρει μια φορά ένα μουσακά που πρέπει να ήταν αρχαιολογικής αξίας. Μου έμεινε αξέχαστος. Όχι, ένα φαγητό θα παραγγείλεις, όχι όλα. Νοσταλγία… Σαν να γύρισε ο χρόνος είκοσι χρόνια πίσω. Εγώ θα πάω στα καταστήματα. Ωραίοι τίτλοι βιβλίων. Όλοι στην οικογένειά μου έχουν σκοτώσει κάποιον. Πηγαίνετε εσείς για ύπνο, εγώ θα μείνω στο σαλόνι. Με τα περιοδικά μου και τα σημειωματάριά μου.
Ξυπνήστε! Πριν αρχίσει να ακούγεται «όσοι από τους κυρίους επιβάτες έχουν πάρει κλειδιά καμπινών, παρακαλούνται να τα επιστρέψουν στη ρεσεψιόν»! Αυτό το έχει πει εδώ και ώρα. Είμαστε στον Πειραιά. Πάμε στο σαλόνι, θέλω να πάμε για πρωινό στο σαλόνι, είναι ακόμα πολύ νωρίς. Στο σαλόνι δεν ήταν σχεδόν κανείς. Φωτογραφίζαμε από τα παράθυρα το λιμάνι, χωρίς βιασύνη, μέχρι που μας υπενθύμισαν ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε…
Πειραιάς – Αθήνα με ταξί. Το κέντρο, όλα απαστράπτοντα, φωταγωγημένα με μια δόση υπερβολής, αναρωτήθηκα αμέσως αν είναι όλα τόσο τέλεια και σε άλλες γειτονιές της πόλης. Ο Λυκαβητός. Ο δρομέας. Κυκλάμινα είναι αυτά ή αλεξανδρινά; Στις λεωφόρους, αμέτρητες αψίδες από πλέγματα φώτων σαν κουρτινάκια, που το βράδυ φωτίζονται μπλε με κίτρινα – πορτοκαλί αστέρια. Φεύγουμε για την πρώτη βόλτα. Μας κοιτάνε αυτοί έτσι όπως παίρνουμε ενθουσιασμένοι φωτογραφίες. Με τι μοιάζουμε; Με τουρίστες; Με αυτό που είμαστε. Επαρχιώτες. Γελάμε. Ιαπωνικό πάρκο. Καινούριο. Έχει ενδιαφέρον. Δέντρα αληθινά κομμένα, μικρά και μεγάλα, πωλούνται. Οι πωλητές – παραγωγοί έχουν στήσει ένα πρόχειρο κουβούκλιο από νάυλον και περνούν υπομονετικά το χρόνο τους καπνίζοντας και πίνοντας καφέ. Με κοιτάνε. Δεν θυμάμαι αν έχω ξαναδεί να πουλάνε δέντρα αληθινά κομμένα. Κολωνάκι! Το έχεις βαρεθεί το Κολωνάκι μια ζωή σπουδές δουλειά, εμένα όμως εκεί μου αρέσει. Θέλω να πάω σε ένα συγκεκριμένο καφέ, που το έχω δει στις διαφημίσεις των περιοδικών. Μετά από αρκετό ψάξιμο το βρήκαμε. Για μένα καπουτσίνο με γεύση λεμόνι. Και μια φωτογραφία στο πιάνο, να φύγει όμως πρώτα το ζευγαράκι που κάθεται δίπλα. Μικρό καφέ σε… παριζιάνικο στιλ. Εις Παρισίους! Πάμε να δει τη Νομική. Στην υπόγεια αυλή δύο άτομα γράφουν ένα πανό. Δεκαεξάχρονος νεκρός από αστυνομικό. Κάποιοι έχουν ποινικό μητρώο πριν ακόμα γεννηθούν. Άλλοι είναι ψυχιατρικά περιστατικά, άλλοι κοινωνικά περιστατικά… Η αντίδραση των άλλων, ακόμα και των σημαντικών άλλων, είναι χειρότερη από το ίδιο το πρόβλημα. Η αρρώστια νικιέται. Το στίγμα όχι. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν είναι ασθενείς, μελαμψοί ή και κακούργοι, είναι άραγε καλά; Δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού; Αν ποτέ σου κολλήσουν μια ρετσινιά, ότι είσαι για παράδειγμα άτυχος, να τους πεις ότι η ζωή είναι σύννεφο και αλλάζει ασταμάτητα. Κοιτάς ένα σύννεφο, λες τι ωραίο, ας το φωτογραφίσω. Και πριν προλάβεις έχει χωριστεί σε δύο σύννεφα και αυτά διαλύονται σε πιο μικρά ώσπου χάνονται εντελώς.
Πάμε τώρα να πάρουμε εισιτήρια για το θέατρο. Μισό λεπτό, εδώ πουλάνε σπανακόπιτα! Επιμένω. Θα δούμε Τα φώτα της πόλης, αλλά αύριο θα πάμε και στη Χάιντι. Στο εκδοτήριο των εισιτηρίων γελάνε. Μα γιατί, είναι μια παράσταση «ΚΑΙ για παιδιά»! Ντυμένοι έτσι, καλά, παρακολουθούμε την παράσταση το βράδυ. Κλαίω με μαύρο δάκρυ… Ευχαριστώ για τη βόλτα, ήταν υπέροχα όλα, όποτε θέλετε κύριε εγώ θα είμαι εδώ… Τυφλή κοπέλα κερδίζει τελικά μετά από πολλά δακρύβρεχτα επεισόδια την καρδιά ενός κυρίου και βλέπει το φώς της κυριολεκτικά. Την επόμενη μέρα η Χάιντι μας εκπλήσσει ευχάριστα. Το παραμύθι ζωντανεύει, το μήνυμα είναι ότι οι φωτεινοί άνθρωποι, που όλοι τους θέλουν γιατί παρέχουν απλόχερα αγάπη, αλήθεια και φως, δεν πρέπει να ξεχνάνε και τον εαυτό τους, τα θέλω τους. Η Χάιντι ήθελε να επιστρέψει στο βουνό της, στους αγαπημένους της, στον παππού της και στον Πέτερ και τη γιαγιά του Πέτερ που έγινε και δική της γιαγιά. Δεν τη θάμπωσε η λάμψη και η πολυτέλεια της μεγαλοαστικής ζωής, όταν εργαζόταν σε πλούσιο σπίτι ως συντροφιά ενός κοριτσιού με πρόβλημα υγείας. Το όνειρο της γιαγιάς ήταν να φάει ένα λευκό μαλακό ψωμάκι του φούρνου. Μου είχε κάνει εντύπωση μια φορά στη Γερμανία, όταν μια πελάτισσα στο σούπερ μάρκετ είδε τα ψωμιά και φώναξε «Ohh, schönes Brötchen» (ωραίο ψωμάκι!). Έτσι και μια συμφοιτήτριά μου, η Άννα, έλεγε ότι πάει σε συγκεκριμένη φοιτητική εστία για φαγητό, «γιατί έχει ωραίο ψωμί». Μετά την παράσταση δεν παρέλειψα να πάω στο κατάστημα του θεάτρου για σουβενίρ της παράστασης. Θα ξεκινήσω συλλογή μολυβιών. Μολύβι «η Χάιντι και τα βουνά». Το βιβλίο μπορώ να το αναζητήσω και στο πρωτότυπο. Δεν μπορούν τώρα να αποδείξουν πως δεν αξίζουμε τίποτα, είναι αργά για αυτό, έχουμε μια τράπεζα γεμάτη λέξεις. Το τελευταίο προπύργιο της Δημοκρατίας είναι η Δικαιοσύνη, συμφωνώ. Ποιο είναι όμως το τελευταίο καταφύγιο του αδικημένου; Δεν θα ήθελα να πω τη λέξη βία.
Το επόμενο πρωί αποφασίζουμε να πάμε σε ένα μουσείο. Αποφάσισα. Βυζαντινό μουσείο. Καθίστε εσείς εδώ, εγώ θα πάω στην έκθεση ζωγραφικής. Τέσσερα ευρώ, με τα ίδια χρήματα βλέπεις και τις συλλογές του μουσείου. Στο τέλος της έκθεσης η κοπέλα μου έδωσε το βιβλίο της έκθεσης. «Αφού σας άρεσε», μου είπε. Τι υπέροχο δώρο. Πώς το κατάλαβε ότι μου άρεσε; Στη συνέχεια στο μουσείο με τους βυζαντινούς θησαυρούς, ξεχάστηκα. Ξέχασα εντελώς τους άλλους. Και τι δεν είχε. Κοσμήματα, εικόνες, οικιακό εξοπλισμό, μια πανοπλία ιππότη από μεταλλικό πλέγμα, λυχνάρια του Αλαντίν και παππουτσάκια από τους Κόπτες της Αιγύπτου, κορώνες, νομίσματα, ριάλια, γρόσια… Οι πιο εύποροι είχαν μεταλλικά αντικείμενα, όπως λάμπες, οι πιο φτωχοί είχαν κυρίως κεραμικά και γυάλινα… Πλούτος μεγάλος, λαμπρός, απλά όχι για όλους, τι πρωτότυπο. Είναι κακό που μου αρέσει η λάμψη, η τέχνη; Ο θησαυρός της Μυτιλήνης. Θάφτηκε για να μην κλαπεί και βρέθηκε αιώνες αργότερα… Στο τέλος θυμήθηκα ότι είχα αργήσει. Χαρούμενοι που συναντηθήκαμε μετά από τόσα χρόνια περιφερόμαστε στους δρόμους της πόλης σαν φοιτητές. Βλέπω το αγέρωχο βλέμμα του εύζωνα όπως περνάμε από μπροστά του. Αμετακίνητος. Έτσι πρέπει να είμαστε, όπως έγραψε ο ποιητής. Όλοι γεροί και αγέρωχοι, σαν κροίσοι. Δεν είμαστε όμως έτσι όλοι. Κάποιοι μπορεί να έχουν «πρόβλημα». Έτσι άγεται και φέρεται αυτός ο άνθρωπος, έλεγε μια καθηγήτρια γερμανικών, για ένα μαθητή της που έπασχε από αυτισμό και φερόταν παράξενα, αν και ευφυής, προκαλώντας τις όχι και τόσο ευγενικές αντιδράσεις των άλλων παιδιών. Είναι λέει μόδα τώρα μεταξύ των παιδιών στα κοινωνικά δίκτυα να «διακωμωδούν» το φασισμό. Ως κάτι περασμένο, ξεπερασμένο, τελειωμένο. Ακίνδυνο. Μπαίνω στην τάξη και μου λένε Χάι Χίτλερ. Καταρχάς παιδιά δεν είναι Χάι, είναι Χάιλ. Και επίσης τι νομίζετε ότι εκπροσωπώ εγώ εδώ πέρα; Περνώντας ανέμελοι, μιλώντας και γελώντας δυνατά, μπροστά από το Μέγαρο Μαξίμου, φτάνουμε στο προεδρικό μέγαρο. Είχαμε ξεχάσει πού είμαστε. Τρέχοντας ο φρουρός μας επέπληξε πάρα πολύ αυστηρά. Να φύγετε και να μην ξαναπατήσετε το πόδι σας σε αυτό εδώ το πεζοδρόμιο! Ένα άγαλμα του Μαχάτμα Γκάντι, σύμβολο φιλίας των δύο λαών. Η φτώχεια είναι η χειρότερη μορφή βίας. Πίσω από το άγαλμα, ένα υπόγειο μαγαζάκι μεταφοράς χρημάτων. Ινδικί βίζα, διαβάζω στην επιγραφή.
Πάμε πάλι στο ζαχαροπλαστείο με τα πολίτικα γλυκά. Την είδα ανάμεσα στην πλούσια διακόσμηση. Ήταν μία κούκλα Άη Βασίλης γυναίκα. Η Αγιοβασίλισσα, σκέφτηκα. Είδες; Μπορεί να υπάρχει και κάτι πέρα από τα όσα ξέρεις, τα παραδοσιακά, τα κλασικά, τα συνηθισμένα. Φορούσε κόκκινη βελούδινη στολή, είχε λευκά μαλλιά και καλοσυνάτο πληθωρικό παρουσιαστικό. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Δηλαδή μπορεί να είναι όπως φαίνεται, μπορεί και όχι. Το ήξερες ας πούμε ότι υπάρχουν κόκκινα άνθη φραουλιάς εκτός από λευκά; Ότι υπάρχει ροζ αλεξανδρινό εκτός από κόκκινο; Ότι στην Κίνα έχει μωβ μούσμουλα εκτός από κίτρινα; Γιατί να μένουμε μόνο σε όσα ξέρουμε; Για να νιώθουμε ασφάλεια; Άνοιξε ένα παραθυράκι να μπει φρέσκος αέρας, φρέσκιες ιδέες. Μην μένει ακατοίκητο το ρετιρέ. Γέλασε. Δεν την είχε ξανακούσει αυτή την έκφραση. Είδες; Όταν ξέρεις πολλές λέξεις και φράσεις ανεβαίνεις σε στάτους, ανεξαρτήτως χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων. Αν ο Άη Βασίλης μπορεί να είναι γυναίκα, τότε όλα μπορούν να συμβούν. Γλυκό με ξεψαχνισμένο κοτόπουλο έχετε φάει; Να λείπει το… βύσσινο. Μερικές φορές όσο ανοιχτόμυαλος και δεκτικός και αν είσαι, ξέρεις πάρα πολύ καλά τι δεν σου αρέσει, τι ΔΕΝ θέλεις. Στο κολωνάκι είχε ένα μαγαζάκι όπου όλα ήταν ριγέ κόκκινο και λευκό. Είχε κάτι κεραμικές καραμέλες – μπωλ, ριγέ λευκό και κόκκινο. Όχι άλλα χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά. Δεν μπορείς σε ένα χρόνο να μαζέψεις όλα τα Χριστούγεννα του κόσμου… Αυτές οι καραμέλες είναι από Πολωνία. Τις έχω ξαναδεί. Ας πάρουμε ένα κουτάκι καραμέλες και ένα σακουλάκι μα τρία μεγάλα μπισκότα βουτύρου γεμιστά με μαρμελάδα βερύκοκο. Τελευταία μέρα. Δεν υπάρχει χρόνος. Είναι ώρα για τσεκ απ; Όχι τσεκ απ παιδί μου, τσεκ άουτ. Ας παραγγείλουμε πρωινό. Τηλεφωνώ στο room service. Ογδοντα έξι ευρώ; Όχι όχι, για ένα άτομο. Θα το μοιραστούμε. Και έναν επιπλέον καφέ. Τι μεγάλος δίσκος. Φτάνει το ζεστό νερό και για ένα δεύτερο καφέ. Έχει δύο φακελάκια καφέ στιγμής. Θέλω και εγώ φράουλα. Μα πώς φέρεστε έτσι. Σαν χίπις κάνετε! Λίγο πριν μπούμε στο ταξί της επιστροφής, στο δασάκι με τα κομμένα έλατα, είδα, αλήθεια την είδα, μια καρδιά τυπωμένη στο τσιμένο του πεζοδρομίου. Από εδώ πρέπει να πέρασε το έλκηθρο της Αγιοβασίλισσας. Αυτό το αποτύπωμα θα πρέπει να είναι από την οπλή του αλόγου της. Στον Πειραιά ένα μεγάλο κτίριο, σαν οικοδομή, είναι κατάφωτο σε χρώμα μωβ. Σε κάθε τραπέζι του μπαρ, το οποίο ήταν σαν βγαλμένο από κινηματογραφική ταινία, υπήρχε ένα φωτεινό πράσινο δεντράκι LED. There is no end…